Η αναφορά μιας χαμένης τέχνης..
Από αυτό το ξανθό συννεφάκι που παραμέριζε από τα φύλλα με το κοφτερό μαχαίρι, έπιανε με τα δάχτυλά του μια μικρή τούφα που σπαρταρούσε σαν ζωντανή και την έστρωνε μέσα σε ένα κομμάτι χαρτί το οποίο καμιά φορά μπορούσε να είναι και από παλιά εφημερίδα επειδή για κάποιο λόγο, ήταν αποκλεισμένος από τις αρχές στην παραχώρηση τσιγαρόχαρτου με το οποίο έλεγχαν τους καλλιεργητές. Σαφώς με την εφημερίδα η γεύση του καπνού δεν ήταν καλή, αλλά μπροστά στην ανάγκη δεν υπήρχαν υποχωρήσεις. Πολλοί έστριβαν τον καπνό τους σε φύλλα καλαμποκιού (στην Ηλεία τα λέμε πούσια, συμπληρώνω εγώ, και δεν ειναι τα φύλλα του "κορμού" αλλά τα "καλύμματα" του καρπού και ειδικότερα τα εσωτερικά , που ειναι πολύ ψιλά) τα οποία ομολογώ έδιναν μια άλλη γεύση, πιο ωραία από την εφημερίδα στο τσιγάρο και ήταν πιο προσιτά καθώς όλα τα χωράφια ήταν γεμάτα από καλαμπόκια.(Αραποσίτια)
Αφού δίπλωνε ο άνθρωπος το χαρτί τοποθετούσε μέσα στο αυλάκι τον ψιλοκομμένο καπνό και με αποφασιστική κίνηση με τη γλώσσα του σάλιωνε την μια άκρη του και το έστριβε με προσοχή μέχρι να κολλήσει.(Η το εστριβε πρώτα-συμπληρώνω εγώ- και λίγο πρίν τελειώσει το στρίψιμο, σάλιωνε τη μικρή λωρίδα χαρτιού που δεν ειχει τυλιχθεί ακόμη και την κολλούσε πάνω στο στριμμένο τσιγάρο.) Ανάλογα με την επιδεξιότητά του ο καθένας έφτιαχνε χοντρά ή ψιλά τσιγάρα και συχνά έστριβε και για την παρέα. Κανένας δεν έλεγε όχι και φυσικά κανένας δεν είχε πρόβλημα να βάλει στο στόμα του τσιγάρο σαλιωμένο από τον άλλον, γιατί απλά δεν είχε ακόμα προβληθεί ο φόβος για μικρόβια και κολλητικές ασθένειες!
(Εχω δεί , ομως -συμπληρώνω εγώ- και τον πατέρα μου αλλά και αλλους συγγενείς να προτείνουν ,σε αυτόν για τον οποίον προοριζόταν το τσιγάρο που στρίβανε, να σαλιώσει τη μικρή λωρίδα χαρτιού για να ολοκληρωθεί η ...ιεροτελεστία και απ΄ο,τι θυμάμαι ολοι λέγανε σάλιωσέ το εσύ, ή ελα τώρα φτιάχτο κι ασε με καημένε...)
Του Ηλία Προβόπουλου
http://prassia-eyrytanias.blogspot.com/2010/01/blog-post_202.html
Σημείωση δική μου :
«Το 'κοβες απ' το χωράφι, μπρέ παιδί, το κρέμαγες κι ερχότανε και γινότανε κίτρινο σα φλουρί. Το 'παιρνες ύστερα, γέμιζες το στόμα σου νερό, το μπούχιζες, και καθόσουνα σταυροπόδι και το 'κοβες γλυκά-γλυκά, κι ύστερα τ΄άναβες και μοσκοβόλαε η κάμαρή σου σαν εκκλησιά».
2 σχόλια:
Γιάννη καλημέρα
Πόσα χρόνια πίσω μ έφερες. Θυμάμαι σαν σε όνειρο τον παππού μου να στρίβει έτσι τσιγάρα γι αυτόν και την παρέα του .Όμορφες συνήθειες ,γεμάτες συντροφικότητα που βγαίνει απ την ψυχή και οχι τα τυπικά κοινωνικά «πρέπει»
Νασαι πάντα καλά να μας θυμίζεις όλα αυτά που χουν περάσει.
Γειά σου Γιάννα μου !
Ναί, να μην χάνουμε την επαφή με τίς ρίζες μας και να αναπολούμε παιδικές παραστάσεις τόσο όμορφες !
Νάσαι και εσύ Γιάννα μου πάντα καλά που με στηρίζεις και χαίρομαι κάθε φορά οταν κάποια απο τις αναρτήσεις μου σε αγγίζει !
Σε ευχαριστώ πολύ !
Δημοσίευση σχολίου