ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

1 Μαΐου 2024

Η Λαμπρή των Ελλήνων !

 Η Λαμπρή των Ελλήνων!

Γράφει ο Νικόλαος Ταμουρίδης, Αντιστράτηγος (ε.α) – Επίτιμος Α’ Υπαρχηγός ΓΕΣ

Όλοι οι Έλληνες ορθόδοξοι Χριστιανοί απανταχού γης, γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες το Πάσχα, τη Λαμπρή των Ελλήνων, με αποκορύφωμα τη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την Ανάσταση του Χριστού. Μια Ανάσταση όμως που δεν έρχεται από μόνη της, αλλά ακολουθεί μια περίοδο νηστείας και παθών του Χριστού.

Η νηστεία, τα πάθη και η Ανάσταση, θέλουν να μας δείξουν ότι στη σημερινή εποχή του πληθωρισμού της κενολογίας και της ξύλινης γλώσσας, μέσα στο θολό αυτό κόσμο που ζούμε, φυλακισμένοι στην κυριολεξία στις συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου καθώς και στη σκλαβιά της καθημερινότητάς μας, υπάρχει διέξοδος.

Και η διέξοδος αυτή είναι η πίστη στο Χριστό και στη διδασκαλία του, που σημαίνει αισιοδοξία και πίστη στη δικαίωση κάθε αγώνα που κάνουμε στη ζωή μας. Γιατί:

-Δεν υπάρχει επιτυχία χωρίς αγώνα
-Δεν υπάρχει νόστος χωρίς ταλαιπωρία
-Δεν υπάρχει Ιθάκη χωρίς Οδύσσεια
-Δεν υπάρχει Ανάσταση χωρίς Γολγοθά

Τι μπορούμε τώρα να κάνουμε εμείς στην πράξη για να αγγίξουμε έστω και ελάχιστα το νόημα των ημερών; Πως μπορούμε να βιώσουμε αυτή τη διέξοδο στον ανέραστο και ταλαίπωρο αυτό κόσμο που ζούμε;

Η απάντηση είναι μια και απλή. Εάν ξεπεράσουμε και νικήσουμε τα δικά μας πάθη, τις δικές μας αδυναμίες. Αυτή τη φορά λοιπόν, ας σταθούμε διαφορετικά. Ας κοιτάξουμε εσωτερικά τον εαυτό μας. Αν αναγνωρίσουμε τα δικά μας πάθη και τα ξεπεράσουμε τότε πετύχαμε τη μεγαλύτερη των νικών στη ζωή μας.

Ας νικήσουμε το μεγαλύτερο των παθών, τον εγωισμό μας. Ας ρίξουμε τον εγωισμό μας, πλησιάζοντας τον συνάνθρωπό μας, κάνοντας εμείς το πρώτο βήμα, έστω και με ένα τηλεφώνημα, για επανασύνδεση κάποιων σχέσεων με συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα, με τα οποία βρισκόμαστε σε απόσταση. Ας πούμε εμείς πρώτοι Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά. Η ικανοποίηση που θα νοιώσουμε θα είναι απίστευτη.

Ας νικήσουμε τη δύναμη του χρήματος, κάνοντας ελεημοσύνη. Δεν έχει σημασία πόσα θα δώσουμε. Αρκεί να δώσουμε και θα αισθανθούμε την ικανοποίηση ότι δεν είμαστε σκλάβοι του χρήματος, αλλά εμείς το κυβερνάμε και όχι αυτό εμάς.

Ας θερμάνουμε την καρδιά μας με μια προσευχή σε μια εκκλησία και πίστη στον Χριστό. Ας κοινωνήσουμε με σεβασμό, πίστη και αγάπη. Κι ας μη νηστεύσαμε καθόλου. Η πασχαλιάτικη ευχή, πριν από τη Θεία κοινωνία καλεί «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες» να κοινωνήσουν.

Αυτή είναι η Λαμπρή των ορθοδόξων Ελλήνων!

Καλή Ανάσταση! Χρόνια Πολλά!  

Πηγή

 Πηγή 2

18 Απριλίου 2024

Η ζωή εν τάφω ! - Στρατής Μυριβήλης -(απόσπασμα)


Η ζωή εν τάφω ! -Στρατής Μυριβήλης -(απόσπασμα)

Η μυστική παπαρούνα

Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.

Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.

Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.

Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.

Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:

— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό...

 https://vnegativa.blogspot.com/2024/04/blog-post_15.html

 

17 Απριλίου 2024

Το προσφυγόπουλο του ουρανού - Παύλος Νιρβάνας

 Το προσφυγόπουλο του ουρανού - Παύλος Νιρβάνας

    
Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
    Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.

    Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.

- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.
Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.

- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.

Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.

- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!

Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.

(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, E´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)

πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

31 Μαρτίου 2024

Όταν αλλάζουν οι αντιλήψεις μας, αλλάζει η χημεία του σώματός μας-Bruce Lipton

 Bruce Lipton: Όταν αλλάζουν οι αντιλήψεις μας, αλλάζει η χημεία του σώματός μας, όταν αλλάξει η χημεία, αλλάζει και η υγεία μας


 
 
Image by Merlin Lightpainting from Pixabay 

Bruce Lipton: Όταν αλλάζουν οι αντιλήψεις μας, αλλάζει η χημεία του σώματός μας, όταν αλλάξει η χημεία, αλλάζει και η υγεία μας

Ο Bruce H. Lipton, Phd., κυτταρικός βιολόγος και λέκτορας, είναι μια διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα και για πάνω από 10 χρόνια συγκαταλέγεται στους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους του κόσμου στη γεφύρωση της επιστήμης και του πνεύματος.

Ξεκίνησε την καριέρα του στη σχολή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν και αργότερα πραγματοποίησε πρωτοποριακή έρευνα σχετικά με τα βλαστοκύτταρα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.

Είναι ο συγγραφέας των μπεστ σέλερ βιβλίων Η Βιολογία της Πεποίθησης και Το φαινόμενο του Μήνα του Μέλιτος, και συν-συγγραφέας με τον Steve Bhaerman του βιβλίου Spontaneous Evolution. Ο Bruce έλαβε το 2009 το διάσημο Βραβείο Ειρήνης Goi (Ιαπωνία) προς τιμήν της επιστημονικής του προσφοράς.

Με αφορμή την επικείμενη επίσκεψή του στην Αθήνα, συγκεντρώσαμε 5 αποφθέγματα που αποτελούν την πεμπτουσία όλης της θεωρίας του. 

1. Οι αντιλήψεις σου έχουν να κάνουν με τον τρόπο που αντιμετωπίζεις τις εμπειρίες της ζωής σου.

Αυτές οι αντιλήψεις επηρεάζονται από τις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές που έχεις αναπτύξει με τον καιρό. Ο Bruce Lipton αποκαλύπτει μια συναρπαστική προοπτική: η πραγματικότητά μας είναι σαν ένας καμβάς, βαμμένος από τις αντιλήψεις μας.


Οι σκέψεις και πεποιθήσεις που έχουμε συσσωρεύσει στη διάρκεια της ζωής μας λειτουργούν σαν πινέλα, δίνοντας χρώμα και μορφή στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τον κόσμο.

Αυτό το πλαίσιο μετατρέπει κάθε ανθρώπινη εμπειρία σε μια υποκειμενική δημιουργία, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της προσωπικής μας οπτικής να διαμορφώνει την αντίληψη της πραγματικότητας.

Περιοριστικές πεποιθήσεις καταδυναστεύουν τη ζωή σου: Πώς να τις υπερβείς

2. Όταν αλλάζουν οι αντιλήψεις σου, αλλάζει και η χημεία του σώματός σου

Με αυτή τη φράση, ο Bruce Lipton υποδεικνύει τη δύναμη της ανθρώπινης σκέψης. Προτείνει ότι η αλλαγή της αντίληψής μας δεν είναι μια αφηρημένη ή ψυχολογική διαδικασία μόνο· είναι ένας πραγματικός μετασχηματισμός που συμβαίνει στο φυσικό επίπεδο, επαναπροσδιορίζοντας την κυριολεκτική χημεία του σώματός μας.

Αυτός ο εκπληκτικός ισχυρισμός υπογραμμίζει την ισχύ που έχουν οι σκέψεις και οι αντιλήψεις μας να επηρεάζουν άμεσα την υγεία, τη διάθεση, και την ευεξία μας. Είναι μια πρόσκληση να αναγνωρίσουμε και να αξιοποιήσουμε τη μεταμορφωτική δύναμη του μυαλού μας.

Η Βιολογία της Πεποίθησης: Το σώμα και η υγεία μας αλλάζει μόλις αλλάξουμε τις σκέψεις μας
 
3. Μπορείς να ζήσεις μια ζωή φόβου ή μια ζωή αγάπης. Εσύ επιλέγεις.

Αυτή η φράση μας καλεί σε μια βαθιά προσωπική ανασκόπηση, προτρέποντάς μας να αναγνωρίσουμε τη δυναμική της επιλογής στην καθημερινότητα και την ποιότητα της ζωής μας. Στον πυρήνα της, υπογραμμίζει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ φόβου και αγάπης ως θεμελιωδών κατευθυντήριων δυνάμεων.

Η επιλογή φόβου μπορεί να περιορίσει, να απομονώσει και να δημιουργήσει αμυντικές στάσεις προς τη ζωή. Αντίθετα, η επιλογή της αγάπης ανοίγει τις πόρτες στη συνεργασία, την κατανόηση και την ανάπτυξη. Είναι μια πρόσκληση να διαλέξουμε συνειδητά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και αντιδρούμε στον κόσμο, αναγνωρίζοντας την εξουσία μας να διαμορφώσουμε μια ζωή που αντανακλά τις πιο βαθιές μας αξίες και επιθυμίες. 

4. Η στιγμή που αρχίζεις να αναλαμβάνεις ευθύνη για το περιεχόμενο του υποσυνείδητου σου, τότε, γίνεσαι ο προγραμματιστής.

Αυτή η πρόταση αποτελεί μια ισχυρή υπενθύμιση της ικανότητας που έχουμε να μετασχηματίσουμε την ψυχολογική και συναισθηματική μας υπόσταση. Στην ουσία, μας λέει ότι όταν αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε και να αναλαμβάνουμε ευθύνη για τις ασυνείδητες πεποιθήσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που διαμορφώνουν την εμπειρία της πραγματικότητας μας, αποκτούμε τη δυνατότητα να τα επαναπρογραμματίσουμε.

Αυτό σημαίνει ότι μετατρεπόμαστε από παθητικοί παρατηρητές σε ενεργοί δημιουργοί της δικής μας ζωής, εξοπλισμένοι με τη δύναμη να ορίζουμε το ποιοι είμαστε και πώς ζούμε. 
 
5. Δεν είναι τα γονίδιά μας, αλλά οι πεποιθήσεις μας που ελέγχουν τις ζωές μας.

Αυτή η φράση αντικατοπτρίζει μια βαθιά και επαναστατική ιδέα που έχει αναδειχθεί στο πεδίο της επιγενετικής: την ιδέα ότι η δύναμη της σκέψης και των πεποιθήσεων μας μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στην έκφραση των γονιδίων μας και, κατ’ επέκταση, στην υγεία και την ευεξία μας.

Η πρόταση αυτή προκαλεί την παραδοσιακή αντίληψη της βιολογίας ότι είμαστε προκαθορισμένοι από τα γονίδιά μας, προτείνοντας αντ’ αυτού ότι έχουμε μια πιο δυναμική σχέση με το DNA μας.

Η ιδέα αυτή υποστηρίζει ότι μέσω της συνειδητής σκέψης, των πεποιθήσεων και της θετικής στάσης ζωής, μπορούμε να επηρεάσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα γονίδιά μας λειτουργούν και εκφράζονται. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε απλώς θύματα της γενετικής μας κληρονομιάς, αλλά έχουμε τη δυνατότητα να γίνουμε συνδημιουργοί της υγείας και της ευημερίας μας.

Ενθαρρύνει την ανάπτυξη μιας πιο θετικής, υγιούς και ενσυνείδητης προσέγγισης στη ζωή, αναδεικνύοντας τη σημασία της εσωτερικής μας κατάστασης στη διαμόρφωση της πραγματικότητάς μας.

Ο Μπρους Λίπτον έρχεται στην Αθήνα στις 12 και 13 Οκτωβρίου 2024. Η προπώληση εισιτηρίων έχει ξεκινήσει με μεγάλες εκπτώσεις.

Πηγή: leadingminds.grenallaktikidrasi.com


25 Δεκεμβρίου 2023

Στο ξέφωτο των Χριστουγέννων...

Στο ξέφωτο των Χριστουγέννων


Προανάκρουσμα των Χριστουγέννων με τη ζωή να βολοδέρνει στο κυκεώνα της καθημερινότητας και τη σκέψη αιχμάλωτη στη βιοπάλη. Διάχυτη πίκρα και αβεβαιότητα για τo αύριο να απλώνει τα γκρίζα πέπλα της παντού. Μακάρι να κατάφερναν τ’ αστραφτερά στολίδια και οι φωτεινές γιρλάντες να ζεστάνουν λιγάκι την ατμόσφαιρα. Κυνηγώντας το εφήμερο και τo αναγκαίο ξεμάθαμε τo μεγαλείο τoυ απλού και τη χάρη του μικρού. Ξεμάθαμε ακόμη και τo κουβεντολόι. Και ίσως για τούτο τις λιγοστές φορές που βρίσκονται πια οι άνθρωποι συν δύο - συν τρεις καπνίζουν τόνα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο μήπως και λύσουν την αμηχανία τους. Κι άλλοι αρχίζουν τα χαρτιά για να κρυφτούν πίσω από τους ρηγάδες και τις ντάμες αφού δεν έχουν τίποτα να πουν. Οι άνθρωποι βουβάθηκαν κοιτώντας άκαμπτοι την τηλεόραση. 

Η παλιά εσωτερική ζωή και ένταση των σπιτιών αντικαταστάθηκε με τη μοναξιά των ανθρώπων μέσα στο ίδιο σπίτι. Ευτυχώς που υπάρχει και τo ημερολόγιο για να μας φέρει μία ευχάριστη είδηση. Είναι η μέρα που προαναγγέλλει την έλευση τoυ Θείου Βρέφους επί της γης. Είναι η μέρα που ξεδιαλύνει τα σύννεφα του βαρομετρικού χαμηλού και φέρνει στην καρδιά μας τo ξέφωτο, την ξαστεριά.

Ας μείνουμε προσηλωμένοι, όμως, ηθελημένα στα παλιά όπως τότε που μας συγκινούσαν τα κάλαντα, οι φυσαρμόνικες και τα μετάλλινα τρίγωνα με τα μπαλόνια (τις φούσκες).

Και τότε υπήρχαν προβλήματα και αβεβαιότητα. Ξεχνιόντουσαν όμως ευκολότερα στις γιορτινές μέρες που φούντωνε η ελπίδα, η χαρά, η αισιόδοξη καλή καρδιά. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά χρειαζόμαστε αυτό το ξέφωτο των γιορτών. Να ξεχάσουμε για λίγο τa καθημερινά προβλήματα και να αναζητήσουμε λίγες στιγμές χαράς από τη φάτνη των αλόγων της Άγιας Νύχτας.
Να αναζητήσουμε καταφύγιο ηρεμίας και περισυλλογής μακριά από την αλαζονεία του κόσμου, την κενότητα, την αθλιότητα και την κακία του.
Θα μπορέσουμε άραγε να μαζέψουμε μία στάλα από «το φως της γνώσεως» για να καταλάβουμε, να συνειδητοποιήσουμε έστω και καθυστερημένα την ανεκτίμητη, την ανυπέρβλητη αξία του «Ηλίου της Δικαιοσύνης» και να ανακαλύψουμε «του μυστηρίου τη φανέρωση»;

Θα μπορέσουμε άραγε να γιορτάσουμε πραγματικά τα Χριστούγεννα «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας» μακρυά από τον «πολιτισμό» που μετατρέπει αυτή τη γιορτή σε ρεβεγιόν στα φαγάδικα και τηλεοπτικά σόου και πολιτικά μηνύματα για «επί γης ειρήνη» δηλ.μακρυά από τον πολιτισμό των «προηγμένων θηλαστικών»;

Θα μπορέσουμε άραγε να αγκαλιάσουμε αμέριμνα τον κόσμο, να τον δούμε όπως τον θέλουμε και όχι όπως είναι; Να βγούμε για λίγες μέρες, όσο διαρκούν οι χρονιάρες αυτές γιορτές στο ξέφωτο της φάτνης να δούμε τον αστέρα «ον είδον οι Μάγοι εν τη ανατολή» ώστε και μεις να αισθανθούμε «χαράν μεγάλην σφόδρα»;
Στο ξέφωτο αυτό θα δούμε και πάλι να θριαμβεύει η τιμιότητα, η ηθική, η αρετή και γενικά το καλό να νικά το άδικο και το κακό, καθώς μας δίδασκαν τα γοητευτικά παραμύθια της γιαγιάς μας, των  δασκάλων μας, των γονιών μας.
Στην ανήμερη ετούτη εποχή των ξεφτισμένων ιδεολογιών, των πολυεθνικών συμφερόντων, της αβεβαιότητας των συναισθημάτων είναι πια πασίδηλο πως πολλοί προσπαθούν να μας νοθεύσουν ό,τι πολύτιμο είχαμε φυλάξει μέσα μας από παιδιά. Έτσι σήμερα είναι φανερό ότι τα ασχημόπαπα δεν θα φθάνουν ποτέ τους κύκνους του πλούτου, η Σταχτοπούτα θα μείνει με το παράπονο ότι δεν την πρόσεξε κανένας, το κορίτσι με τα σπίρτα δεν θα γελάσει και η καλόκαρδη νεράϊδα θα φοβηθεί τη φθονερή αδελφή της και δεν θα αγγίξει κανέναν με το χρυσό ραβδάκι της.

Παρόλα αυτά όμως εμείς δεν αλλάζουμε κατεύθυνση: θα αναζητήσουμε και θα βρούμε τα αντίφασκα του Αγιώργη, θα ανάψουμε μ’ αυτά το τζάκι μας και με τo «μπούχλωμα» τους θα διώξουμε τα «καρκατζέλια» της μιζέριας και της απαισιοδοξίας από την καπνοδόχο. Θα ρίξουμε στη θράκα τις αναμνήσεις μας μαζί με τις τσαπέλες και τη μουσταλευριά, για να ζεσταθούν και να φουντώσουν, θα πιάσουμε μετά το ψυχοτρόπο κουβεντολόϊ, το ατέλειωτο, το καταλυτικό. Θα θυμηθούμε τους παλιότερους δικούς μας που τώρα είναι στο Αλλού. Και ένα αίσθημα χαρμολύπης θα μας κρατήσει κοντά στο ξέφωτο των Χριστουγέννων για ώρες. Την ελπίδα μας λοιπόν κανείς δεν μπορεί να την αιχμαλωτίσει.

Κανείς δεν μπορεί να μας εμποδίσει να ακολουθήσουμε το υπέρλαμπρο άστρο της Βηθλεέμ οδεύοντας προς την φάτνη μαζί με τους αγραυλούντες ποιμένες και τους Μάγους της Ανατολής «Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω εν σπηλαίω τεχθέντι εκ της Παρθένου και Θεοτόκου εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας...»

 Από το βιβλίο του Δημήτρη Κουκουζή

Εύθυμα και σοβαρά 

Σημείωση δική μου:

Εγώ τι να πω ; Τα είπε όλα ο Δημήτρης.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους σας ! Καλό ξέφωτο ! ! !

22 Δεκεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικο δώρο απο Βασιλιά ...το 1925 !

 


Μιά παραμονή Χριστουγέννων, ένας φτωχός γεροντάκος περίμενε τον Βασιλιά να βγεί απο το Νοσοκομείον "Ευαγγελισμός" για να του δώση μία αναφορά.

Όταν εβγήκε, συνοδευόμενος από τον πρίγκηπα Γεώργιο, ο γεροντάκος τον επλησίασε και του είπε:

-Πολυχρονεμένε μου Άνακτα τής Ελλάδος και...

Ο βασιλεύς τον διέκοψε :

-Καλά, καλά, τι θέλεις;

-Έχω παιδί στην φυλακή και η οικογένειά μου πεινάει...

-Πως σε λένε ;

-Παναγή Αντωνάκο, απο τη Σύρα.

-Που κάθεσαι ;

-Οδός Μαυρομιχάλη...

-Ξέρεις κανέναν εκεί κοντά ;

-Τον κύριο Μεσολωρά, τον καθηγητή.

-Καλά, πήγαινε αύριο από το σπίτι του.

Ο πρίγκηψ Γεώργιος πήρε σημείωσι του ονόματός του και την άλλη ημέρα ο γέρος ελάβαινε από τον Μεσολωρά δώρον του βασιλέως 300 δρχμ.

Ύστερ' από λίγον καιρό βγήκε απο τη φυλακή και ο γυιός του.

Σημείωση δική μου:
Το περιστατικό είναι καταγεγραμμένο στο περιοδικό "Μπουκέτο", στίς 6 Οκτωβρίου του 1927 και αναφέρεται στον Βασιλιά Γεώργιο τον Α΄
Και ο Μεσολωράς, πρέπει να ήταν ο Θεολόγος καθηγητής Ομιλητικής και Λειτουργικής, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Ι.Β.Ν.

21 Δεκεμβρίου 2023

Την παραμονή Του Χριστού, τα μεσάνυχτα !

 Οση γαλήνη και να κάνη, οση καλοκαιρία και αν υπάρχη, πάντα στις δώδεκα τα μεσάνυχτα κάθε παραμονής Χριστουγέννων θα ιδήτε εδω τη θάλασσα να φουσκώνη, να αφρίζη χωρίς βοή και αντάρα και να γεμίζη ασπρα κύματα, λέτε και ειναι κοπάδια πρόβατα, που βόσκουν σε λιβάδι. Και πάλι, σιγά-σιγά, τα κύματα σβήνουν και χάνονται στα βάθη του πελάγου.....

Ετσι μας ελεγεν ο μπάρμπα Ηλίας ο Σερεμέτης, στρίβοντας με τα ροζάριακα, χονδροπετσιασμένα χέρια του σιγάρο. Και εξακολούθησε:
-Και μη θαρρείτε πως ειναι τα πεύκα τότε, που βουίζουν εδώ...Ειναι ο βοσκός, που σαλαγάει τα πρόβατα επάνω κάτω στο περιγιάλι... Εμείς το ξεύρουμε πάππου προς πάππου και το είδαμε με τα μάτια μας...
Απίθωσε το σιγάρο στο πλαίσιο του παραγωνιού, οπου εσπιθοβολούσαν τα λιόκλαρα, και εσταυροκοπήθηκε μ' ευλάβεια. Το πρόσωπό του, που το ειχαν ψήσει η άλμη το λιοπύρι και τα ξηροβόρια, ανυψώθηκε με μιάν ενατένιση κάποιας οπτασίας. Και τα μάτια του, που τα εσκίαζαν πυκνά, ακατάστατα φρύδια, επήραν μιάν ημερότητα και μιάν αγαλίασι, ωσάν να εβλεπαν στα Θεοφάνεια ολάνοικτο τον ουρανό....
-Ετσι ειναι, ειπε, ξαναπαίρνοντας το σιγάρο και τραβώντας βαθειές ρουφηξιές...Μου τα ελεγεν η κυρούλα μου...Εκαθόμουνα δίπλα της και αρχιζε την ιστορία:
-Το βλέπεις εκείνο εκεί το χάλασμα στην πέρα ράχη, επάνω απο της Μπίγλαινας το λιοστάσι; Εκεί ηταν τότε η στάνη του Χριστόγιωργα με τ΄ονομα, του πρώτου αρχιτσέλιγγα του τόπου...Γιατί τότε δεν ειχαν τίποτε εδώ, μηδέ λιοστάσια, μηδέ χωριό...Ερχονταν, βλέπεις, οι "φούστες" με Αλγερίνους και εσκότωναν τα παλληκάρια και επαιρναν απο τα σπίτια ο,τι εύρισκαν....Γι' αυτό και το χωριό ητο υψηλά στην Παλιοχώρα και ειχε βίγλες, που εφύλαγαν και εδιναν είδησι.
Και οταν εφαίνονταν οι φούστες στο γιαλό, οι εξωμερίτες όπου φύγη φύγη...Ακουες θρήνο τα παιδιά και χάρχαλο τα πράγματα. Και ετρεχαν να κρυφθούν στο φρούριο...Ας ειναι...
Που λές, σ' εκείνο το χάλασμα επάνω στην πέρα ράχη ητο η στάνη του Χριστόγιωργα. "Ειχε χιλιάδες πρόβατα και μυριάδες γίδια", που λέγει το τραγούδι... Μα ηταν ανθρωπος σκληρός και απόνετος και δεν εκαμνε καλό σε ανθρωπο. Μια βραδιά, που λές, μια παραμονή του Χριστού, κάποιος επήγε και κτύπησε τη θύρα του. Οι σκύλοι, που έσκιζαν ανθρωπο, ούτε εσκουξαν ούτε αγρίεψαν. Μόνο επήγαν και συμμαζεύτηκαν στα πόδια του Χριστόγιωργα.
-Ποιός ειναι αυτού; εξεφώνησεν εκείνος αγριεμένος. Ποιός εισαι; Τι γυρεύεις τέτοια ώρα;
-Αν εισαι χριστιανός, ανοιξε , αποκρίθηκε μια φωνή. Μ΄επιασε η νύχτα και το κρύο και δεν δεν ηξεύρω που να πάω. Εχιόνιζε κι όλας, εξέχασα να σου το ειπώ.
-Τράβα το δρόμο σου και εδώ δεν ειναι χάνι, εξεφώνησε ο Χριστόγιωργας και εχούγιαξε τα σκυλιά. Μα εκείνα δεν εκουνήθηκαν !
-Για την αγάπη του Χριστού, που γεννιέται τώρα, ειπε παρακαλεστά η φωνή, ανοιξε, δε βαστώ πιά...Μα πού ν' ανοίξη !
-Σύρε στο δρόμο σου, ξαναείπε αγριεμένα.
-Για την αγάπη του Χριστού, ανοιξε, ειπε πάλι η φωνή. Μα πού εκείνος!....
Κι εξαφνα ακουσε ποδοβολητό των αρνιών, ωσάν να εβγαιναν απο το μαντρί. Και η θύρα ανοιξε μόνη της κι εβγήκαν εξω τα σκυλιά. Στην κατηφοριά, ωσάν φεγγερή σκιά, κατέβαινε ο ξένος. Και οπίσω του ακολουθούσαν τα πρόβατα... Μπροστά ο ξένος και πίσω αυτά και παραπίσω ο Χριστόγιωργας φωνάζοντας....
Οταν ο ξένος εφτασε στην θάλασσα, αρχισε να περπατά στα κύματα. Οπίσω του ερχονταν ενα-ενα τα πρόβατα. Και εγέμισεν η θάλασσα απο πρόβατα, που ολοένα εξεμάκραιναν, ακολουθώντας την φωτερή σκιά, ωσπου εχάθηκαν στα βάθη του πελάγου......
Κι εχάθηκε κι ο Χριστόγιωργας.... Και ερήμαξε η στάνη του.... Και μόνον κάθε χρονιά, την παραμονή του Χριστού, στα μεσάνυχτα, πηγαινοέρχεται στο γιαλό και σαλαγά τα πρόβατα, που ακολουθούν το Χριστό. Γιατί ο Χριστός ηταν που ειχεν ελθει για να το σώση η να τον τιμωρήση.
Και ο μπάρμπα Ηλίας εσταυροκοπήθηκε πάλι......


Περιοδικόν ¨Ναυτική Ελλάς" Γεράσιμος Αννινος
Απο το προσωπικό μου αρχείο.
(Το διήγημα αυτό το διδάχτηκα, μαθητής το πάλαι ποτέ, και ξαναγράφοντάς το τώρα, μου' φερε θύμησες γλυκές.....Καλά Χριστούγεννα σε ολους σας) Ι.Β.Ν.

20 Δεκεμβρίου 2023

Τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής μου-Μια αναδρομή που συναρπάζει ! Πάτρα 1965- (Καταπληκτικό, ανωνύμου Πατρινού συγγραφέα !) (επαναδημοσίευση)

 

Παραμονή Χριστουγέννων του 1965, σε μια γειτονιά της Πάτρας, σηκώθηκα μόλις ξημέρωσε, έφαγα βιαστικά το πρωινό μου («τριψάνα» το λέγαμε, ζεστό γάλα με μπόλικη ζάχαρη και ξεροκόμματα κομμένα σε κύβους σαν αντίδωρο), ντύθηκα ζεστά, πήρα το τρίγωνο και ένα άδειο κονσερβοκούτι από πελτέ ΚΥΚΝΟΣ και πήγα δίπλα στους γείτονές μας να ξυπνήσω το φίλο μου τον Νίκο.

Είμαι 10 χρονών, πηγαίνω στην Γ΄ Δημοτικού και μετά από κλάματα και παρακάλια οι γονείς μου με αφήνουν να πάω να πω τα κάλαντα στη γειτονιά, άντε και στη διπλανή που μένουν συγγενείς μας. Έχω δει σε μια βιτρίνα ένα «διαστημικό» όπλο που του βάζεις μια τσακμακόπετρα και όταν πατάς τη σκανδάλη βγάζει σπίθες, σαν κι αυτά που έχουν οι αστροναύτες στο «Lost in Space», στην τηλεόραση. Το θέλω πολύ αυτό το όπλο, στοιχίζει 30 δραχμές και ο μόνος τρόπος για να το αποκτήσω είναι να μαζέψω χαρτζιλίκι από τα κάλαντα. 

Ο Νίκος είναι κι αυτός πανέτοιμος, με το τριγωνάκι του και ένα άδειο μεταλλικό κουτί από μπισκότα πτι-μπερ Παπαδοπούλου για να βάλουμε μέσα τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που θα μας πρόσφεραν. Η εντολή από τους γονείς μας είναι αυστηρή: «Δεν θα φάτε τίποτα από αυτά που θα σας προσφέρουν!». 

Εκείνη την εποχή πολλές αφηρημένες νοικοκυρές μπέρδευαν τη ζάχαρη άχνη με το παραθείο που είχαν για τα ποντίκια, με αποτέλεσμα να έχουν ξεκληριστεί ολόκληρες οικογένειες. «Θα τα βάλετε όλα στο κουτί, θα τα φέρετε στο σπίτι και εμείς θα σας πούμε τι θα φάτε!» μας είπαν οι μανάδες μας. Μεταξύ μας, δεν ήταν τόσο ο φόβος του παραθείου, αλλά η περιέργεια να δούνε πώς είχαν φτιάξει τα γλυκά άλλες νοικοκυρές.

Ξεκινήσαμε από τη γειτονιά μας. Ήταν νωρίς ακόμη και έτσι στην ερώτηση «να τα πούμε;» κανείς δεν μας απάντησε «τα είπαν άλλοι». Είμαστε οι πρώτοι και καλύτεροι. Είχαμε κάνει πρόβες και λέγαμε όλα τα κάλαντα, όχι μόνο το «Καλήν ημέραν άρχοντες», αλλά και το «Χριστός γεννάται σήμερον», «Εν τω σπηλαίω κείτεται», «Εκ της Περσίας έρχονται», «Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι» και τελειώνουμε με το «σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει!»

Γρήγορα κατάλαβα ότι έπρεπε να γίνουν μερικές αλλαγές. Κατ’ αρχάς το κονσερβοκούτι με εμπόδιζε να χτυπάω το τρίγωνο. Με ένα καρφί άνοιξα τρύπες από τις δυο πλευρές και με μια κλωστή το κρέμασα στο λαιμό μου σαν τους ζητιάνους. Το ίδιο έκανα και με το κουτί του Νίκου. Έτσι τα χέρια μας ήταν ελεύθερα. 

Μετά παρατήρησα ότι οι περισσότερες νοικοκυρές, επειδή ήταν πολύ πρωί και ήταν αγουροξυπνημένες, μετά το «Χριστός γεννάται» μας σταμάταγαν, μας έδιναν το φιλοδώρημα, μας έλεγαν «και του χρόνου» και έκλειναν την πόρτα. Έκοψα λοιπόν τους στίχους και λέγαμε μόνο το «Καλήν ημέραν άρχοντες», το «Χριστός γεννάται» και το «σ’ αυτό το σπίτι…» Στο τελευταίο μάλιστα, επειδή μας άνοιγαν μόνο γυναίκες, έκανα μια αλλαγή: «Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού με τη νοικοκυρά να ζήσει!» Τα φιλοδωρήματα αμέσως αυξήθηκαν και από δεκάρες και πενηνταράκια έγιναν δραχμές και δίφραγκα!

Τελειώσαμε με τη δική μας γειτονιά, πήγαμε και στη διπλανή, αλλά τα έσοδα ήταν ελάχιστα. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί άνθρωποι, εργάτες στο εργοστάσιο χαρτοποιίας του Λαδόπουλου, μέτραγαν και την τελευταία δεκάρα. Έπρεπε να βρεθεί κάτι πιο αποτελεσματικό. «Θα πάμε να πούμε τα κάλαντα στη βίλα του Λαδόπουλου!» μου ήρθε η φαεινή ιδέα.

Ήταν μια τεράστια βίλα, περιτριγυρισμένη από κάγκελα, με φύλακες και σκυλιά. Κανείς δεν τολμούσε να πάει εκεί. «Μα πώς θα μπούμε μέσα; Θα μας φάνε τα σκυλιά!» μου λέει τρομαγμένος ο Νίκος. «Θα χτυπήσουμε το κουδούνι». Πάμε, χτυπάμε το κουδούνι, στην είσοδο μετά από λίγο έρχεται ένας φύλακας.

«Τι θέλετε;» «Να πούμε τα κάλαντα στον κύριο Λαδόπουλο». Μας κοιτάει από πάνω ως κάτω, «περιμένετε να δω αν έχει ξυπνήσει», μας λέει, φεύγει, ξανάρχεται, μας ανοίγει τη βαριά καγκελόπορτα, τα σκυλιά αρχίζουν να γαβγίζουν σαν λυσσασμένα, ένα από αυτά ξεφεύγει από τα χέρια του φύλακα, ορμάει, με δαγκώνει στο πόδι και μου σκίζει το παντελόνι! «Αζόρ, κάτω! κάτω!» λέει ο φύλακας, ο σκύλος μαζεύεται, αλλά το κακό έχει γίνει. Το καλό μου παντελόνι είναι σκισμένο! «Στο είπα, θα μας φάνε τα σκυλιά» μουρμουρίζει ο Νίκος. Ο φύλακας μας οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού.

Στο σαλόνι υπάρχει ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με χρυσές και ασημένιες μπάλες, ένα αστέρι στην κορυφή και φωτάκια που αναβοσβήνουν. Το κοιτάμε σαν χαζοί. Στο σπίτι μας αντί για μπάλες βάφαμε κυπαρισσόμηλα με χρυσομπογιά, πολλές φορές κρεμούσαμε και τενεκεδάκια από εβαπορέ ΝΟΥΝΟΥ. 

Κοντοστεκόμαστε στο σαλόνι νομίζοντας ότι θα πούμε εκεί τα κάλαντα, αλλά ο φύλακας μας κάνει νόημα «από δω, στην κρεβατοκάμαρα» λέει, και μας οδηγεί στον επάνω όροφο. Πάνω στο κρεβάτι είναι ο Λαδόπουλος, με τις μπλε πιζάμες του και χαμογελάει, «όχι μόνο θα μας φάνε τα σκυλιά, αλλά θα μας γαμήσουν κιόλας» μου ψιθυρίζει στο αυτί ο Νίκος. 

«Ο Αζόρ έσκισε το παντελόνι του μικρού» λέει ο φύλακας και δείχνει εμένα. «Μη στεναχωριέσαι, θα σου δώσουμε ένα άλλο» μου λέει χαμογελαστός ο Λαδόπουλος και προτού να τελειώσει τη φράση του, μπαίνουν από το διπλανό δωμάτιο τα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι στην ηλικία μας, με τα νυχτικά τους. Σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι, αγκαλιάζουν τον πατέρα τους, «και τώρα πείτε μας τα κάλαντα!», λέει αυτός πανευτυχής. 

Εννοείται ότι είπαμε όλα τα κάλαντα και επειδή δεν εμφανίστηκε η γυναίκα του στο τέλος δεν κάναμε προσθήκες στο «νοικοκύρη του σπιτιού», το αφήσαμε έτσι όπως είναι στο πρωτότυπο. Ο Λαδόπουλος μας έδωσε 50 (!) δραχμές στον καθένα, σε μένα ένα κοτλέ παντελόνι και στον Νίκο ένα μάλλινο πουλόβερ. «Να πάτε να πείτε τα κάλαντα και στους Γερμανούς» μας συμβούλεψε και ο φύλακας μας οδήγησε στην έξοδο. Ο Αζόρ, δεμένος πια, γρύλιζε παραπονεμένος.

Οι «Γερμανοί» ήταν τεχνικοί που είχε φέρει ο Λαδόπουλος για το εργοστάσιό του. Τους είχε φτιάξει μια ολόκληρη γειτονιά με ωραία άνετα σπίτια και έμεναν εκεί με τις οικογένειές τους. Δεν λέγαμε ποτέ τα κάλαντα σ’ αυτούς γιατί στο κατηχητικό μάς είχαν πει πως δεν είναι Χριστιανοί και άμα πηγαίναμε στη γειτονιά τους θα μας έπιαναν και θα μας εκτελούσαν, όπως στην Κατοχή. Θα μπορούσα να σταματήσω, ο στόχος να βρω 30 δραχμές είχε επιτευχθεί και με το παραπάνω, αλλά η περιέργεια είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Έπεισα και τον Νίκο και πήγαμε.

Ήταν σαν σκηνικό χριστουγεννιάτικης ταινίας. Όλα τα σπίτια φωτισμένα, παρ’ όλο που ήταν πρωί, έξω στις αυλές φάτνες με αγαλματάκια του Χριστού, της Παναγίας, του Ιωσήφ, των Μάγων, ψεύτικο χιόνι στα παράθυρα και στις πόρτες, μυρωδιές από φαγητά και γλυκά, κοκκινομάγουλα παιδιά να παίζουν στο δρόμο, χριστουγεννιάτικα τραγούδια και κλασική μουσική, τροφαντές Γερμανίδες μανάδες και πανύψηλοι πατεράδες να μιλούν μια άγνωστη γλώσσα και στη μέση εμείς, με τα τενεκεδάκια κρεμασμένα στο λαιμό μας και τα τρίγωνα στα χέρια μας να θέλουμε να πούμε τα κάλαντα σ’ αυτούς που δεν είναι Χριστιανοί και θα μας πιάσουν να μας εκτελέσουν, όπως στην Κατοχή.

Στο πρώτο σπίτι που χτυπήσαμε η ξανθιά Γερμανίδα, αφού άκουσε τα κάλαντα με προσοχή, μας ρώτησε: «Και τώρα εγκώ τι πρέπει να κάνει;». Της έδειξα την κονσέρβα ΚΥΚΝΟΣ που είχα κρεμάσει στο λαιμό μου. «Τέλει λεφτά;» ρώτησε για να σιγουρευτεί. «Πόσα;» Πριν προλάβω να απαντήσω, πετάγεται ο Νίκος «Ντέκα ντραχμές!» της λέει... με άψογα γερμανικά. Η Γερμανίδα έριξε το 10ρικο στο κουτί, ευχήθηκε «Κρόνια Πολλά» και ξαναγύρισε στο στρούντελ της.

Η γειτονιά των Γερμανών είχε 50 σπίτια επί «ντέκα ντραχμές» βγάλαμε ένα ωραιότατο 500άρικο και επειδή είχαμε πια απομακρυνθεί αρκετά από την περιοχή μας συνεχίσαμε να λέμε τα κάλαντα και μέσα στην πόλη. Πήγαμε σε συνοικίες που δεν τις γνωρίζαμε, μπήκαμε σε πλουσιόσπιτα και φτωχοκαλύβες, είδαμε γέρους και γριές κατάκοιτους να βγάζουν κάτω από το μαξιλάρι το κομπόδεμά τους, να το λύνουν και να μας δίνουν εκείνα τα ωραία, ασημένια 20άρικα με το δελφίνι. Σε μερικά σπίτια μάς φώναζαν! «Καλέ, ελάτε να τα πείτε και σε εμάς», σε άλλα μας έδιωχναν «Τώωωωωρα; Μας τα είπαν άλλοι!». 

Μια γυναίκα ανύπαντρη, γεροντοκόρη, μας ζήτησε να πούμε «Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού να ’ρθει να σε ζητήσει». Μια άλλη, δασκάλα, μας διόρθωσε «όχι εν τω σπηλαίω κείτεται, το σωστό είναι εν τω σπηλαίω τίκτεται». Ένας παππούς μάς ρώτησε αν ξέρουμε τα Ποντιακά κάλαντα και όταν του είπαμε «όχι» άρχισε να τα τραγουδάει μόνος του. 

Μια κυρία μάς παρακάλεσε να πάμε να φέρουμε μια πίτα από το φούρνο και όταν της την πήγαμε επέμεινε να κάτσουμε να φάμε. Είχε φτάσει πια μεσημέρι και εμείς συνεχίζαμε. Δεν ήταν μόνο για το κέρδος, καταλάβαμε ότι υπήρχαν άνθρωποι μονάχοι που αν δεν τους λέγαμε εμείς τα κάλαντα δεν θα τους τα έλεγε κανείς. Έτσι πήγαμε σε αστυνομικά τμήματα, στο νοσοκομείο, στο άσυλο ανιάτων, στο γηροκομείο. Μέσα σε μια μέρα είδα και έζησα πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν.

Γύρισα σπίτι στις 3, έφαγα ένα γερό χέρι ξύλο από τη μάνα μου που είχε τρελαθεί από την αγωνία της. Πήγε να με αρχίσει πάλι τις σφαλιάρες όταν είδε το σκισμένο παντελόνι και ηρέμησε μόνο όταν άδειασα το τενεκεδάκι με το μικρό μου θησαυρό, κι όταν της έδειξα το παντελόνι που μου είχε δώσει ο Λαδόπουλος.

Με τον Νίκο μοιράσαμε τα λεφτά και πήρε ο καθένας μας από 732 δραχμές, ποσό μυθικό για εκείνη την εποχή. Το ίδιο απόγευμα πήγαμε στην αγορά, πήρα το «διαστημικό» μου όπλο, αγόρασα ένα καροτσάκι για τη μικρή μου αδελφή, ένα λευκό καλσόν για τη μεγάλη και τα υπόλοιπα λεφτά τα έδωσα στη μάνα μου να τα φυλάξει. Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, ντυθήκαμε, σενιαριστήκαμε, ανεβήκαμε στα Ψηλά Αλώνια και βγάλαμε μια φωτογραφία. Αυτή τη φωτογραφία ανακάλυψα και στην αφιερώνω μαζί με τις ευχές μου, αυτά τα Χριστούγεννα να είναι τα ωραιότερα της ζωής σου.

Σημείωση δική μου:
Δεν γνωρίζω τον συγγραφέα, αλλά του εύχομαι κι εγώ καλά Χριστούγεννα και τον ευχαριστώ πολύ γιατί με έκανε να δακρύσω αλλά και να γελάσω μαζί...

Χρόνια πολλά σε όλους σας...

Ι.Β.Ν.

19 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα 1960: Μια σπάνια φωτογραφία από το κέντρο της Αθήνας (φωτο)

 Χριστούγεννα 1960: Μια σπάνια φωτογραφία από το κέντρο της Αθήνας (φωτο)

 
Μια όμορφη πόλη που δε μοιάζει καθόλου με την γκρίζα Αθήνα του σήμερα

Η έγχρωμη φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα βρίσκεται στα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.

Από τη στιγμή που οι υπεύθυνοι του Μουσείου δημοσίευσαν το μοναδικό ντοκουμέντο στα κοινωνικά δίκτυα, Facebook και Τwitter, η φωτογραφία έκανε τον γύρο του διαδικτύου συγκινώντας τους Έλληνες χρήστες.

Perierga.gr - Αθήνα, Χριστούγεννα 1960: Μια σπάνια φωτογραφία

Μέσα σε λίγες μόνο ώρες συγκέντρωσε χιλιάδες κοινοποιήσεις και σχόλια. Τα περισσότερα από τα σχόλια κάνουν λόγο για μια όμορφη πόλη που δε μοιάζει καθόλου με την γκρίζα Αθήνα του σήμερα.

Το σημείο της πόλης που απεικονίζεται είναι τα Χαυτεία, κοντά στην Ομόνοια. Εντύπωση προκαλεί ο εορταστικός διάκοσμος των δρόμων και το πλήθος κόσμου που βρίσκεται στα πεζοδρόμια του κέντρου. Ουδεμία σχέση κοινώς, με τον φτωχό διάκοσμο και τις εικόνες του Δεκεμβρίου του 2022.

Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη Άρτας από την οποία έφυγε σε αναζήτηση εργασίας στην Αθήνα. Κατά την περίοδο των σπουδών του στα Ιωάννινα αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή (Junior Kodak) την οποία αντικατέστησε στην περίοδο της Ιταλίας με μια Robot, μαθαίνοντας εμπειρικά την τέχνη του σκοτεινού θαλάμου σε γειτονικό φωτογραφείο.

Τη μηχανή του χρησιμοποίησε αργότερα για να απαθανατίσει την πορεία του ελληνικού στρατού προς το αλβανικό μέτωπο, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ, τον οποίο ακολούθησε ως τυφεκιοφόρος.

Το 2008 δώρισε το φωτογραφικό αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη, αποτελούμενο από 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά από το 1939 έως το 2000 και 60 ταινίες μικρού μήκους έτοιμες για ψηφιακή επεξεργασία, με κεντρικό θέμα τα ήθη και τα έθιμα της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.

https://www.pronews.gr/lifestyle/good-life/xristougenna-1960-mia-spania-fotografia-apo-to-kentro-tis-athinas-foto/

 https://peritexnisologos.blogspot.com/2022/12/1960.html#more

18 Δεκεμβρίου 2023

Κάποια Χριστούγεννα ο Παπαδιαμάντης…


Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πήγε να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα στην εφημερίδα "Ακρόπολις"



Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος , όπως τον κατέγραψε ο Στ. Σταματίου:

-Κι᾿ αὐτά τί να τα κάμω; Δεν τα θέλετε;
(Και μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πως ἦταν πιστοποιητικά ἀπορίας.)
–Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δεν μᾶς χρειάζονται.
(Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτός να φύγῃ, ξαναγύρισε.)

–Τότε ἀφοῦ δέν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγώ με τί δικαίωμα θα πληρωθῶ;

–Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.

–Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.

–Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!…

–Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε.

Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι. Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.

–Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;

–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.

–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων… καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;

–Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

–Ο ἴδιος;

–Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!

Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω.

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!… Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!…

Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃ τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι… Ἔμεινε ὅμως πίσω μιὰ μοσχοβολιὰ κηριοῦ ποὺ λυώνει ἐμπρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπὸ τοῦ καντηλιοῦ τὸ σβύσιμο, κάτι ἀπὸ θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνὸ πολύ…

πηγή:https://www.katiousa.gr/logotechnia/kapoia-christougenna-o-papadiamantis/

https://ethniki-paideia.blogspot.com/2023/12/blog-post_18.html

17 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα του 1963 -video απο το αρχείο της ΕΡΤ

 Χριστούγεννα του 1963 στην Ευρώπη και στην Αθήνα, απο το αρχείο της ΕΡΤ

Χριστούγεννα στην Ελλάδα.

Περίοδος γεγονότων

24/12/1963 - 25/12/1963

Περιγραφή

Παιδιά επισκέπτονται τα σπίτια της Σιάτιστας, λένε τα παραδοσιακά κάλαντα και παίρνουν ως δώρο γλυκά και ξηρούς καρπούς. Κάτοικοι της Σιάτιστας σχηματίζουν σωρό από ξερά χόρτα και τους βάζουν φωτιά, γύρω από την οποία χορεύουν.

Οι κάτοικοι της Αθήνας περιηγούνται στα στολισμένα ενόψει των Χριστουγέννων καταστήματα της πρωτεύουσας και πραγματοποιούν τις αγορές τους. Άνδρες και γυναίκες συρρέουν σε υπαίθρια καφενεία στην Αθήνα και τον Πειραιά. Παιδιά ταΐζουν περιστέρια. Νυχτερινή περιήγηση στους στολισμένους ενόψει των Χριστουγέννων δρόμους της Αθήνας, όπου οι κάτοικοι της πόλης πραγματοποιούν τις γορές τους.

16 Δεκεμβρίου 2023

Ποιοι ήταν οι τρεις μάγοι και τι δώρα έφεραν στον Χριστό;

Ποιοι ήταν οι τρεις μάγοι και τι δώρα έφεραν στον Χριστό;

Μάγοι, οι σοφοί της εποχής.




Η ιστορία των τριών μάγων που ακολούθησαν το λαμπρότερο αστέρι του ουρανού και ταξίδεψαν από την Ανατολή για να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος είναι γνωστή σε όλους μας.

Μέσα από τα Ευαγγέλια, οι μάγοι αναφέρονται μόνο από τον Ματθαίο χωρίς όμως λεπτομέρειες, όπως ο αριθμός τους ή η χώρα προέλευσης τους, αναφέροντας απλά ότι έρχονται από την ανατολή.

Η λέξη «μάγος» στα χρόνια εκείνα συνδεόταν κυρίως με τους ιερείς της περσικής θρησκείας, του Ζωροαστρισμού, οι οποίοι μελετούσαν τα άστρα, τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική, αλλά και θρησκευτικά ζητήματα καθώς και την ερμηνεία φυσικών φαινομένων και κατείχαν θέση βασιλικών συμβούλων, ακολουθώντας ακόμη και το στρατό στις εκστρατείες. Περισσότερες πληροφορίες για τους μάγους των αρχαίων χρόνων μπορούμε να αντλήσουμε από τον Ηρόδοτο, σύμφωνα με τον οποίο «Μάγοι» ονομαζόταν μία από τις έξι φυλές των Μήδων και όσοι άνηκαν σε αυτή τη φυλή ασκούσαν καθήκοντα ιερέων, ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό κ.τ.λ. 
Ο Ωριγένης μας λέει ότι οι Μάγοι κατάγονται από τη Χαλδαία, ενώ σύμφωνα με άλλους, ήταν Βαβυλώνιοι. 

Η πορεία στο Θείο Βρέφος

Σύμφωνα με την παράδοση οι τρεις Μάγοι ταξιδεύοντας έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και εκεί συνάντησαν το βασιλιά Ηρώδη και όταν του είπαν τι ψάχνουν και για ποιο λόγο ακολουθούν τους οιωνούς, εκείνος τους ζήτησε στην επιστροφή τους να του υποδείξουν εάν και σε ποιο σημείο βρήκαν αυτόν το νέο βασιλιά, με σκοπό να «τον τιμήσει» και ο ίδιος.

Όμως στην πραγματικότητα θέλει να τον θανατώσει και γι’ αυτό εμφανίστηκε στους Μάγους άγγελος Κυρίου και τους υπέδειξε να μην επιστρέψουν από την ίδια διαδρομή. Οι Μάγοι συνέχισαν και έφτασαν στη Βηθλεέμ, όπου βρήκαν το Βασιλιά των Ιουδαίων στο πρόσωπο του νεογέννητου Χριστού. Τα ονόματα τους ήταν Μελχιόρ, Γασπάρ και Βαλτάσαρ.

Πολλές παραμένουν οι αντιρρήσεις για τον αριθμό και τα ονόματα των μάγων, αλλά αυτό που παραμένει σταθερό είναι τα δώρα τους προς το Χριστό τα οποία είναι χρυσός, λιβάνι και σμύρνα.

Ο Μελχιόρ σύμφωνα με την παράδοση έφερε τον χρυσό, που συμβόλιζε ότι το βρέφος θα γινόταν βασιλιάς. Ο Γασπάρ έφερε το λιβάνι, σύμβολο της θείας καταγωγής. Και ο Βαλτάσαρ έφερε τη σμύρνα, η οποία συμβόλιζε τον πρόωρο θάνατο του Ιησού. Ως αντάλλαγμα για τα δώρα, οι Μάγοι ζήτησαν ένα από τα σπάργανα του βρέφους, απόδειξη για όσους δε θα τους πίστευαν, το οποίο και τους έδωσε η ίδια η Παναγία. 

Το τέλος των Μάγων

Κίνησαν λοιπόν, να γυρίσουν στον τόπο τους. Και η διαδρομή των έντεκα ημερών που είχαν κάνει για να φτάσουν τους πήρε δύο χρόνια για να την ξανακάνουν. Αργότερα, βαπτίσθηκαν από τον Απόστολο Θωμά και χειροτονήθηκαν επίσκοποι. Το 69 μ.Χ. έλαβαν την είδηση ότι σε λίγο θα πεθάνουν. Πρώτος πεθαίνει ο Μελχιόρ, σε ηλικία 130 ετών.

Μετά από έξι μέρες ο Βαλτάσαρ σκοτώνεται από έναν ειδωλολάτρη μπροστά στην Αγία Τράπεζα στα 109 του χρόνια. Μετά από άλλες έξι μέρες πεθαίνει ο Γασπάρ στα 90 του χρόνια. Και κάπου εδώ τελειώνει η αναφορά στους Μάγους της Ανατολής, που η ιστορία τους μας λέει ότι είχαν τη σοφία να δουν τα σημάδια, την επιμονή να τα ακολουθήσουν και την τύχη να συναντήσουν το Χριστό τις πρώτες ώρες της ζωής του στη Γη!

Tags:
ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ

15 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΤΡΕΛΟΣ- ΒΑΛΕΡΙ ΜΠΡΙΟΥΣΟΦ (1873 1924)

 ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΤΡΕΛΟΣ


«Μαμά, τι γιορτή είναι σήμερα;» ρώτησε η μικρή Κάτια.
«Σήμερα γεννήθηκε ο Χριστός», απάντησε η μητέρα.
«Αυτός που έχυσε το αίμα του για τους ανθρώπους;»
«Ναι, κοριτσάκι μου».
«Και, πού γεννήθηκε;»
«Στη Βηθλεέμ. Οι Εβραίοι φαντάζονταν ότι θα ερχόταν σαν βασιλιάς, αλλά Εκείνος γεννήθηκε σε μια ταπεινή κοιλάδα. Θυμάσαι την εικόνα; Ο Νεογέννητος Χριστός στη φάτνη, σε μια σπηλιά, αφού η Αγία Οικογένεια δε βρήκε φιλοξενία στο πανδοχείο. Κι εκεί ήρθαν να τον προσκυνήσουν οι μάγοι κι οι βοσκοί».

Η μικρή Κάτια σκεφτόταν: «Αν ο Χριστός ήρθε για να σώσει τους ανθρώπους, γιατί πήγαν να Τον προσκυνήσουν μονάχα οι μάγοι και οι βοσκοί; Γιατί δεν πάνε να Τον προσκυνήσουν κι η μαμά κι ο μπαμπάς, αφού ήρθε να σώσει κι αυτούς;» Όμως η Κάτια δεν τολμούσε να ρωτήσει για όλα αυτά, γιατί η μαμά ήταν αυστηρή και δεν της άρεσε να την πολυρωτάνε, κι ο πατέρας δεν άντεχε καθόλου να τον αποσπούν από τα βιβλία του. Η Κάτια ωστόσο φοβόταν πως ο Χριστός θα θυμώσει με τη μαμά και τον μπαμπά, επειδή δεν πήγαν να Τον προσκυνήσουν. Σιγά σιγά στο μυαλό της άρχισε να κάνει ένα σχέδιο για το πώς να πάει μόνη της στη Βηθλεέμ, να προσκυνήσει τον Νεογέννητο Χριστό και να ζητήσει συγχώρεση για τον μπαμπά και τη μαμά.

Στις οχτώ έβαλαν την Κάτια για ύπνο. Η μαμά ανέλαβε να τη γδύσει, αφού η παραμάνα δεν είχε επιστρέψει από τον εσπερινό. Η Κάτια κοιμόταν μόνη στο δωμάτιο. Ο πατέρας της θεωρούσε πως έπρεπε να μάθει από παιδί να μη φοβάται τη μοναξιά, το σκοτάδι και τις λοιπές, όπως έλεγε, αηδίες. Η Κάτια ξάπλωσε αποφασισμένη να μην αποκοιμηθεί, αλλά, όπως της συνέβαινε πάντα, δεν τα κατάφερε. Κι άλλες φορές προσπαθούσε να μην κοιμηθεί, για να δει αν τη νύχτα παραμένουν όλα ίδια, αν υπάρχουν τα σπίτια στους δρόμους ή εξαφανίζονται, όταν πέφτει το σκοτάδι, αλλά πάντα βυθιζόταν στον ύπνο νωρίτερα από τους μεγάλους. Το ίδιο έγινε και σήμερα. Παρά τις προσπάθειές της, τα μάτια της έκλεισαν από μόνα τους και βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο.

Τη νύχτα όμως πετάχτηκε ξαφνικά. Ήταν σαν να την ξύπνησε κάποιος. Ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Μόνο από το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν η κοιμισμένη ανάσα της παραμάνας. Η Κάτια θυμήθηκε αμέσως ότι έπρεπε να πάει στη Βηθλεέμ. Η επιθυμία για ύπνο της πέρασε εντελώς. Σηκώθηκε αθόρυβα και άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Συνήθως την έντυνε η παραμάνα της, και τώρα της ήταν πολύ δύσκολο να τραβήξει τις κάλτσες της επάνω και να κουμπώσει τα πίσω κουμπιά του φορέματός της. Τελικά, αφού κατάφερε και ντύθηκε, έφτασε στις μύτες των ποδιών της ως την έξοδο. Ευτυχώς, το γούνινο παλτό της κρεμόταν σε τέτοιο σημείο που μπόρεσε να το φτάσει ανεβαίνοντας στο σκαμνάκι. Φόρεσε λοιπόν τη γούνα της, από πούπουλα πολικής χήνας, το χοντρό καλτσόν, τα μποτίνια της και το σκούφο που της κάλυπτε τ' αυτιά. Η πόρτα της εξόδου είχε αγγλική κλειδαριά και η Κάτια ήξερε να την ανοίγει αθόρυβα.

Βγήκε, γλίστρησε δίπλα από τον κοιμισμένο θυρωρό, ξεκλείδωσε την εξωτερική πύλη, αφού το κλειδί ήταν στην κλειδαριά, και βρέθηκε στο δρόμο.
Η νύχτα ήταν παγωμένη αλλά φωτεινή. Το φως από τους φανοστάτες στραφτάλιζε πάνω στο καθαρό, ελαφρώς κρουσταλλιασμένο χιόνι. Τα βήματά της αντηχούσαν καθαρά μέσα στη σιγαλιά.

Στο δρόμο δεν υπήρχε κανείς. Η Κάτια προχώρησε μέχρι τη γωνία και στην τύχη έστριψε δεξιά. Δεν ήξερε προς τα πού να πάει. Έπρεπε να ρωτήσει. Αλλά ο πρώτος κύριος που συνάντησε ήταν τόσο σκυθρωπός ώστε δεν τόλμησε. Της έριξε μια ματιά πάνω από το γούνινο σηκωμένο γιακά του και, χωρίς να πει λέξη, συνέχισε παραπέρα. Ο δεύτερος περαστικός ήταν ένας μεθυσμένος τεχνίτης. Κάτι φώναξε στην Κάτια, τείνοντάς της το χέρι, αλλά, όταν εκείνη φοβισμένη το έβαλε στα πόδια, την ξέχασε στο λεπτό και προχώρησε ίσια μπροστά τραγουδώντας.

Τελικά, η Κάτια σκόνταψε σχεδόν πάνω σε έναν ψηλό γέρο, με γκρίζα γενειάδα, άσπρο ψηλό σκούφο και μια προβιά για πανωφόρι. Ο γέροντας, βλέποντας το κοριτσάκι, σταμάτησε. Η Κάτια αποφάσισε να τον ρωτήσει.
«Πέστε μου, σας παρακαλώ, από πού πάνε για τη Βηθλεέμ;»
«Μα, είμαστε στη Βηθλεέμ», αποκρίθηκε ο γέρος.
«Αλήθεια; Και πού είναι αυτή η σπηλιά με τη φάτνη και τον Νεογέννητο Χριστό;»
«Ε, λοιπόν, εκεί ακριβώς πηγαίνω», απάντησε ο γέροντας.
«Αχ, τι καλά, θα μπορούσατε να με πάρετε και μένα; Δεν ξέρω το δρόμο, και πρέπει οπωσδήποτε να προσκυνήσω τον Νεογέννητο Χριστό».
«Πάμε, θα σε συνοδέψω».

Λέγοντάς το αυτό, ο γέρος πήρε το κοριτσάκι από το χέρι και ξεκίνησε βιαστικά. Η Κάτια πάσχιζε να τον προλάβει, αλλά της ήταν πολύ δύσκολο.
«Όταν εμείς βιαζόμαστε», αποφάσισε τελικά να πει, «η μαμά καλεί τον αμαξά».
«Ξέρεις, κοριτσάκι», απάντησε ο γέρος, «δεν έχω χρήματα. Μου τα πήραν όλα οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αλλά, έλα, θα σε κουβαλήσω εγώ».
Ο γέρος σήκωσε την Κάτια με τα δυνατά του χέρια, και κρατώντας τη σαν να ήταν πούπουλο συνέχισε το δρόμο του. Η Κάτια έβλεπε μπροστά της την μπερδεμένη γενειάδα του.

«Ποιος είστε;» τον ρώτησε.
«Είμαι ο Συμεών ο Θεοδόχος. Ξέρεις, ένας από τους εβδομήκοντα. Μεταφράσαμε τη Βίβλο... Αλλά, φτάνοντας στο στίχο "ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει..." με έπιασαν αμφιβολίες. Και γι' αυτό έπρεπε να ζήσω μέχρι να πραγματοποιηθεί η προφητεία. Μέχρι να κρατήσω τον Γιο της Παρθένου στα χέρια μου, δε μου επιτρέπεται να πεθάνω. Και οι Γραμματείς κι οι Φαρισαίοι με παρακολουθούν στενά».
Η Κάτια δεν καταλάβαινε εντελώς τα λόγια του γέροντα. Αλλά ένιωθε ζεστασιά, έτσι όπως την είχε τυλίξει με την προβιά του. Από το χειμωνιάτικο αέρα είχε αρχίσει να γυρίζει το κεφάλι της.
Προχωρούσαν σε κάτι έρημους δρόμους, οι φανοστάτες δεξιά κι αριστερά χάνονταν διαρκώς στο βάθος μακριά, μέχρι που συνέπιπταν σε μια τελεία, και η Κάτια άλλοτε αποκοιμιόταν κι άλλοτε απλώς έκλεινε τα μάτια.

Ο γέροντας έφτασε σε ένα ξύλινο σπιτάκι σε κάποιο προάστιο και είπε στην Κάτια:
«Εδώ μένει ο υπηρέτης του Ηρώδη, αλλά είναι φίλος μου και θα με αφήσει να μπω».
Από τα παράθυρα ερχόταν φως. Ο γέροντας χτύπησε. Ακούστηκαν βήματα, το τρίξιμο της κλειδαριάς, η πόρτα άνοιξε. Ο γέροντας μπήκε με την Κάτια στο σκοτεινό χολ. Μπροστά τους στεκόταν, εντελώς κατάπληκτος, ένας όχι και τόσο νέος πια άντρας με μπλε γυαλιά.

«Συμεών», είπε, «εσύ είσαι; Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Πάψε. Κορόιδεψα τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους και τους φρουρούς της φυλακής. Σήμερα είναι γιορτή κι είναι λιγότερο προσεχτικοί. Το 'σκασα λοιπόν».
«Και η γούνα που φοράς τίνος είναι;»
«Την πήρα από τον επιτηρητή. Αλλά θα την επιστρέψω. Θα γυρίσω πίσω. Ας με βασανίσουν, αλλά έπρεπε να φύγω, πρέπει να δω τον Χριστό, αλλιώς δε μου επιτρέπεται να πεθάνω».
«Και το κοριτσάκι αυτό πού βρέθηκε;» αναφώνησε ο κύριος με τα γυαλιά, που εκείνη τη στιγμή πρόσεξε την Κάτια.
«Πάει κι αυτή εκεί, στην κοιλάδα».
«Ναι, πρέπει να προσκυνήσω τον Νεογέννητο Χριστό», συμπλήρωσε η Κάτια.

Ο κύριος με τα γυαλιά κούνησε το κεφάλι. Πήρε την Κάτια από το γέρο, τη μετέφερε στο διπλανό δωμάτιο και την παρέδωσε σε μια γριά. Η Κάτια έλεγε ότι πρέπει να πηγαίνει, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη και κρύωνε τόσο, που δεν αντιστάθηκε και πολύ όταν την έγδυσαν, την έτριψαν με οινόπνευμα και την ξάπλωσαν στο ζεστό κρεβάτι. Αποκοιμήθηκε στη στιγμή.
Έπειτα έβαλαν και το γέροντα να ξαπλώσει.

Την επομένη, οι γονείς της βρήκαν την Κάτια με τη βοήθεια της αστυνομίας και οι επιτηρητές του φρενοκομείου το δραπέτη ασθενή τους. 

Ένα παιδί κι ένας τρελός πήγαν μαζί να προσκυνήσουν τον Χριστό. 

Ευλογημένος θα είναι αυτός, που συνειδητά επιθυμεί το ίδιο...

 Πηγή-Ρώσσικες Ιστορίες

14 Δεκεμβρίου 2023

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΑΓΟΡΙΟΥ -ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ (1821 1881)- ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ...

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΑΓΟΡΙΟΥ
Από το ημερολόγιο του συγγραφέα

Ι. ΤΟ ΑΓΟΡΙ «ΜΕ ΤΟ ΑΠΛΩΜΕΝΟ ΧΕΡΙ»


Τα παιδιά είναι κόσμος παράξενος, κοιμούνται κι ονειρεύονται.

Πριν από τα Χριστούγεννα, αλλά και στη διάρκεια των Χριστουγέννων, συναντούσα συνεχώς στο δρόμο, σε συγκεκριμένο σημείο, ένα αγοράκι όχι μεγαλύτερο από εφτά χρονών. Μέσα στην τρομερή παγωνιά ήταν ντυμένο σχεδόν καλοκαιρινά, αλλά ο λαιμός του, πάντα τυλιγμένος με ένα κουρέλι, έδειχνε ότι κάποιος, παρ' όλα αυτά, το είχε φροντίσει πριν το στείλει έξω. Κυκλοφορούσε «με το χέρι απλωμένο». 

Ο όρος είναι τυπικός, και σημαίνει «ζητιανεύω». Τον επινόησαν αγόρια σαν κι αυτό. Υπάρχουν πλήθος από αυτά τα παιδιά, που στριφογυρνούν στα πόδια μας και επαναλαμβάνουν δυνατά κάποιες αποστηθισμένες φράσεις. Όμως, τούτο το μικρό δε φώναζε, μιλούσε αθώα, ασυνήθιστα θα έλεγα, και με κοιτούσε με εμπιστοσύνη στα μάτια — θα πρέπει να ήταν καινούριο στο επάγγελμα. Στην ερώτησή μου απάντησε ότι έχει μια αδελφή, που είναι άνεργη και άρρωστη. Μπορεί να ήταν κι έτσι. 

Έμαθα ωστόσο αργότερα ότι αγοράκια σαν κι αυτό υπάρχουν κοπάδια ολόκληρα: τα στέλνουν «με το χέρι απλωμένο», ακόμα και στη χειρότερη παγωνιά, κι είναι σίγουρο πως, αν δε μαζέψουν τίποτα, τα περιμένει ξυλοδαρμός. Έχοντας συγκεντρώσει μερικές δεκάρες, ένα τέτοιο αγόρι θα επιστρέψει με κόκκινα, κοκαλιασμένα δάχτυλα σε κάποιο υπόγειο, όπου θα μεθοκοπάει μια συμμορία ακαμάτηδων, από τους ίδιους εκείνους που «απεργώντας στη φάμπρικα Σάββατο προς Κυριακή επιστρέφουν στη δουλειά όχι νωρίτερα από Τετάρτη βράδυ». 

Εκεί, στα υπόγεια, μεθοκοπάνε μαζί τους οι πεινασμένες και δαρμένες γυναίκες τους, κι εκεί κατουριούνται τα πεινασμένα μωρά τους. Βότκα και βρόμα και ακολασία, αλλά κυρίως βότκα. Με τις δεκάρες που μάζεψε, στέλνουν και πάλι το αγοράκι έξω, στο καπηλειό, να φέρει κι άλλο ποτό. Για να διασκεδάσουν μάλιστα, του ρίχνουν καμιά φορά κι αυτουνού στο στόμα ένα ποτηράκι, χασκογελώντας όταν με κομμένη την ανάσα θα σωριαστεί σχεδόν αναίσθητο στο πάτωμα... φαρμάκι βότκα μου 'ριξε αλύπητα στο στόμα...Μόλις μεγαλώσει λίγο θα το χώσουν στα γρήγορα σε καμιά φάμπρικα, αλλά όσα θα κερδίζει θα είναι και πάλι υποχρεωμένο να τα φέρνει στους ακαμάτηδες, που θα τα πίνουν ως συνήθως. Πάντως, πριν καν φτάσουν στη φάμπρικα, τα παιδιά αυτά έχουν γίνει κανονικοί εγκληματίες. 

Αλητεύουν μέσα στην πόλη και ξέρουν γωνιές σε αντίστοιχα υπόγεια, όπου μπορούν να τρυπώσουν και να διανυκτερεύσουν χωρίς να τα πάρει είδηση κανείς. Μια φορά, ένα από αυτά πέρασε κάμποσες συνεχόμενες νύχτες στο υπόγειο κάποιου οδοκαθαριστή, μέσα σε ένα ψάθινο σεντούκι, δίχως εκείνος να καταλάβει τίποτα. Εννοείται πως γίνονται κλέφτες. 

Η κλεψιά γίνεται πάθος, ακόμα και σε οκτάχρονα παιδιά, τα οποία, μερικές φορές, δε συνειδητοποιούν καν ότι αυτό που κάνουν είναι παράνομο. Τελικά, τα αντέχουν όλα —την πείνα, το κρύο, τους ξυλοδαρμούς— με αντίτιμο ένα πράγμα: την ελευθερία. Κάποτε θα το σκάσουν από τους ακαμάτηδες, για να ζητιανέψουν πια για τον εαυτό τους. Αυτό το άγριο πλάσμα ενίοτε δεν ξέρει ούτε πού ζει ούτε τι εθνικότητας είναι, αν υπάρχει Θεός, αν υπάρχει βασιλιάς. Λένε γι' αυτά πράγματα απίστευτα, αλλά αληθινά.

 

 II. ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Όμως εγώ είμαι μυθιστοριογράφος, και μου φαίνεται ότι μια «ιστορία» από αυτές την επινόησα μόνος μου. Αλλά γιατί γράφω «μου φαίνεται», αφού ξέρω ότι την επινόησα. Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποτε, ακριβώς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σε μια τεράστια πόλη και με τρομερή παγωνιά.

Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε κάτι σαν ρομπάκι και τουρτούριζε. Η ανάσα του έβγαινε από το στόμα του σαν άσπρος αχνός, κι εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το σανιδένιο κρεβάτι, όπου πάνω σε ένα λεπτό σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι κειτόταν η άρρωστη μητέρα του. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ; Θα πρέπει να ήρθε με το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή.

Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να ξυπνήσει τη μητέρα του. 

Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου και ήταν τόσο παγωμένη όσο κι ο τοίχος. «Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε λίγο ακόμα, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του στον ώμο της μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο.

Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Εκεί απ' όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν — κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! 

Και τι θόρυβος και φασαρία είναι αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό.

Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο, και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν.

Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους — αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ' έξω κάμποσοι κύριοι. 

Πλησίασε στα κλεφτά ο μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια. 

Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα πίσω από ένα σωρό ξύλων. «Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».

Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Να τος, τρεμουλιάζει ολόκληρος, αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία να κοιμόταν εδώ: «Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!... Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!» «Πάμε σπίτι μου, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγοράκι», ψιθύρισε από πάνω του μια σιγανή φωνή.

Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το χέρι και...και τότε, ω, τι φως! Ω, τι έλατο είναι αυτό! Μα δεν είναι καν έλατο, τέτοια δέντρα δεν είχε ξαναδεί ποτέ! Πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα ακτινοβολούν και γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη. «Μαμά! Μαμά! Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!» της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι. «Ποια είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα. 

«Αυτό είναι το Δέντρο του Χριστού», του απαντάνε. 

«Στο σπίτι του Χριστού πάντα τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα...» Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν μέσα στα καλαθάκια τους, όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους απλώνει το χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες τους... Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα...

Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του...Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον Κύριο και Θεό, στους ουρανούς. Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση! Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ' αλήθεια — δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι... 

Αλλά γι' αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα...

ΠΗΓΗ