ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

25 Μαρτίου 2014

Ευαγγελισμός - Ελληνισμός..Αριστοτέλης Βαλαωρίτης !

Ευαγγελισμός - Ελληνισμός
Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μια φλόγα αστράφτει... ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
Πετάει εν᾿ άστρο... σταματά εμπρός εις τη Μαρία...

«Χαίρε της λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με Σέ. Χαίρε Μαρία, Χαίρε!»

Επέρασαν χρόνοι πολλοί... Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλι ο ουρανός... Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολάρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.
Τα σιδερά είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια, η δυστυχιά  σέπουν τα κόκκαλά της.

Τρέμει με μιάς η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει και περνά εν᾿ άστρο, μιάν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του...

«Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με Σέ, Ελλάς ανάστα, χαίρε».

Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαύρ᾿ η πεθαμένη
νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνήμ᾿ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...

Κανείς δεν αποκρένεται... Βγαίνει, πετά στα όρη...
Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.
«Ξυπνάτε εσείς πού κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».

Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπει στον αιθέρα
μ᾿ όλα τα κάλλη τ᾿ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετήσει.

Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθείς ας μεταλάβει
από τη χάρη του Θεού. Και σεις και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφορεσμένοι νάστε.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/

 

24 Μαρτίου 2014

Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο Εικονοστάσι; (Αληθινή ιστορία – Θαύμα)

.
Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο ΕικονοστάσιΉταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα. Η ξένη κατοχή ήταν Βουλγάρικη.
Oι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρο­μακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και με­γάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μια μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές στις 29 Σεπτεμβρίου του 1941.
Από τρό­φιμα της είχαν απομείνει ένα δάχτυλο ελαιόλαδο και μια “χούφτα” κα­λαμποκάλευρο.
Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, σκέφτηκε ότι αύριο, του Ευαγγε­λισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάχτυλο λαδάκι.
Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο καντήλι, που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι και τότε μπήκε στο δί­λημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού;
Αποφασιστικά όμως έκανε τον Σταυρό της και είπε στην Παναγία: “Παναγία μου! Εγώ θα Σου ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημε­ρώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Συ όμως ανάλαβε να μου Θρέψεις τα παιδιά”.
Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Πανα­γίας. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμι­σε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.
Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου άνοιξε το ντου­λάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τι βλέπει; Το “λαδερό” γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δυο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!!!
Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαρι­στώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο Θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανένα τίποτα. Για δυο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι “σώθηκε” ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στό­ματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη. Αλλά και το καντήλι παρέμεινε από τότε μέρα – νύχτα αναμμένο, μαρτυ­ρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλο­γημένης γυναίκας.

Από το βιβλίο “Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία” του Πρ. Στέφανου Αναγνωστόπουλου.


http://www.pentapostagma.gr/2014/03
http://www.agioritikovima.gr/perizois/41024-to-ladaki-ta-n

Σημείωση δική μου:
Σας παραθέτω απόσπασμα από τις προφητείες του πατρός Αμβροσίου

(π. Αμβρόσιος Λάζαρης:
-Θα έρθουν χρόνια δύσκολα, αλλά μη φοβάστε. τα παιδιά του ο Θεός δεν τα εγκαταλείπει. Θα τα φυλάει σκανδαλωδώς.
-Δηλαδή γέροντα;
-Τι δηλαδή; να, άμα δεν θα έχεις να φάς, θα ξυπνάς το πρωί, θα βρίσκεις μια φραντζόλα ψωμί πάνω στο τραπέζι και θα λες: αυτό από που ήρθε;)
I.B.N

21 Μαρτίου 2014

Ρόδου μοσχοβόλημα -Κωστή Παλαμά !


Eφέτος άγρια μ' έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ' έπιασε χωρίς φωτιά και μ' ηύρε χωρίς νιάτα,
κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.

Mά χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Mαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ' αρχαία τα μονοπάτια,
στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού
μού δάκρυσαν τα μάτια.


Κωστής Παλαμάς

19 Μαρτίου 2014

Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΣ...


 Η Δασκάλα..
Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε' δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η νέα Δασκάλα του σχολείου, η κυρία Τζοβάνα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Ότι όλοι τους ήσαν καλά παιδιά. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ένα παιδί ήταν διαφορετικό και της προξενούσε απέχθεια.
Κάπου στο βάθος, μόνο του, με χαμηλωμένο το κεφάλι ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μανούσος. Ο Μανούσος δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Ήταν παραμελημένος με τσαλακωμένα πάντα ρούχα. Ανέδιδε διάφορες οσμές, σημάδι ότι χρειαζόταν μπάνιο. Δεν μιλούσε ποτέ, δεν απαντούσε στις ερωτήσεις. Η πρώτη σκέψη της Δασκάλας ήταν «Τι μπελάς μου φορτώθηκε φέτος. Αυτό το χαζό παιδί μου χαλάει την αρμονία της τάξης. Τι μου το φέρανε εδώ; Άντε τώρα, εγώ πρέπει να κανονίζω να πάει σε κανένα ίδρυμα.»


Φερόταν όσο μπορούσε καλύτερα στο Μανούσο επιστρατεύοντας το ψεύτικο χαμόγελο και την υπομονή της. Αλλά αυτός ποτέ δεν μιλούσε. Η Τζοβάνα το αποφάσισε, δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. Ο Μανούσος έπρεπε να φύγει από τη τάξη της. Με αυτό το σκοπό λοιπόν, θα έπρεπε να συντάξει τα απαραίτητα έγγραφα για το μπελά που την βρήκε, για να καλέσει την κοινωνική υπηρεσία να τον πάνε κάπου αλλού. Μία συγκεκριμένη παράγραφος της αναφοράς ζητούσε το ιστορικό του μαθητή. «Ω Θεέ μου, πρέπει να κοιτάξω και τον ατομικό φάκελο και όλα τα χαρτιά αυτού του χαζού. Αυτό σημαίνει ότι ένα απόγευμα πρέπει να το χαραμίσω για αυτόν. Τι να κάνω, αφού είναι για το καλό της τάξης και τη δική μου ψυχική ηρεμία θα πρέπει να το κάνω.»


Ένα απόγευμα λοιπόν αποφάσισε να κάνει αυτή την αγγαρεία. Σε ένα σκονισμένο αρχείο, μπόρεσε και βρήκε την πρώτη αναφορά. Η δασκάλα της Α' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος είναι ένα φωτεινό παιδί, πανέξυπνο, με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους. Είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Με περιέργεια έψαχνε να βρει τη δεύτερη αναφορά. Σε μία ντουλάπα βρέθηκε. Η δασκάλα της Β' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του, που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Με αγωνία έψαχνε τη τρίτη αναφορά. Θα υπήρχε άραγε; Σε ένα άσχετο φάκελο, τελικά βρέθηκε. Η δασκάλα της Γ' δημοτικού έγραφε: «Η μητέρα του δεν έχει επαφή με τη πραγματικότητα εδώ και μήνες στο νοσοκομείο, ο πατέρας του είναι χαμένος, ο Μανούσος ώρες – ώρες κοιτάζει απόμακρα το ταβάνι και δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον να κάνει τις σχολικές του εργασίες όπως και παλαιότερα. Του φέρομαι με επιείκεια και προσπαθώ να μην τον ζορίζω».
Η Τζοβάνα έψαχνε σε όλο το αρχείο για τη τέταρτη αναφορά, πέταγε τους φακέλους στο πάτωμα, δεν την ενδιέφερε πια να κρατήσει καμία ταξινόμηση σε αυτό το άθλιο αρχείο. Κάπου τελικά σε αυτό το χάος βρέθηκε και η τέταρτη αναφορά. Η δασκάλα της Δ' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος έχασε τη μητέρα του και ο πατέρας του πίνει. Ο Μανούσος έκλαιγε συχνά και έλεγε: «Που είναι η μανούλα μου; Που είναι η μανούλα μου;» συνεχώς. Του εξηγήθηκε πως έχει η κατάσταση αλλά δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει. Δεν δείχνει πια ενδιαφέρον για το σχολείο.»


Η κυρία Τζοβάνα τακτοποίησε όπως-όπως (δηλαδή όπως ακριβώς το βρήκε) το ανάστατο αρχείο και πήγε σπίτι της. Έσκισε τα χαρτιά αποπομπής του Μανούσου που ετοίμαζε. Εκείνο το βράδυ αισθανόταν περισσότερο ζωντανή από ότι συνήθως, αλλά και πολύ μα πολύ πιο μόνη. Αναρωτήθηκε τι αληθινή χρησιμότητα είχε το να μαθαίνει γραφή, ανάγνωση και αριθμητική στα παιδιά.
Την επόμενη μέρα, στο διάλλειμα, όλα τα παιδιά βγήκαν για να παίξουν. Όλα εκτός από το διαφορετικό παιδί. «Μανούσο, του είπε, η μανούλα σου πήγε στον ουρανό, αλλά αν σου λείπει, μπορείς να θεωρείς εμένα σαν μανούλα σου από εδώ και πέρα.» Αγκάλιασε με δύναμη το παιδί. Ο Μανούσος δεν είπε τίποτα.
Από εκείνη τη μέρα η κυρία Τζοβάνα συνειδητά, δεν αγαπούσε το ίδιο όλα τα παιδιά της τάξης της. Ένα από τα παιδιά το αγαπούσε περισσότερο, το θεωρούσε πια δικό της και δεν έχανε ευκαιρία να το δείξει. Του μιλούσε πια όπως ακριβώς και στα υπόλοιπα, το κράταγε μία ώρα παραπάνω για να του μαθαίνει νέα πράγματα, του αγόραζε πράγματα, το πήγαινε με τα πόδια μέχρι το σπίτι του, του έκανε μπάνιο, του σιδέρωνε τα ρούχα σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας έλειπε, και οι γειτόνισσες πότε η μια, πότε η άλλη φέρναν φαγητό.


Σιγά-σιγά το παιδί αντιδρούσε και ξαναγινόταν ομιλητικό και ζωντανό. Ενδιαφερόταν και πάλι για τα μαθήματά του. Στο τέλος της χρονιάς ήταν έθιμο οι γονείς των παιδιών να δίνουν ένα δώρο στη Δασκάλα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, και η Δασκάλα τα άνοιγε με ευχαρίστηση και όλα τα παιδιά χειροκροτούσανε για το κάθε δώρο, το οποίο το κάθε ένα συναγωνιζότανε το άλλο. Αφού τελείωσε η γιορτή, η κυρία Τζοβάνα πήγε το Μανούσο στο σπίτι για τελευταία φορά. Ένας θείος του θα τον έπαιρνε μακριά, για πάντα.
Η κυρία Τζοβάνα φίλησε το Μανούσο για τελευταία φορά. Το παιδί, δειλά, της έδωσε κάτι που είχε τυλιγμένο σε μία χαρτοσακούλα του μανάβη. Ακολούθησαν οι αποχαιρετισμοί και οι ευχαριστίες των συγγενών. Η κυρία Τζοβάνα θυμήθηκε το πακετάκι μόνο αφού έφτασε σπίτι της. Το άνοιξε και βρήκε μέσα ένα βραχιόλι, τίποτα ιδιαίτερο, ένα φτηνό χιλιοφορεμένο βραχιόλι που λείπανε μερικές χάντρες του και ένα χρησιμοποιημένο (είχε λιγότερο από το μισό) μπουκαλάκι παλιομοδίτικο άρωμα. Και μία καρτούλα ζωγραφισμένη. Ήταν η παιδική ζωγραφιά μιας δασκάλας, που η κυρία Τζοβάνα αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά της και μία επιγραφή: «Η μανούλα μου».
Από τότε κάθε χρόνο, στο τέλος της χρονιάς, η κυρία Τζοβάνα λάμβανε μία κάρτα από το Μανούσο. Κάποιες φορές με φωτογραφία, με τα νέα του να της λέει τους βαθμούς του στο Λύκειο, στο Πανεπιστήμιο. Άλλες φορές νέα από τα ταξίδια του, και δώρα, γιατί πια ο Μανούσος είχε γίνει ένας σπουδαίος επιστήμονας.


Μία χρονιά όμως, το γράμμα ήταν διαφορετικό. Ήταν προσκλητήριο γάμου και αεροπορικά εισιτήρια για έναν μακρινό προορισμό στο εξωτερικό. Η κυρία Τζοβάνα μεγάλη πια έφτασε στη πολυτελή δεξίωση του γάμου. Ο σερβιτόρος που ήταν στην είσοδο, της έκανε ιδιαίτερες φιλοφρονήσεις. «Oh, Welcome Mrs. Johanna» και την οδήγησε στο πιο ξεχωριστό τραπέζι. Η κυρία Τζοβάνα ένιωσε κάπως άβολα εκεί. Δεν είχε και κανέναν γνωστό να μιλήσει.
Κάποια στιγμή μπήκε ο γαμπρός με μία επίσημη ενδυμασία. Ήταν φανερό ότι ο Μανούσος ήταν πια ένα σημαίνον πρόσωπο της κοινωνίας εκεί. Από όλους τους ανθρώπους που τον περιτριγύριζαν αυτός ξεχώρισε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο την κ. Τζοβάνα. Την αποκάλεσε με σεβασμό μητέρα και την έπιασε αγκαζέ για να προχωρήσουν για τη τελετή.


«Εσύ ήσουν η πιο ξεχωριστή μου δασκάλα, γιατί με έκανες ικανό να γίνω ένας καλός μαθητής»
 - «Εσύ ήσουν ο πιο ξεχωριστός μου μαθητής, γιατί με έκανες να γίνω δασκάλα» του απάντησε η δασκάλα που φορούσε ένα χιλιοφορεμένο φτηνό βραχιόλι και ένα ξεχασμένο πια, παλιομοδίτικο άρωμα.

Πηγή: http://www.piperies.gr/
Πηγή: http://mkka.blogspot.gr/2014/03/blog-post_16.html

18 Μαρτίου 2014

Η Φαντασία..- Γιάννης Σκαρίμπας !


H φαντασία

Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.

Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι’ αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.

Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…

16 Μαρτίου 2014

Η κυρά μου η τρέλα !- Γιάννης Σκαρίμπας !

 

Η κυρά μου η τρέλα !

Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει
κειό το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,
όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη
ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.

Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη
κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει,
κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη
ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.

Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,
τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική;
Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη
μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη στο μώλο εκεί;

Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα
φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί—
όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα
ή όπου όλοι, όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν νεκροί;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μού εφάνη
αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή,
κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,
αυτή που παίρνοντάς με από το χέρι με περπατεί...

10 Μαρτίου 2014

Ο έρωτας είναι η ωραιότερη εμπειρία , αλλά ..ο χειρότερος σύμβουλος...

Το να είσαι ερωτευμένος είναι συγκλονιστικό, εκπληκτικό αλλά και πολύ επικίνδυνο. Η ερωτική εμπειρία είναι υπέροχη αλλά δεν παρέχει καμιά εγγύηση προσωπικής ευτυχίας. Αντίθετα επειδή θολώνει τη λογική είναι πολύ πιθανό να σε οδηγήσει σε σφάλματα που δύσκολα επανορθώνονται όπως διαπροσωπικές συγκρούσεις, παρακμιακές σχέσεις ή αποτυχημένες συζυγίες. Σε συμφέρει να μάθεις να ελέγχεις τα ερωτικά σου συναισθήματα (πριν φουντώσουν) και να τα φιλτράρεις μέσα από το πρίσμα της λογικής.
Το να είσαι ερωτευμένος δεν σημαίνει ότι υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις για μια ευτυχισμένη σχέση με τον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει. Ο έρωτας σε σπρώχνει τόσο δυνατά προς το αγαπώμενο πρόσωπο ώστε να μην μπορείς να αξιολογήσεις με αντικειμενικά κριτήρια την καταλληλότητά του.
Σημαντικοί παράγοντες όπως: ψυχοσυναισθηματική ωριμότητα, οικογενειακή κατάσταση, μορφωτικό επίπεδο, ηλικία και επάγγελμα μπαίνουν συνήθως σε δεύτερη μοίρα. Ο έρωτας τρέφει το "φανταστικό σε βάρος του πραγματικού". Με το πέρασμα του χρόνου ο χαρούμενος ενθουσιασμός συχνά καταλήγει σε απογοήτευση, οδύνη και αποτυχία. 
Γι αυτό αν είσαι ερωτευμένος φρόντισε να προσγειώσεις τα βιώματά σου στην πραγματικότητα και να τα εξετάσεις με τα κριτήρια της λογικής. 
  
Ο πίνακας είναι από:

4 Μαρτίου 2014

H Mαγεία των Φωτονίων !- Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ.Νικολάου !

Ζούμε σε έναν πανέμορφο κόσμο που το μυστικό της ζωής το σηκώνουν μικροσκοπικές οντότητες που λέγονται γονίδια. Είναι δυσδιάκριτα, δεν φαίνονται. Όμως αυτά προσδιορίζουν τη ζωή και τα ιδιώματά της. Αυτά χαρακτηρίζουν το κάθε πρόσωπο, καθορίζουν την ταυτότητα. Με ακρίβεια και λεπτομέρειες.
 Κολυμπάμε μέσα σε έναν ωκεανό άπειρων σωματιδίων, που ταυτοποιούνται με ποικίλα και παράξενα ονόματα: Quarks, γκλουόνια, μποζόνια, λεπτόνια, βαρυόνια, νετρίνα, φωτόνια και πλήθος άλλων. Και που δεν φαίνονται. Όμως αυτά τα μικρά στηρίζουν το μεγαλείο αυτού του κόσμου. Αυτά κρύβουν το μυστήριό του. Όλα έχουν την αποστολή και τη σημασία τους. Όσο μικρά κι αν είναι. Κάποια είναι υπεύθυνα για τη μάζα. Λέγονται μποζόνια. Ούτε καταλαβαίνουμε γιατί. Χωρίς όμως αυτά δεν θα ψηλαφούσαμε τον κόσμο μας. Άλλα πάλι βοηθούν στη διάδοση των δυνάμεων. Κάποια είναι γνωστά ως γκλουόνια. Κι αυτό κακόηχο. Και άλλα συγκροτούν το φως . Αυτά λέγονται φωτόνια. Πιο εύηχο όνομα.
 Μάζα, δυνάμεις, φως .
Είναι σημαντικό να ερμηνεύεται η μάζα ή να δικαιολογείται η διάδοση των δυνάμεων. Η ύλη ψηλαφείται, οι δυνάμεις συντηρούν την κίνηση και διατηρούν τις ισορροπίες. Έτσι κατανοούμε την ύλη και τη βαρύτητα.
Για κάποιον όμως λόγο, το φωτόνιο έχει ένα μοναδικό μεγαλείο. Είναι πολύ ευγενές, δεν έχει μάζα, αλλά όμως υπάρχει. Και μάλιστα μπορεί να γεννήσει μάζα. Κουβαλάει ενέργεια. Κυρίως όμως δείχνει και φανερώνει. Χάρις στα φωτόνια απολαμβάνουμε το αίσθημα της όρασης. Ό κόσμος φαίνεται. Και είναι τόσο όμορφος. Πλήθος χρωμάτων, εντυπωσιακές συμμετρίες, εκπληκτικές ασυμμετρίες, αντιθέσεις, ανακλάσεις, αρμονία, βάθος, εναλλαγές. Χωρίς τα φωτόνια δεν θα ξέραμε τι θα πει  κάλλος, ομορφιά, αισθητική, ποικιλία, οπτική αρμονία. Δεν θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε. Σαν αυτά να δίνουν ζωή στην ύλη.
Τα φωτόνια επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του κόσμου, κυρίως όμως αποκαλύπτουν την ομορφιά του. Αλλά για να την δείς, πρέπει να τα ανακαλύψεις.

 Σ’ αυτό βοηθούν τα μάτια μας. Όταν αυτά χάνουν την ακρίβεια ή την ευαισθησία τους, τότε χρησιμοποιούμε διορθωτικούς φακούς. Για να αντικρύσουμε τα μικρά αντικείμενα που δεν διακρίνονται, έχουμε τα μικροσκόπια. Για τα μακρινά που επίσης είναι αθέατα, κατασκευάσαμε τα τηλεσκόπια. Κι έτσι βλέπουμε και αυτά που ...δεν φαίνονται. Είναι πολύ όμορφος ο κόσμος μας. Και περικλείει πολλή σοφία. Ή ομορφιά κρύβεται πίσω από αυτό που αυτός δείχνει. Και η σοφία μέσα σε αυτό που κρύβει. Το πρώτο το απολαμβάνει το μάτι. Το δεύτερο μαγεύει τη σκέψη. Χωρίς το ερέθισμα της θεατής ομορφιάς, η σκέψη δεν θα μπορούσε να κάνει τα διεισδυτικά ταξείδια της. Γι’ αυτό είναι τόσο πολύτιμα τα φωτόνια.
Άλλοτε πάλι με τα τηλεσκόπια φωτογραφίζουμε ή ανιχνεύουμε. Δεν βλέπουμε. Δεν είναι το ίδιο. Η ανίχνευση προκαλεί τον ενθουσιασμό της διαπίστωσης. Η σκέψη τη μαγεία της ανακάλυψης. Η θέα όμως είναι αυτή που γεννά τη συγκίνηση της αμεσότητας. Είναι υπέροχο πράγμα οι αισθήσεις μας. Και κυρίως η όραση.

 Λέγει ο Ελύτης: Θεέ μου, πόσο μπλέ ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε! Κι εμείς συμπληρώνουμε: Θεέ μου, πόσα φωτόνια έφτιαξες για να σε υποψιαζόμαστε!
«Είπεν ο Θεός: γενηθήτω φως∙ και  εγένετο  φως». Μάλιστα «εν αρχή», το πρώτο πράγμα. Τελικά, το σωμάτιο του Θεού δεν είναι το μποζόνιο ούτε λέγεται higgs∙ αυτό δεν θα πει τίποτα. Το σωμάτιο του Θεού είναι το φωτόνιο. Και η πύλη προς τον κόσμο το τηλεσκόπιο. Βάζεις το μάτι σου στον φακό και ξεχύνεσαι στο άπειρο. Εκεί που συναντάται η ομορφιά με την αλήθεια. Το μάτι βλέπει. Η καρδιά χτυπάει. Η σκέψη καλπάζει. Διαλέγεται με τα φωτόνια.
Είναι εκπληκτική η θέα, η ζωντανή εικόνα. Ιδίως στην πατρίδα μας. Θάλασσες, νησάκια, ουρανός. Κόλποι, παραλίες, λόφοι, όλα μαζί. Η φυσική της ομορφιά σε ταξειδεύει. Σε κάνει να θέλεις ή να μείνεις για πάντα στη γη  ή να φύγεις. Θέλεις να ζεις  για πάντα. Και αν αυτό δεν γίνεται στη γη, θέλεις να πας αλλού. Η ομορφιά ενδυναμώνει την αιωνιότητά σου. Βάζεις το μάτι στο τηλεσκόπιο και φεύγεις. Φεύγεις στο άπειρο. Χάνεσαι στον χώρο. Ελευθερώνεσαι από τον χρόνο.
Τι ωραία η αίσθηση του σύμπαντος !

 Αλλά μετά από λίγο και το άπειρο σου είναι πεπερασμένο. Και ο χρόνος λίγος. Θέλεις να φύγεις κι άλλο. Θέλεις από την ομορφιά των ορωμένων να περάσεις στην εμπειρία των αθέατων.  Και όλα αυτά τα χρωστάς στα φωτόνια. Τα φωτόνια σου δείχνουν την ομορφιά του κτιστού και σε υποψιάζουν για την αλήθεια του ακτίστου. Τα φωτόνια δείχνουν Αυτόν που δεν φαίνεται. Δείχνουν τον Θεό.
 
Θέλω να εκφράσω τη χαρά μου για την ευκαιρία της αποψινής βραδιάς και τις πολλές ευχαριστίες μου στον κ. Τσίγκανο και για την πρόσκληση και για τη δυνατότητα να ανοίξω για λίγο μπροστά σας την καρδιά μου. Είναι πολύ ωραίο πράγμα η ζωή σου να φιλοξενεί και αίσθηση Αστροφυσικής και εμπειρία ιερωσύνης.

 Και είναι θαυμάσιο να περνάς μια όμορφη βραδιά στην Πεντέλη με ανοιχτό τον θόλο κυνηγώντας φωτόνια. Ίσως καλύτερο από το να ψάχνεις χρόνια ολόκληρα ένα μποζόνιο στη  Γενεύη!
Σας ευχαριστῶ πολύ.
* Δυό λόγια στην εκδήλωση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, με αφορμή την πλήρη αποκατάσταση του ιστορικού τηλεσκοπίου Newall, Παλ. Πεντέλη, 21.9.2013.
πηγή:
http://www.imml.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=843:i-mageia-twn-fwtoniwn&catid=19:omilies

2 Μαρτίου 2014

Μια μάχη που δεν πάρθηκε ! -Γιάννης Σκαρίμπας !


Είχε μιά χαρά μες στην καρδιά του.

Τα σπίτια, οι δρόμοι, ούλα τού χαμογέλαγαν μες σ' εκείνο το περίγλυκο βραδάκι κι ως παγαίνοντας χώθηκε στα καλντερίμια, το πρόσωπο του –εκείνο το σεβάσμιο– πήρε αγάλι την ίδια παπαγαλίστικη κοψά πούπαιρνε πάντα σαν κρυφές χαρές τού κρούαν την καρδιά του.
Τότες χαμογέλαε μονάχος του. Πορπατούσε και χαίρονταν.
Ταχτοποιούσε τις ιδέες του κατά τη σειρά τής πάσα αξίας· κατά πώς παραδεχόμαστε –κ' είμαστε βέβαιοι– πως το οχτώ νικάει τα εφτά και το εφτά το έξη. Έτσι.


 Και τώρα έτσι.
Χαμογέλαε. Μιά κρυφή χαρά, μιά έννοια γλυκιά ήταν που τούκρουε λαφρά τη θύρα, και γλυκιές αποθυμιές τ' αέριζε μέσα του και πόθους.
Κι άρχισε πάλι να τα βάζει σε τάξη ούλα τα πράματα, τις ιδέες του, τις γνώμες.
Πρώτα πρώτα τη Χριστίνα.
Αυτή πάνω από ούλα τα περιστατικά και τα πρεπούμενα –τ' άψυχα και τα ζωντανά– κυριαρχούσε απόλυτα με τα δυό φρύδια όπως ήταν, με τα χείλη της κοφτά όπως όλων των ανθρώπων.


Από κοντά τα άλλα.
Που ένα πρωί –μιαν αυγούλα– την ξεμπαρκάρισε απ' το βαπόρι. Που την ασήκωσε στην αγκαλιά του και την κάθισε στη βάρκα του σαν κούκλα. Τίκ-τάκ, έκανε η καρδούλα της – θυμόταν.
Ήταν τόσο αλαφρούλα και γλυκιά –τόσο αθώα– έτσι καθώς του παραδόθηκε στα μπράτσα του με πίστη.
Μιά μοσκοβολιά απ' το χνώτο της του χύθηκε μέσα του, του αναστάτωσε τις σκέψεις. Και καθώς έλαμνε τα κουπιά, αντίκρυα της, την κοίταε. Θεέ μου πόσο ανάερο –πόσο αχνό– πούταν το πρόσωπό της. Πόσο όμορφη πούταν η σκρόφα.
Έτσι, τόνα κατόπι τ' άλλου σα σε καμμιά επίσκεψη, τούρχονταν και καθόντουσαν και τ' άλλα με την τάξη.


 Ο καφενές που κάθισαν οι δυό τους κ' ήπιαν καφεδάκια. Το ξενοδοχείον «Η Ωραία Ελλάς» όπου την πήγε αυτός για κάμαρη. Το μπαουλάκι που της κουβάλησε ο λούστρος. Και οι πενήντα δραχμές που του ζήτηξε με το πρώτο δανεικές –κι αγύριστες– η κόφτρα.
Κι αυτός της φέρθηκε –και της φέρνονταν ακόμα– σαν πατέρας.
Γιατί; Μυστήριο!
Μυστήριο μωρέ, ενώ τόσοι άλλοι, και πιο γεροντότεροι απ' αυτόνε, είχαν μπει αμέσως στο προκείμενο, της έσκαζαν δεξά κι αριστερά το παραμύθι. Δαύτα ο μπάρμπα Σπύρος συλλοΐζονταν.
Κι από κοντά το βραδάκι –το ίδιο– που αυτός τη συνόδεψε στο καφέ αμάν, στη μπυραρία.
Σαν την είδε να χορεύει στο πάλκο με τόση τσαχπινιά και μαργιολιά –η σείστρα– γλυκογλαρώνοντας τα μάτια της, δείχνοντας στον κόσμο το βρακί της, αυτός έκαμε το θάμα του. Ποιός να του τόλεγε!
Παν τα δανεικά του σκέφτηκε, πάν τα βαρκαδιάτικα, πάει το τάλαρο πόσκασε στο λούστρο.


 ...Όμως χαλάλι. Ένας γλυκός πειρασμός, μιά ολπίδα έρχονταν σαν κλέφτης μέσα του και όλο τούλεγε πως δεν πειράζει.
Ίσα, ίσα. Μιά κ' ήταν αυτηνής της διαγωγής αυτή η Χριστίνα, κι αυτός άλλο που δεν ήθελε... Και πλήρωσε και τ' άλλα.
Έτσι μιά χαρά μπήκαν σε μιά χρυσή τάξη όλα τα πράγματα του, προχώραγαν οι ιδέες του, και μόνο σαν έφτανε κι αυτός στο... παραμύθι σταματούσε.
Πάνω σ' αυτό ακριβώς τραμπαλίζονταν η τάξη του, μπερδευόντουσαν τα πράγματα, το οχτώ δεν νίκαε το εφτά και το εφτά δεν νίκαε το έξη. Δεν πάει νάχε δυό τα φρύδια της, και από πέντε δάχτυλα στα χέρια της. Δεν πάει νάχε τα χείλη της κοφτά – κατά πώς όλων των ανθρώπων. Τίκ-τάκ, έκανε η καρδούλα της, για να κυκλοφορεί της το αίμα.


Κι ο μπαρμπα-Σπύρος τώρα εθύμωνε, τάβανε με τα ρούχα του, τον βάραινε η στεναχώρια στην καρδιά του.
Έτσι τούρχονταν να τάστερνε στον αγύριστο μαζί με τις εκατοπενήντα τση – που τον έβαλε στο χέρι.
Όμως γιατί του παρίστανε την πάπια; Κι αυτός, τί νάκανε; Πώς σε περικαλώ να ξέχναε εκείνη την πεντοβολάδα της ανάσας της, που μύρωσε το πρόσωπό του, σαν την κατέβασε στη βάρκα; Εκείνο μωρέ τ' αναπάντεχο αγκάλιασμα της, που τ' ανακάτεψε τα αίματα καθώς αυτή γαντζώθηκε σαν περιστέρα στο κορμί του; Ορίστε;


 Ας εξέταζε λοιπόν καλύτερα τα πράγματα με ψυχραιμία και με τάξη. Και καθώς με το τρέξιμο των νοημάτων του, είχε ταχύνει και το βήμα του, σταμάτησε. Σιγά, ας μη βιάζονταν... Σιγά – ας μη βιάζομαι, έκαμε φωναχτά, με –τώρα– «διασταδόν» τα δυό του πόδια.
Λοιπόν, πρώτα-πρώτα αυτή:
Κάτι μεταξύ πουλιού και σχέδιου πάντας ήταν το προφίλ της Χριστίνας, με τα χείλη της σαν ψαλιδιά, με τη μύτη της σαν ράμφος. Πάνω σε καμβά λες ήταν κεντημένη η αφιλότιμη... Και σαν μιά φυσαλίδα αιμάτου, ήταν το στόμα της.
Την έβλεπες ξιπασμένη, ψυχρή, ακατάδεχτη, να πηγαίνει ανάερη, ποζάτη, και ξωπίσω της –κουρνιαχτός κι αντάρα– να την ακαλουθάν όλα τα πράγματα, όσα είχαν σκέση μ' αυτήνα: Το βαπόρι, τ' αγκάλιασμα, το μπαουλάκι, ο λούστρος, και το παραμύθι κειό – μαθές ο ίδιος...


 Κ' ενώ τόσο χαρούμενος είχε κινήσει για τ' αυτήνα, η φάτσα του, ως να διαβεί το γκαλντερίμι, είχε πάρει μιά γλυκιά κοψά παπαγάλισα.
Τα πράγματα δεν ήσαν τόσο απλά, όσο τα νόμιζε.
Τόξερε καλά πως αυτήν τη μάχη θα την έδινε μονάχος του, χωρίς κανένα τη βοήθεια, δίχως –εξόν απ' το Θεό– άλλον συνδρομητή του...
Πώς θα της τόφερνε; Κι από κοντά τί θα γινόταν;
Άχ νάταν τρόπος νάχαν μιλιά να τον ορμήνευαν τα πράγματα να τούδιναν μιά γνώμη τα κοτρώνια...
Τα σπίτια, οι δρόμοι, τον θώραγαν περίσκεφτα, δίχως μιλιά, δίχως ανάσα.
Τέτοιος, αμφίβολος, δισταχτικός, αναποφάσιστος της έκρουσε την πόρτα.
Αυτή, η Χριστίνα, που του χρώσταε, που αυτός της πλήρωσε τον μάγερα, που της είχε δώσει μετρητά (νάσανε κι άλλα) ήρτε και τ' άνοιξε. (Άχ, μερικές γυναίκες, πώς ανοίγουνε!).


Ήταν η ίδια αυτή –όπως πάντα– με τα πέντε της δάχτυλα στα χέρια της και με την κυκλοφορία του αίματός της.
Τον καλωσόρισε, τούδωσε καρέκλα, του πρόσφερε τσιγάρο.
Κι απέ τούπε γελαστά καθώς ξανάσκυψε στο μπαουλάκι της, ταχτοποιώντας τα πράγματά της.
— Ξέρεις μπαρμπα-Σπύρο, καλά πούρθες και σ' έθελα. Τα μάτια του άστραψαν.
— Αύριο πρωί φεύγω για τ' Αργοστόλι κ' ήθελα να με μπαρκάρεις καϋμένε.
— Να σε μπαρκάρω; έκαμ' αυτός σαν χαζός.
— Ναί. Είχα τηλεγράφημα να πάου αμέσως. Δουλειά εξασφαλισμένη, σίγουρη, για όλο το καλοκαίρι.
— Δουλειά έ;
— Άχ μπαρμπα-Σπύρο, δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι που φεύγω. Πόσο μ' άρεσε το μέρος σας.
— Σ' άρεσε!...
— Τί θα πει. Κόσμος καλός, ήσυχος. Έχουμε λοιπόν μπάρμπα 60 για την κάμαρη, 30 στον μάγερα, γίνουνται 90, 5 του λούστρου, 50 μετρητές, τα βαρκαδιάτικα τα δικά σου, ούλα μαζί 150. Φτάνουνε 200; Να 250. Νάσαι καλά. Σ' ευχαριστώ. Με προστάτεψες. Ο Θεός να σε φυλάει, να σου δίνει ό,τι αγαπάς και υγεία...
Και καθώς τάλεγε, ορθώθηκε λυγερή ομπρός του. Στη μορφή της την λεπτή ρχόνταν και φεύγαν οι ωραίες της εκφράσεις.
Άνοιξε την τζάντα της και του τα μέτρησε στο χέρι. Δραχμές 250. Κι αυτός τα πήρε κ' έφυγε.
Πήρε το δρόμο προς τα πάνω. Μιά διάχυτη λύπη στην ατμόσφαιρα, έκανε τα σπίτια και τα φώτα όλα περίσκεφτα.
Κι αυτός αιστάνονταν μέσα του ένα κενό να τον βαραίνει...


                 ******************************


 Εκεί στην ταβέρνα του Φριντζελά, πήρεν η όψη του την παπαγαλίστικη κοψά πούπαιρνε πάντα.
Κι όσο έπινε, τόσο αχτινοβόλαε το μούτρο του, τόσο δούλευε μέσα του γλυκά ο ρυθμός τούτου του κόσμου.
Τώρα είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του, έβαζε στοίχημα...
Ήταν γενναίος αυτός, αποφασιστικός ήταν, αμετάπειστος...
Θα πάγαινε στην βάρκα του, θα ξάπλωνε, θα σύχαζε.
Κι όταν το ρολόι τ' Ανικόλα θα σήμαινε τις δυό, αυτός θα εγείρονταν.


Και ήξερε.
Θάκρουε λαφρά κ' η πόρτα θάνοιγε κι αυτός θάμπαινε.
Εκεί –ο ένας ανάντι του άλλου– πρόσωπο με πρόσωπο, θάδινε τη μάχη του, θα της έσκαζε κι αυτός το παραμύθι.
Να τις 250, να την ψυχή του, την καρδιά του, το αίμα του!
Κι αυτή ;
Ώ, αυτή θα δέχονταν.
Θα του χαμογέλαε περίγλυκα –κατά πώς έκανε και στσ' άλλους– θα τούδινε τα χείλη της.
Και θάπαιρνε τη μάχη. Ορίστε;


Και κίνησε...
 Όμως – για ιδές:
Πάτησε ή δεν πάτησε στη βάρκα του; Έγειρε να κοιμηθεί, ή έσκυψε να ξεράσει;
Κάθε στιγμή ήταν σαν ένας χρόνος, σαν αιώνας.
Τί ακριβώς ήταν που γίνονταν μέσα του δεν καταλάβαινε, όμως ένιωθε καλά πως μιά αδυσώπητη τάξη τού βόλευε στη συνείδηση του ούλα τα πράγματα, τα λόγια, τις ιδέες. Έτρεμαν ούλα διαβαίνοντας τη σκέψη του, σκούζαν βούιζαν φριχτά, παίρνοντας πάσα ένα –γρήγορα, ρυθμικά– τη θέση τους.
Κι όταν ούλα στοιβάχτηκαν, ταχτοποιήθηκαν, τότες η σιγή γλυκιά, αλαφροέρχοτη άρχισε να χύνεται –σαν ήσυχο νερό– μες στην καρδιά του. Να του λαφρώνει το βάρος που αιστάνονταν, να του γλυκαίνει τους πόνους και τα ιντέρτια.


Κ' ήταν ωραία !
 Σαν οπώρα ζαχαρωμένη μες σε γυάλινο βάζο έγινε το μούτρο του. Σαν δυό χάντρες μαβιές τα μάτια του – απλανή, εκστατικά, του έφεγγαν τώρα...
Και το πρόσωπο του –εκείνο το σεβάσμιο– πήρε αγάλι την ίδια παπαγαλίστικη κοψά πούπαιρνε πάντα, σαν κρυφές χαρές τού κρούαν την καρδούλα του, σαν μυστικές αποθυμιές γλυκά του νάρκωναν τα νεύρα.
Είχε τώρα εμπιστοσύνη στον εαυτό του, έβανε στοίχημα...
Έτσι σιγά σιγά ξαλάφρωσε και σύρθηκε αγάλι προς τα πάνω, ώ, ήταν γενναίος αυτός, αποφασιστικός και αμετάπειστος.


Πότε ορθός, πότε γερνάμενος πάγαινε σαν σκάφανδρο. Πότε μπρούμουτα ή ανάσκελα σαν ψάρι. Και μιά έψαχνε τα φύκια με τα μούτρα του, μιά την πλάτη του έξυνε στις καρένες των μαούνων.
Διασταυρώνονταν με τα ρέματα, ή πάτωνε στη θάλασσα – σαν θερίο μπουσούλαε και πήγαινε με το στήθος.


 Κ' ενώ η Χριστίνα το πρωί του κάκου τον εγύρευε να την μπαρκάρει στο βαπόρι, αυτός λαγοκοιμόταν στις φυκιάδες.


Ανάλαφρα τα ρέματα τον κούναγαν, δειλά τον τριγύριζαν τα καβούρια...


http://www.mikrosapoplous.gr/extracts/gryponisi/9.html