ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

22 Δεκεμβρίου 2016

Χριστουγεννιάτικο διήγημα συγκινητικό ! !-"Υστερα απο 25 χρόνια"- Χρήστος Χριστοβασίλης-

ΔΕΝ είχε ακόμα φέξει καλά-καλά τα Χριστούγεννα κι' η Τασιούλαινα, η ξακουσμένη νοικοκυρά του χωριού με τον μονάκριβο της τον Γεωργάκη, άντρα είκοσι πέντε χρονών, με μαύρο μουστάκι στριμμένο, άμα ήρθαν από την εκκλησιά, κάθησαν στο τραπέζι, πούχε απάνω μια μεγάλη απλάδα κουλάστρα, και μια γαβάθα με κόττα βραστή κι' ένα τεψί με τηγανίτες, σπάραγνα του μικρού Χριστού, ζεματισμένες με μέλι. Δεν άρχιζαν όμως να φαν, γιατί περίμεναν τον παπά-Νικόλα να τους ευλογήση το τραπέζι και να τους ευχηθή μια χαμένη ευχή: "να καλοδεχτούν"
Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι' ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για όσους δεν τους ήξεραν.
Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη. Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλλιά της γειτονιάς. Είταν ο παπά-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι' έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού και μάννα και γυιός σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν.
Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι' άρχισε να ευλογάη το τραπέζι:
"Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου και πάντας ημάς"
Είπε μηχανικώς κι' άρχισε και το τροπάρι του Χριστού:
"Η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν. Κύριε δόξα σοι"
Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλάστρα, ένα μπούτι κόττα, άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι' είπε:
— Να ζήσετε και να καλοδεχτήτε τον Τασιούλα…
Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας:
— «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα… και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ… εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά…. τη γειτονοπούλα που ξέρεις….
Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κόττας, και πήγαινε βιαστικός να ευλογήση κι' άλλα σπίτια, και να πη κι' άλλα «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον…» κι' άλλα «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός..» κι' άλλα «Να ζήσητε και να καλοδεχτήτε…» κι' άλλα «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα…»
Φεύγοντας ο παπάς, μάννα και γυιός γύρισαν και κάθησαν στο κατάφορτο τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάννα, ούτε το παιδί έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που είταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια Χριστούγεννα, κι' άλλους τόσους Άη-Βασίληδες, κι' άλλες τόσες Λαμπρές, κι' άλλους τόσους Άη-Γεώργηδες….
-Είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά, είκοσι πέντε χρόνια μάρα και θλίψη, και δάκρυα και κακολογίες δεν είταν μικρό πράμμα για την καημένη την Τασιούλαινα… Είκοσι χρονών είταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλληκάρι είκοσι πέντε χρονών, και δυο-τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι' από τότε ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά… Όταν γέννησε το Γεωργάκη της ο κόσμος λογάριαζαν στα δάχτυλα τους μήνες,…. αλλά δεν έβγαζαν εκείνο πούθελαν, γιατί είταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας είχε φύγει ο Τασιούλας, κι' ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά είταν και παράειταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο με τα μαλλιά μια παλάμη μακρυά στο κεφάλι του. Κι' όμως υπήρχαν και καμπόσες στριγλόγριες, που έλεγαν ότι ο Τασιούλας τάχα δεν είχε φύγει αντήμερα του Άη-Γεωργιού, αλλ' αντήμερα του Θωμά, δέκα μέρες πρωτύτερα και το παιδί μπορούσε να μην είναι του Τασιούλα, γιατί καμμιά φορά οι γυναίκες γεννούν δύο-τρεις μέρες πρωτύτερα από τους εννιά μήνες…
Η μάννα, με την καρδιά βαλαντωμένη από τον πόνο άρχισε να λέη στο παιδί της:
— …. Παιδί μου! Είκοσι πέντε Χριστούγεννα σωστά λείπει ο πατέρας σου στην Ξενιτειά. Χριστούγεννα, Άη-Βασιλειού και Φώτα δεν έχω κάνει μαζύ του. Μόνον αποκριές, Λαμπρή κι' Άη-Γεώργη… Αντήμερα τ' Άη- Γεωργιού έφυγε… για να μην ξαναγυρίση!… Τι έχω ακούσει παιδί μ', από τον παλιόκοσμο! Τι έχω ακούσει! Φθονούσε τα νειάτα μου, φθονούσε την ωμορφιά μου, πάη καλά, αλλά να φθονή και τη δυστυχία μου!
— Πόσες φορές μου τα είπες, μαννούλα μ' αυτά…. Τα ξέρω… Έλα να φάμε και να ευκηθούμε ακόμα μια φορά να τον καλοδεχτούμε, κι' ό τι θέλ' ο Θεός ας γένη! της απολογήθηκε ο Γεωργάκης.
— Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος νάναι, κι' άγιο το χώμα του, πούναι πεσμένος, αλλ' αν ζη και λησμόνησε τη γυναίκα του — εσένα, παιδί μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμο — και λησμόνησε το σπίτι του, τα υπάρχοντά του, το Χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το βρη, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας!
Άρχισε να κλαίη. Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε, και την μίλησε για να την παρηγορήση και να της κάνη την καρδιά, κι' έτσι αγκαλιασμένοι έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς. Η φωτιά έκαιγε γλυκά — γλυκά, κι' έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την απλάδα γεμάτη κουλάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κόττα βραστή, η θύρα κι' η οξώθυρα είταν ανοιχτές πέρα-πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού. Έξω αγέρας, κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία, κι' η μάννα με το παιδί της κοιμώνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν όταν ο Γεωργάκης είταν εφτά χρονών παιδάκι..
Τι να είχε γείνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν, ότι τον καιρό, που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη και πνίγηκε, άλλοι πάλι, ότι στο Γιάσι, που καταστάθηκε, τον αγάπησε μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε πεθάνει από αρρώστεια, κι' άλλοι πάλι έλεγαν άλλα. Τελευταία όμως ένας Ζαγορίσιος είχε ειπή στα Γιάννινα, και τα λόγια έφτασαν ως το χωριό, ότι ο Τασιούλας είχε κατηγορηθή άδικα όταν έφτασε στο Γιάσι, ότι είχε σπάσει μια κάσσα και πήρε φλωριά και καταδικάστηκε σε είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, κι' ότι μες στη φυλακή έκρυβε την εντροπή του, μη θέλοντας να ειπή ούτε από ποιο χωριό είταν, ούτε στο σπίτι του να γράψη, κι' ότι μέσα στη φυλακή, που βρίσκουνταν, έφκιανε διάφορα εργόχειρα και με την οικονομία του είχε κάνει αρκετή περιουσία και περίμενε να τελειώση η ποινή του και ναρθή στην πατρίδα του. Αλλ' η Τασιούλαινα τ' άκουγε όλα αυτά τα πράγματα και τίποτε δεν πίστευε και μόνη της παρηγοριά είχε το παιδάκι της, που μεγάλωνε ημέρα με την ημέρα, και μόνον τα Χριστούγεννα, τ' Άη- Βασιλειού, τη Λαμπρή και τ' Άη-Γεωργίου θυμώνταν πως είταν παντρεμμένη και είχε άντρα στην Ξενιτειά.
Ενώ η μάννα και το παιδί κοιμώνταν στου πόνου το προσκεφάλι, ένας γουνοφορεμένος ξένος μπήκε καβάλλα στην αυλή. Κατέβηκε, ξεφόρτωσε, έδεσε τ' άλογό του στο κατώγι, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο δωμάτιο, όπου ηύρε τη φωτιά να καίγη γλυκά-γλυκά, το τραπέζι φορτωμένο από φαγητά, και τη μάννα και το παιδί να κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένοι…. Ο ξένος έγεινε αλλοιώτικος και στη στιγμή μια μεγάλη δίστομη μαχαίρα άστραψε στο δεξί του χέρι. Μια στιγμή τον χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του:
— Άτιμη!
Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της.
— Ποιος είσαι συ εδώ μέσα!
Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη.
— Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! (απολογήθηκε ο Γιωργάκης) Εσύ ποιος είσαι που μπήκες εδώ μέσα!
— Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης!
Είπε ουρλιαχτά ο ξένος.
Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και φώναξε μ' όλα της τα δυνατά:
— Μη Τασιούλα!!! είναι το παιδί μας!...
 Μη Γιωργάκη μου!!! είν' ο πατέρας σου!...

Στη στιγμή η δύο μαχαίρες έπεσαν κατά γης. Άντρας και γυναίκα πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι' οι τρεις αγκαλιασμένοι, και σε λίγο, κάθησαν κι' οι τρεις στο τραπέζι και γιώρτασαν μαζύ τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγενα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά.

Σημείωση δική μου:
Χριστοβασίλης ειν΄αυτός, μπορεί να μην σε κάνει να βάλεις τα κλάματα διαβάζοντάς τον; Δε γίνεται...
Ι.Β.Ν.

Προσπάθησα να διατηρήσω την ορθογραφία του συγγραφέα

19 Δεκεμβρίου 2016

Χριστούγεννα στα τέλη του 19ου αιώνα. -Αριστοκράτες και λαϊκοί μαζί για γαλοπούλα στην Αθηνάς ! !

Αριστοκράτες και λαϊκοί μαζί για γαλοπούλα στην Αθηνάς!

Βλάσης Γαβριηλίδης.
Βλάσης Γαβριηλίδης.
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Παραμονές των Χριστουγέννων το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Τύπου στρεφόταν όπου και τα βλέμματα όλου του κόσμου, στην Αγορά των Αθηνών. Εκεί κατευθύνονταν πλούσιοι και φτωχοί, εκεί χτυπούσε η καρδιά της πόλης, εκεί καταγράφονταν και τα περισσότερα κουτσομπολιά. Αν γυρίσουμε το βλέμμα μας πίσω, θα συναντήσουμε τις γραφικότητες να διαδέχονται η μία την άλλη. Όπως η καθιερωμένη χριστουγεννιάτικη επίσκεψη του Ανδρέα Συγγρού στην Αγορά, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο πάμπλουτος κάτοικος της σημερινής λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας πήγαινε για τα ψώνια του στην οδό Αθηνάς, περισσότερο για να έχει προσωπική εικόνα για την κίνηση, αλλά και για να συναντήσει τις φιγούρες που ομόρφαιναν τη ζωή της πόλης.
Ανδρέας Συγγρός.
Ανδρέας Συγγρός.
Όπως τον πασίγνωστο Δημήτρη Παπανικολάου. Δεν ήταν ένας απλός λαχανοπώλης της Αγοράς των Αθηνών. Οι περισσότεροι τον γνώριζαν με το παρατσούκλι «Καμπούρης» και προμήθευε με λαχανικά και πουλερικά το παλάτι, πολλές πρεσβείες και μεγάλες προσωπικότητες.
Νικόλαος Καλογερόπουλος.
Νικόλαος Καλογερόπουλος.
Ο εν λόγω λαχανο-ορνιθοπώλης ήταν ένας υπερήφανος λεβεντάνθρωπος, ο οποίος μάλλον δικαιολογημένα θεωρούσε τον εαυτό του σημαντικό συντελεστή των μεγάλων γευμάτων που δίνονταν στο παλάτι τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Φρόντιζε να βάζει στην άκρη τις πιο θρεμμένες και τρυφερές γαλοπούλες για τους εκλεκτούς πελάτες του. Ανάμεσά τους και ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος φρόντιζε πάντα να επισκέπτεται παραμονές των Χριστουγέννων τον φίλο του «Καμπούρη» στην Αγορά και πάντα ξεκαπέλωτος, ίσως ο μόνος που εμφανιζόταν δημοσίως χωρίς καπέλο εκείνη την εποχή. Ήταν πρωτοπόρος και σε αυτό, όπως και στη χορτοφαγία. Κατόρθωνε δε να κάνει μόδα τις δικές του συνήθειες, αφού ήταν από τους ισχυρότερους άνδρες της εποχής του, ίσως ο πλέον ισχυρός μετά τον βασιλιά, όπως έγραφε ο Κ. Φαλτάιτς.
Η Αγορά των Αθηνών, τέλη 19ου αιώνα.
Η Αγορά των Αθηνών, τέλη 19ου αιώνα.
Αλλά υπήρχε ακόμη ένα στέκι στην Αγορά των Αθηνών όπου συναντιόνταν οι προσωπικότητες της εποχής. Το «Λαχανο-Ορνιθοπωλείον» του Αλέξανδρου Κώτση, στην αριστερή γωνιαία πλευρά του πρώτου εσωτερικού τμήματος της Αγοράς. Εκεί εμφανίζονταν ο Ιωσήφ Σερπιέρης, ο Αλέξανδρος Σκουζές, αλλά και ο Λάμψας, ο ιδιοκτήτης της «Μεγάλης Βρεταννίας», ο οποίος επισκεπτόταν μόνος την Αγορά και επόπτευε τις παραγγελίες. Οι γνώστες του χώρου τον θεωρούσαν «καλλιτέχνη ψωνιστή». Αν και είχε συγκεκριμένα καταστήματα όπου έκανε τα ψώνια του, φρόντιζε να μην αφήνει κανέναν παραπονεμένο. Επιθεωρούσε τα πάντα και όπου εντόπιζε κάτι εκλεκτό έδινε εντολή να το ξεχωρίσουν. Ένας ακόμη από τους ξεχωριστούς πελάτες της Αγοράς ήταν και ο παλαιός πολιτευτής και για μικρό χρονικό διάστημα αργότερα Πρωθυπουργός Νικόλαος Καλογερόπουλος. Χωρίς την επιδεικτική ζωή των πλούσιων που έδιναν γεύματα, όπως ο Συγγρός και ο Σερπιέρης, εκείνος φρόντιζε να καλεί λίγους και εκλεκτούς φίλους, προσφέροντας είδη άρτια παρασκευασμένα.
Ορνιθοπωλείο στα τέλη του 19ου αιώνα στην κεντρική αγορά των Αθηνών.
Ορνιθοπωλείο στα τέλη του 19ου αιώνα στην κεντρική αγορά των Αθηνών.
Αυτά συνέβαιναν στην Αγορά των Αθηνών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Η χριστουγεννιάτικη κίνηση έδινε το «σύνθημα» και οι διάφοροι τύποι, αριστοκρατικοί ή λαϊκοί, πρωταγωνιστούσαν, ο καθένας με τα δικά του χαρακτηριστικά ή τις δικές του ιδιομορφίες. Τις ίδιες ημέρες, δηλαδή παραμονές των Χριστουγέννων, ο έμπιστος ιδιαίτερος του Κλειδούχου της βασίλισσας Όλγας, αργότερα συμβολαιογράφος Ευγένιος Κωστόπουλος, περιερχόταν την πόλη έχοντας στα χέρια του έναν κατάλογο 200-300 ονομάτων οικογενειών που έπασχαν οικονομικά. Τους έδινε βοηθήματα, τα οποία κανείς δεν γνώριζε και κανείς δεν μάθαινε.

18 Δεκεμβρίου 2016

Τα Χριστούγεννα του " Παεικιέλα" !.-Νίκος Τσιφόρος

Νίκος Τσιφόρος – Τα Χριστούγεννα του Παεικιέλα
 Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας – Αθήνα, 1960 
Τίποτα δεν γίνεται που να θυμίζει χειμώνα στο Πέραμα. Πάνε κι έρχονται «παφ πουφ» οι μπενζίνες, η θάλασσα παίρνει ένα χρώμα καραμέλα της μέντας, ξεροσταλιάζουνε στον χειμωνιάτικον ήλιο οι παράγκες των βράχων, κάθουνται με το κασκέτο στα μάτια να πιούνε λιακάδα οι ψαράδες. Είναι όλα ήσυχα, κοιμισμένα, τίποτα δεν περιμένει Χριστούγεννα, καμιά φορά κάποιο ασημόψαρο πηδάει μια στιγμούλα πάνω απ’ τη θάλασσα και φουμάρουνε καπνό από κάρβουνο κωκ οι λέβητες των καρνάγιων. 

Ο Παεικιέλας κάνει τσάρκες μέσα σ’ ένα βρώμικο πουκάμισο συμμαχικού φαντάρου. Θα ’τανε κάνας Τομ ή κάνας Τζιμ, ψηλόλιγνος, ξυλοπόδαρος πεζοναύτης που τα κοπάνισε δίχως άλλο μέχρι το τελευταίο του σέντσι κι ύστερα άφησε το πουκάμισο αμανάτι να πιει κι άλλο καναττέζικο βίσκυ, από κείνο το καφετί ξυλόπνευμα που σου γκρατσουνάει το λαρύγγι. Κι ο καταστηματάρχης πούλησε το πουκάμισο δυο παράδες, τώρα μαίηντ ιν Γιούζα, βρέθηκε να σκεπάζει τον Παεικιέλα και να μοιράζεται την τύχη του μαζί του στο Πέραμα. Κάνει μαζί του θελήματα, κουβαλάει ψαροκασέλες, λερώνεται με λάδια μοτοριού που δήθεν πάει να τα επισκευάσει ο Παεικιέλας και τους βγάζει τα μάτια χειρότερα, κοιμάται στις βρώμικες γωνιές της παράγκας του, πότε πότε αρωματίζεται και με ούζα, γιατί να την πούμε την αλήθεια του Θεού, ο Παεικιέλας άμα έχει τίποτα δίφραγκα, πολύ το γουστάρει να πίνει τα καραφάκια του και να τραγουδάει φάλτσα το «κορίτσι που θέλει θάλασσα» και την «πικροκυματούσα». Άλλα δεν ξέρει.  
Όμως, απάνω στους ανθρώπους όλα ετοιμάζουνται για Χριστούγεννα. Σφάζουνε κούρκους, στολίζουνε ελάτια με μπαμπάκι και λιλιά χρωματιστά, οι νοικοκυρές ψένουνε φοινίκια και κουραμπιέδες και γυαλίζουνε το παρκέ τους με κερί και με νέφτι.   Χαίρεται η φύσις όλη, κατεβάζει η Πάρνηθα έν’ αεράκι ξουραφάτο, αντιπαθητικό, καθόλου δεν πάει με την λιακάδα, λυσσάξανε και τα παιδιά με τα τρίγωνα και τα τουμπερλέκια, «να τα πούμε;» «τρομάρα να σας έρθει το σπάσατε πια το κουδούνι». Σαματάς, κακό, φασαρίες, όλοι να γελάνε, καμιά φορά περνάει και καμιά κηδεία και κάνει παραφωνία στο σκηνικό, πήγε ο βλάκας να πεθάνει Χριστουγεννιάτικα και να χαλάσει το κέφι του κόσμου, όμως όλα τ’ άλλα είν’ όμορφα, ακόμα κι οι ζητιάνοι κάνουνε καλήν είσπραξη, μέρα που ’ναι καθένας θυμάται τα πεθαμένα του και δίνει τις δεκάρες του προς ανακούφισιν της πασχούσης ανθρωπότητος.

Καθόλου δεν τα εχτιμάει τα Χριστούγεννα ο Παεικιέλας. Όλα είναι κλειστά, βρίσκεις κουτούκι να βρέξεις το λαρύγγι σου, οι ψαράδες χάνουνται και πάνε στα γιατάκια τους να κουρνιάσουνε με τα πιτσιρίκια τους, το σούρουπο πέφτουνε οι σπηλιάδες να καμουτσικιάνουνε το πέλαγος που γίνεται σκούρο, και μονάχα οι γλάροι αλητεύουνε και ψάχνουνε να ξεμοναχιάσουνε κάνα ψάρι. Έτσι έγινε και πέρσυ και πρόπερσυ κι όλα τα χρόνια, απελπισία υπόθεση, να πέφτει ο ήλιος μέσα στα φλοκάτα τα σύννεφα και σένα να σφίγγεται η καρδιά σου μέχρι που να σε πιάνει το κλάμα.   Παραμονή σήμερα, απλώσανε τα δίχτυα τα γριγριά, κατεβάσανε τα καραβόπανα οι ψαροπούλες, χάθηκε ο κόσμος από την πιάτσα, ακόμα και τα καρνάγια σβήσανε τα φουγάρα τους και αφήσανε την αργατιά να φύγει από τα εφτά μεσημέρια. 

Ο Παεικιέλας δεν έχει τάληρο, δεν έχει κι άλλη ελπίδα να κονομήσει και καταλαβαίνει πώς ότι του χρειάζεται οπωσδήποτε το παραδάκι, πώς θα την βγάλει στεγνά αύριο και πού θα την βολέψει κούτσουρο μονάχος δίχως να πιει πέντε καραφάκια και να κάνει κεφάλι για να πάει για ύπνο. Σήμερα μήτε μοτόρι χαλάει, μήτε ψάρι κουβαλάνε, μήτε δουλειά του ποδαριού, απελπισία και μαυρίλα, λες και για τον Παεικιέλα πήγε να κάνει τέτοιαν ζημιά ο Χριστός και να γεννηθεί για τις αμαρτίες του.  

Τα σκεφτότανε λοιπόν τούτα όλα ο Παεικιέλας και πήγαινε να του στρίψει. Όμως έξυπνο αγόρι, της πιάτσας, την έκανε την κομπίνα του. Μπήκε στου Ταβούση το μαγαζί, «Παντοπωλείον και όλα τα είδη της ψαρικής». 
— Μπονζούρ κύριε Ταβούση χρόνια πολλά και για βερεσέ δεν έρχουμαι. Κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του ο μοσσιέ Ταβούσης, καθόλου δεν τον εκτιμούσε τον Παεικιέλα κι είχε και το νου του μην του σουφρώσει τίποτες πράμα. 
— Θέλω δανεικό ένα τρίγωνο μοσσιέ Ταβούση. 
— Τι τρίγωνο; 
— Από κείνο που λένε τα κάλαντα. Ο μοσσιέ Ταβούσης μπορεί να ’χε και τίποτις τρίγωνα, απ’ όλα τα καλά είχε το κατάστημα, μόνο κέφια δεν είχε. 
— Άσε μας πρωί πρωί Χριστιανέ μου. Ο Παεικιέλας ρούφηξε τη μύτη του. 
— Να σου πω μια κουβέντα μοσσιέ Ταβούση. Όχι δηλαδής από κακό, αλλά να! Καμιά φορά έρχεσαι ν’ ανοίξεις και βρίσκεις το πρωί τα τζάμια σου σπασμένα. Και λοιπόν, έτσι και μου δώσεις εμένα δανεικό ένα τρίγωνο, θα στο προσέχω το κατάστημα και κανένας δε θα σου τσακίσει το τζάμι. Ενώ έτσι και δε μου δώσεις μπορεί αύριο να μη βρεις τζάμι για τζάμι γερό κι άντε να ψάχνεις τους αλανιάρηδες που τα σπάσανε. Με κατάλαβες; 

Κατάλαβε ο μοσσιέ Ταβούσης και ήξερε καλά ότι άμα δε δώσει τρίγωνο ο ίδιος ο Παεικιέλας θα του κάνει τη βιτρίνα θρύψαλο. Γι’ αυτό χαμογέλασε κι έδωσε και μια στράκα του μικρού. 
— Άντε να δεις, ρε άτιμο, έχουμε κάνα τρίγωνο κάτου στας αποθήκας; Τον κέρασε και τον Παεικιέλα μια μαστίχα, διά τα «έτη σας πολλά και του χρόνου νοικοκυρεμένος και κατά πως πεθυμείτε». Έφερε κι ο μικρός ένα τρίγωνο σκουριασμένο, καλό ήτανε, καμπανάτο, μ’ ένα καρφί μεγάλο έκανες τη δουλειά σου, του ’δωσε και τέσσερα τσιγάρα της κούτας για το δρόμο.   Πήρε το δρόμο τον ανήφορο ο Παεικιέλας, κούρντισε την αγριοφωνάρα του και βάρεσε τις πόρτες. 
— Να τα πούμε; Τον γαυγίζανε τα σκυλιά, τον αγριέψανε οι νοικοκυρές, του κλείσανε τις πόρτες, όμως ήτανε και σπίτια που του δώσανε φράγκο. Φράγκο στο φράγκο, σπίτι και μαγαζί, μέχρι το βράδυ μάζεψε παρακαλώ εκατόν σαράντα ο Παεικιέλας. Εκατόν σαράντα ωραίες, κουδουνιστές και καινούριες. 

Μεροκάματο βασιλικό, μήτε πρόεδρος σε δικαστήριο δεν το παίρνει και ζήτημα είναι να το βγάζει κι εφοπλιστής με βενζινάκι δικό του.   Ο Παεικιέλας τζέντλεμαν και ιππότης πέρασε το πρώτο από του μοσσιέ Ταβούση να παραδώσει το τρίγωνο και το καρφί. Είπε «φχαριστώ και του χρόνου», πλέρωσε ένα πακετάκι ανήλικο που χρώσταγε από το καλοκαίρι και πήρε να κατηφορίσει κατά τα ουζάδικα που μυρίζανε λιαστό χταποδάκι.   Κάτου τα μαγαζιά ανάβουνε τα πρώτα φώτα, πάνου ψηλά παγώνανε τα φώτα των δειλών αστεριών. Ο Παεικιέλας συλλογιζότανε τι θα κάνει το θησαυρό του. Ούζο κατά πρώτον να αγαλλιάσει ο σταφυλίτης του. Ύστερον μάσες τρελές, μέχρι ψητό με σαλάτα. Ύστερον τσιγάρο και μάλιστα θα το ’φτανε και μέχρι γλυκό. Μέχρι γλυκό. Να καταλάβει επιτέλους κι αυτός Χριστούγεννα και να το γλεντήσει μέχρι αηδίας. Κι άσε και την άλλη μέρα που μπορεί να πήγαινε και στο φουτμπόλ.   Μήτε γατί ήτανε, μήτε άλλο ζωντανό κείνο που πετάχτηκε μπρος στα πόδια του. Ο Παεικιέλας κοίταξε καλά και κατάλαβε. 

Μάλιστα! Παιδί ήτανε! Ένα τόσο δα κατσούλικο αγοράκι, βρωμιάρικο κι ελεεινό και κακοπιασμένο. Πήγε να το πατήσει, όμως το μικρό γαντζώθηκε στα ποδάρια του κι άρχισε την κλάψα. 
— Κάνε μια βοήθεια αφεντικό. Του ’ρθε να σκάσει στα γέλια του Παεικιέλα. Ακούς αφεντικό! Του ’ρθε να γελάσει μα κοίταξε το αγοράκι και του κόπηκε το γέλιο στο στόμα. 
— Τι θες ρε μπαγάσα; 
— Μια βοήθεια. Σάμπως τον πήρε μια πικράδα στο στόμα τον Παεικιέλα. Άκου βοήθεια ένα πράμα τόσο δα μέσα στο σούρουπο; Είπε να του δώσει μια ξανάστροφη να το διώξει, ύστερα είδε στη γωνιά έναν που πούλαγε σάμαλι, φράγκο και κομμάτι και το πήρε από το χέρι. 
— Πάμε να σε κεράσω ένα σάμαλι! Έτρωγε το σάμαλι ο πιτσιρίκος και κοίταζε τον Παεικιέλα με κάτι μάτια τόσα γουρλωμένα, μεγάλα, άναψε τσιγάρο ο Παεικιέλας και μάθαινε πως έχει ο μικρός μια μάνα και τρία αδερφάκια μικρότερα που τα δέρνει η φτώχεια κι η πείνα.

Του φάνηκε το λοιπόν παράξενο κι ας πείναγε σ’ όλη του τη ζωή ο Παεικιέλας, του φάνηκε παράξενο να βρίσκουνται άνθρωποι και να σκυλοπεινάνε και κείνος να ’χει στην τσέπη του δραχμάς εκατόν τριάντα πέντε και κάτι ψιλά. Ύστερα συλλογίστηκε το ούζο, τον ήλιο που θα βασίλευε, τους γλάρους που θα πετάγανε μέσα στην σκούρα μελαγχολία των οριζόντων κι είδε και πέρα στην αγορά να παίζουνε οι κλαπαδόρες και να κρέμουνται τα σφαγμένα κοτόπουλα. Ρούφηξε το λοιπόν τη μύτη του και πήρε τον μικρόν απ’ το χέρι.  
— Για ’λα μαζί μου.    Μια ώρα γυρίζανε ο Παεικιέλας και ο μικρός. Κι ύστερα βρεθήκανε με φορτωμένα τα χέρια, και κρέας και πατάτες και βούτυρο και λάδι και λαχανικά και απ’ όλα μέχρι δηλαδή πορτοκάλια είχανε. 

Τέσσερις δραχμές για τσιγάρα του μείνανε του Παεικιέλα σκέφτηκε όμως τα μικρά τ’ αδερφάκια και τις έδωσε κι αυτές να πάρει τρία μπαλόνια χρωματιστά, διότι το παιδάκι όσο να ’ναι το θέλει και το μπαλόνι του…   Χριστούγεννα, λιακάδα, άνθρωποι με τα καλά τους που βγήκανε περίπατο. Κι ο Παεικιέλας να κάθεται έξω απ’ το φτωχόσπιτο και να παίζει με τα παιδάκια και τα μπαλόνια του, χορτάτος κι ευχαριστημένος. Βέβαια δεν έφαγε πολύ, να φαν τα παιδιά και του ’λειπε το τσιγάρο. 

Όμως ένοιωθε ευχαριστημένος που γεννήθηκε ο Χριστός κι ας μην καταλάβαινε καλά-καλά για ποιο λόγο γεννήθηκε και για πρώτη του φορά ο Παεικιέλας δεν μελαγχόλησε από το δειλινό πέταγμα των γλάρων που είναι το κάτου-κάτου πουλιά και δεν καταλαβαίνουνε από Χριστούγεννα κι από τίποτες, μόνο κοιτάνε να γεμίσουνε τη γούλα τους… 

*δημοσιεύτηκε στη Σατυρική Πρωτοχρονιά του 1961 
Το κείμενο ανακαλύψαμε στο περιοδικό Ο Φαρφουλάς, Τεύχος 17 Μάιος (Άνοιξη-Καλοκαίρι) 2014


14 Δεκεμβρίου 2016

“Το Χριστόψωμο”..-του Α. Παπαδιαμάντη !

“Το Χριστόψωμο” του Α. Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα” το 1887 και έμεινε ξεχασμένο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1941, οπότε ο Γιώργος Βαλέτας το συμπεριέλαβε στο τιμητικό για τον Παπαδιαμάντη τεύχος της Νέας Εστίας.
“Το Χριστόψωμο”
Ο Καπετάν Καντάκης ήταν εφτά χρόνια παντρεμένος με την Διαλεχτή, αλλά δυστυχώς παιδιά δεν είχαν κάνει. Εκείνα τα χρόνια βέβαια σ’ αυτές τις περιπτώσεις φταίχτρα ήταν πάντα η γυναίκα. Και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, άλλωστε, το παραδέχεται γράφοντας, με όλη του την καλοσύνη, για τη Διαλεχτή ”εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος;” “Δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις της έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος”. Λέξη για το σπορέα, καμιά αμφιβολία για την ποιότητα του σπόρου. Μόνη υπεύθυνη η Διαλεχτή. Και από γύφτισσες πήρε διάφορα θαυματουργά, και από καλόγερο “ηγιασμένον κομβολόγιον”. 
Μάταια κάθε προσπάθεια. Κάποια στιγμή η Διαλεχτή το πήρε απόφαση, όχι όμως και η πεθερά της, η γρια-Καντάκαινα. Ο γιος της ήταν το μόνο της παιδί και αν δε γεννούσε η Διαλεχτή θα χανόταν η γενιά. “Περίεργον δε, ότι πας Έλλην της εποχής μας ιεωράτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισην του γένους του”. Κάθε φορά που γυρνούσε ο καπετάν Καντάκης από ταξίδι με τη βρατσέρα του -και ήταν τολμηρός θαλασσοπόρος- η μητέρα του “ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζεν, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε μόνα τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε. Δεν ήτο μόνο μαρμάρα, τουτέστι στείρα, η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ’ ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κτλ.”.
 Το “απασσάλωτη” δεν το καταλαβαίνω αλλά το “άπαστρη”, είναι σίγουρα βαριά κουβέντα για μια νοικοκυρά της εποχής. Και ο καπετάν Καντάκης ξαναμμένος από τα λόγια της μάνας του περνούσε από το καφενείο, “έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, της εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του”…
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1867. Ο καπετάν Καντάκης έλειπε εδώ και πέντε μέρες. Είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων”. Είχε την ελπίδα πως θα κάνει Χριστούγεννα σπίτι του αλλά ένας έντονος βοριάς που ξέσπασε στο μεταξύ κρατούσε όλα τα πλοία στους όρμους. Κανείς δεν τον περίμενε να επιστρέψει. Έλα όμως που ο καπετάν Καντάκης ήταν -όπως είπαμε- ιδιαίτερα τολμηρός. Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος κόπασε, για λίγο, κι ο καπετάν Καντάκης αποφάσισε να σαλπάρει. Η σύζυγός του όμως δεν τον περίμενε. Ούτε και η μητέρα του που έφτασε το απόγευμα στο σπίτι της νύφης της κρατώντας ένα χριστόψωμο.
“Το ζύμωσα μοναχή μου” της είπε. “Με γεια να το φας”.

“Θα το φυλάξω για τα Φώτα” απάντησε η Διαλεχτή.
“Όχι, όχι” επέμεινε η γριά. “Το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά για τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται”.
Η Διαλεχτή “ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακόν τι”. Άφησε το χριστόψωμο δίπλα στο τζάκι κι έπεσε νωρίς να κοιμηθεί για να ξυπνήσει τα μεσάνυχτα να πάει στην εκκλησία. “Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν”. Σε μισή ώρα έμαθε από μια γειτόνισσα πως επέστρεψε ο άντρας της. Έτρεξε στο σπίτι και βρήκε τον καπετάν Καντάκη.
“Είμαι μισοπνιγμένος” της είπε αυτός, “αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά”… “Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες, αραγμένη και καθισμένη”.
Η Διαλεχτή δεν είχε ετοιμάσει φαγητό, έτσι έριξε μια μπριζόλα στη φωτιά, κι έφυγε πίσω στην εκκλησία. “Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν’ ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ’ αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγε ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος…”
“Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ’ εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν”. “Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφη της”.
“Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. Ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου. Σημειωτέον ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφη της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων”.

12 Δεκεμβρίου 2016

Το θαύμα που κατέγραψε ένας πρωθυπουργός...!!! Στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου !

Το θαύμα που κατέγραψε ένας πρωθυπουργός...!!!
Του Σπύρου Συμεών για την Romfea.gr
Ήταν παραμονή του Αγίου Στεφάνου και στον πολιούχο της πόλεως του Μεσολογγίου, του Αγίου Σπυρίδωνα, μια οικογένεια παρακαλεί τον ιερέα να ξενυχτήσει το παράλυτο παιδί τους μέσα στην εκκλησία.
Με ικεσίες, παρακλήσεις και πολλή πίστη για ένα θαύμα.
Η αγάπη ενός γονιού για το παιδί του, εκεί που δεν το χωράει ο νους του να βλέπει το παιδί του, το ίδιο του το σπλάχνο να μην μπορεί να περπατήσει και ειδικά εκείνες τις παλεές εποχές αυτό γινόταν πιο δύσκολο μιας και δεν μπορούσε να έχει ειδικές φροντίδες αυτό το παιδί από κανέναν πέραν αυτής, των γονιών του.
Και τι θα απογίνονταν αν οι γονείς έφευγαν από την ζωή; Ποιος θα διακονούσε με τόση αγάπη και υπομονή το παράλυτο παιδάκι τους; Ποιος;
Ο Ιερέας δέχεται και τους επιτρέπει να ''ξενυχτήσουν'' το παιδί μέσα στον ναό. Τους αποχαιρετά ευχόμενος να πιάσουν οι παρακλήσεις τους.
Όλη την νύχτα ξάγρυπνοι οι γονείς, γονατιστοί, με ικεσίες προς τον Πανάγαθο Θεό μπροστά στην εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος, του προστάτου της πόλεως τους, αυτουνού που άκουγε κάθε μέρα τα παρακάλια τους.
Του ζήταγαν για ακόμη μια φορά να μεσητεύσει στον Θεό να κάνει καλά το παιδί τους.
Και ω του θαύματος !!!!! εκεί κάπου στα ξημερώματα το παιδί ξαπλωμένο και ανήμπορο όπως ήταν να σταθεί στα πόδια του, μπροστά στην εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα, βλέπει τον Άγιο Σπυρίδωνα να βγαίνει από την εικόνα του να του απλώνει το χέρι δίνοντάς του κάτι, σαν ένα μικρό κομμάτι αντίδωρου έμοιαζε, και να του λέει σήκω.
«Σήκω και περπάτα, μπορείς, είσαι καλά τώρα»
Το παιδί σηκώνεται και ξαφνικά το βλέπουν οι γονείς του να περπατά, άρχισαν τα κλάματα. Αυτήν την φορά δάκρυα χαράς κύλισαν στα ξάγρυπνα πρόσωπά τους.
Δεν πίστευαν στα μάτια τους και όταν ρώτησαν το παιδί τους τι έγινε αυτό τους είπε τι είχε δεί.
Γονατιστοί ευχαριστούσαν τον Θεό, μα και τον Άγιο που πραγματοποίησε την μεγαλύτερη ευχή τους, να γιάνει το παιδί που τόσο αγαπούσαν.
Το θαύμα αυτό έγινε ξημερώνοντας του Αγίου Στεφάνου, δυστυχώς ο χρόνος μα και τα λοιπά στοιχεία δεν διεσώθησαν.
Διασώθηκε όμως η καταγραφή αυτού του θαύματος από τον έναν πρωθυπουργό της Ελλάδας. 
Τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.
Όχι μόνο κατέγραψε το θαύμα αλλά συνέταξε και ειδική ακολουθία για το γεγονός αυτό προς τιμήν του Αγίου Σπυρίδωνος και του Αγίου Στεφάνου ανήμερα της μνήμης του οποίου έγινε το θαύμα.
Από τότε και κάθε χρόνο ψάλλεται ανήμερα του Αγίου Στεφάνου αυτή η ακολουθία που συνέταξε ένας πρωθυπουργός και εκείνη την ημέρα σαν σήμερα δηλαδή στο Μεσολόγγι έχουν την λεγόμενη Μονοεκκλησία.
Τελείται δηλαδή (εκτός αν πέσει ημέρα Κυριακή) Θεία Λειτουργία μόνο στον μητροπολιτικό ναό της πόλης, αυτόν του Αγίου Σπυρίδωνος παρευρισκομένων όλων των ιερέων της πόλεως και σύσσωμου του πληρώματος της εκκλησίας.
Ενώ περίλαμπρο προσκυνητάρι με την εικόνα του μαρτυρίου του πρωτομάρτυρα και Αρχιδιακόνου Στεφάνου κοσμεί τον ναό.
Θαυμαστά τα έργα Σου Κύριε εν τοις Αγίοις Σου.!!!


11 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ: ΠΩΣ ΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΛΛΗ !

Άρθρο του di Michael Durnan
(Ο τίτλος και τα σχόλια στο τέλος, είναι του μεταφραστή Ιωάννη Αυξεντίου.)
Τα Χριστούγεννα είναι η πιο σκοτεινή περίοδος του χρόνου, στη Βόρεια Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Σε εκείνα τα παγωμένα εδάφη, το δένδρο των Χριστουγέννων είναι ένα ισχυρό Χριστιανικό σύμβολο, ένα φως λάμπει μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι. Τα φύλλα του, πάντα πράσινα, ξαναζωντανεύουν τα χειμωνιάτικα τοπία μας, σκοτεινά και στείρα, σε μία στιγμή του χρόνου στην οποία τα δένδρα χωρίς φύλλα στέκονται γυμνά, έρημα και σκελετωμένα. 
Πώς συνέβη τα κωνοφόρα, πεύκα και έλατα, να γίνουν αναγνωρίσιμα σύμβολα της Εορτής της Γεννήσεως του Χριστού;

Ένας Γερμανός πρίγκιπας του 19ου αιώνα.
“Σήμερα έχω δύο γιούς που ένοιωσαν μια ευχάριστη έκπληξη, εμπρός από το Χριστουγεννιάτικο δένδρο της Γερμανίας και τα λαμπερά κεριά του.”
Τα χριστουγεννιάτικα δένδρα έγιναν δημοφιλή στην Μεγάλη Βρετανία αφού ο Γερμανός σύζυγος της βασίλισσας Βικτώριας, ο πρίγκιπας Αλβέρτο, τα είχε εισαγάγει το 1841. Και αυτό που είχε εισαγάγει η Βασιλική οικογένεια έμελε να γίνει μία κοινωνική μόδα. Σύντομα, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο κατέστη ένα απαραίτητο στοιχείο των Βρετανικών Χριστουγέννων. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο πρίγκιπας Αλβέρτο, στην πραγματικότητα, έκλεινε τον κύκλο της βασιλικής ιστορίας του Χριστουγεννιάτικου δένδρου. Διότι, ήταν ένας Άγγλος αυτός που δώρισε μια φορά στον γερμανικό λαό το δένδρο των Χριστουγέννων.

Ένας μοναχός στον παγωμένο βορρά.
Απεικόνιση ανθρωποθυσίας στο Θεό Όντιν
Ήταν ένας Βενεδικτίνος μοναχός του 8ου αιώνα, ο Άγιος Βονιφάτιος από το Κρέντιτον (τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 5 Ιουνίου), του αγγλοσαξονικού βασιλείου του Ουέσσεξ, που έφερε πρώτος το Ευαγγέλιο στα γερμανικά φύλα της βορείου Ευρώπης. 
Σε αντίθεση με τους αγγλοσάξονες γερμανούς της Αγγλίας, οι γερμανικές φυλές της βόρειας ηπειρωτικής Ευρώπης ήταν ακόμη παγανιστικές. Λάτρευαν τον Οντίν και τον Θωρ-θεοί του βορρά αρχαίοι και άγριοι. Μία από τις πιο άγριες όψεις της θρησκευτικής βόρειας γερμανικής παράδοσης, ήταν η ανθρωποθυσία για τον εξευμενισμό των θεών-ιδιαίτερα του Οντίν, του βασιλιά των θεών, και του Θωρ, του θεού της βροντής.
Στην Αγγλία, ο Βονιφάτιος γνώριζε ότι ο εκχριστιανισμός είχε καταστείλει τις πιο βίαιες όψεις της αγγλοσαξονικής πολεμικής παράδοσης. Γνώριζε επίσης ότι το είχε καταφέρει, επικαλούμενος τα καλύτερα στοιχεία της. Ο Βονιφάτιος πίστευε ότι θα μπορούσε να πει το ίδιο για τα ξαδέλφια του τους γερμανούς, και ήταν αποφασισμένος να θέσει τέλος σε αυτή την βάρβαρη πρακτική, όταν ξεκίνησε την αποστολή του με τις γερμανικές φυλές.

Μια αρχαία βελανιδιά γεμάτη αίμα.
Σύμφωνα με το θρύλο, ο Βονιφάτιος είχε ενημερωθεί από τις φυλές σχετικά με το πότε είχε σχεδιαστεί η επόμενη θυσία, για να την αποτρέψει προσωπικά. Συγκέντρωσε μία ομάδα μοναχών του γύρω από την βελανιδιά που θεωρείτο ιερή στην Σκανδιναβική μυθολογία. Αυτή ήταν ο τόπος της αιματοχυσίας, όπου οι φυλές των Αλεμάνων πραγματοποιούσαν τις ανθρωποθυσίες τους. 
Το θύμα της θυσίας, ένα κοριτσάκι, ήταν ήδη έτοιμο, δεμένο στην βελανιδιά, αλλά πριν δοθεί το μοιραίο κτύπημα, ο Βονιφάτιος άρπαξε το τσεκούρι από τα χέρια του δήμιου. Ο Βενεδικτίνος μοναχός σπάει τις αλυσίδες που έδεναν το κοριτσάκι, των οποίων οι κρίκοι άνοιξαν κάτω από τα κτυπήματα της κοφτερής λεπίδας. Απελευθέρωσε το κοριτσάκι και μετά, γύρισε το τσεκούρι του προς την ιερή βελανιδιά.
Όταν ο μοναχός άρχισε να κτυπά τον κορμό, οι παρευρισκόμενοι έμειναν έκπληκτοι, πολύ εμβρόντητοι για να κινηθούν, ενώ εκείνος συνεχίζει να επιφέρει κτυπήματα. Η βελανιδιά έπεσε στο έδαφος χωρίς να προκαλέσει ζημιά, σε μία σιωπή που δεν προοιώνιζε τίποτα το θετικό.
Προς έκπληξη των άοπλων μοναχών, οι άγριοι Αλεμάνοι έπεσαν στα γόνατα γεμάτοι τρόμο. Προβλέποντας την οργή των θεών τους για αυτή την ιεροσυλία, τα μέλη της φυλής ήταν βέβαια ότι ο Βονιφάτιος θα χτυπηθεί από μία ακτίνα του σφυριού του Θωρ, που ονομάζεται "Μγιόλνιρ".

Ένα νέο δένδρο. 
Ατάραχος, ο Βονιφάτιος έσπασε την σιωπή. Μεγαλόφωνα, διέταξε τα μέλη της φυλής που ήταν γονατισμένα, να κοιτάξουν προσεκτικά την βάση της κομμένης βελανιδιάς. Εκεί, ανάμεσα στις ρίζες του δένδρου, έβγαινε από το έδαφος ένα νεαρό έλατο, ψηλό έως το γόνατο.
Ο Βονιφάτιος εξήγησε ότι ο Οντίν, ο Θωρ και οι άλλοι θεοί είχαν πέσει μαζί με την βελανιδιά, αλλά ο Θεός του Βονιφάτιου ήλθε για να φέρει σε αυτούς εκείνο το μικρό δένδρο που δεν χάνει ποτέ τα φύλλα του και είναι γεμάτο ζωή, ακόμη και μέσα στον βαρύ χειμώνα. Τους είπε, ότι τα φύλλα των ελάτων δείχνουν πάντα τον ουρανό, και ότι τα αειθαλή φύλλα αυτού του δένδρου, θα πρέπει να τους θυμίζουν ότι η αγάπη του τρισυπόστατου Θεού για αυτούς ήταν αιώνια. 
Τα πρώτα Χριστούγεννα μετά από αυτό το συμβάν, ο Βονιφάτιος τοποθέτησε ένα έλατο στο εσωτερικό της εκκλησίας , ως σύμβολο της αιώνιας αγάπης του Χριστού. 
Χάρη στις προσπάθειες του Βονιφάτιου, οι γερμανικές φυλές ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Ο Βονιφάτιος, που είχε γίνει επίσκοπος του Μάιντς, ίδρυσε αργότερα ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων στην Φούλντα. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της μακράς ζωής του στην Γερμανία, της οποίας αγάπησε τον λαό, καθιερώνοντας τον χριστιανισμό. Ήταν ήδη γέρος όταν μαρτύρησε προσπαθώντας να φέρει τον Χριστό στα νησιά Φρίσλαντ, στις Κάτω Χώρες, στις 5 Ιουνίου του έτους 754.
Για να απαλειφθεί από τον αρχαίο κόσμο ο παγανιστικός μεταφυσικός νόμος της θυσίας του αίματος, χρειάστηκε η θυσία του αίματος του Θεανθρώπου.
Σχόλια:
Η εποχή του Βονιφάτιου πέρασε, και μαζί με αυτήν χάθηκε από τις βόρειες χώρες, το πρώτο Χριστιανικό μήνυμα: ο παγερός προτεσταντισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος στα παγωμένα εδάφη του βορρά. Εκεί, γέννησε τον καπιταλισμό και την ιδέα μιας ''ανώτερης κάστας εκλεκτών'' (WASP), που ''δικαιούται'' να κυριαρχεί πάνω στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η κάστα ''εκλεκτών'' με το πέρασμα του χρόνου, έχασε τον θρόνο της εξαιτίας μίας άλλης ''εξ ανατολών κάστας εκλεκτών'', που τώρα καθοδηγεί τον κόσμο. 
Ας ελπίσουμε, ότι όπως το νεαρό έλατο ξεφύτρωσε μέσα από την κομμένη βελανιδιά, έτσι και ο αυθεντικός Χριστιανισμός να ξαναφυτρώσει στις χώρες του βορρά.
Κάσπαρ Ν. Φριντριχ, Ο Σταυρός στο δάσος

8 Δεκεμβρίου 2016

Τα Χριστούγεννα στη ζωγραφική.

Τα Χριστούγεννα στη ζωγραφική

Είναι παραμονές Χριστουγέννων! Για αυτό, ιδού κάποιοι πίνακες με χριστουγεννιάτικα θέματα. Απεικονίζουν οικογενειακές σκηνές με χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα.
Tο Χριστουγεννιάτικο δέντρο που στολίζει τα σπίτια των φτωχών και των πλουσίων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των Χριστουγεννιάτικων Ημερών. Στον παρακάτω πίνακα του Γερμανού ζωγράφου Franz Κrüger ένας άνδρας έχει βγει στο χιονισμένο δάσος μαζί με το γιο και το σκυλί του για να κόψουν το χριστουγεννιάτικο έλατο που θα διακοσμήσει την αγροικία τους.
Franz Κrüger (1797-1857), Παίρνοντας με το παιδί του χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Στον παρακάτω πίνακα του Γάλλου Marcel Rieder (1862-1942) μεταφερόμαστε σε μια σκηνή αστικής εύπορης οικίας. Η κυρία διακοσμεί το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι του σπιτιού της.
Marcel Rieder, Στολίζοντας το χριστουγεννιάτικο δένδρο. 1898. Ιδιωτική Συλλογή.
O Δανός ζωγράφος Viggo Johansen (1851-1935) απεικονίζει μία χαρούμενη οικογενειακή σκηνή γύρω από το φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι μίας εύπορης αστικής κατοικίας.
Viggo Johansen, Χαρούμενα Χριστούγεννα. 1891.
Στον παρακάτω πίνακα του Βρετανού ζωγράφου Albert Chevallier Tayler (1862-1925) γύρω από το φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο βρίσκεται μια ακόμη οικογένεια με πολλά παιδιά διαφορετικής ηλικίας. Το σπίτι πρέπει να είναι αγροτικό.
Albert Chevalier Tayler, To Χριστουγεννιάτικο δέντρο. 1911. Ιδιωτική Συλλογή.
Ο Βρετανός ζωγράφος Joseph Clark (1834-1926) της Βικτωριανής εποχής απεικονίζει μία οικογενειακή σκηνή από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι εύπορης αστικής οικογένειας.
Joseph Clark (1834-1926), Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Iδιωτική Συλλογή.
Μια σκηνή από χριστουγεννιάτικο έθιμο της αγγλικής υπαίθρου απεικονίζει ο Βρετανός ζωγράφος Thomas Falcon Marshall (1818-1878). Το πρωί των Χριστουγέννων παιδιά και μεγάλοι μαζεύουν κλαδιά.
Thomas Falcon Marshall, Χριστουγεννιάτικο πρωί. 1865. Ιδιωτική Συλλογή.
Tα Χριστούγεννα της εύπορης οικογένειας Blodgett στο σαλόνι του σπιτιού τους απεικονίζει ο Αμερικανός ζωγράφος Eastman Johnson. Στην άκρη δεξιά διακρίνεται το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ένα χριστουγεννιάτικο στεφάνι κρέμεται πάνω από την πόρτα.
Eastman Johnson, Χριστούγεννα. Οικογένεια Blodgett. 1864. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Ν. Υόρκης.
O Βρετανός ζωγράφος William Macduff (1824-1881) απεικονίζει μια οικογενειακή σκηνή από το χριστουγεννιάτικο πρωινό μίας αγροτικής οικογένειας. Μικροί και μεγάλοι γύρω από το φτωχικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι...
William Macduff, Χριστουγεννιάτικο πρωί σε αγγλική αγροτική κατοικία.
Δύο χαρούμενα κοριτσάκια παίρνουν το πρωινό τους στο κρεβάτι. Είναι πρωί Χριστουγέννων!
Joseph Clark (1834-1926), Χριστουγεννιάτικο πρωί.
Βλέποντας το φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δεντράκι ακούει μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Ακόμα ένας χριστουγεννιάτικος πίνακας από τον Δανό ζωγράφο Viggo Johansen.
Viggo Johansen, Χριστουγεννιάτικη ιστορία. 1935.
Και ένας πίνακας ενός Έλληνα ζωγράφου με θέμα το "Χριστουγεννιάτικο δέντρο" http://annagelopoulou.blogspot.gr/2011/12/blog-post_19.html). Το παιδάκι προσπαθεί να πιάσει ένα στολίδι από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Σπυρίδων Βικάτος (1878-1960), Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εθνική Πινακοθήκη.