ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

27 Νοεμβρίου 2023

Το στοίχημα, Κώστας Καρκαβίτσας

  —Πάει στοίχημα;
  —Πάει!
  —Φέρε λοιπόν κρασί και φαΐ.

                                                                             * * *

   Ο Κατρόκιος, ένας κοσμογυρισμένος Κεφαλλονίτης, εστοιχημάτιζε με τον κυρ-Αναγνώστη τον ταβερνιάρη, ποιος από τους δυο θα πλήρωνε το φαγοπότι της παρέας: Αν ο ταβερνιάρης έλεγε πως τ’ αρέσει ένα απ’ όσα τραγούδια θα τραγουδούσε ο Κατρόκιος, θα ‘χανε αυτός· αλλιώς, θα πλήρωνε ο Κεφαλλονίτης.

                                                                           * * *

   Γλεντζές πρώτης τάξεως, τραγουδιστής ξακουσμένος, και κάλτσα του διαβόλου ο Κατρόκιος, εστοιχημάτιζε με την ελπίδα, πως ούτως ή άλλως κάπου θα τύλιγε τον ταβερνιάρη, όπως και τόσες άλλες φορές του το ‘κανε. Ο κυρ-Αναγνώστης εξάλλου, ένας κουτοπόνηρος και φιλάργυρος Μωραΐτης, ταβερνιάρης και μάγερας από τα μικρά του χρόνια, ενόμισε πως βρήκε την ευκαιρία να βγάλει όλα όσα είχε χάσει ως τώρα, και εδέχθηκε το στοίχημα, βέβαιος τώρα πλια πως θα το κερδίσει σίγουρα, αφού αυτός και μόνος θα ήτο ο κριτής του τραγουδιστή!
  —Και τα Χερουβείμ να κατεβούνε να τον βοηθήσουν, πάλι πως δεν μ’ αρέσουν θα λέω, εμουρμούριζε ενώ έτρωγε.

                                                                       * * *

  Το φαγοπότι εξακολουθούσε από ώρα με ζωηρότητα. Τέσσαρες η παρέα του Κατρόκιου και ο κυρ-Αναγνώστης πέντε, αφού άδειασαν τις κατσαρόλες, βάλθηκαν τώρα ν’ αδειάσουν και το βαρέλι. Μόλις άφησε το πιρούνι ο Κεφαλλονίτης, ίσαξε τα μουστάκια του —κάτι μουστάκια γυρισμένα επάνω σαν τσιγκέλια— και άρχισε το τραγούδι:

 «Τρεις αντρειωμένοι βούλησαν να βγουν από τον Άδη…»

  —Δεν μ’ αρέσει! δεν μ’ αρέσει! εφώναξεν ο ταβερνιάρης.
  —Φέρε λοιπόν κρασί.
  Οι κρασοκανάτες επήγαιναν και ήρχοντο, ενώ ο Κατρόκιος εξελαρυγγιζότανε να τραγουδεί πότε Ευρωπαϊκά, πότε κλέφτικα, Τούρκικα και Ζακυνθινά, Αρβανίτικα και Σμυρνέικα. Είπε το Τσαουσάνικο, είπε το γιαργιτό, είπε το Μακεδονικό, μα σ’ όλα ο κυρ-Αναγνώστης είτε στην αρχή είτε στο τέλος, έδινε την ίδια απάντηση:
  — Δεν μ’ αρέσει, αδερφέ! δεν μ’ αρέσει! Μπάαααά!
  —Θέλω μοσχάτο! είπε κάποτε θυμωμένος ο Κεφαλλονίτης.
 —Μοσχάτο, Σαμιώτικο, ό,τι θέλεις, μπέη μου, απήντησε κοροϊδευτικά και ο ταβερνιάρης, ενώ έφερνε τίνγκα τις κανάτες μοσχάτο! την τσέπη σου να φοβερίζεις λέω!!

                                                                         * * *

  Το τραγούδι ξανάρχισε ζωηρότερο· μα ο Κεφαλλονίτης, ούτε με τους αμανέδες του, ούτε με τα σαρκιά, ούτε με τα εθνικά κατόρθωσε να κάμει τον ταβερνιάρη ν’ αλλάξει γνώμη.
  Επλησίαζαν μεσάνυχτα.
 Ο Κατρόκιος, κουρασμένος τώρα, μόλις εμουρμούριζε ξεψυχισμένα κανένα τραγούδι.
  Μ’ έφαε ο Μωραΐτης! είπε σιγανά στον διπλανόν του, αρκετά όμως ώστε να τ’ ακούσει ο ταβερνιάρης.
  Έβγαλε κατόπιν απ’ το πορτοφόλι του ένα κατοστάρικο, και βλέποντας στο ρολόγι του την ώρα και τον κυρ-Αναγνώστη στα μάτια, εμουρμούρισε τραγουδιστά, με φωνή άψυχη και με νησιώτικη προφορά:

  Η ώρα επλησίασε, ας μη μωρογαρίζω,
  να σου πληρώσω το κρασί
  και να μη ξεροτσαμπουνίζω.

  —Δώσ’ μου τα ρέστα! είπε συγχρόνως πετώντας στη μέση του τραπεζιού το κατοστάρικο. Αυτό βέβαια θα σ’ αρέσει, κυρ-Αναγνώστη! ε!!
  —Αυτό μάααάλιστα! μ’ αρέσει λέει; και ποιανού δεν αρέσει; Και χαρούμενος, πεταχτός ο κυρ-Αναγνώστης άπλωσε χέρια τρεμάμενα να πάρει το κατοστάρικο.
  Ο Κατρόκιος όμως επρόφθασε και τ’ άρπαξε.
  —Σ’ αρέσει; αμ’ έχασες αφού σ’ αρέσει! είπε βάζοντας το κατοστάρικο στα πορτοφόλι του.
  —Έχασεεεες!! αντήχησε συγχρόνως μονόγνωμη και παρατεταμένη η φωνή της παρέας.
  Και ενώ ο Κατρόκιος με την παρέα του έφευγε χασκογελώντας, ο ταβερνιάρης έσβηνε τα φώτα μουρμουρίζων: 

— Μ’ έφαες, Κεφαλλονίτη! μ’ έφαες !

Δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο του Σκόκου του έτους 1918, Έτος 33ο
Αναπροσαρμόσθηκε η ορθογραφία και χρησιμοποιήθηκε το μονοτονικό.

  Πηγή