Παραμονή Χριστουγέννων, εικόνες μιας άλλης εποχής μου έρχονται στο νου..
-Παραμονή Χριστουγέννων, εικόνες μιας άλλης εποχής μου έρχονται στο νου.
Τότε που μικρό κοριτσάκι αισθανόμουν την μαγεία της προετοιμασίας των Χριστουγεννιάτικων εθίμων με παραμυθένια υπόσταση.
Η μεγάλη μου τύχη είναι ότι μεγάλωσα με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου και μάλιστα χρονιάρες μέρες έρχονταν στο Θεσσαλικό χωριό που ζούσαμε, στα Βρυσιά Φαρσάλων, οι γονείς του πατέρα μου από τα Γιάλτρα της Αιδηψού, φορτωμένοι με τα "καλούδια" της παραθαλάσσιας πατρίδας μου.
Έτρεχα χοροπηδώντας γύρω τους στον δρόμο από την δημοσιά, που περνούσε το λεωφορείο, προς το σπίτι.
Ο παππούς μου και ο πατέρας μου φορτωμένοι με τις κούτες, που είχαν επιμελώς τοποθετημένα μέσα τους πάνω σε λαδόκολλες, σειρά σειρά, τα σουτζούκια, τα σύκα, τις σταφίδες και τα τσουβάλια με τα αμύγδαλα και τα καρύδια από τα δέντρα μας για να κάνει η μάννα μου τον μπακλαβά, τις δίπλες, τα μελομακάρονα και τα Χριστόψωμα.
Επίσης και δύο νταμιτζάνες, η μεγαλύτερη με το ονομαστό κρασί των Γιάλτρων και η μικρότερη με τσίπουρο από το αποστακτήριο της φαμίλιας που το είχαμε κάτω στα "καμίνια", μια ρεματιά με τρεχούμενο νερό, στα Γιάλτρα, κάτω από τον Αγιο Κυπριανό.
Ο Θεσσαλός παππούς, είχε αναλάβει την επιμέλεια του σπασίματος και του καθαρίσματος των αμύγδαλων και των καρυδιών.
Έστρωνε μπροστά στο τζάκι ένα χαλάκι και πάνω σε ένα μικρό κορμό έσπαζε ένα ένα όλα τα αμύγδαλα και τα καρύδια.
Και καθώς η φωτιά τριζοβολούσε στο τζάκι, εμείς τα παιδιά τα καθαρίζαμε, αφού είχαμε λάβει την υπόσχεση του να μας λέει παραμύθια.
Λέγε λέγε ο καλός μας αποκοιμιόταν.
Τον σκουντούσαμε εμείς.
-Υστερα παππού.;
Πεταγόταν μισοξυπνημένος να συνεχίσει το παραμύθι…
-Αυτό το ξαναείπες παπούύύ…κουρασμένος ο καημενούλης, που να αντέξει.
Τον ξανάπαιρνε ο ύπνος.
Ο πατέρας μας και οι γείτονες, αλληλοβοηθούμενοι, έσφαζαν ταλοταϊσμένα γουρούνια, που κάθε οικογένεια είχε μεγαλώσει από τον Αύγουστο αγορασμένα από το παζάρι των Φαρσάλων.
Δεν υπήρχε νοικοκυριό στα Βρυσιά που να μην έτρεφε το δικό του γουρούνι.
Αν δεν είχε, τότε δεν ήταν νοικοκυριό, ήταν σκορποχώρι, έλεγε η γιαγιά Σταυρούλα.
Τα παιδιά απαγορευόταν να κοιτάνε το…φονικό.
Κάθε σπίτι γέμιζε με όλα τα καλά, που με κόπο, σύνεση και φροντίδα είχαν ετοιμαστεί.
Από λουκάνικα με πράσο και μπαχαρικά κρεμασμένα από ένα μαδέρι στο υπόστεγο, από λίπα (το λίπος του γουρουνιού που το επεξεργάζονταν έτσι και αφού το σούρωναν το έβαζαν σε ρηχά πήλινα τσουκάλια με καπάκι για να το έχουν για το μαγείρεμα και τις πίτες).
Από την γαργαλιστική μυρωδιά των τσιγαρίδων, που τρέχαμε να προλάβουμε την πιο τραγανή και πιο ζεστή.
Σκοτωμός για την πρώτη βουτιά στην πιατέλα.
Από τις τσιγαρίδες του χοιρινού, έκανε τις πίτες, η χρυσοχέρα μάνα μου , άνοιγε τέτοιο φύλλο που έβλεπες από πίσω του, είχαν να το λένε στο χωριό.
Προσπάθησε να μου μάθει την τέχνη της, από την μικρή μου ηλικία, μάταιος κόπος.
Τι δεν έκανε η καλή μου να μου μεταδώσει τα μυστικά της, προσπάθησε με το καλό, προσπάθησε με το άγριο, με την βέργα δηλαδή που έκανε το φύλλο, τίποτα εγώ.
Προτιμούσα να διαβάζω τα διηγήματα που έπαιρνα από την βιβλιοθήκη του σχολείου.
Τέτοιες μέρες διάβαζα τα "Χριστουγεννιάτικα διηγήματα" του Α. Παπαδιαμάντη, που μέσα μου έπρεπε να τα μεταφράζω, μίλαγε άλλη γλώσσα ο Χριστιανός.
Με είχε κάνει βιβλιοθηκάριο η δασκάλα μας η κ. Κωτούλα, ήξερε πως καλύτερο φύλακα και επιμελητή δεν θα έβρισκε για την βιβλιοθήκη του σχολείου.
Και ήταν πολλά τα βιβλία για σχολείο χωριού.
Δώρο όλα από την βασίλισσα Φρειδερίκη.
Κι όταν τα διάβασα όλα, άρχισα να δανείζομαι από τα γειτονόπουλα, που είχαν πιο γεμάτη τσέπη οι γονείς τους.
-Ο μπακλαβάς είχε ολόκληρη ιεροτελεστία, γι’ αυτό έπρεπε να γίνεται την νύχτα η ετοιμασία του που όλοι κοιμόμασταν, από τα χεράκια της μάνας μου.
Έτσι παραμονή Χριστουγέννων ξυπνούσαμε από το υπέροχο το μαγικό άρωμα, του αργά καλοψημένου φύλου και αμύγδαλου των ταψιών του μπακλαβά, και με το χιόνι ένα μπόι…
Όταν κοιτούσες, έβλεπες κομμένα έτσι σε ρόμβους τα κομμάτια που σχημάτιζαν γεωμετρικά τριαντάφυλλα.
Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω πως τα κατάφερνε να είναι τόσο τέλεια κομμένα και κανένα δεν διέφερε απο το άλλο.
Καμάρωνε και με το δίκιο της, γιατι καμιά νοικοκυρά στο χωριό, δεν την έφτανε σ’αυτή την τέχνη.
Δύο φορές τον χρόνο ξενυχτούσε για να ετοιμάσει με την ησυχία της και χωρίς να την βλέπει άλλο μάτι.
Μια για τον μπακλαβά τις παραμονές των Χριστουγέννων και μια για την ετοιμασία του εφτάζυμου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, που το κεντούσε από πάνω κρατώντας τις πλάτες δύο πιρουνιών και σχεδιάζοντας λουλούδια και γιρλάντες, έβαζε στην μέση μια κουκόσια (ένα καρύδι). Συμβολίζει την προκοπή και την γονιμότητα για ανθρώπους και ζώα.
Από την αρχαιότητα, ως τις μέρες μας, μου είπε όταν την πρωτορώτησα και που τα ξέρεις εσύ αυτά; Ρώτησα με την αμυαλιά του 10χρονου παιδιού.
Εχω αυτιά κι ακούω και τα καλά και τα κακά μου απάντησε κοιτώντας με επιτιμητικά, για την "προσβολή"...
Τέσσερις μεγάλες στρογγυλές πιατέλες με δαντελωτά τελειώματα και γιρλάντες κρυστάλλινων λουλουδιών, δώρα από τον γάμο της, που τις φύλαγε τυλιγμένες με μαλακά ποτηρόπανα στο μπαούλο για τέτοιες ώρες γιορτινές, δέχονταν με τάξη στοιχισμένα τα κομμάτια του μπακλαβά, που πάνω τους είχαν από ένα καρφάκι γαρύφαλλου.
Κατόπιν τα μετέφερε στο πιο κρύο δωμάτιο του σπιτιού, την τραπεζαρία.
Βλέπεις εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε θέρμανση σε όλο το σπίτι.
Έτσι θα διατηρούνταν για αρκετό καιρό, για να κερνάει χρονιάρες μέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου