Γράφει ο Ιωάννης Ντινόπουλος
...Ετσι πιωμένος που ήτανε, παιδεύτηκε πολύ ν΄ανοίξει την πόρτα..
Προσπάθησε πρώτα με το δεξί, μετά με το αριστερό, μετά κόλλησε το χέρι του κάθετα πάνω στην πόρτα, χτυπώντας την ελαφρά με τη γροθιά του και πάνω στο χέρι του ακούμπησε τώρα το ιδρωμένο του μέτωπο.
Ειπε δυό- τρείς φορές "ωχ μανούλα μου" και άλλες πολλές "αχ ρε Σταυρούλα !"
Γνωστά και τα δυό επιφωνήματα που εκφράζουν "σωματικόν τε και ψυχικόν αλγος", όπως θά έλεγε και ο Γαρδίκας.
Το πρώτο συνοδεύεται απο το "μάνα μου " ή "μανούλα μου", "μετ΄επικλήσεως βοηθείας" απο την πανταχού παρούσα μάνα, ακόμη και στις ερωτικές δυσκολίες των παιδιών της...
Πόσες φορές δεν ακούστηκε απο το στόμα της μάνας το:"Σώπα παιδάκι μου, μην κάνεις ετσι, που θα μου πάθεις τίποτα για μια γυναίκα, λες και χαθήκανε οι γυναίκες !..Θα δείς που θα βρεθεί άλλη καλλίτερη !.. "
Το δεύτερο, το αχ, εκτός απο πόνο, εμπεριέχει και παράπονο και απορία και δυσφορία. Βγήκε απο τα χείλη ολων των ανδρών, ολες τις εποχές και συνοδεύτηκε απο το ονομα ολων των γυναικών, χιλιάδες φορές !...
Ξαναπροσπάθησε και τούτη τη φορά στάθηκε τυχερός. Ανοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα με τόση χαρά, λές και κατήγαγε νίκη περιφανή !
Εσπρωξε την πόρτα με το τακούνι του ,αλλά δεν υπολόγισε σωστά τη δύναμή του και η πόρτα έκλεισε πίσω του με πάταγο. Ο Τάσος σήκωσε τους ώμους και έσκυψε το κεφάλι δαγκώνοντας ταυτόχρονα τα χείλη του...Ητανε μια μορφή απολογίας, ήτανε μια συγγνώμη για τους γειτόνους που αναστάτωσε...στη μία τη νύχτα..
Ψαχούλεψε στον τοίχο, βρήκε τους δυό διακόπτες και τσάκ το μικρό διαμέρισμα γέμισε φώς !!
Εκεί στο μικρό το χώλ υπήρχε ενας διθέσιος καναπές με ξύλινα μπράτσα και μπροστά του ενα τραπεζάκι σαλονιού που πάνω του ήτανε μια πλαστική γλάστρα με γύψο για να στηρίζει τα ψεύτικα λουλούδια που ειχε μέσα..Σαν τα λόγια της Σταυρούλας, σκέφτηκε..ψεύτικα !..
Στον τοίχο μια μικρή βιβλιοθήκη με καμιά τριανταριά βιβλία , άλλα όρθια και άλλα ξαπλωτά, γεμάτα σκόνη..Με τις σκοτούρες που το δέρνανε ειχε πολύ καιρό να τ΄ανοίξει..
Προχώρησε στο κυρίως δωμάτιο, που ήτανε και κρεβατοκάμαρα και σαλόνι και τραπεζαρία..
Ειχε ενα καλό μονό κρεβάτι με κομοδίνο, μια ντουλάπα πλαστική που τη στήριζε μεταλικός σκελετός και άνοιγε με φερμουάρ, ενα τραπέζι απο φορμάϊκα με κάτι γαλάζια κεντίδια και μεταλικά πόδια χιαστί και δυό καρέκλες καφενείου, ψάθινες. Σε μια γωνιά ενα έπιπλο με τρία -τέσσερα κομμάτια στερεοφωνικού συγκροτήματος και δίπλα δυό μεγάλα καφέ ηχεία..
Τώρα τελευταία, το βάζει συνέχεια και ακούει Μαίρη Λίντα..
Στόν τοίχο το πορτραίτο μιας όμορφης νέας γυναίκας με μαύρα μακριά μαλλιά, μεγάλα μάτια και μεγάλα στήθια...
...Μόνο η καρδιά της ήτανε μικρή...
Ο Τάσος την κύτταξε για λίγο και ξαναείπε: Αχ ρε Σταυρούλα ! !
Εβγαλε τα παπούτσια με δυσκολία και στην προσπάθειά του να βγάλει το παντελόνι κόντεψε να πέσει και αρχισε τα "γαλλικά", Σορβόννης παρακαλώ, διανθισμένα με σεξουαλικές προστακτικές...
Εβγαλε τελικά το παντελόνι και το κρέμασε πάνω στην πλάτη της καρέκλας . Απο πάνω απο το πανελόνι "φόρεσε" το πουκάμισο και επεσε λιώμα στο κρεβάτι, που γύριζε γύρω-γύρω, μαζί με το ταβάνι !
Απλωσε το χέρι του και έκλεισε και τους δυό διακόπτες επιστροφής που ήσαντε δίπλα στο κομοδίνο του.
Η γκαρσονιέρα, όμως , ητανε ισόγεια υπερυψωμένη και απο τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας εμπαινε φως κάθε φορά που έστριβε αυτοκίνητο στη γωνία.
Το φως έγλυφε τους τοίχους και ξανάβγαινε , μεχρι να στρίψει το επόμενο ...
Και κάθε φορά που έμπαινε φως πέρναγε πάνω απο το κάδρο και χάϊδευε το πρόσωπο της Σταυρούλας , που τον εκανε να κρατάει τα μάτια ανοιχτά μέχρι να στρίψει το επόμενο αυτοκίνητο...και κάθε φορά της μιλούσε..και της σιγοτραγουδούσε και της παραπονιότανε...
Και ξαφνικά την έχασε, κάποιο εμπόδιο μπήκε μπροστά της...
...οχι-οχι δεν έφταιγε το μεθύσι του, κάποιος του σκίαζε τη Σταυρούλα του...
Ητανε ενας ψηλός άντρας με μούσι και μακρυά μαλλιά. Τον είδε καλά με τα φώτα του αυτοκινήτου που έστριψε τώρα. Φορούσε τζίν παντελόνι και πουκάμισο με μεγάλους γιακκάδες...
-Ποιός είσαι συ ρε φίλε και πως μπήκες μέσα; τον ρώτησε ο Τάσος , χωρίς να φοβηθεί και χωρίς να πάρει απάντηση !
Μεθυσμένος, άφραγκος,ερωτευμένος και προδομένος ,τι να φοβηθεί...
-Φίλε, αν μπήκες για λεφτά, μπήκες σε λάθος σπίτι...ξαναείπε ο Τάσος. Δεν υπάρχει μία..
Ο ψηλός άναψε ενα φακό που κρατούσε στο χέρι του και κατευθύνθηκε προς στα ρούχα του Τάσου στην καρέκλα..
-Σου είπα, φίλε , οτι δεν υπάρχει μία και αν ψάχνεις για το κατοστάρικο που είχα χθές, το ήπια κρασί για κείνη, στο λόγο μου στο λέω..
..και είναι αυτή που "κρέμεται" στον τοίχο, και είναι το μόνο που αξίζει εδω μέσα...αλλά πάρτην σε παρακαλώ γιατί τη βλέπω και πονάω, μ΄ακούς φίλε;
Ο ψηλός του έριξε το φακό στα μάτια και μετά τον έστριψε κατα το κάδρο..ενω ο Τάσος συνέχιζε το παραλήρημά του..
Πάντως, αν τη δείς πουθενά φίλε, πες της οτι την αγαπάω ακόμα κι ας με έχει πονέσει τόσο...
Αλήθεια ,φίλε, σε εχει πονέσει εσένα γυναίκα; σε εχει ξεφτυλίσει και εσύ να συνεχίζεις να την αγαπάς;
Εχεις αδειάσει ποτέ, φίλε, την ψυχή σου στα πόδια μιας γυναίκας, όπως αδειάζει το φορτηγό την άμμο με ανατροπή-καλά το είπα, με ανατροπή φίλε-μπροστά σε νεοαναγειρόμενη οικοδομή; Και αντι αυτή να ψάξει για τους κόκκους χρυσού που εχει η άμμος, η ψυχή μας ήθελα να πω φίλε και η δική μου και η δική σου, ναι και η δική σου, η κυρία να κλωτσά την αμμο προς τα σιφώνια του δρόμου; ! Τι την κλωτσάς κυρία μου την αμμο; τι την κλωτσάς την ψυχή; !
Γι αυτό σου λέω φίλε, δεν παλεύονται οι γυναίκες ...και αν εχεις τσιγάρα, άσε μου κανα δυό ,σε παρακαλώ, γιατί ούτε τσιγάρο δεν εχω, τ΄ακούς φίλε; ούτε τσιγάρο! Η φωνή του Τάσου άρχισε να τρέμει απο συγκίνηση γιατί εκείνη τη στιγμή του ΄ρθανε τα πικρά της λόγια στο νου και του τρουπήσανε το μελίγγι ...του΄ρθε και εκείνο το κρασί με το μπαγιάτικο μεζέ στο στόμα και έφυγε τρεκλίζοντας για την τουαλέτα...
Εκεί εβγαλε τ΄αντερά του, ειπε πάλι ωχ μανούλα μου...
Ναί, και αχ ρε Σταυρούλα ειπε, εριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, πήρε την πετσέτα στα χέρια του και γύρισε πάλι τρεκλίζοντας στο κρεβάτι του, όπου και σωριάστηκε, ανίκανος πλέον ούτε να σκεφτεί....
*******************************
Θα είχε ανέβει ο ήλιος τρείς οργιές τ΄αψήλου, πού 'λεγε η γιαγιά μου, οταν ξύπνησε ο Τάσος την άλλη μέρα...Στη αρχή ένοιωθε σα χειρουργημένος στο χώρο ανάνηψης...μέχρι να λειτουργήσει η ακετυλοχολίνη και να εξασφαλίσει συνειδητότητα...
Ανακάθησε στο κρεβάτι, ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατά του και με τις παλάμες του έπιασε το κεφάλι του που πήγαινε είκοσι οκάδες...
Θυμήθηκε οτι χθές τα ήπιε πάλι για κείνη, και οτι γύρισε μεθυσμένος και άφραγκος στο σπίτι...και σήμερα Κυριακή ,σκέφτεται πούθε θα ΄σάξει, που λένε στο χωριό μου...δηλαδή ποιά κατεύθυνση θα ακολουθήσει. Σε ποιό φίλο ή συγγενή θα πάει να φάει, η να πιεί εναν καφέ ή να δανειστεί κανα δυό κατοστάρικα μέχρι το τέλος του μήνα που θα πληρωθεί. Η θα πάει στου κυρ -Κώστα, εκεί στην οδό Ολυμπίας , να φάει βερεσέ, ήτανε γνωστός και η φασολάδα έκανε δώδεκα δραχμές..αλλά για τσιγάρα;
Για τσιγάρα; για κάτσε ! κάτι θυμήθηκε απο την απροσδόκητη νυχτερινή επίσκεψη και γύρισε να δεί αν υπάρχουν τα ρούχα του εκεί στην καρέκλα...
Ναί , εκεί ήσαντε , και αυτό που ασπρίζει πάνω στο τραπεζάκι τι ειναι;
Σηκώθηκε και πλησίασε το τραπεζάκι απο φορμάϊκα με τα μεταλικά χιαστί πόδια...
Πάνω του, δίπλα στα κεντίδια τα γαλάζια, ενα πακέτο καρέλια κασετίνα...
Ο Τάσος το πήρε στα χέρια του, ήτανε σχεδόν γεμάτο, δυό-τρία τσιγάρα λείπανε απο μέσα...
..και απο κάτω απο το πακέτο ήτανε ενα χιλιάρικο διπλωμένο στα δύο...
Ο Τάσος κρατούσε για αρκετά λεπτά με το ενα χέρι το πακέτο και με το αλλο το χιλιάρικο...
..και εκεί βουρκωμένος-κυττάζοντας τη Σταυρούλα- ψιθύρισε: Σ΄ευχαριστώ ρε φίλε ! Σε ευχαριστώ !...
Ησαντε τα "δώρα του νυχτερινού του επισκέπτη", που μπήκε στο σπίτι του να τον κλέψει...και τον βρήκε σε κακά χάλια..
...εκεί , στα μέσα της δεκαετίας του΄70...
...τότε που οι άνθρωποι ήσαντ' αλλοιώς...
Ντινόπουλος Ιωάννης
(Δικαιώματα κατοχυρωμένα)