ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

27 Οκτωβρίου 2012

Μια συγκλονιστική ιστορία !... "Της τα έδωσα της Πατρίδος και τα δύο."


Γράφει ο Δημήτρης Ντούλιας*. 

Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουνα στη Πλατεία Κλαυθμώνος, όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν οπόταν ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε.

Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι με τη δύση του, γίνεται υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο. Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού. Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα... πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγμές ωραίες , απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι.

Το άγημα αποδόσεως τιμών στο χώρο του, και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο Θούριος. Ολοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ σταθήκαμε σε στάση προσοχής.

Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Εκείνη τη στιγμή, που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο, και η ψυχή του ταράζεται, για αυτό που θα σας πώ παρακάτω.

Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν το δρόμο τους, ενώ εγώ παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω τον νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος πρός ένα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές ( λούστροι ) και καστανάδες που μας λείπουν τώρα.

Και του είπε : "γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας. Δεν έχεις φιλότιμο κλπ ".

Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τι έγινε. Μετά βλέπω τον καστανά οτι έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει.
Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται, και σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

Όμως συνέρχεται γρήγορα σκουπίζει τα δάκρυά του και με πολλή δύναμη των χεριών του ( αυτά ήσαν γερά ) στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη τη ψυχή του, στο νεαρό αξιωματικό δυνατά "πώς να σηκωθώ κύριε; Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο" και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού όπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω απο τα γόνατα.
Και ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσμος, όπως και εγώ, γύρω του κλαίει και χειροκροτεί, όμως περισσότερο απο όλους κλαίει τώρα ο νεαρός αξιωματικός.

Έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια...
 Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι το αλησμόνητο, φοβερή σκηνή για Όσκαρ. Ο αξιωματικός σκύβει και αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλικίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά.

Του απονέμει "τας κεκανονισμένας τιμάς" που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο του πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία σε λεύτερη πατρίδα.

Και οι άλλοι, οι πολλοί να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά απο έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να χει.
Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρονεύονται.

Γι αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν απο την οικογένεια και το Σχολείο για το Επος του 1940.
Για το καλό της Πατρίδας μας.


*ΔΗΜΗΤΡHΣ ΝΤΟΥΛΙΑΣ
ΠΛΩΤΑΡΧΗΣ Π.Ν. ε.α.
Σαν ελάχιστη προσφορά στη μνήμη των αγωνιστών του 1940, σας αποστέλλω αυτή την ιστορία που δημοσιεύεται στο τεύχος του Οκτωβρίου της Ναυτικής Ελλάδος.


http://www.epirus-ellas.gr/2011/10/blog-post_9040.html

21 Οκτωβρίου 2012

Τότε που ο κόσμος ηταν αλλοιώς !

Γράφει ο Ιωάννης Ντινόπουλος
...Ετσι πιωμένος που ήτανε, παιδεύτηκε πολύ ν΄ανοίξει την πόρτα..
Προσπάθησε πρώτα με το δεξί, μετά με το αριστερό, μετά κόλλησε το χέρι του κάθετα πάνω στην πόρτα, χτυπώντας την ελαφρά με τη γροθιά του και πάνω στο  χέρι του ακούμπησε τώρα το ιδρωμένο του μέτωπο.
Ειπε δυό- τρείς φορές "ωχ μανούλα μου"  και άλλες πολλές "αχ ρε Σταυρούλα !"
Γνωστά και τα δυό επιφωνήματα που εκφράζουν "σωματικόν τε και ψυχικόν αλγος", όπως θά έλεγε και ο Γαρδίκας.
Το πρώτο συνοδεύεται απο το "μάνα μου " ή "μανούλα μου", "μετ΄επικλήσεως βοηθείας" απο την πανταχού παρούσα μάνα, ακόμη και στις ερωτικές δυσκολίες των παιδιών της...
Πόσες φορές δεν ακούστηκε απο το στόμα της μάνας το:"Σώπα παιδάκι μου, μην κάνεις ετσι, που θα μου πάθεις τίποτα  για μια γυναίκα, λες και χαθήκανε οι γυναίκες !..Θα δείς που θα βρεθεί άλλη καλλίτερη !.. "
Το δεύτερο, το αχ, εκτός απο πόνο, εμπεριέχει και παράπονο και απορία και δυσφορία. Βγήκε απο τα χείλη ολων των ανδρών, ολες τις εποχές  και συνοδεύτηκε απο το ονομα ολων των γυναικών, χιλιάδες φορές !...
Ξαναπροσπάθησε και τούτη τη φορά στάθηκε τυχερός. Ανοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα με τόση χαρά, λές και κατήγαγε νίκη περιφανή !
Εσπρωξε την πόρτα με το τακούνι του ,αλλά δεν υπολόγισε σωστά τη δύναμή του και η πόρτα έκλεισε πίσω του με πάταγο.  Ο Τάσος σήκωσε τους ώμους και έσκυψε το κεφάλι δαγκώνοντας ταυτόχρονα τα χείλη του...Ητανε μια μορφή απολογίας, ήτανε μια συγγνώμη για τους γειτόνους που αναστάτωσε...στη μία τη νύχτα..
Ψαχούλεψε στον τοίχο, βρήκε τους δυό διακόπτες και τσάκ το μικρό διαμέρισμα γέμισε  φώς !!
Εκεί στο μικρό το χώλ υπήρχε ενας διθέσιος καναπές με ξύλινα μπράτσα και μπροστά του ενα τραπεζάκι σαλονιού που πάνω του ήτανε μια πλαστική γλάστρα με γύψο για να στηρίζει τα ψεύτικα  λουλούδια που ειχε μέσα..Σαν τα λόγια της Σταυρούλας, σκέφτηκε..ψεύτικα !..
Στον τοίχο μια μικρή βιβλιοθήκη με καμιά τριανταριά βιβλία , άλλα όρθια και άλλα ξαπλωτά, γεμάτα σκόνη..Με τις σκοτούρες που το δέρνανε ειχε πολύ καιρό να τ΄ανοίξει..
Προχώρησε στο κυρίως δωμάτιο, που ήτανε και κρεβατοκάμαρα και σαλόνι και τραπεζαρία..
Ειχε ενα καλό μονό κρεβάτι με κομοδίνο, μια ντουλάπα πλαστική που τη στήριζε μεταλικός σκελετός και άνοιγε με φερμουάρ, ενα τραπέζι απο φορμάϊκα με κάτι γαλάζια κεντίδια και μεταλικά πόδια χιαστί και δυό καρέκλες καφενείου, ψάθινες. Σε μια γωνιά ενα έπιπλο με τρία -τέσσερα κομμάτια στερεοφωνικού συγκροτήματος και δίπλα δυό μεγάλα καφέ ηχεία..
Τώρα τελευταία, το βάζει συνέχεια και ακούει Μαίρη Λίντα..
 Στόν τοίχο το πορτραίτο μιας όμορφης νέας γυναίκας με μαύρα μακριά μαλλιά, μεγάλα μάτια και μεγάλα στήθια...
...Μόνο η καρδιά της  ήτανε μικρή...
Ο Τάσος την κύτταξε για λίγο και ξαναείπε: Αχ ρε Σταυρούλα ! !
Εβγαλε τα παπούτσια με δυσκολία και στην προσπάθειά του να βγάλει το παντελόνι κόντεψε να πέσει και αρχισε τα "γαλλικά", Σορβόννης παρακαλώ, διανθισμένα με σεξουαλικές προστακτικές...
Εβγαλε τελικά το παντελόνι και το κρέμασε πάνω στην πλάτη της καρέκλας . Απο πάνω απο το πανελόνι "φόρεσε" το πουκάμισο και επεσε λιώμα στο κρεβάτι, που γύριζε γύρω-γύρω, μαζί με το ταβάνι !
Απλωσε το χέρι του και έκλεισε και τους δυό διακόπτες επιστροφής που ήσαντε δίπλα στο κομοδίνο του.
Η γκαρσονιέρα, όμως , ητανε ισόγεια υπερυψωμένη και απο τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας εμπαινε φως κάθε φορά που έστριβε αυτοκίνητο στη γωνία.
Το φως έγλυφε τους τοίχους και ξανάβγαινε , μεχρι να στρίψει το επόμενο ...
Και κάθε φορά που έμπαινε φως πέρναγε πάνω απο το κάδρο και χάϊδευε το πρόσωπο της Σταυρούλας , που τον εκανε να κρατάει τα μάτια ανοιχτά μέχρι να στρίψει το επόμενο αυτοκίνητο...και κάθε φορά της μιλούσε..και της σιγοτραγουδούσε και της παραπονιότανε...
Και ξαφνικά την έχασε, κάποιο εμπόδιο μπήκε μπροστά της...
...οχι-οχι δεν έφταιγε το μεθύσι του, κάποιος του σκίαζε τη Σταυρούλα του...
Ητανε ενας ψηλός άντρας με μούσι και μακρυά μαλλιά. Τον είδε καλά με τα φώτα του αυτοκινήτου που έστριψε τώρα. Φορούσε τζίν παντελόνι και πουκάμισο με μεγάλους γιακκάδες...
-Ποιός είσαι συ ρε φίλε και πως μπήκες μέσα; τον ρώτησε ο Τάσος , χωρίς να φοβηθεί και χωρίς να πάρει απάντηση !
Μεθυσμένος, άφραγκος,ερωτευμένος και προδομένος ,τι να φοβηθεί...
-Φίλε, αν μπήκες για λεφτά, μπήκες σε λάθος σπίτι...ξαναείπε ο Τάσος. Δεν υπάρχει μία..
Ο ψηλός άναψε ενα φακό που κρατούσε στο χέρι του και κατευθύνθηκε προς στα ρούχα του Τάσου στην καρέκλα..
-Σου είπα, φίλε , οτι δεν υπάρχει μία και αν ψάχνεις για το κατοστάρικο που είχα χθές, το ήπια κρασί για κείνη, στο λόγο μου στο λέω..
..και είναι αυτή που "κρέμεται" στον τοίχο, και είναι το μόνο που αξίζει εδω μέσα...αλλά πάρτην σε παρακαλώ γιατί τη βλέπω και πονάω, μ΄ακούς φίλε;
Ο ψηλός του έριξε το φακό στα μάτια και μετά τον έστριψε κατα το κάδρο..ενω ο Τάσος συνέχιζε το παραλήρημά του..
Πάντως, αν τη δείς πουθενά φίλε, πες της οτι την αγαπάω ακόμα κι ας με έχει πονέσει τόσο...
Αλήθεια ,φίλε, σε εχει πονέσει εσένα γυναίκα; σε εχει ξεφτυλίσει και εσύ να συνεχίζεις να την αγαπάς;
Εχεις αδειάσει ποτέ, φίλε,  την ψυχή σου στα πόδια μιας γυναίκας, όπως αδειάζει το φορτηγό την άμμο με ανατροπή-καλά το είπα, με ανατροπή φίλε-μπροστά σε νεοαναγειρόμενη οικοδομή; Και αντι αυτή να ψάξει για τους κόκκους χρυσού που εχει η άμμος, η ψυχή μας ήθελα να πω φίλε και η δική μου και η δική σου, ναι και η δική σου, η κυρία να κλωτσά την αμμο προς τα σιφώνια του δρόμου; ! Τι την κλωτσάς κυρία μου την αμμο; τι την κλωτσάς την ψυχή; !
Γι αυτό σου λέω φίλε, δεν παλεύονται οι γυναίκες ...και αν εχεις τσιγάρα, άσε μου κανα δυό ,σε παρακαλώ, γιατί ούτε τσιγάρο δεν εχω, τ΄ακούς φίλε; ούτε τσιγάρο! Η φωνή του Τάσου άρχισε να τρέμει απο συγκίνηση γιατί εκείνη τη στιγμή του ΄ρθανε τα πικρά της λόγια στο νου και του τρουπήσανε το μελίγγι ...του΄ρθε και εκείνο το κρασί με το μπαγιάτικο μεζέ στο στόμα και έφυγε τρεκλίζοντας για την τουαλέτα...
Εκεί εβγαλε τ΄αντερά του, ειπε πάλι ωχ μανούλα μου...
Ναί, και αχ ρε Σταυρούλα ειπε, εριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, πήρε την πετσέτα στα χέρια του και γύρισε πάλι τρεκλίζοντας στο κρεβάτι του, όπου και σωριάστηκε, ανίκανος πλέον ούτε να σκεφτεί....

 *******************************
Θα είχε ανέβει ο ήλιος τρείς οργιές τ΄αψήλου, πού 'λεγε η γιαγιά μου, οταν ξύπνησε ο Τάσος την άλλη μέρα...Στη αρχή ένοιωθε σα χειρουργημένος στο χώρο ανάνηψης...μέχρι να λειτουργήσει η ακετυλοχολίνη και να εξασφαλίσει συνειδητότητα...
Ανακάθησε στο κρεβάτι, ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατά του και με τις παλάμες του έπιασε το κεφάλι του που πήγαινε είκοσι οκάδες...
Θυμήθηκε οτι χθές τα ήπιε πάλι για κείνη, και οτι γύρισε μεθυσμένος και άφραγκος στο σπίτι...και σήμερα Κυριακή ,σκέφτεται πούθε θα ΄σάξει, που λένε στο χωριό μου...δηλαδή ποιά κατεύθυνση θα ακολουθήσει. Σε ποιό φίλο ή συγγενή θα πάει να φάει, η να πιεί εναν καφέ ή να δανειστεί κανα δυό κατοστάρικα μέχρι το τέλος του μήνα που θα πληρωθεί. Η θα πάει στου κυρ -Κώστα, εκεί στην οδό Ολυμπίας , να φάει βερεσέ, ήτανε γνωστός και η φασολάδα έκανε δώδεκα δραχμές..αλλά για τσιγάρα;
Για τσιγάρα; για κάτσε ! κάτι θυμήθηκε  απο την απροσδόκητη νυχτερινή επίσκεψη και γύρισε να δεί αν υπάρχουν τα ρούχα του εκεί στην καρέκλα...
Ναί , εκεί ήσαντε , και αυτό που ασπρίζει πάνω στο τραπεζάκι τι ειναι;
Σηκώθηκε και πλησίασε το τραπεζάκι απο φορμάϊκα με τα μεταλικά χιαστί πόδια...
Πάνω του, δίπλα στα κεντίδια τα γαλάζια, ενα πακέτο καρέλια κασετίνα...
Ο Τάσος το πήρε στα χέρια του, ήτανε σχεδόν γεμάτο, δυό-τρία τσιγάρα λείπανε απο μέσα...
..και απο κάτω απο το πακέτο ήτανε ενα χιλιάρικο διπλωμένο στα δύο...
 Ο Τάσος κρατούσε για αρκετά λεπτά με το ενα χέρι το πακέτο και με το αλλο το χιλιάρικο...
..και εκεί βουρκωμένος-κυττάζοντας τη Σταυρούλα- ψιθύρισε: Σ΄ευχαριστώ ρε φίλε ! Σε ευχαριστώ !...
Ησαντε τα "δώρα του νυχτερινού του επισκέπτη", που μπήκε στο σπίτι του να τον κλέψει...και τον βρήκε σε κακά χάλια..
...εκεί , στα μέσα της δεκαετίας του΄70...
...τότε που οι άνθρωποι ήσαντ' αλλοιώς...


Ντινόπουλος Ιωάννης
(Δικαιώματα κατοχυρωμένα)

18 Οκτωβρίου 2012

17 Οκτωβρίου 2012

Υπέρ αναμνήσεως μιας υπέροχης Δασκάλας !

 

Το παρακάτω κείμενο αφιερώνεται στους δασκάλους εκείνους που δεν σταματούν να αναλώνονται, να πεθαίνουν συναισθηματικά, να αδειάζουν κυριολεκτικά όλο το μέσα τους για χάρη των μαθητών τους. Σ΄ αυτούς που δεν υπολογίζουν κόπους ,ούτε και λογαριάζουν αν ο μισθός είναι λίγος και δε φτάνει, που δεν δειλιάζουν ούτε φοβούνται να εκτεθούν. Μην τους ψάχνετε σε μουσεία, βρίσκονται ανάμεσά σας .

 
«Από το δικό μου, κυρία!» 
Υπέρ αναμνήσεως μιας υπέροχης δασκάλας!
(της Λότης Πέτροβιτς)
Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. Ηταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά. Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. "Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;" λαχτάρισε η μάνα μου. "Αν σου χυνόταν στο δρόμο;" "Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου", δήλωσα ορθά κοφτά. "Το ίδιο κι εγώ", φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου. Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυό μας από το σχολείο. Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή. Ωσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. "Γλυκόζη" το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους.

Ενα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. "Τι συμβαίνει παιδί μου;" ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.

Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά. "Σκαρώνουμε κάτι;" άκουσε έναν από τους συμμαθητές του– "πειραχτήρης" ήταν το παρατσούκλι του – να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του. Ο άλλος έγνεψε "ναι". Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ’ αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. Υστερα τ’ αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι.
 Οταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε "εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά" κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα. Το  "εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά" τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι. "Μα τι κάνει η κυρία εκεί;" ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήσαν όρθια ακόμα. "Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη", χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, "για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!" Αμ δε γελάσανε !. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι… Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της… Υστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. "Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ’ όνομα του Θεού!", είπε ξέπνοα. "Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα!
Είν’ αμαρτία!"
Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε…
Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί "από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!"
Ούτε ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε…

http://blogs.sch.gr/spetsiotou/index.php/archives/2506

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο καιρός της σοκολάτας» )
 

16 Οκτωβρίου 2012

Μοιράζουν ψωμί δωρεάν στη Πάτρα....

Ξαναγυρίσαμε πίσω στα παλιά!  
( Εβδομήντα χρόνια πίσω...Μέσα aπο διαρκή προοδευτικότητα...και συνεχείς δημοκρατικές κατακτήσεις (ειδικά τα τελευταία χρόνια)...φτάσαμε τόσο ....πίσω !!!!!)
 

2012

ΠΑΤΡΑ: Μοιράζουν δωρεάν ψωμί σήμερα στην πλατεία Γεωργίου....

 
1942
 
 
Σημείωση δική μου:
...Πάντως σας ευχαριστούμε πολύ που μας...  εξασφαλίσατε το δικαίωμα να μιλάμε, για να λέμε οτι πεινάμε και κινδυνεύουμε...
 
...Και οοοολοι εσείς οι αλλοι δημοκράτες να λέτε και να κάνετε ο,τι θέλετε....
 
Ι.Β.Ν.
 
Απο το ιστολόγιο "Πίσω στα παλιά..."  ολοταχώς, αλλά χωρίς ολους εσάς που μας οδηγήσατε εδώ !