ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

24 Δεκεμβρίου 2021

ΔΕΥΤΕ ΕΙΔΩΜΕΝ ΠΙΣΤΟΙ ! ! !

.

Χρόνια Πολλά σε Ολους σας !

23 Δεκεμβρίου 2021

Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα του 1822 !

 Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα το 1822


Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα το 1822
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Τελειώνοντας το επετειακό έτος των 200 ετών από την Παλιγγενεσία ας θυμηθούμε πώς πέρασαν οι Έλληνες στο πολιορκημένο Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822. Είναι ένα καλό παράδειγμα για τους πολιτικούς και τους εκκλησιαστικούς ταγούς μας. Τη σχετική ιστορία διηγείται πανέμορφα η Πηνελόπη Δέλτα. Από τον Οκτώβριο του 1822 είχε αρχίσει η πρώτη πολιορκία του. Ο επικεφαλής των οθωμανικών δυνάμεων Ομέρ Βρυώνης μαζί με τους άλλους πασάδες αποφάσισαν να επιτεθούν τα ξημερώματα των Χριστουγέννων, ξέροντας ότι εκείνες τις ώρες οι Έλληνες είναι όλοι στις εκκλησιές και θα ήταν ουσιαστικά αφύλακτη η πόλη.
Στη δούλεψη του Βρυώνη ήταν ο Γιάννης Γούναρης, αιχμάλωτός του μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Την προπαραμονή της μεγάλης χριστιανικής γιορτής, που πάρθηκε η απόφαση για την επίθεση, ο Γιάννης προσφέροντας τους καφέδες άκουσε το σχέδιο του τούρκου πασά και χωρίς να διστάσει αγνόησε την τύχη τη δική του και της οικογένειάς του και αποδράσας έτρεξε ως νέος Φειδιππίδης* στο Μεσολόγγι. Έφτασε παραμονή Χριστουγέννων στο σούρουπο, αποκάλυψε το σχέδιο των Τούρκων, οι αρχηγοί τον πίστεψαν και κινητοποιήθηκαν αμέσως.
Την ίδια ώρα, διηγείται η Πηνελόπη Δέλτα, ο Ρωγών Ιωσήφ «μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες και να ειδοποιηθούν τα ποίμνια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θα αγρυπνήσουν οι χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω... Πράγματι οι εκκλησίες έμειναν κλειστές, τα κεράκια σβηστά. Απάνω στα οχυρώματα οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν και ευλογούσαν τους άντρες και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους. Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία. Και τότε άρχισε το πανηγύρι».
Οι Οθωμανοί όρμάνε νομίζοντας ότι θα κάνουν περίπατο, αλλά τα παλικάρια αγρυπνούσαν. Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα, σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι... Τρεις ώρες βάστηξε το πανδαιμόνιο. Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν...Η Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα. Έτσι εόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.
Η Πηνελόπη Δέλτα γράφει και για το τι απέγινε ο αφανής ήρωας Γιάννης Γούναρης. Στην Κλεισούρα, στο δρόμο Μεσολογγίου – Αγρινίου υπάρχει ένα ερημοκλήσι, της Παναγίας της Ελεούσας. Εκεί έζησε ως μοναχός, αποτραβηγμένος από τα εγκόσμια, άγνωστος στους περαστικούς και μνημονεύοντας τη δολοφονημένη από τον Βρυώνη γυναίκα του και τα σφαγμένα αγγελούδια του. Και τελειώνει έτσι την ιστορία η φιλόπατρις συγγραφέας: « Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του. Τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του, που, με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγιού».-

*Ημεροδρόμος Αθηναίος. Για να ζητήσει τη βοήθεια των Σπαρτιατών εν όψει της περσικής επίθεσης διέτρεξε την απόσταση Αθηνών – Σπάρτης σε δύο ημέρες.

https://paterikos.blogspot.com/2021/12/1822.html

16 Δεκεμβρίου 2021

Χριστουγεννιάτικο παραμύθι....Το φτωχό καλό παιδί !

Ένα λαϊκό χριστουγεννιάτικο παραμύθι..
 
"Ήταν μια φορά κ' έναν καιρό μια φτωχή γυναίκα κ' είχε τέσσερα θηλυκά παιδιά. Δούλευε η άτυχη να τα μεγαλώσει, αλλά τι να σου πρωτοκάνει; Μεροκάματο, μεροφάγωτο. Ίσα-ίσα το ψωμί των παιδιών της έβγαζε. Τα είχε κ' εγύριζαν γυμνά και ξυπόλυτα, δεν περίσσευε λεπτό να τους πάρει και κανένα ρουχαλάκι. Αν βρισκόταν καμμιά χριστιανή και της έδινε κανένα παλιό, το συγύριζε για τη μεγάλη, έπειτα το έκοβε, να το βάλει η δεύτερη, η τρίτη. Για το μικρό δεν απόμενε τίποτα. Χειμώνα και καλοκαίρι γύριζε μ' ένα κουρελιασμένο πουκαμισάκι, ξυπόλυτο και ξετραχηλισμένο.
Μια χρονιά ο χειμώνας ήρθε πολύ βαρύς! Βροχές, κρύα, χιόνια. Το καημένο το μικρό έτρεμε, δε μπορούσε να ζεσταθεί. Λέει της μάνας του: "Μάνα! Γω θα φύω! Θα πά να βρω άλλη μάνα, να μου κάνει και κανένα ρουχαλάκι καμμιά φορά. Θα πεθάνω, αν απομείνω άλλο εδώ! Μόνο με το πουκαμισάκι δε βαστώ!"
Φεύγει το παιδί! Πάει... πάει... Στο δρόμο βρίσκει ένα πουλάκι κάτω απ' ένα δέντρο. Το πουλάκι ήταν μικρό κι αμάλλιαγο. Είχε πέσει απ' τη φωλιά του και φώναζε. Δεν είχε δύναμη να πετάξει, ν' ανεβεί πάνω στο δένδρο. Θα ψοφούσε κάτω στο χώμα.
Το παιδί το λυπήθηκε. Το πήρε στα χεράκια του, το ζέστανε μεσ' στη φούχτα του. Κοίταξε γύρω του και, σαν είδε έναν άντρα που ερχόταν, του είπε και το έβαλε πίσω στη φωλιά του. Το γλίτωσε το πουλί!
Πήρε πάλι το δρόμο του το παιδί και πήγαινε να περάσει ανάμεσα από κάτι κλαδιά. Βλέπει μιαν αράχνη κ' έπλεκε το πανί της πάνω κάτω, μπρος-πίσω και το μεγάλωνε γρήγορα- γρήγορα λες κ' είχε βιάση μεγάλη. Στάθηκε το παιδί και λέει: "Ας μη της χαλάσω το πανάκι της, ας πάω απ' την άλλη μεριά, να μη στεναχωρήσω την αράχνη." Του λέει η αράχνη:
- Σ' ευχαριστώ, καλό παιδί! Το καλό που μού 'κανες τι θέλεις να σου κάνω; Πού πας τώρα έτσι δα γυμνό και ξυπόλυτο;
- Πά να βρω πανί, να το πάω της μάνας μου, να μου κάνει κ' εμένα κανένα ρουχαλάκι, γιατί κρυώνω.
- Πήγαινε, του λέει η αράχνη, και στο γυρισμό σου πέρασε από δω να μου πεις να σε βοηθήσω κ'εγώ σε ό,τι δύνομαι.
Φεύγει το παιδί, πάει πιο πέρα, βρίσκει ένα βάτο. Πάει να περάσει, πιάνεται το πουκαμισάκι του πάνω στ' αγκάθια, κουρελιάστηκε, απόμεινε ντιπ τσίτσιδο. Έκλαιγε πια το παιδί. Ήταν καημός καρδιάς να τ' ακούς και να το βλέπεις!...
Τ'ακούει εν' αρνάκι που έβοσκε εκεί δα κάτω στο λιβάδι. Του λέει:
- Τί έχεις παιδάκι μου; Γιατί κλαις; Σ' έδειρε κανείς;
- Αχ! λέει το παιδί, πήγαινα να βρω κανένα ρουχαλάκι, να ντυθώ και πέρασα απ' το βάτο κι ο βάτος μου κουρέλιασε το πουκαμισάκι μου κι απόμεινα ολοτσίτσιδο.
Ερωτά τ' αρνί το βάτο:
- Αμ' γιατί του έκανες αυτό το κακό; Τί θα γίνει τώρα με το παιδί;
- Δώσ' του συ μαλλί κ' εγώ να το ξάνω. Να το πάρει, να πάει στη μάνα του, να του κάνει ρουχαλάκια, να είναι και μάλλινα να μην κρυώνει, λέει ο βάτος.
Αρχίζει τ'αρνί, γυρίζε, γύριζε γύρω-γύρω στο βάτο άφηνε πάνω στ' αγκάθια το μαλλί, το μάζευε το παιδί ξασμένο. Αφού μάζεψε κάμποσο, λέει:
- Σ'ευχαριστώ, αρνάκι μου! Πάω τώρα να προκάμω τη μάνα μου, να μου το γνέσει και να μου το υφάνει, να το κόψει και να το ράψει πριν απ' του Χριστού, να το βάλω που θα πάω να κοινωνήσω.
Έτρεχε πια στο δρόμο όλο χαρά, αλλά συλλογιόταν κιόλας που δε θα πρόκανε η μάνα του, μεροκαματάρισσα όπως ήταν, να κάνει όλες τούτες τις δουλειές ως του Χριστού και στεναχωριόταν.
Άμα έφτασε κάτω απ'το δέντρο, που ήταν η φωλιά του πουλιού, νά' σου μπροστά του η μάνα του πουλιού:
- Αχ! καλό παιδί! του λέει, πώς να σ' ευχαριστήσω; Το καλό που μού 'κανες κι έσωσες το πουλάκι μου, πώς να σου το ξεπληρώσω; Τι ΄ναι τούτο που βαστάς στα χέρια σου;
Λέει το παιδί πως ήταν το μαλλί που τού 'δωκε τ' αρνάκι και βιαζόταν να το πάει στη μάνα του να το γνέσει, να το υφάνει, να το κόψει, να το ράψει, να του κάμει ρουχαλάκια, να τα βάλει του Χριστού, να πά να κοινωνήσει.
- Δώσ' μου να στο γνέσω εγώ! λέει το πουλάκι.
Το πήρε στη μύτη του, ανέβηκε ψηλά-ψηλά, να κάμει μακριά κλωστή. Ως να γυρίσεις να ιδείς, τό' χε γνεσμένο, τό' κανε κουβάρι!
Το πήρε το παιδί και έφυγε.
Σαν έφτασε στην αράχνη, εκείνη το περίμενε.
- Ε! Τί έκαμες; Ηύρες τίποτα;
Σαν είδε τα κουβάρια το νήμα που βαστούσε στο χέρι του, πήρε το νήμα κι αρχίνησε, το ύφανε μάνι-μάνι μια χαρά!
Πήγε το παιδί στη μάνα του, της έδωκε το πανί, κι αυτή του έκοψε το φουστανάκι του, του το έρραψε, το έβαλε και ωμορφοστολίστηκε. Πήγε στην εκκλησία κι όλοι το εχάιδευαν που ήταν έτσι δα ζεστό κι ομορφοντυμένο."

 
("Ελληνικά Παραμύθια" -Το φτωχό καλό παιδί, εκλογή: Γ.Α.Μέγα, εικόνες: Ράλλη Κοψίδη και Φώτη Κόντογλου)


9 Δεκεμβρίου 2021

Τρεις σοφοί, τρεις βασιλιάδες...!

Τρεις σοφοί, τρεις βασιλιάδες

Καλά Χριστούγεννα σε Όλους Σας με Υγεία κι Αγάπη ! ! !
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είχε επιτέλους στολιστεί. Ο Σπύρος και η Κατερίνα θαύμασαν το έργο τους. Κόκκινες και κίτρινες μπάλες, αγγελάκια, κορδέλες, ψεύτικα ζαχαρωτά διακοσμούσαν το κάπως παραφορτωμένο έλατο. Στη βάση του η φάτνη με την Παναγία και τον μικρό Χριστό ήταν στημένη και μετά από δυο βδομάδες θα έμπαιναν και τα δώρα των παιδιών.

Image result for φάτνη
«Μήπως ξεχάσατε κάτι;», ρώτησε ο μπαμπάς που τους παρακολουθούσε από τον καναπέ του σαλονιού. «Σαν τι δηλαδή;», ρώτησαν και τα παιδιά. Και ο μπαμπάς αποκρίθηκε: «Μα το αστέρι φυσικά, το αστέρι που βάζουμε στην κορφή του δέντρου!» Έψαξε καλά τα κουτιά με τα στολίδια και τελικά το βρήκε. Το έδωσε στην Κατερίνα και τη σήκωσε ψηλά, ώστε να φτάσει και να το στηρίξει στη φουντωτή κορφούλα του έλατου. «Ε ναι, πώς το ξεχάσαμε; Χωρίς το αστέρι οι μάγοι δεν θα έβρισκαν ποτέ τη φάτνη στη Βηθλεέμ, για να δώσουν τα δώρα τους στον νεογέννητο Χριστό», σκέφτηκε φωναχτά ο Σπύρος, κοιτάζοντας το αστέρι.
«Ακριβώς. Το αστέρι τους έδειξε τον δρόμο και τους οδήγησε μέχρι τη Βηθλεέμ, όπου και προσκύνησαν το Θείο Βρέφος. Όπως λέει και το τροπάριο που θα ακούσετε σε λίγες βδομάδες: «…καί ἀστήρ σε ὑπέδειξεν, ἐν Σπηλαίῳ χωρούμενον τόν ἀχώρητον. Μάγους ὁδηγήσας εἰς προσκύνησίν σου.»

«Εγώ πάντως διαφωνώ», διέκοψε η Κατερίνα. «Κοτζάμ μάγοι δεν θα μπορούσαν να βρουν τη φάτνη χωρίς το αστέρι;». Ο μπαμπάς χαμογέλασε και απάντησε: «Δεν ήταν μάγοι με αυτή την έννοια. Δεν έκαναν δηλαδή μαγικά κόλπα, ούτε έλεγαν ξόρκια κουνώντας μαγικά ραβδιά. Ήταν επιστήμονες από την Περσία, σοφοί και αναγνωρισμένοι. Ασχολούνταν με την αστρονομία και την αστρολογία. Όταν παρατήρησαν όμως την εμφάνιση αυτού του αστεριού, έμειναν έκπληκτοι, επειδή μια πολύ παλιά προφητεία έλεγε ότι η εμφάνισή του θα σημάνει τη γέννηση του Βασιλέα των Βασιλέων. Έτσι λοιπόν το ακολούθησαν, βρήκαν τον Χριστό και Του παρέδωσαν τα δώρα τους: χρυσό, λιβάνι και σμύρνα.»
 
«Αυτό πάλι;» ρώτησε ο Σπύρος αυτή τη φορά: «Γιατί έδωσαν στο Χριστό και την Παναγία αυτά τα συγκεκριμένα δώρα – χρυσό, λιβάνι και σμύρνα; Κουβαλούσαν δηλαδή σε όλο το δρόμο αυτά τα πράγματα; Και τι είναι τα σμύρνα;»

Ο μπαμπάς απάντησε: «Είναι η σμύρνα, όχι τα σμύρνα. Το κάθε δώρο από αυτά συμβολίζει κάτι. Ο χρυσός ήταν ένα δώρο που προσφέρονταν σε βασιλείς. Έτσι οι μάγοι έδειξαν ότι τιμούσαν έναν βασιλιά. Το λιβάνι ήταν ένα πολύτιμο υλικό που χρησιμοποιούνταν στις θρησκευτικές τελετές. Ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται (ως θυμίαμα) στη θεία λειτουργία. Με το δώρο αυτό οι μάγοι έδειξαν τη θεϊκή φύση του Χριστού. Τέλος η σμύρνα είναι μια ουσία που χρησιμοποιούνταν στην ιατρική αλλά και κατά τη διάρκεια της ταφής των νεκρών. Αυτό το δώρο συμβόλιζε τη θυσία που θα έκανε αργότερα ο Χριστός για τους ανθρώπους με τη Σταύρωσή του. Η επιλογή αυτών των δώρων, λοιπόν, δεν ήταν καθόλου τυχαία.»
Ο Σπύρος και η Κατερίνα κοίταξαν ξανά το δέντρο και το αστέρι. Η Κατερίνα χασμουρήθηκε και ο Σπύρος τεντώθηκε. «Άντε, ώρα για ύπνο τώρα», είπε ο μπαμπάς. «Σας κούρασα και εγώ με τις ιστορίες μου και τώρα κουτουλάτε από τη νύστα».
Τα αδέρφια κατευθύνθηκαν προς το δωμάτιό τους. Ξάπλωσαν στα κρεβατάκια τους και καληνύχτισαν τον πατέρα τους. Αλλά πριν αυτός προλάβει να κλείσει το φως ακούστηκε η φωνή του Σπύρου: 
«Μπαμπά δεν μας είπες τα ονόματα των μάγων… Ή μας τα είπες και δεν θυμάμαι εγώ καλά γιατί νύσταζα;» «Όχι, δεν σας τα είπα. Η αλήθεια είναι ότι δεν τα ξέρουμε… κάποιες ιστορίες και παραδόσεις όμως αναφέρουν ότι τον έναν τον έλεγαν Βαλτάσαρ, το άλλον Γκασπάρ και τον τρίτο Μελχιόρ. Καληνύχτα, παιδιά μου», είπε ο μπαμπάς κι έσβησε το φως. «Καληνύχτα μπαμπά», είπαν τα δυο αδέρφια κι έκλεισαν τα μάτια τους. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένο ένα γαλήνιο χαμόγελο. Ήξεραν ότι εκείνη τη νύχτα τα όνειρά τους θα τα φώτιζε ένα αστέρι λαμπερό.

Αλέξανδρος Σαββόπουλος