Χριστούγεννα στη θάλασσα: Αν θες να πάρεις ένα χαμόγελο δώσε λίγο από το δικό σου
Του Δημήτρη Ασλάνογλου
Η ιστορία ξεκινάει πολλά χρόνια πριν, όταν τα ταξίδια στις θάλασσες, έφεραν ένα πλοίο τις παραμονές Χριστουγέννων, να είναι κάπου στη Βόρεια Αγγλία και να ξεφορτώνει πετρέλαιο. Ο καπετάνιος κάνοντας μια βόλτα στο κατάστρωμα, ένοιωθε το χιονόνερο να τρυπάει κάθε ακάλυπτη επιφάνεια του προσώπου του. Έβλεπε όμως στα πρόσωπα του πληρώματος, να κρύβεται μια άφωνη θλίψη. Όσο κι αν ήταν τσουχτερό το κρύο, δεν ήταν αρκετό, να τους κάνει να ξεχάσουν, ότι οι μέρες που έρχονταν, για μια ακόμα φορά θα τους εύρισκαν, μακριά από τα σπίτια τους, να ονειροπολούν τις οικογενειακές στιγμές και τα οικεία χαμόγελα.
Πάντα πίστευε, ότι οι άνθρωποι είναι μια μεγάλη οικογένεια, που απλά, πολλές φορές είναι σκορπισμένοι σε όλα τα πέρατα της γης. Όταν μπορέσουν και νοιώσουν την ανάγκη της συντροφικότητας, τότε η ζεστασιά της οικογένειας, απλώνεται παντού μέσα τους.
Το καράβι θα τέλειωνε την εκφόρτωση το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και θα έφευγε αμέσως, για τον επόμενο προορισμό. Το μυαλό του καπετάνιου ήταν καρφωμένο στο γεγονός, ότι το βράδυ των Χριστουγέννων, οι περισσότεροι αποκαμωμένοι από το ξενύχτι και τη δουλειά, θα έπρεπε να πάνε να ξεκουραστούν και δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να καθίσουν όλοι μαζί, να αλλάξουν δύο ευχές.
Οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να θέλει να σχεδιάσει ένα όμορφο Χριστουγεννιάτικο μεσημεριανό τραπέζι, με αρκετές εκπλήξεις και χαμόγελα. Αγόρασε λοιπόν, με κάθε μυστικότητα, από την αγορά του λιμανιού, ένα δώρο για τον καθένα από το πλήρωμα. Περίμενε κι όταν το πλοίο έφυγε, το βράδυ της παραμονής από το λιμάνι και οι περισσότεροι αποκαμωμένοι πήγαν για να ξεκουραστούν, μπήκε στο σαλόνι του πλοίου, εκεί όπου υπήρχε στολισμένο ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και άφησε τα δώρα, που είχε αγοράσει γύρω από αυτό. Σε κάθε δώρο ήταν γραμμένο το όνομα του καθενός από το πλήρωμα, έτσι ώστε ο καθένας να έπαιρνε το δικό του.
Κόντευε μεσημέρι κι ένας-ένας από το πλήρωμα, άρχισαν να εμφανίζονται στο σαλόνι, με σκοπό να συγκεντρωθούν όλοι μαζί και να καθίσουν για το χριστουγεννιάτικο γεύμα. Ο καπετάνιος έπινε το καφέ του, σε μία γωνιά του σαλονιού και έκλεβε χαμόγελα από τον καθένα, που άνοιγε το δώρο του. Όλοι ρωτούσαν, ποιός τα έφερε τα δώρα και η απάντηση από το καπετάνιο, ήταν μία και μοναδική: «Ο Άγιος Βασίλης τα έφερε, μόλις φύγαμε από το λιμάνι με την πιλοτίνα. Κι αυτό γιατί με έλκηθρο θα ήταν δύσκολο να διασχίσει τα κύματα, που σήκωνε η κακοκαιρία»!
Καθώς οι περισσότεροι είχαν πάρει το δώρο τους, λίγα ήταν τα δώρα που είχαν απομείνει πλέον κάτω από το δέντρο. Από τους τελευταίους ο μάγειρας, πήγε να πάρει το δικό του. Παίρνοντάς το, γυρίζει προς το καπετάνιο, που συνέχιζε να πίνει το καφέ του και του λέει:
«Καπετάνιε δεν θα πάρεις το δικό σου δώρο;»
Ο καπετάνιος ξαφνιάστηκε κι έμεινε άφωνος. Ο μάγειρας συνέχισε: «Εδώ έχει ένα δώρο και γράφει, ότι είναι για τον καπετάνιο». Το πήρε από το δέντρο και το έδωσε στον καπετάνιο. Ο καπετάνιος παραμένοντας άφωνος, το έπιασε στα χέρια του και δεν πίστευε στα μάτια του. Το δώρο βέβαια είχε διαφορετική συσκευασία από τα άλλα δώρα και δεν το είχε δει κάτω από το δέντρο, όταν έφερνε τα άλλα δώρα τα ξημερώματα.
Άρχισε να το ανοίγει κι ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου εμφανίστηκε μέσα από μιά όμορφη συσκευασία. Ήταν σχεδόν ίδια με εκείνα, που του είχαν σπάσει, λίγες μέρες πριν στη γέφυρα, όταν ένα κούνημα του καραβιού τα έριξε στο πάτωμα. Υπήρχε κι ένα σημείωμα με την εξής φράση:
« Γιατί ο καπετάνιος πρέπει να βλέπει πάντα καλά».
Σαστισμένος γύρισε το βλέμμα του στο σαλόνι, εκεί που όλοι είχαν στρέψει τα βλέμματά τους επάνω του και χαμογελούσαν με την έκπληξη, που ένοιωθε εκείνος.
Απορημένος και χαμογελαστός ρώτησε: « Τι έγινε, ποιός τα αγόρασε τα γιαλιά;»
Τότε ο ηλεκτρολόγος, χαμογελαστός του είπε: « Ο Άγιος Βασίλης τα έφερε καπετάνιε, γιατί ο Άγιος Βασίλης δεν φέρνει δώρα μόνο στο πλήρωμα, φέρνει και στον καπετάνιο».
Ήταν ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο θαύμα, που το ζήσανε όλοι στο καράβι, σε όλο του το μεγαλείο. Νοιώσανε τόσο όμορφα, που τα πάντα γύρω τους, έλεγαν ότι δεν υπάρχει πιο όμορφη στιγμή στο κόσμο, από το να ξυπνάς τα Χριστούγεννα και να νοιώθεις σαν να είσαι παιδί. Ένα παιδί, που ο Άγιος Βασίλης το θυμήθηκε χαρίζοντάς του ένα δώρο γεμάτο αγάπη, συντροφικότητα και χαμόγελο.
Πιλοτίνα: η βάρκα, που παίρνει το πλοηγό του κάθε λιμανιού, ο οποίος συμβουλευτικά βοηθάει το καπετάνιο κατά την είσοδο ή την έξοδο από το λιμάνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου