ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

24 Δεκεμβρίου 2009

Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΝ ΤΙΚΤΕΙ !

Καλά Χριστούγεννα ! Υγεία- Αγάπη- Ευτυχία σε ολους!



23 Δεκεμβρίου 2009

Χριστούγεννα !


Λαμποκοπούν οι ουρανοί διαμάντια στολισμένοι.
Μοιάζουν ολόλαμπρο ναό, μα έρμο σιωπηλό...
Οι αγγέλοι στέκουνε βουβοί , με σταυρωμένα τα φτερά..
κάποιον τρανό, υπερκόσμιο, το Σύμπαν περιμένει...
Κι έξαφνα θεία χαρμονή στο άπειρο σκορπιέται,
κρυφά αντηχούν φτερουγισμοί και μελωδία μυστική..
Σ' ένα φιλί απέραντο σμήγουνε γή και ουρανοί..
Παντού Αγάπη, Φώς, Χαρά...Ο Ιησούς γεννιέται !

Αιμ. Ελευθεριάδης 1908

22 Δεκεμβρίου 2009

Χριστουγεννιάτικη ιστορία..

Στη Βηθλεέμ, μια νύχτα σκοτεινή, ένας άνθρωπος γύριζε από πόρτα σε πόρτα χτυπώντας και παρακαλώντας να του δώσουν λίγη φωτιά, για να ζεστάνει ένα παιδάκι, που γεννήθηκε εκείνο το βράδυ, και τη μητέρα του.

Αλλά ήταν νύχτα, όλοι κοιμόνταν και κανένας δεν του αποκρινόταν. Ο άνθρωπος συνέχιζε το δρόμο του. Στο τέλος είδε μακριά ένα φως. Κίνησε κατά κει και όταν έφτασε, είδε πως ήταν μια μεγάλη φωτιά κι ολόγυρά της ήταν ξαπλωμένο ένα κοπάδι άσπρα πρόβατα. Το κοπάδι το φύλαγε ένας γερο-βοσκός. Στα πόδια του βοσκού ήταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Μόλις ο άνθρωπος πλησίασε, τα τρία σκυλιά ξύπνησαν κι άνοιξαν τα μεγάλα τους στόματα να γαβγίζουν. Μα δεν μπόρεσαν να βγάλουν ούτε τη παραμικρή φωνή.
Ο άνθρωπος είδε πως ανασηκώθηκαν οι τρίχες των σκυλιών, πως γυάλισαν τ’ άσπρα τους δόντια και πως χύθηκαν καταπάνω του. Το ένα σκυλί τον άρπαξε από το πόδι, το άλλο από το χέρι και το τρίτο κρεμάστηκε από το λαιμό του. Αλλά δεν μπόρεσαν να του κάμουν με τα δόντια τους κανένα κακό και παραμέρισαν. Τότε ο άνθρωπος έκανε να πλησιάσει τη φωτιά. Μα τα πράβατα ήταν στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο τόσο κοντά, που δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσά τους. Αναγκάστηκε τότε να πατήσει πάνω τους. Μα κανένα από τα πρόβατα ούτε ξύπνησε ούτε κουνήθηκε.
Όταν ο άνθρωπος έφτασε κοντά στη φωτιά, ο βοσκός σήκωσε το κεφάλι. Ήταν ένας γέρος κατσούφης, πάντα απότομος και σκληρός σε όλους. Όταν είδε τον άγνωστο που πλησίαζε, σήκωσε το μακρύ και μυτερό στην άκρη ραβδί του και το πέταξε πάνω του μ’ ορμή. Μα το ραβδί λοξοδρόμησε κι έπεσε με πολύν κρότο στη γη, χωρίς να βλάψει τον άγνωστο.
Τότε ο άγνωστος πλησίασε το βοσκό και τον παρακάλεσε να του δώσει λίγη φωτιά, για να ζεστάνει το νεογέννητο και τη μητέρα του.
-Βοήθησέ με, φίλε μου, του λέει. Δώσε μου λίγη φωτιά. Θα ξεπαγιάσουν κι οι δυό τους από το κρύο.
Ο βοσκός θέλησε να του αρνηθεί. Θυμήθηκε όμως πως τα σκυλιά δεν μπόρεσαν να τον δαγκώσουν, τα πρόβατα δεν τον φοβήθηκαν και δε σκορπίστηκαν και το ραβδί του δεν τον πέτυχε. Και δείλιασε. Και δεν τόλμησε ν’ αρνηθεί στον άγνωστο αυτό που του ζήτησε.
-Πάρε όση φωτιά θέλεις, του λέει.
Αλλά η φωτιά είχε χωνέψει πια και δεν είχε απομείνει κανένα μακρύ ξύλο ή κλαδί. Ήταν ένας σωρός από αναμμένα κάρβουνα. Κι ο άγνωστος δεν είχε ούτε φτυάρι ούτε τίποτε άλλο, για να τα βάλει μέσα και να τα πάει εκεί που ήθελε. Ο βοσκός το είδε αυτό και ξαναείπε:
-Πάρε όση φωτιά θέλεις…
Και χαιρόταν στη σκέψη, πως δε θα μπορέσει να πάρει φωτιά.
Αλλά ο άγνωστος έσκυψε, ξεχώρισε με το χέρι του τα κάρβουνα από τη στάχτη, ανασήκωσε την άκρη του φορέματός του, πήρε όσα κάρβουνα χρειαζόταν και τα έβαλε εκεί. Και τα κάρβουνα μήτε τα χέρια του έκαψαν, όταν τα ’πιασε, μήτε το φόρεμά του. Τα πήρε και κίνησε να φύγει, σαν να μην κρατούσε αναμμένα κάρβουνα, αλλά μήλα ή καρύδια.
Όταν τα είδε αυτά ο βοσκός, απόρησε:
- «Μα τι νύχτα είναι αυτή, που τα σκυλιά δε δαγκώνουν, τα πρόβατα δεν τρομάζουν, το ραβδί δε χτυπάει και τα κάρβουνα δεν καίνε;»
Σταμάτησε τον άγνωστο και τον ρώτησε:
-Τι νύχτα είναι η σημερινή; Και γιατί όλα έχουν τόση καλοσύνη για σένα;
-Αν δεν το βλέπεις μόνος σου, δεν μπορώ εγώ να σου το εξηγήσω, αποκρίθηκε ο άγνωστος κι εξακολούθησε το δρόμο του.
Ο βοσκός αποφάσισε να τον ακολουθήσει και να μάθει τι σημαίνουν όλα αυτά. Τον πήρε από πίσω, ώσπου ο άγνωστος έφτασε στο σπίτι του. Κι είδε τότε ο βοσκός πως ο άνθρωπος αυτός δεν είχε μήτε καλύβα κι η γυναίκα και το βρέφος ήταν ξαπλωμένοι μέσα σε μια σπηλιά, που δεν είχε τίποτε άλλο από γυμνά βράχια. Και σκέφτηκε τότε ο βοσκός πως το φτωχό, τ’ αθώο βρέφος, κινδύνευε από το κρύο μέσα στη σπηλιά και, μ’ όλο που η καρδιά του ήταν σκληρή, λυπήθηκε το βρέφος κι αποφάσισε να το βοηθήσει.
Έβγαλε από το σακούλι του μια ολόασπρη μαλακή προβιά και την έδωσε στον άγνωστο να τη στρώσει κάτω απ’ το παιδάκι. Και τη στιγμή εκείνη που αυτός ο σκληρόκαρδος και βάναυσος άνθρωπος ένιωσε συμπόνια για τους άλλους ανθρώπους, άνοιξαν τα μάτια της ψυχής τους κι είδε αυτά που δεν μπορούσε να δει κι άκουσε εκείνα που πριν δεν μπορούσε ν’ ακούσει.
Είδε πως ολόγυρα ήταν άγγελοι με ασημένια φτερά και πως τα χέρια τους κρατούσαν άρπες κι άκουσε που έψελναν ότι τη νύχτα εκείνη γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου.

 
Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού 1978
Σέλμα Λάγκερλεφ, «Θρύλοι για το Χριστό», Μετάφ. Λίζας Κοντογιάννη

21 Δεκεμβρίου 2009

Ο Σκρούτζ.... Η Χρισουγεννιάτικη ιστορία του Ντίκενς....

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ
Παραμονή Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω απ το γραφείο του, ο Εμπενέζερ Σκρούτζ δούλευε ασταμάτητα. Το δωμάτιο ήταν μάλλον κρύο, γιατί τα λιγοστά κάρβουνα στη σόμπα δεν ζέσταιναν αρκετά. Όχι όχι έλειπαν του Σκρούτζ τα χρήματα για ν αγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Αλλά ο Εμπενέζερ Σκρούτζ ήταν ένας φοβερός τσιγκούνης! Στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς θερμάστρα, εργαζόταν ο Μπόμπ Κράτσιτ, ο κλητήρας του, πού έτρεμε ολόκληρος από την παγωνιά. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός άντρας μπήκε στο γραφείο.
«Θείε, Καλά Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα…» γκρίνιαξε ο Σκρούτζ.
«Θείε μου, μή μουτρώνεις. Ήρθα να σε καλέσω για το μεσημέρι», είπε ο Φρέντ, ο ανιψιός του.
Αλλά ο Σκρούτζ αρνήθηκε την πρόσκληση. Ποτέ του δεν γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Τα θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Όμως η απάντηση του Σκρούτζ δε χάλασε το κέφι του Φρέντ. Έφυγε χαμογελαστός, αφού προηγουμένως αντάλλαξε ευχές με τον Μπόμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν την πόρτα. Ο υπάλληλος έτρεξε ν ανοίξει. Παρουσιάστηκαν δυο κύριοι.
«Εδώ είναι η εταιρεία Σκρούτζ και Μάρλεϊ;» ρώτησε ο πρώτος.
«Ο συνέταιρός μου, ο Μάρλεϊ, πέθανε σαν απόψε πριν από εφτά χρόνια», του απάντησε ψυχρά ο Σκρούτζ.
«Τα συλλυπητήρια μου», είπε ο δεύτερος.
«Εμείς κάνουμε έρανο για τους φτωχούς. Αύριο, πού ξημερώνει μέρα χαράς, υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι πού υποφέρουν από το κρύο και την πείνα. Μπορούμε να έχουμε τη συνδρομή σας;».
Ο γέρο-σπαγκοραμμένος δεν είχε σκοπό να ξοδέψει ούτε μία πένα για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και απάντησε αρνητικά στους δυο επισκέπτες.
Εκείνοι έφυγαν απογοητευμένοι, χωρίς να τον πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ήρθε η ώρα να κλείσει το γραφείο. Ο Σκρούτζ φόρεσε το παλτό και το καπέλο του και πήρε στο χέρι το μπαστούνι του. Με τη σειρά του, ο Μπόμπ Κράτσιτ ετοιμάστηκε κι αυτός να φύγει.
«Υποθέτω ότι δεν θέλεις να δουλέψεις αύριο», του είπε ο Σκρούτζ με δυσφορία. Ο Μπόμπ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Α-α-αν δε σάς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκρούτζ», τραύλιζε ο καημένος ο Μπόμπ.
«Δε μου αρέσει να σε πληρώνω όταν δεν εργάζεσαι», τον διέκοψε ο Σκρούτζ. «Πάντως, μεθαύριο θα πιάσεις από νωρίς δουλειά!».
Ο Μπόμπ τον ευχαρίστησε κι έτρεξε έξω να βρεί κάτι παιδάκια πού διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στον παγωμένο δρόμο.
Αδιαφορώντας για τη γιορταστική ατμόσφαιρα, ο Σκρούτζ έφαγε, όπως συνήθως, μόνος του σε μια γειτονική ταβέρνα.
Έπειτα, τράβηξε για το σπίτι του. Το κτίριο όπου έμενε βρισκόταν στην άκρη ενός στενού και σκοτεινού δρόμου. Το παλιό και φθαρμένο διαμέρισμα ανήκε κάποτε στο συνέταιρό του, τον Τζάκ Μάρλεϊ.
Ο Σκρούτζ έβγαλε το κλειδί για να ξεκλειδώσει την εξώπορτα. Το ρόπτρο, αν και μεγάλο, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερα όμορφο πάνω του. Κι όμως, εκείνη τη βραδιά έμοιαζε λουσμένο σ ένα απόκοσμο φώς. Ο Σκρούτζ, πραξενεμένος, έσκυψε να εξετάσει καλύτερα… και τότε αντίκρισε το πρόσωπο του Μάρλεϊ να τον κοιτάζει!.. Την επόμενη στιγμή όμως ξανάγινε ένα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ο Σκρούτζ μπήκε στο διαμέρισμα, μαντάλωσε την πόρτα πίσω του και προχώρησε στη σάλα.
Στη συνέχεια, έβγαλε το παλτό του, φόρεσε τις παντόφλες του και κάθησε μπροστά στο τζάκι. Πάνω στη σχάρα τρεμόσβηναν λίγες αδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, απ τη μεριά της αποθήκης άκουσε να σέρνονται βαριές αλυσίδες. Μέσα από την κλειστή πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιά καί, αιωρούμενη, ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ήταν το φάντασμα του παλιού συνεταίρου του Σκρούτζ, πού είχε πεθάνει ακριβώς πριν εφτά χρόνια. Ο γέρος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
«Ποιός είσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιός ήμουν!» τον διόρθωσε το φάντασμα. «Ήμουν ο Τζάκ Μάρλεϊ, ο συνέταιρός σου. Δε με θυμάσαι;».
Το φάντασμα του Μάρλεϊ κάθησε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Ο Σκρούτζ, πού κόντευε να λιποθυμήσει από το φόβο του, τον ρώτησε ικετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αυτές τις αλυσίδες;» τον ρώτησε το φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους αντιπροσωπεύει και μία άσχημη κουβέντα της ζωής μου. Όσο για τα βαριά χρηματοκιβώτια πού σέρνω; Είναι τα πλούτη πού συγκέντρωσα και δεν τα χρησιμοποίησα σωστά. Όλα αυτά θέλω να τα σκεφτείς σοβαρά και να δείς και τη δική σου ζωή αλλιώς, Σκρούτζ!». Το φάντασμα σώπασε για λίγο κι ύστερα συνέχισε:
«Ήρθα να σε προειδοποιήσω. Έχεις ακόμη μια ευκαιρία να γλιτώσεις από τη δική μου μοίρα, θα έρθουν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα σε επισκεφθεί απόψε, στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Το δεύτερο αύριο, την ίδια ώρα. Και το τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει το ρολόι δώδεκα. Αυτή είναι η τελευταία σου ελπίδα!..».
Και με τα λόγια αυτά ο Μάρλεϊ ξαναέφυγε για να συναντήσει τα άλλα φαντάσματα πού περιπλανιούνται ασταμάτητα στις ομίχλες της αιωνιότητας. Εξαντλημένος ο Σκρούτζ, έπεσε χωρίς να γδυθεί στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε αμέσως.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ. Νόμισε πώς το ρολόι είχε σταματήσει, θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δυό. Το ρολόι χτύπησε μία ακριβώς.
Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Ο Σκρούτζ ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία. Είχε το ανάστημα, το πρόσωπο, τα χέρια ενός μικρού παιδιού, αλλά τα μαλλιά της ήταν ολόλευκα όπως ενός γέρου. Από τον ώμο, πάνω από το λευκό, κοντό χιτώνιό της, κρεμόταν μια γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο του χειμώνα.
«Μή φοβάσαι», του είπε η οπτασία. «Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω».
Πήρε τον Σκρούτζ από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο.
Ο Σκρούτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Κι ήταν πρωί όταν έφτασαν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη.
«Μά, εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ο Σκρούτζ.
«Έ, τότε, θα ξέρεις το δρόμο για να έρθεις εδώ», τον ρώτησε το Πνεύμα.
«θά μπορούσα να τον βρώ με κλειστά μάτια», απάντησε εκείνος.
«Κι όμως, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα.
Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Αγρότες με τις άμαξες, παιδιά με τ αλογάκια τους. Ο Σκρούτζ τους θυμόταν όλους. Τους φώναξε μάλιστα με τα ονόματά τους. Αλλά κανείς δεν του απάντησε!
«Είναι μόνο σκιές», του εξήγησε το Πνεύμα, «δέν μάς βλέπουν».
Ο Σκρούτζ χάρηκε πολύ πού ξαναείδε φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι αυτόν. Σε λίγο, οι δυο ταξιδιώτες έφτασαν σ ένα χωριουδάκι. Μπήκαν σ ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο από τούβλα. Στο εσωτερικό αντίκρισαν σειρές θρανία. Ήταν σχολείο με οικότροφους μαθητές, πού σπούδαζαν μακριά από τις οικογένειές τους.
Σε κάποιο θρανίο, ένα μοναχικό αγόρι, καθόταν και διάβαζε. Κατά τρόπο μαγικό, οι ήρωες του βιβλίου πρόβαλαν εμπρός στο παιδί – ο Αλή Μπαμπά με την ανατολίτικη φορεσιά του, ο Ροβινσών Κρούσος με τον παπαγάλο του στον ώμο, κι άλλοι πολλοί. Στην αρχή ο Σκρούτζ ενθουσιάστηκε βλέποντας τους ήρωες των σχολικών του χρόνων. Έπειτα, όμως, κατάλαβε. Το μοναχικό αγόρι, με μοναδική παρέα τα βιβλία, ήταν ο εαυτός του. Κάθησε, τότε, σ ένα θρανίο και έκλαψε πικρά.
«Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα», του πρότεινε το Πνεύμα.
Καθώς μιλούσε, παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε κι έγινε έφηβος. Ο Σκρούτζ ήξερε πολύ καλά ότι ο νεαρός ήταν πάλι μόνος. Οι άλλοι μαθητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για τις διακοπές.
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα. Ήρθε και τον αγκάλιασε.
«Αδελφούλη μου», του φώναξε. «Ήρθα να σε πάρω. Θα πάμε στο σπίτι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!».
«Στο σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ο νεαρός Σκρούτζ.
«Ναί, ζήτησα από τον πατέρα να σ αφήσει να ξαναγυρίσεις για πάντα στο σπίτι. Συμφώνησε. Δε θα ξαναπάς εσωτερικός στο σχολείο!», του ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Είναι πολύ γλυκιά με χρυσή, με χρυσή καρδιά», σχολίασε το Πνεύμα. «Νομίζω ότι πέθανε νέα, πάνω στη γέννα!».
«Ναί…» απάντησε σκεφτικός ο Σκρούτζ.
Βγήκαν από το σχολείο και περιπλανήθηκαν στους δρόμους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν στολισμένες για τα Χριστούγεννα. Το Πνεύμα στάθηκε εμπρός σ ένα κατάστημα και ρώτησε τον Σκρούτζ αν το αναγνωρίζει. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε: «Εδώ πρωτοεργάστηκα σαν μαθητευόμενος!».
Μπήκαν μέσα. Ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν στο γραφείο.
«Αυτός είναι ο γερό-Φέζιβικ!.. Ο γερό-Φέζιβικ αναστημένος!..» φώναξε μ ενθουσιασμό ο Σκρούτζ.
Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Σκρούτζ κι ένας άλλος μαθητευόμενος μπήκαν στην αίθουσα.
«Μαζέψτε τα όλα», τους είπε ο Φέζιβικ, «νά ετοιμάσουμε τη γιορτή!».
Οι μαθητευόμενοι δεν περίμεναν να το ακούσουν δεύτερη φορά. Πριν προλάβει ο γέρο-Σκρούτζ ν ανοιγοκλείσει τα μάτια, όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Η γιορτή είχε οργανωθεί για όλους τους υπαλλήλους του Φέζιβικ.
Σύντομα η μουσική και ο χορός άναψαν το κέφι για τα καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα και ποτά. Ήταν πιά αργά όταν ξεκίνησαν να φύγουν οι καλεσμένοι. Ο κύριος και η κυρία Φέζιβικ έσφιξαν τα χέρια όλων και τους ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Έσφιξαν τα χέρια ακόμη και των νεαρών μαθητευομένων πριν πάνε στα κρεβάτια τους στο πίσω μέρος του καταστήματος. Ο γέρο-Σκρούτζ έδειχνε ξετρελαμένος καθώς παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή. Ένιωθε τόση χαρά, λες και συμμετείχε πραγματικά στη γιορτή. Αργά τη νύχτα το Πνεύμα και ο Σκρούτζ άκουσαν τους μαθητευομένους να κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Παίνευαν το γέρο-Φέζιβικ και τον ευγνωμονούσαν για την ωραία γιορτή πού τους ετοίμασε.
«Και του κόστισε μόνο τρεις ή τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως ειρωνικά το Πνεύμα. «Έξοδο πού άξιζε τον κόπο!». «Το κόστος δεν ήταν υλικό», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ. «Ανεξάρτητα από τα χρήματα, η γιορτή θα είχε επιτυχία γιατί ο Φέζιβικ ήταν καλός άνθρωπος και πάντοτε ακτινοβολούσε χαρά κι ευτυχία!».
Ξαφνικά ο Σκρούτζ έκοψε την κουβέντα του απότομα.
«Τί σου συμβαίνει;» τον ρώτησε το Πνεύμα. «Μήπως έγινε κάτι πού σε τάραξε;».
«Όχι, τίποτα… Νά, θα ήθελα μόνο να έχω πεί κάτι στον κλητήρα μου».
Η σκηνή άλλαξε. Τώρα ο Σκρούτζ ήταν πλέον ώριμος άντρας. Και μία νέα γυναίκα εγκατέλειπε το σπίτι. Έκλαιγε η καημένη, βουβά. Γύρισε και του είπε:
«Κάποτε ήμασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. Τώρα σε κυβερνά το πάθος σου για το χρήμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δεν άλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ.
«Εγώ έμεινα η ίδια. Εσύ όμως άλλαξες. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη σταδιοδρομία πού διάλεξες».
Και με τα λόγια αυτά η γυναίκα βγήκε στο δρόμο, ενώ ο άντρας δε δοκίμασε να τη σταματήσει.
«Πνεύμα», φώναξε ο γέρο-Σκρούτζ, «σταμάτα να με βασανίζεις, θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Δεν αντέχω τις δυσάρεστες αναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμή πέρασαν χρόνια. Και ξαναείδαν τη νέα γυναίκα. Τώρα γελούσε τρισευτυχισμένη με την κόρη της. Σε διαφορετικές περιστάσεις θα μπορούσε να είναι το παιδί του Σκρούτζ. Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο. Η μικρή έτρεξε και τον φίλησε. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις εμπρός στο αναμμένο τζάκι.
«Δεν το αντέχω», μούγκρισε ο γερο-Σκρούτζ με φωνή σπασμένη. Και στράφηκε απελπισμένος προς το Πνεύμα, πού μέσα στην ολοφώτεινη ανταύγεια του έμοιαζε σαν να ειρωνεύεται την απελπισία του. Σε λίγο η οπτασία του Πνεύματος άρχισε ν απομακρύνεται και να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι πού εξαφανίστηκε τελείως. Ο Σκρούτζ ένιωσε αφάνταστα κουρασμένος. Τα μάτια του βάρυναν. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Μόλις πού πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι κι έπεσε σε ύπνο βαθύ.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ
Όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ, το ρολόι χτυπούσε μία. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δεί τί συμβαίνει. Η σάλα είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό. Στο τζάκι έκαιγε μία ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά-γαλοπούλες, χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια – ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι.
«Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος», του φώναξε φιλικά. «Έλα!». Ο Σκρούτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Ήταν ντυμένο μ ένα μακρύ λευκό χιτώνα. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από λιόπρινο.
«Πήγαινε με όπου θέλεις», ξερόβηξε ο Σκρούτζ. «Πήρα ήδη μερικά μαθήματα απ το συνάδελφό σου. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα δικά σου».
«Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου», απάντησε ο γίγαντας.
Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα εξαφανίστηκαν.
Βρέθηκαν έξω από το σπίτι του υπαλλήλου του, του Μπόμπ Κράτσιτ και κοίταξαν από το παράθυρο. Η κυρία Κράτσιτ και οι τρεις κόρες της φορούσαν παλιά φθαρμένα φορέματα, στολισμένα όμως με κορδέλες για τη γιορτή, και κάθονταν στο τραπέζι. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυο αγοράκια.
«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολά από το δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό. Πίσω τους ερχόταν ο πατέρας τους. Στους ώμους του κουβαλούσε το μικρότερο γιό του, τον Τίμ. Τον απέθεσε προσεκτικά στο πάτωμα. Το παιδί ήταν άρρωστο και βάδιζε με δεκανίκι.
Κάθησαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι. Η μικρή γαλοπούλα μοιράστηκε πολύ προσεκτικά ώστε να φτάσει για όλους. Πάντως η σκηνή ήταν χαρούμενη. Οι δυο γονείς πρόσεχαν ιδιαίτερα τον ανάπηρο Τίμ. Ένα χαμόγελο φώτισε το χλωμό του προσωπάκι.
«Πνεύμα», ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Σκρούτζ, «ο μικρός Τίμ θά… ζήσει ακόμη για πολύ;».
«Χμμ… τον περιβάλλουν σκιές. Αν το μέλλον δεν τις μεταβάλει, το παιδάκι θα πεθάνει! Αλλά εσένα τί σε νοιάζει; Ένα στόμα λιγότερο σε τούτο τον πυκνοκατοικημένο κόσμο. Έτσι δεν είναι;».
Ο Σκρούτζ τότε θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή τη φράση. Και κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος.
Ξαφνικά, χωρίς το Πνεύμα να προσθέσει άλλη λέξη, βρέθηκαν στο σπίτι του ανιψιού του. «Ο θείος Σκρούτζ μάς θεωρεί τρελούς πού γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Κι έτσι, αρνήθηκε να φάει μαζί μας σήμερα», είπε ο Φρέντ.
«Τί απαίσιος άνθρωπος», αναστέναξε η γυναίκα του υποτιμητικά και οι καλεσμένοι κούνησαν τα κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Αλλά ο Φρέντ πρόσθεσε πικραμένος: «Εγώ, πάντως, λυπάμαι ειλικρινά πού ο θείος έχασε μία ευκαιρία να χαρεί. Και τώρα, παρ όλο πού δε βρίσκεται μαζί μας, θα ήθελα να του εκφράσω τις καλύτερες ευχές μου». Κι αμέσως σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά του θείου του.
Γρήγορα όμως η χαρούμενη ομήγυρη ξέχασε τον Σκρούτζ. Έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν με παντομίμα. Ο Σκρούτζ, πού τόσο του άρεσε αυτό το παιχνίδι, συμμετείχε όλο χαρά, ξεχνώντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τον δεί ή να τον ακούσει. Το Πνεύμα τον παρακολουθούσε κι έμοιαζε να το γλεντάει μαζί του. Αλλά σύντομα ήρθε η ώρα να φύγουν. «Έχουμε να επισκεφτούμε πολλά μέρη ακόμη ώσπου να περάσει η νύχτα», είπε το Πνεύμα.
Και οδήγησε τον Σκρούτζ έξω από το σπίτι. Περπάτησαν μέσα στο κρύο και στο χιονόνερο, σε βρωμερά στενά και δρομάκια περίεργα, κι ακόμη κάτω από τις σκοτεινές γέφυρες της πόλης. Εκεί ο Σκρούτζ είδε δυστυχισμένους ανθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον, προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Ανάμεσα τους τριγύριζαν παιδάκια πού ζητιάνευαν φαγητό απ τους περαστικούς. Κάπου μακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Ο Σκρούτζ, τρομοκρατημένος απ την τόση αθλιότητα, αναζήτησε το γιγάντιο Πνεύμα. Αλλά εκείνο είχε εξαφανιστεί.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Σε λίγο, ένα άλλο φάντασμα, τυλιγμένο στην ομίχλη, προχώρησε αργά προς τον Σκρούτζ. Παρατήρησε ότι το Πνεύμα αυτό φορούσε μία τεράστια μαύρη κάπα και μία κουκούλα πού του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Ο Σκρούτζ παραλίγο να λιποθυμήσει από τον τρόμο του.
«θά πρέπει να είσαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μου επιφυλάσσει το μέλλον; Ίσως ν αλλάξω… Είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω».
Παρά τα γενναία του λόγια, ο Σκρούτζ φοβόταν τόσο πολύ αυτό το φάντασμα, ώστε τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το Πνεύμα παρέμεινε ακίνητο περιμένοντας υπομονετικά τον Σκρούτζ μέχρι να συνέλθει. Έπειτα κινήθηκε αθόρυβα. Και ο Σκρούτζ το ακολούθησε σαν να τον τύλιξε η κάπα του Πνεύματος, πού τον παρέσυρε στο άγνωστο.
Κοσμοσυρροή και οχλαγωγία στο χρηματιστήριο. Το Πνεύμα με τον Σκρούτζ ανάμεσα στους χρηματιστές και στους εμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος από το πλήθος. «Χθές βράδυ, νομίζω», απάντησε ένας άλλος. «Δεν πιστεύω να πάτησε κανείς στην κηδεία του», σχολίασε ένας τρίτος. «Επιτέλους ξεκουμπίστηκε… Τον σιχαίνονταν όλοι!».
Ο Σκρούτζ ένιωσε οίκτο γι αυτόν πού μιλούσαν. Αναρωτήθηκε για ποιό λόγο να τον έφερε το Πνεύμα σε τούτο το μέρος. Έπειτα αναγνώρισε κάποιον άλλο χρηματιστή στη συνηθισμένη του θέση. Μάταια όμως έψαξε να βρεί και τον εαυτό του.
«Ίσως», σκέφτηκε, «ο Σκρούτζ του μέλλοντος θα παρατήσει τις συναλλαγές και θα στραφεί προς άλλες δραστηριότητες…».
Γύρισε να ρωτήσει το Πνεύμα. Αλλά εκείνο εξακολουθούσε να σωπαίνει. Σήκωσε μόνο το χέρι και έδειξε με το μακρύ του δάχτυλο προς κάποια κατεύθυνση. Ήταν καιρός να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο γέροντας ένιωσε να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του κρύος ιδρώτας.
Έφτασαν σε μία κακόφημη γειτονιά της πόλης. Ο Σκρούτζ δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του εκεί. Στην άκρη ενός βρώμικου στενού βρισκόταν ένα άθλιο καταγώγιο-φωλιά λωποδυτών! Μέσα, τρεις κλέφτες, ένας άντρας και δυο γυναίκες, με τρύπια ρούχα, μοιράζονταν τη λεία τους. Οι πεταμένες πάνω στο πάτωμα κουρτίνες ήταν ίδιες μ εκείνες της κρεβατοκάμαρας του Σκρούτζ.
«Καλά πού κάναμε και τα αρπάξαμε», κακάρισε η μία γυναίκα. «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τα πράγματά του», πρόσθεσε ο άντρας.
«Α το γέρο-τσιγκούνη», έβρισε η άλλη γυναίκα. «Αν ήταν εντάξει άνθρωπος, κάποιος θα βρισκόταν δίπλα του την ώρα πού πέθαινε». Ο Σκρούτζ παρακολουθούσε αηδιασμένος την κουβέντα τους. «Πνεύμα», φώναξε. «Πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ, από αυτό το απαίσιο μέρος». Αλλά η σιωπή του Πνεύματος του πάγωσε το αίμα.
«Πνεύμα», κλαψούρισε ο Σκρούτζ, «βοήθησέ με να ξεχάσω τούτη τη θλιβερή σκηνή. Πήγαινέ με σ ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μιλούν ευγενικά για τους νεκρούς…».
Το Πνεύμα τον οδήγησε τότε σε δρόμους γνωστούς, πίσω στο σπίτι του Μπόμπ Κράτσιτ. Η γυναίκα και τα παιδιά του ήσαν όλοι μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Όμως το φτωχικό δωμάτιο ήταν παράξενα σιωπηλό.
«Δε θα αργήσει ο πατέρας σας», είπε η κυρία Κράτσιτ. «Έχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», είπε κάποιο από τα παιδιά. «Τούτες τις μέρες βαδίζει πιο αργά».
«Αχ!» αναστέναξε ένα άλλο. «Όταν κουβαλούσε τον Τίμ στους ώμους ερχόταν τρεχάτος για το σπίτι».
Εκείνη τη στιγμή ο Μπόμπ Κράτσιτ μπήκε στο σπίτι. Είχε τα μάτια κατακόκκινα σαν να είχε κλάψει. Χαιρέτησε όμως τρυφερά ένα-ένα τα παιδιά του. Έπειτα είπε: «Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσουμε το μικρούλη μας τον Τίμ, έτσι; Η ανάμνηση του της υπομονής και της ευγενείας του θα μάς κρατήσει για πάντα ενωμένους!».
«Ναί! Ναί!» φώναξαν τα παιδιά. «Έ, τότε, με κάνετε να νιώθω ευτυχισμένος», απάντησε ο Μπόμπ «πολύ ευτυχισμένος!».
Αγκαλιάστηκαν όλοι. Και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Σκρούτζ.
«Πνεύμα», είπε ο Σκρούτζ, «σέ λίγο θα χωρίσουμε. Δε θα μου εξηγήσεις το νόημα όλων αυτών; θα ήθελα να δώ και τη δική μου πορεία στο μέλλον».
Ξαναβγήκαν στο δρόμο και προχωρώντας, βρέθηκαν έξω από το γραφείο του Σκρούτζ. Το Πνεύμα δεν είχε πρόθεση να σταματήσει. Το μακρύ του δάχτυλο έδειχνε εμπρός.
«Σε παρακαλώ, άφησε με μία στιγμή να δώ πώς θα είμαι στο μέλλον», ικέτευσε ο Σκρούτζ. Το Πνεύμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ο Σκρούτζ κοίταξε από το παράθυρο. Αναγνώρισε το γραφείο του, αλλά η επίπλωση δεν ήταν πλέον η δική του και ο άνθρωπος πού καθόταν στην πολυθρόνα δεν ήταν ο Σκρούτζ! Το Πνεύμα, αμίλητο πάντα, προχώρησε. Ο Σκρούτζ ακολούθησε τα βήματά του. Μετά από λίγο έφτασαν σε μία καγκελόπορτα. Ο Σκρούτζ γούρλωσε τα μάτια. Ήταν το νεκροταφείο. Το Πνεύμα πήγε και στάθηκε εμπρός από έναν τάφο. Ο Σκρούτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στην ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο το όνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μά, τότε, στο χρηματιστήριο θα πρέπει να μιλούσαν για μένα», κλαψούρισε, «καί οι κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, το δικό μου σπίτι!».
«Πνεύμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δεν θέλω να τελειώσει έτσι η ζωή μου. Μπορώ… θέλω να την αλλάξω. Τα μαθήματα των τριών πνευμάτων δεν θα πάνε χαμένα. Μπορείς να αλλάξεις το μέλλον μου;».
Πάνω στην αγωνία του ο Σκρούτζ αγκάλιασε το Πνεύμα από τη μέση. Αλλά η κάπα ήταν άδεια -τό Πνεύμα έγινε ατμός- και ο Σκρούτζ αγκάλιαζε στην πραγματικότητα το κάγκελο του κρεβατιού του! Ναί, του δικού του κρεβατιού! Βρισκόταν πάλι στην κρεβατοκάμαρά του. Ανακουφισμένος από την αγωνία, κλαίγοντας και γελώντας, έτρεξε να αγγίξει τις κουρτίνες. Ήταν εκεί, στη συνηθισμένη τους θέση. Βάλθηκε να χοροπηδά σ όλο το σπίτι γεμάτος ευτυχία. Όλα ήταν στη θέση τους! Τίποτα δεν είχε αλλάξει! Και τη μεγάλη του χαρά διέκοψαν μόνο οι καμπάνες των εκκλησιών, πού χτυπούσαν χαρούμενες σ όλη την πόλη.
ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ
Ο Σκρούτζ έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά το πρωινό ευχάριστο. «Τί ημέρα είναι σήμερα;», ρώτησε ένα αγόρι πού περνούσε απέξω. «Σήμερα έχουμε Χριστούγεννα!».
«Α τότε, δεν τα έχασα», φώναξε ο Σκρούτζ. «Τα πνεύματα έκαναν τη δουλειά τους μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«Αγόρι μου», ξαναείπε στο παιδί. «Τρέξε, σε παρακαλώ, στο χασάπη και πές του να μου φέρει τη μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θα σου χαρίσω ένα σελίνι, ίσως και τρία, αν επιστρέψεις μέσα σε πέντε λεπτά».
Το παιδί δε δίστασε στιγμή. Έτρεξε γρήγορα και ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα με τον κρεοπώλη, πού κουβαλούσε μία τεράστια γαλοπούλα.
«Θα τη στείλω στον Μπόμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ο Σκρούτζ, «χωρίς να μάθει ποιός του τη δώρισε».
Το πουλί ήταν τόσο βαρύ, ώστε ο Σκρούτζ αναγκάστηκε να καλέσει ένα αμάξι για να το μεταφέρει ως το σπίτι του κλητήρα του. Ο Σκρούτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε το αγοράκι, το χασάπη και τον αμαξά. Ένιωθε υπέροχα.
Ο Σκρούτζ έκανε το μπάνιο του, φόρεσε ένα καθαρό κοστούμι και βγήκε περίπατο. Βάδιζε με τα χέρια σταυρωμένα στη ράχη, παρατηρώντας τους περαστικούς. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Μερικοί του ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Ο Σκρούτζ ομολόγησε ότι ποτέ δεν είχε ακούσει πιο ευχάριστα λόγια. Στο δρόμο συνάντησε έναν από τους δυο κυρίους πού την προηγουμένη τον είχαν επισκεφθεί για να του ζητήσουν τη βοήθειά του για τους φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», του φώναξε «πώς είστε;».
Κι όταν ο άνθρωπος πλησίασε, ο Σκρούτζ του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνος τον κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλάτε σοβαρά, κύριε Σκρούτζ;» φώναξε. «Μα είστε πολύ γενναιόδωρος!». «Μή με ευχαριστείτε», του απάντησε ο Σκρούτζ. «Κάντε μόνο τον κόπο να περάσετε μία από αυτές τις μέρες, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, από το γραφείο μου. Θα είναι δική μου ευχαρίστηση!».
Στο τέλος, ο Σκρούτζ κατέληξε εμπρός στο σπίτι του ανιψιού του. Δίστασε για λίγο στο κεφαλόσκαλο. Αλλά μετά πήρε την απόφαση και χτύπησε το κουδούνι. Η υπηρέτρια του άνοιξε την πόρτα.
«Το αφεντικό σου είναι μέσα;» τη ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περάστε. Κάθεται ήδη με τη σύζυγό του και τους καλεσμένους στο τραπέζι, θα σάς δείξω…».
«Δε χρειάζεται, καλή μου», της απάντησε ο Σκρούτζ. «Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το σπιτάκι». Ανοιξε σιγανά την πόρτα της τραπεζαρίας και έχωσε το κεφάλι μέσα.
«Φρέντ», ρώτησε, «μπορώ να περάσω;».
«Ποιός είναι;» ρώτησε έκπληκτος ο ανιψιός του Σκρούτζ γυρνώντας το κεφάλι του.
«Ο θείος σου ο Σκρούτζ», του απάντησε. «Ήρθα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι πού με κάλεσες!».
Ο Φρέντ και η γυναίκα του χάρηκαν πολύ πού τελικά ο Σκρούτζ αποφάσισε να τους κάνει την τιμή. Και η γιορτή εξελίχτηκε θαυμάσια. Το γεύμα ήταν νοστιμότατο. Ακολούθησαν μουσική και χορός. Έπαιξαν διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια και φυσικά παντομίμα. Αλλά το καλύτερο απ όλα ήταν εκείνη η ξέφρενη χαρά πού ένιωθε μέσα του ο Σκρούτζ.
Την επομένη, ο Σκρούτζ πήγε πολύ νωρίς στο γραφείο. Ήθελε να κάνει έκπληξη στον κλητήρα του, πού ήξερε ότι θα αργούσε να φανεί στη δουλειά. Και πράγματι, ο Μπόμπ Κράτσιτ ήρθε λίγο πριν τις δέκα. Κάθησε αθόρυβα στη θέση του, με την ελπίδα ότι ο Σκρούτζ δε θα έπαιρνε είδηση την καθυστέρησή του.
«Ααα!» γκρίνιαξε τότε ο Σκρούτζ προσπαθώντας να μιμηθεί το γνωστό κακότροπο ύφος του. «Τί σημαίνει πάλι αυτό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ο Μπόμπ Κράτσιτ, «δέν πρόκειται να ξαναργήσω».
«Και πώς μπορείς να δίνεις τέτοιες υποσχέσεις;» του είπε μουτρωμένος ο Σκρούτζ. Ο Μπόμπ άρχισε να τρέμει. Φοβήθηκε την απόλυση.
«Πάντως, για τούτη τη φορά…» συνέχισε ο Σκρούτζ «νομίζω ότι πρέπει να σου αυξήσω το μισθό σου!».
Κατάπληκτος ο Μπόμπ σκέφτηκε να τρέξει για βοήθεια. Νόμισε ότι ο εργοδότης του τρελάθηκε!
«Καλά Χριστούγεννα, αγόρι μου», του είπε τότε ήρεμος και χαμογελαστός ο Σκρούτζ, με τρόπο τόσο ειλικρινή, ώστε τελικά τον έπεισε ότι τα είχε τετρακόσια. «Και όχι μόνο θα σου κάνω αύξηση, αλλά θα βοηθήσω και την οικογένειά σου. Πήγαινε, όμως, πρώτα σε παρακαλώ, να αγοράσεις κι άλλα κάρβουνα, θα ζεσταθούμε καλά κι έπειτα καθισμένοι δίπλα στη φωτιά θα συζητήσουμε όλες τις λεπτομέρειες.
Ο Σκρούτζ κράτησε το λόγο του. Και σύντομα ο μικρός Τίμ ξεπέρασε την αρρώστια, απέκτησε δυνάμεις κι έγινε ένα γελαστό και όμορφο αγόρι, πού ο Σκρούτζ το φρόντισε σαν να ήταν δικό του παιδί. Ο πρώην τσιγκούνης έγινε πολύ γενναιόδωρος κι ήταν πάντα ευγενικός με όλους. Μερικοί βέβαια τον κορόιδεψαν για τη μεταβολή του χαρακτήρα του. Αλλά ο Σκρούτζ δεν ενοχλήθηκε γιατί, όπως είπε πολύ σοφά: «Καλύτερα να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν!».
Ο Σκρούτζ δεν ξαναείδε τα πνεύματα. Αλλά από εκείνη την ημέρα, όπως λένε, δεν υπήρχε άνθρωπος πού να γιορτάζει καλύτερα τα Χριστούγεννα από τον Εμπενέζερ Σκρούτζ.

Σημείωση δική μου: Χρόνια Πολλά -Υγεία και Αγάπη !  Καλα Χριστούγεννα !

Ι.Β.Ν

20 Δεκεμβρίου 2009

"Για ξαναπέστο μωρ' τσούπα μ', δεν το κατάλαβα !...."


-"...Προαγωγή της έννοιας της πολυπολιτισμικότητας και εξοικείωση των Αθηναίων με την πολιτισμική διαφορετικότητα και ποικιλομορφία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας..."

-Εμμ ! εετσι πέεσμου , ...να το καταλαάβωωω ! ...

Νεα πανηγύρια για τους λαθρομετανάστες απο το Υπουργείο Εσωτερικών

Σε περίοδο οικονομικής κρίσης νέα πανηγύρια κάνει το υπουργείο εσωτερικών για τους λαθρομετανάστες. Κεντρική ομιλήτρια η Θεοδώρα Τζάκρη, υφυπουργός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Σκοπός της εκδήλωσης, οι μετανάστες να νιώσουν "σαν το σπίτι τους" με σκοπό να εγκατασταθούν εδώ ! Αντί λοιπόν να προσπαθούμε να τους δώσουμε κίνητρα να φύγουν, κάνουμε ακριβώς το αντίθετο και όλα αυτά με χρήματα του Ελληνικού λαού!
Σκοπός της εκδήλωσης όπως θα διαβάσετε, η εξοικείωση των Αθηναίων με την πολιτισμική διαφορετικότητα και ποικιλομορφία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μέσω της επαφής τους με τις παραδόσεις, την τέχνη, και τον πολιτισμό των χωρών προέλευσης των μεταναστών.
Δηλαδή είμαστε τόσο φτωχοί πολιτιστικά που πρέπει να πάρουμε πολιτιστικά στοιχεία από τους σομαλούς και τους αφγανούς (πως να κλεβετε, να μετεαφέρετε ναρκωτικά, να σφάζετε κτλ). Θα πρέπει βέβαια να εξοικειωθούμε και με τους μελλοντικούς συμπολίτες μας!
Διαβάστε την ανακοίνωση:
Εκδήλωση αφιερωμένη στους μετανάστες από το υπουργείο Εσωτερικών.
Για πρώτη φορά φέτος διοργανώνεται , με πρωτοβουλία του υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ένταξης Υπηκόων Τρίτων Χωρών , μια εκδήλωση αφιερωμένη στους μετανάστες. Πρόκειται για την Ημέρα του Μετανάστη στις 18 Δεκεμβρίου, που θα πραγματοποιηθεί στην πλατεία Κουμουνδούρου. Τον επίσημο χαιρετισμό προς την εκδήλωση θα απευθύνει η Θεοδώρα Τζάκρη, υφυπουργός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
Η εκδήλωση θα ενισχύσει τη δημιουργία ενός κλίματος συνεργασίας μεταξύ των ίδιων των μεταναστών και μεταξύ μεταναστών και γηγενών, αναδεικνύοντας...συγκεκριμένα πολιτισμικά στοιχεία (μουσική, χορός, κουζίνα) διαφόρων χωρών προέλευσης των μεταναστών, με στόχο την προβολή της διαφορετικότητας και της πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Με πυρήνα και επικοινωνιακό όχημα το μήνυμα "Feels Like Home" / "Σαν Στο Σπίτι Σας", η εκδήλωση θα συνθέσει ένα ψηφιδωτό παράδοσης και πολιτισμού εμπνευσμένο από την κουλτούρα των διαφόρων χωρών προέλευσης των μεταναστών. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει:
" Φεστιβάλ μουσικής, με τη συμμετοχή μουσικών και χορευτικών συγκροτημάτων από τις χώρες προέλευσης των μεταναστών που συμμετέχουν στην εκδήλωση.
"Φεστιβάλ κουζίνας με την προετοιμασία, παρουσίαση και κατανάλωση παραδοσιακών φαγητών και προϊόντων των χωρών προέλευσης των μεταναστών που συμμετέχουν στην εκδήλωση.
" Bazaar έργων τέχνης με την προβολή των έργων παραδοσιακής τέχνης των χωρών προέλευσης των μεταναστών, με στόχο τη διάδοση στοιχείων της κουλτούρας και του πολιτισμού τους.
Η πολιτιστική αυτή εκδήλωση θα έχει ως στόχο την προαγωγή της έννοιας της πολυπολιτισμικότητας και την εξοικείωση των Αθηναίων με την πολιτισμική διαφορετικότητα και ποικιλομορφία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μέσω της επαφής τους με τις παραδόσεις, την τέχνη, και τον πολιτισμό των χωρών προέλευσης των μεταναστών.

Σημείωση δική μου : Τα σχόλια δικά σας.....

Δειτε πολιτισμός  ΕΔΩ 
απο Ελλήνων Αφύπνιση

18 Δεκεμβρίου 2009

VARDARSΚA ...κύριοι...VARDARSΚA !

Ας αποκαλούμε από τώρα και στο εξής τα Σκόπια ως Βαρδαρία.

Πρόταση του blog μας προς όλα τα Ελληνικά ιστολόγια: Ας το διαδώσουμε από blog σε blog. Ας αποκαλούμε από τώρα και στο εξής τα Σκόπια ως Βαρδαρία.

Την αφορμή την παίρνω από την παρακάτω επιστολή του κ. Γκαλιμάνη για την ονομασία των Σκοπίων έως το 1944 ως Vardarska (Βαρδαρία),
την οποία λίγο πολύ ίσως όλοι μας έχουμε ακούσει.
Εχω μια πρόταση να κάνω κι αν θέλετε μπορούμε να την τηρήσουμε από εδώ και πέρα όλοι κάνοντας μια νέα αρχή.

Ολα τα Ελληνικά, πατριωτικά ιστολόγια να αποκαλούμε από τωρα και στο εξής τα Σκόπια ως Βαρδαρία ή Βαρντάσκα και τους Σκοπιανούς, Βαρδαριανούς.
Τί λέτε;
Οπως και να το κάνουμε είναι άτοπο να τους αποκαλούμε με το όνομα της πρωτεύουσας τους....
Με την δύναμη του ίντερνετ μπορούμε να το κολλήσουμε και στους ξένους.
Εδώ όλοι τους μας αποκαλούν Greece και Greeks (δηλαδή Γραικία και Γραικούς)!!
Ισως έτσι γίνει μια νέα αρχή......
Όταν δεν τιμούμε τους ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ, προδίδουμε την Πατρίδα.
 
Του Κ. Γκαλιμάνη, Γερμανία.


Ο μεγάλος Άγγλος ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ καθηγητής Νίκολας Χάμοντ,συγγραφέας της ’’Ιστορίας της Μακεδονίας’’, είπε εξοργισμένος, το 1992 προς τον Κίρο Γκλιγόροφ, μεταξύ άλλων:
"Κάνετε παραχάραξη και βιασμό της ιστορικής αλήθειας – ονομάζοντας ‘’Μακεδονία’’ τα Σκόπια, τα οποία δεν έχουν καμιά σχέση με την αρχαία Μακεδονία. Τότε, ο τόπος αυτός που ζήτε τώρα λεγόταν "Παιονία" και ήταν κρατίδιο με δικό του βασιλιά.
Οι Παίονες υπήρξαν για ένα μεγάλο διάστημα υπήκοοι των Μακεδόνων.
Σήμερα όμως, οι Σκοπιανοί είναι Σλάβοι και Αλβανοί, δεν έχουν ελληνική φωνή και μέχρι το 1944 τα Σκόπια ονομάζονταν ...BARDARSKA"...!
Τα ίδια αριβώς ...βροντοφωνάζουν και 350 ακόμη ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ, κορυφαίοι επιστήμονες απ’όλες τις άκρες της Γης, με...πρωτοβουλία και συντονισμό του υπέροχου Φιλέλληνα, διάσημου Αμερικανού καθηγητή της Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Berkley, Stephen G. Miller (γνωστό για τους συνεχείς αγώνες του στο ζήτημα της Μακεδονίας) με επιστολή τους προς τον Μπαράκ Ομπάμα, παρακαλώντας τον να επέμβει, πράτοντας τα ...δέοντα, ούτως ώστε:"...να παραμείνει απαραχάρακτη κι αβίαστη η Ιστορία.
Το μικρό αυτό κρατίδιο, στα βόρεια της Ελλάδας, κύριε Πρόεδρε, που τώρα θέλει να λέγεται, παράλογα,"Μακεδονία", μέχρι το 1944 ονομάζονταν ...BARDARSKA..."
Απαξάπαντες οι ...’’ελληνοφάγοι’’ ανα την Γην, τις γνωρίζουν, αυτές τις αλήθειες, πάρα πολύ καλά. Εκείνο που χρειάζονται, σαν αποστομωτική ’’επισφράγιση’’, είναι το περιβόητο γραμματόσημο, πάνω στο οποίο αυτό, το ίδιο, το συνονθύλευμα των Σκοπιανών,ονομάζει την ...πατρίδα του ...VARDARSKA.
Τα γραμματόσημα αποτελούν ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΚΔΟΣΗ της χώρας που τα κυκλοφορεί και θεωρούνται έτσι, ΕΠΙΣΗΜΑ και ΑΔΙΑΨΕΥΣΤΑ Έγγραφά της!
350 ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ, κορυφαίοι ξένοι επιστήμονες, απ’όλες τις άκρες της Γης, αγωνίζονται για τα δίκαιά μας - κύριοι, πρώην και νυν κυβερνώντες – κι εσείς σπρώχνεστε ποιός θα κάνει ...καλύτερα το ...ΑΝΤΙΘΕΤΟ...!
Γιατί κύριοι (και περισσότερο εσύ κυρία Μπακογιάννη ) στρώσατε ..."κόκκινο χαλί" στον ..."υπουργό εξωτερικών" της ΒΑΡΝΤΑΡΣΚΑΣ, όταν στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας, αποβιβάστηκε απ’ το αεροπλάνο του, που έγραφε πάνω: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ο απανταχού Γης Ελληνισμός δάκρυσε από συγκίνηση για την ευγενή αυτή πρωτοβουλία των 350 ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ, πρωτοβουλία να δικαιωθεί η πατρίδα μας ! Κι εσείς κύριοι, πρώην και νυν κυβερνώντες, ματώσατε την ψυχή μας με την απερίγραπτη ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΣΑΣ απέναντί τους..!
Γιατί κύριοι, δεν καλέσατε αμέσως στην Ελλάδα, την ομάδα αυτή των 350 ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ, διοργανώνοντας μιά ανάλογη δεξίωση προς τιμήν τους – προσφέροντας στον καθένα κι ένα χρυσό μετάλλιο με την επιγραφή: "Επίτιμος Έλληνας Πολίτης"
Γιατί, εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, ανεξάρτητα απ’ την απαίσια αυτή συμπεριφορά των άλλων, δεν πήρες αυθόρμητα και προσωπικά εσύ ο ίδιος την πρωτοβουλία αυτή;
Πως να ερμηνεύσουμε, εμείς, ο απανταχού Γης απογοητευμένος Ελληνισμός την παράδοξα αρνητική συπμεριφορά, ΟΛΩΝ ΣΑΣ, απέναντι στα εθνικά μας συμφέροντα.
Πως να ερμηνεύσουμε και τη φοβερή αυτή ...επιδημία της ...αδιαφορίας που έχει κυριεύσει κι’ όλους τους Θεούς των Ελλήνων, κι αυτών του Ολύμπου κι αυτού του ενός και μοναδικού των μετέπειτα χριστιανών, και δεν σας εμποδίζουν απ’ το συνεχές καταστροφικό έργο που επιτελείτε εναντίον αυτής της Πατρίδας - εναντίον του Ελληνικού λαού;
"...Δεν υπάρχει λαός εις τον κόσμο ο οποίος να έχει προσφέρει τόσα εις την ανθρωπότητα όσα ο Ελληνικός και έχει καταπολεμηθεί τόσο πολύ από τόσο πολλούς λαούς, οι οποίοι δεν πρεσέφεραν τίποτα εις αυτήν..." (Φ. Νίτσε)
Γιατί ...έλληνες πολεμάτε κι εσείς τους Έλληνες;
Ελλάς σε λυπάμαι...!
Κώστας Γκαλιμάνης
Γερμανία,
Δεκέμβρης 2009
από το:  Ηπειρος Ελλάς

απο το:  Ο.Πειραιώτης


απο το: Αρμενακι 


Διαβάστε και αυτό        ΕΔΩ
Διαβάστε και αυτό        ΕΔΩ
Δείτε και αυτό το video ΕΔΩ


 Σημείωση δική μου:
Κυκλοφορήστε το !  Και να προστίθενται στη λίστα τα ισολόγια που το κυκλοφορούν !
Οι Θεσσαλονικείς μας, λένε τον Αξιό Βαρδάρη γιατί διασχίζει την κοιλάδα των Σκοπίων δηλαδή της Βαρδαρίας και τον βόρειο ανεμο , που ερχεται απο την Βαρδαρία κι αυτόν Βαρδάρη τον λένε !
(Απο απλά πραγματάκια που περνάνε απαρατήρητα, τι μπορεί να βγάλει κανείς !)

17 Δεκεμβρίου 2009

Τι ειναι η Πατρίδα μας... ! ! - Ι.Πολέμης



Τι είναι η πατρίδα μας;

Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας !  Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά !

 Ι.Πολέμης 

Σημείωση δική μου: Αφιερωμένο στην (κα) Δραγώνα ! 

15 Δεκεμβρίου 2009

Απίστευτο, μα την αλήθεια......Μα....που τους βρίσκουνε; ! ! !

 Στην Ακαδημία η πρόκληση της Δραγώνα οτι

               "Δεν ειμαστε Ελληνες" 

Θάλεια Δραγώνα - Μαρία Ρεπούση...... 2-1 !

 

-->

Η Ειδική Γραμματέας του Τομέα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού και Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας κα Θάλεια ΔΡΑΓΩΝΑ ζήλεψε τη "δόξα" της κας Ρεμπούση και μάλλον την υπερέβαλε σε αντεθνικές και ανιστόριτες θέσεις και απόψεις.


Ο καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι ανοησία θέλει, δεν μπορεί όμως να βρίσκεται σε επιτελική θέση στο Υπουργείο Παιδείας, με πολιτική επιλογή της Υπουργού Παιδείας. Διαβάστε το παρακάτω άρθρο και κρίνετε μόνοι σας. 
Μήπως ήλθε η ώρα να αντιδράσουμε μαζικά, όπως αντιδράσαμε για το απαράδεκτο βιβλίο Ιστορίας της κας Ρεμπούση;

Η κ.Δραγώνα με την Υπουργό κ. Διαμαντοπούλου
Στην Ακαδημία η πρόκληση της Δραγώνα ότι:
«Δεν είμαστε Έλληνες»!
Δεν μπορεί να παραμένει Γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας, λένε ακαδημαϊκοί.
Παρεμβαίνει η Ακαδημία Αθηνών για την προκλητική, ανιστόρητη, ύποπτη και εθνικά μειοδοτική στάση της ειδικής γραμματέως του Τομέα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού και Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας Θάλειας Δραγώνα, μπροστά στις απόψεις και τις δοξασίες της οποίας ωχριά και η αλήστου μνήμης κ. Ρεπούση, που είχε αναστατώσει τη χώρα με το σχολικό βιβλίο της Ιστορίας το οποίο είχε επιμεληθεί και ανέφερε ότι οι Έλληνες κατά την Καταστροφή της Σμύρνης δεν σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους αλλά πέθαναν από τον... συνωστισμό στην παραλία!
Η κ. Δραγώνα προχωράει ακόμα πιο πέρα !   Το απαράδεκτο βιβλίο της «Τι είναι η πατρίδα μας» αναφέρει, μεταξύ άλλων, τρομακτικά ανθελληνικές απόψεις, με αποκορύφωμα ότι «δεν είμαστε Έλληνες αλλά μας... έκαναν» και ότι είναι... ρατσιστικό να δηλώνουμε την Ελληνική μας ταυτότητα ! Στο βιβλίο αυτό που είναι ένα... κήρυγμα μίσους ενάντια σε καθετί Ελληνοπρεπές και Ελληνικό, αναφέρεται ακόμα ότι η Επανάσταση του 1821 αποτελούσε «επεκτατική εθνική πολιτική» των Ελλήνων, των οποίων η εθνική ταυτότητα «ενισχύεται αποφασιστικά από την αποσιώπηση σημαντικών ιστορικών πληροφοριών σχετικά με το μεγαλείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας»!
Δεν γνωρίζουμε τι περισσότερο θα έγραφε ένας τούρκος ιστορικός ή κάποιος ανθέλληνας προπαγανδιστής, εκείνο που γνωρίζουμε όμως είναι ότι η κ. Θάλεια Δραγώνα, με προσωπική εντολή του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, ορίσθηκε ειδική γραμματέας Ενιαίου Διοικητικού Τομέα Θεμάτων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού και Εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων του Υπουργείου Παιδείας !  Δηλαδή μια κυρία που δεν θεωρεί ότι είναι Ελληνίδα, θεωρεί ρατσιστές τους Έλληνες και πιστεύει ότι ο νεοελληνικός πολιτισμός βασίσθηκε στον... τουρκικό πολιτισμό, διορίσθηκε σε μια νευραλγική θέση, η οποία έχει άμεση σχέση με την πορεία του Ελληνισμού, αφού θα έχει την ευθύνη για τον σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής που θα εφαρμοσθεί στα παιδιά μας !  Δηλαδή αν η κ. Ρεπούση ήταν μια φορά επικίνδυνη, η κ. Δραγώνα είναι... δέκα φορές πιο επικίνδυνη, γιατί καθορίζει συνολικά τις δομές και τις αρχές της εκπαίδευσης που θα παρέχεται σε όλα τα Ελληνικά σχολεία!
Αντί λοιπόν στη θέση αυτή να τοποθετηθεί ένας επιστήμονας με ξεκάθαρες απόψεις και θέσεις υπέρ της Ελλάδας, της Ελληνικής φυλής και του  Ελληνικού πολιτισμού, γιατί είχε το βαρύ έργο να διαμορφώσει εν πολλοίς την εθνική συνείδηση των Ελληνόπαιδων της επόμενης γενιάς, τοποθετήθηκε μια κυρία που δηλώνει ότι δεν είναι Ελληνίδα, θεωρεί ρατσισμό του χειρίστου είδους το να λέμε ότι είμαστε Έλληνες και θαυμάζει την οθωμανική αυτοκρατορία και τον... τουρκικό πολιτισμό!
Κάποιες μικροαντιδράσεις για την κυρία αυτή είχαν σημειωθεί όταν ο Γ. Παπανδρέου την έβαλε σε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ και βρέθηκε στη Βουλή το διάστημα 2007-2009. Τώρα, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, τοποθετήθηκε σε ακόμα καλύτερη θέση: Έχει την ευθύνη του σχεδιασμού της εκπαίδευσης των παιδιών μας !  Ένα άτομο, που υποστηρίζει ότι τα σχολικά βιβλία διδάσκουν τον... εθνικισμό!
Στην Ακαδημία Αθηνών τέθηκε το θέμα από γνωστό ακαδημαϊκό στην ολομέλειά της, στις 19 του μήνα, και ορισμένα μέλη της αγανάκτησαν με τα... ανδραγαθήματα της κ. Δραγώνα και ζητούν από την ηγεσία του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας να παρέμβει στην κυβέρνηση, ότι δεν μπορεί η κυρία Δραγώνα να παραμείνει στο Υπουργείο Παιδείας που έχει την ευθύνη της διαπαιδαγώγησης των νέων μας. Σύμφωνα με πληροφορίες, η συζήτηση που έγινε στην Ολομέλεια της Ακαδημίας ήταν έντονη, πρόκειται δε να υπάρξει συνέχεια σε επόμενη συνεδρίαση.
«Δεν είμαστε Έλληνες»
Η... δραστηριότητα της κ. Δραγώνα και τα ανθελληνικά «πιστεύω» της δεν είναι τωρινά. Εδώ και δέκα χρόνια πρωτοστατεί στον ονομαζόμενο «διεπιστημονικό διάλογο Ελλήνων και Τούρκων κοινωνικών επιστημόνων».
Καρπός της συνεργασίας αυτής είναι το βιβλίο «Ελλάδα και Τουρκία - Πολίτης και Έθνος - Κράτος» που εκδόθηκε υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Μπογάτζιτσι της Κωνσταντινούπολης.
Ύστερα από αυτό όμως η κ. Δραγώνα συνέγραψε και το δικό της... αριστούργημα «Τι είναι η πατρίδα μας», μπροστά στο οποίο ωχριούν και συκοφαντικά κατά της χώρας μας βιβλία κορυφαίων συγγραφέων που διακρίνονται για τα ανθελληνικά τους αισθήματα!
Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο, σας αναφέρουμε παρακάτω:
= «Είναι ρατσιστικό να δηλώνουμε ότι είμαστε Έλληνες», «Μας έκαναν Έλληνες, ενώ δεν ήμασταν».
=Η ελληνική Εθνική ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα. Δημιουργήθηκε έξωθεν σε μια εποχή έντονου εθνικισμού, αποικιοκρατίας και επεκτατικού ιμπεριαλισμού.
=Όποιος αξιολογεί τους πολιτισμούς σε κατώτερους και ανώτερους είναι ρατσιστής και δεν το ξέρει!
=Εξίσου ρατσιστής είναι και όποιος αποσιωπά τη σημασία, την τεράστια δύναμη, την έκταση και το κύρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας !  Επίσης, όποιος αρνείται τις τουρκικές επιρροές στον νεοελληνικό μας πολιτισμό και όποιος ισχυρίζεται ότι ο τουρκικός πολιτισμός έχει επιδράσει αρνητικά στους Έλληνες!
Βασικός άξονας της επιχειρηματολογίας της κ. Δραγώνα για την εκ βάθρων αλλαγή των σχολικών συγγραμμάτων είναι ότι διαμορφώνουν στους έλληνες μαθητές μια «ψευδαισθητική και απατηλή ταυτότητα», προβάλλοντας το μεγαλείο του Αρχαιοελληνικού πολιτισμού και τα ανδραγαθήματα των προγονών μας, ενώ αυτή η «στρατηγική παρέκκλισης» στηρίζεται στην «αποσιώπηση της σημασίας της τεράστιας δύναμης, της έκτασης και του κύρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας»!
Επιστολή στον Πρόεδρο
Χαρακτηριστική είναι και η διαμαρτυρία του δρα Nicolas Kalou, ο οποίος απέστειλε από τη Γενεύη της Ελβετίας, όπου διαμένει, προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια την εξής επιστολή:
«Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Από τη Γενεύη Ελβετίας απευθύνουμε το εξής ερώτημα προς εσάς, τον Πρώτον Έλληνα: Είναι δυνατόν η γυναίκα αυτή η οποία ομολογεί ότι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΑ, να είναι γενική γραμματέας της ΕΘΝΙΚΗΣ παιδείας και να παρέχει γνώσεις στα παιδιά μας; Είστε υπεύθυνος να μας απαντήσετε: Εάν δεν είμαστε Έλληνες, τι είμαστε; Εσείς και ο κ. πρωθυπουργός οφείλετε μίαν απάντηση εις την οποίαν θα δώσωμεν ευρείαν δημοσιότητα σε όλη την ομογένεια των «ΜΗ ΕΛΛΗΝΩΝ». Και κυρίως εις ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Ευρώπη».
  
Μεταφορά από: http://www.zoiforos.gr/                 
Πηγή: http://koinoniaagion.blogspot.com/

Διαβάστε και αυτό σας παρακαλώ... ΕΔΩ  

και Αντιβαρο ΕΔΩ 

και Sofhouse ΕΔΩ

Σημείωση δική μου:  Δεν ειχα καμμιά διάθεση πρωί-πρωί να... σας χαλάσω τη διάθεση, αλλά διαβάζοντάς το "τρελάθηκα..."
Θυμήθηκα τον αείμνηστο Αυλωνίτη και τη φράση του..."Ρε που πάμε....ρε που πάμε...."
Ι.Β.Ν.