ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

31 Οκτωβρίου 2013

Είς την πατρίδα ....


Είς την πατρίδα

Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει.
Πώς εις το φως του λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι,
πώς λουλουδίζουν τα βουνά, τα δάσ', οι λαγκαδιές
στέλνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!

Αφρολογούν οι ρεματιές και λαχταρίζ' η λίμνη,
χίλιες πουλιών λαλιές ηχούν, της ομορφιάς του ύμνοι,
σ' άπειρ' αστράφτουν χρώματα παντού λογής λογής
τ' αγέρα τα πετούμενα τα σερπετά της γης.

 Κι αυτός σηκώνει τ' αλαφρά της καταχνιάς μαγνάδι,
κι η κάθε στάλ' από δροσιά γυαλίζει σαν πετράδι,
κάθε αχτίδα του σκορπά με την αναλαμπή
χαρά, ζωή και δύναμη κι ελπίδα όπου κι αν μπει.

Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κι εσύ, καλή πατρίδα,
και μάγια σαν τα μάγια σου στον κόσμο αλλού δεν είδα.
Η γη σου είναι παράδεισος, κι αιώνια γαλανός
γύρω σου καθρεφτίζεται στο πέλαγ' ο ουρανός.

Κι οι νύχτες σου με τ' άστρα τους, με τη γαλάζια πάστρα,
με τ' αηδονολαλήματα, τρεμάμενα σαν τ' άστρα,
με το φεγγάρι που περνά, σαν τ' όνειρο ευτυχίας
στη μέση της απέραντης ουράνιας ησυχίας.

Οι νύχτες σου δροσοβολούν χιλιόπλουμα λουλούδια
και στων παιδιών σου τις καρδιές αμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στα σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιάς,
ελευτεριάς αγάλλιαση και μίσος τυραννιάς.

Μάγεμ' ασημοϋφαντο, φως μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ' ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους και δροσιές ο Ζέφυρος τερπνά
μεσ' απ' αγάπης φαντασιές τα πλάσματα ξυπνά.

Κι ανάμεσα στα χρώματ' από χίλια ουράνια τόξα,
προβαίνει πάλ' ο ήλιος σου εις όλη του τη δόξα.
Και, σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
έως το χρυσό βασίλεμα λάμπει στον ουρανό.

Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει,
και δίχως γνέφια τους καιρούς η δόξα σου διατρέχει.
Όσες φορές ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθεί,
θε να σε βρει πεντάμορφη, στεφανωμένη ορθή.


Λορέντζος Μαβίλης


Σημείωση δική μου:

Αυτά βλέπουνε οι ξένοι και βγάνουνε πετάλες και καντήλες...
Ι.Β.Ν.

29 Οκτωβρίου 2013

Τα χωράφια των Ελλήνων δεν είναι φορολογητέα ύλη. Είναι συστατικό ζωής ! ! !


Ενα συγκλονιστικό  άρθρο του Βύρωνα Πολύδωρα:

“Τα χωράφια των Ελλήνων δεν είναι φορολογητέα ύλη. Είναι συστατικό ζωής. Του Έλληνα. Και απόδειξη της ιστορικής επιβίωσής του. Είναι όρος και όριον και ορισμός. Του ελεύθερου Έλληνα.

Δεν είναι μόνον απλή μνήμη και ανάμνηση. Είναι μνήμα των προγόνων του. Δεν είναι στοιχείο της λογιστικής. Είναι «στοιχειό» της ψυχής και λογισμός του νου. Του Έλληνα. Είναι η ίδια η χώρα μας στο χαϊδευτικό υποκοριστικό της: Χωράφι.

Όχι «αγροτεμάχιο», πράγμα που είναι κάτι διάφορο, που καταχρηστικά υπάρχει όχι ως χωράφι, κτήμα ή περιβόλι, αλλά ως μέτρο και μέσο εξωαγροτικής συναλλαγής. Όχι τέτοια τεχνάσματα.

Και για να δουν οι αρμόδιοι το βαθμό της βαρβαρότητας της πράξεως ας πουν την αλήθεια ή ας επιγράψουν τον νόμο με το όνομά του – αν το τολμούν – ήτοι, «φορολογία χωραφιών».

Θα εννοήσουν τότε την ηθική διαφορά! Στα χωράφια βρίσκει κανείς το εμπράγματο νόημα του Σαλαμίνειου παιάνα που μας παραδίδει ο Αισχύλος, ο οποίος πολέμησε εκεί και τον τραγούδησε ο ίδιος:

«Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, Ελευθερούτε
πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας,
θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων
νυν υπέρ πάντων αγών»!
(Ω παίδες Ελλήνων, εμπρός να κρατήσετε ελεύθερη την
πατρίδα, τα παιδιά μας, τις γυναίκες μας, τα ιερά
των θεών των πατέρων μας, και τους τάφους των προγόνων μας,
τώρα, για όλα αυτά ο αγώνας!)

Είναι το απόλυτο περιεχόμενο της προαιώνιας απάντησης «Μολών λαβέ»! Είναι το «γιατί» στο «ΟΧΙ» του ’40, που αναμνησθήκαμε και ετιμήσαμε σήμερα και πάντα (όσοι Έλληνες, πλην βεβαίως των αδιάφορων «κοσμοπολιτών» συγκατοίκων μας).

Δεν είναι μόνον η κυριότητα του μέρους, του απειροελάχιστου μεριδίου της χώρας. Δηλαδή του απόλυτου εμπράγματου δικαιώματος του ασκουμένου με εξουσία «κατ’ αρέσκειαν» που ανήκει πατροπαράδοτα και κληρονομικώ δικαίω και εξ αίματος σε έναν Έλληνα και όχι σε κάποιον ξένον, ίσως και ανώνυμο λόγω funds αγοραστή.

Είναι η ψυχική σύνδεση του Έλληνα με την έννοια του Συνταγματικού δικαίου «εδαφική ακεραιότητα».

Μέσω του χωραφιού η έννοια αυτή δεν είναι κούφια. Γίνεται μεστή περιεχομένου. Δεν συνδέεται ο Έλληνας πολίτης με την πατρίδα του μέσω του «τραπεζικού του λογαριασμού» ή έστω του διαμερίσματος σε πολυκατοικία ή και του «estate» ή της «farm» ή της hacienda (αγγλοσαξωνικού ή αμερικανικού ή του λατινομεξικάνικου τύπου ιδιοκτησίας αντίστοιχα).

Αλλά συνδέεται με την πατρίδα του μέσω του χωραφιού του, στο χωριό του, στον τόπο των προγόνων του. Και ας είναι αυτό μη μετρημένο σε στρέμματα, αλλά απλά οριοθετημένο με τα σύνορα του όμορου, του διπλανού του, και ας είναι χωρίς συμβόλαια, αλλά αποκτημένο όχι απλά διά χρησικτησίας αλλά με έναν άλλο πιο ισχυρό τρόπο κτήσεως κυριότητας, την πατροπαράδοτη και παμπάλαια χρήση (vetustas), και ας είναι άγονο και ας είναι χέρσο και ας είναι ακαλλιέργητο και ας είναι εγκαταλελειμμένο και ας είναι λογγωμένο.

Αυτός είναι ο ιερός δεσμός. Είναι η ιερή ουσία που σαν τον ιερό άρτο «μελίζεται και διαμερίζεται, μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων».

Αυτή είναι η σχέση μας. Όσοι δουλοπάροικοι στα λατιφούντια, στα μεγάλα φεουδοτιμάρια της Ευρώπης, μας θεωρούν ομοίους τους κάνουν λάθος. Είμαστε ανόμοιοι. Διαφέρουμε.

Εκείνοι βρέθηκαν ως πράγμα (res) στο κτήμα του αφέντη. Εμείς καταφύγαμε στο χωράφι που εκχερσώσαμε στα βουνά μας με τα νύχια μας, ούτε καν με τις αξίνες, για να βρούμε εκεί καταφύγιο επιβίωσης και ελευθερίας.

Από αυτά τα χωράφια – να μην ξεχνάμε – ετράφησαν οι επαναστάτες του 1821, οι πολεμιστές των Βαλκανικών πολέμων, της Μικρασίας, του 1940 και της Εθνικής Αντίστασης! Από καμμιά άλλη επιμελητεία δεν ανετράφησαν, δεν έφαγαν ψωμί.

Τα χωράφια της υπαίθρου χώρας «έζησαν» και τους καταφυγόντες εκεί στην «Κατοχή» Αθηναίους και μέτοικους στις πόλεις.

Τους περίμεναν όχι με την αφθονία των αγαθών αλλά με τα ελάχιστα (των θαυματουργών «πέντε άρτων», με την πολλαπλασιαστική τους δύναμη διατροφής).

Και τους περιμένουν πάντα για να τους ζήσουν ξανά σε ώρα ανάγκης. Ο τόπος της ψυχολογικής ασφάλειάς τους. Το δυνητικό τους καταφύγιο.

Αυτά τα χωράφια επιχειρούν τώρα να τα δημεύσουν μέσω της φορολογίας, μολονότι κάτι τέτοιο είναι προδήλως αντισυνταγματικό. Το άρθρο 17 του Συντάγματος λέει: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους και κανένας δεν την στερείται παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια ύστερα από αποζημίωση…».

Δεν λέει ύστερα από δήμευση μέσω φορολογίας! Πώς το κρίνει κανείς αυτό, δεδομένου ότι το Κράτος ούτε έσοδα δεν θα μπορέσει να εισπράξει από τη φορολογία αυτή;

Σημειώνεται εν παρόδω ότι πουθενά στην Ευρώπη ή στον ελεύθερο δημοκρατικό κόσμο δεν φορολογείται γη ή άλλη ακίνητη περιουσία που δεν αποφέρει εισόδημα.

Το εισόδημα πάντα φορολογείται. Τότε γιατί το κάνουν;

Απλά, για να αποκόψουν τους Έλληνες από τις ρίζες τους. Ώστε ο άνεμος του πειράματος της παγκοσμιοποίησης να τους πάρει και να τους σηκώσει και να τους διώξει μακρυά. Και να μείνει έτσι μια χώρα ακατοίκητη.

Ή κατοικούμενη από ξένους και μετανάστες αλλόφυλους – απολογούμαι γιατί είμαι τόσο «βλάσφημος» και μιλώ τη γλώσσα του μη πολιτικώς ορθού – ή από κοσμοπολίτες, νεοείσακτους καταληψίες μέσω funds!

Έχει λεχθεί μέσα στη θύελλα μια φράση. Πολύ αληθινή. Σαν αίμα.

«Εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά, αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη, δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε».

Ας εννοήσουν οι κυβερνώντες – εάν μπορούν – το νόημα και τις αλήθειες των παραπάνω σκέψεων.

Η διαδικασία φορολόγησης των χωραφιών μας και της κατ’ ακολουθίαν τελικής πτωχοποίησης, ακόμη και της μετάλλαξής μας σε ακτήμονες και σε ανέστιους-αστέγους, θα μπορούσε να περάσει όπως έχει προ αιώνων (όχι σήμερα) περάσει στους «πολίτες» της Ευρώπης ή όπως είχε περάσει στους «πολίτες» του υπαρκτού σοσιαλισμού, αν δεν είχαμε μάθει εμείς να ζούμε με όσια και ιερά.

Αν δεν είχαμε το δικό μας εικονοστάσι (αξιών και συμβόλων) εκεί, στο χωράφι του χωριού μας, συνυπάρχον με την ίδια την ύπαρξή μας ως λαού. Λαός σημαίνει, ας λεχθεί στο σημείο αυτό, βραχάνθρωπος, δηλαδή αυτοφυής, αυτόχθων πολίτης.

Τώρα, και πάντοτε όσο υπάρχουν ακόμη Έλληνες, η φορολόγηση-δήμευση των χωραφιών μας δεν περνάει. Ας το καταλάβουν καλά! Όσο γίνεται πιο γρήγορα, τόσο πιο καλά. Για την κοινωνική ειρήνη και συνοχή!”.
 
Σημείωση δική μου:
Μπράβο πατριώτη μου Πολύδωρα !
Υψηλά νοήματα με υπέροχα ελληνικά !
 



28 Οκτωβρίου 2013

Μια βρετανική μαρτυρία για το θαύμα της Παναγίας το 1940 ! ! !

 Απο την 
Ομότιμο Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών  Μερόπη Σπυροπούλου  

Η υπερφυσική βοήθεια !
 
(Michael Palairet, Άγγλος πρεσβευτής στην Ελλάδα την εποχή του πολέμου του 1940)
 
«Νο 306
Από τη Βρετανική Πρεσβεία
ΑΘΗΝΑΙ Δεκέμβριος 9, 1940
 
Κύριέ μου,
        Εις την επιστολήν μου Νο 293 της 23ης  Νοεμβρίου, ανέφερα την ευρέως παραδεχομένην πίστιν εδώ ότι ο ελληνικός· στρατός απολαμβάνει της ιδιαιτέρας προστασίας της Παναγίας της Τήνου και ότι οι νίκες του, οι οποίες δύνανται ασφαλώς να ονομαστούν θαυματουργικές, οφείλονται εις την επέμβασίν της.
agia-zoni (1)
  
   Αυτή η πίστις έχει γίνει τώρα πεποίθησις και υπάρχουν αναρίθμητες ιστορίες της πα­ρουσιάσεων της Ευλογημένης Παρθένου εις στρατιώτας εις το μέτωπον ενθαρρύνοντάς τους εις την μάχην, με υποσχέσεις ότι η ιερο­συλία που έγινε από τους Ιταλούς εις τον Να­ό της κατά την εορτή της Κοιμήσεως θα ετιμωρείτο από μία μεγάλη ήττα… [...]
       Φαίνεται ασύνηθες ν’ αφιερώνω μία επίση­μη επιστολή σε τοιούτο θέμα, αλλά, δεν υπάρ­χει αμφιβολία ότι η πεποίθησις ότι υποστηρίζεται από υπερφυσική βοήθεια έχει συμβάλει πολύ εις την ενθάρρυνσιν του Έλληνος στρα­τιώτου, εις την ακούραστη επιδίωξη του διά νίκη, και του Ελληνικού λαού εις τον ενθουσιασμό του διά τον πόλεμον…
       Η επίθεσις κατά της «Έλλης» στην Τήνο απεδείχθη πράγματι ένα σοβαρό λάθος, διά το οποίον πρέπει να μετανοούν οι Ιταλοί τώρα σκληρά.
       Όχι μόνον ένωσε την Ελλάδα, την εβοή­θησε από την αρχή με την πεποίθησιν ότι τα όπλα της εβοηθούντο θαυματουργικώς – μία πεποίθησις η οποία εις αυτήν την χώραν των ισχυρών και βαθέων θρησκευτικών παραδό­σεων έχει ανεκτίμητη αξία.
      Έχω την τιμήν να παραμένω με τον μεγαλύτερον σεβασμόν, Κύριε μου,
      Ο πλέον ταπεινός και πλέον πιστός υπη­ρέτης Σας.
«Michael Palairet».
 
(Πηγή: Μερόπης Ν. Σπυροπούλου, Στην εποποιία του 1940-41 με πίστη, σ. 144-146)
 
Πηγή: 
http://www.pemptousia.gr

20 Οκτωβρίου 2013

Στο Λόγγο...Παναγιώτης Μελτέμης, απο το Κοπανάκι Μεσσηνίας

   
Δημήτρης Κυριαζής, Παναγιώτης Μελτέμης, Όμηρος Πέλλας (μαθητές Ε΄ Γυμνασίου, Γυμνάσιο Κυπαρισσίας, 1936 ή 1937)    
 
Η μάννα μ΄επαιρνε κοντά που πήγαινε στο λόγγο
κι ως με την κόσσα κλάριζε το πράσινο πουρνάρι
και στίβες μαζευότανε ως δυό ζαλιές κι ακόμα,
καθόμουνα στην αντηλιά, στο δροσερό χορτάρι
κι εψαχνα για σαλίγγαρους, γυρίζοντας λιθάρια.
 
Οταν η μάννα απόσωνε τα ξύλα, σηκωνόμουν
και της επήγαινα κοντά, στα ξέφωτα, να βρούμε
λάχανα για δυό τρείς βρασιές και λέχουρδες που μόσκουν.
 
Τί καυκαλίθρες εύρισκε η μαννούλα, τι ροϊδίκια
και χίλια δυό χορταρικά, που ΄τάξερε ένα-ένα...
 
Σαν το σακκούλι γέμιζε τ΄απίθωνε στο ρέμμα
που κύλαε γάργαρο νερό, ζεστό σα μάννας χάϊδι,
τα ξέπλενε και σκούπιζε τον ίδρω στο λαιμό της
με το φακιόλι το καφέ που ήσκιωνε τα μαλλιά της.
 
Καθόμαστε πλάϊ στο νερό, κεί πούτρεχε βρυσούλα,
και τρώγαμε λίγο τυρί, λαγάνα και κοτσάνια
και πίναμε κρύο νερό, χωνευτικό, δροσάτο.
 
Υστερα ζάλωνε ζαλιά μεγάλην η μητέρα
και την βοηθούσα απο τα σκοινιά να την αργοσηκώση.
 
Με το σακκούλι, πούσταζε, στο χέρι, ξεκινούσε
κι εγύριζε και πού και πού στο γιό της να μιλήση
που κατσιμπούλες επιανε και τα πουλιά κοιτούσε...
 
 Παναγιώτης Μελτέμης   
                                                                        
Το ποίημά του ειναι
απο την -Λαογραφική του ποίηση -"Τα χωριάτικα"

..και η βιογραφία του

από τη Βικιπαίδεια

             
Ο Παναγιώτης Μελτέμης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Κ. Παπαδόπουλου) (1918-1978) ήταν Μεσσήνιος ποιητής και πεζογράφος.
Γεννήθηκε στο Κοπανάκι Μεσσηνίας το 1918. Μαθήτευσε στο Ημιγυμνάσιο Αετού, στο Γυμνάσιο Μελιγαλά και στο Γυμνάσιο Κυπαρισσίας. Σπούδασε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως διοικητικός υπάλληλος του Ι.Κ.Α. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε πριν από τον πόλεμο, δημοσιεύοντας πεζά και ποιήματά του στις εφημερίδες «Θάρρος» της Καλαμάτας και «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής. Έργα του διακρίθηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς: το διήγημά του «Η Μηλίτσα» απέσπασε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος της Εργατικής Εστίας (1948), ενώ στον ποιητικό διαγωνισμό του περιοδικού «Εκλογή», με θέμα τη μετάφραση του σονέτου του Philippe Desportes, "Icare chut ici", η μετάφρασή του κατέλαβε την δεύτερη θέση (1949). Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστόρημα και μετέφρασε πεζά και θεατρικά έργα από τα γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά. Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα «Η Μηλίτσα και άλλα διηγήματα» το εξέδωσε το 1950. Ακολούθησε η ποιητική συλλογή «Τα Χωριάτικα» (1957) και το μυθιστόρημα «Έρημα Σημάδια» (1963).
Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, όπως το περιοδικό «Ο Λογοτέχνης», οι εφημερίδες «Μεσσηνιακή Αναγέννηση» και «Ηχώ της Μεσσηνίας» , στις οποίες διατηρούσε μόνιμες στήλες ευθυμογραφήματος με τίτλους, αντιστοίχως : «Οι κουβέντες του Μητσιοτάση» και «Τζιαναμπέτικα», καθώς και με άλλα έντυπα.