ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

26 Νοεμβρίου 2013

Ανέλπιστη ευτυχία ! Του Γ.Κ.Χατζόπουλου- τ.Λυκειάρχη

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες
«Ανέλπιστη ευτυχία»
 
Η Σουσάνα κοσκίνισε από νωρίς το αλεύρι για να είναι έτοιμο κατά το μεσημέρι για ζύμωμα. Θα έκανε τα τσουρέκια και τα κουλουράκια για τις μεγάλες γιορτές, που πλησίαζαν.
Ο Αρίστος, από το έμπα ακόμη του Φθινοπώρου είχε γεμίσει την αποθήκη με καυσόξυλα από το προσήλιο μέρος του δάσους, που δεν απείχε και πολύ από το χωριό, που ήταν απιθωμένο στα ριζά του βουνού.
Νοικοκύρης ζηλευτός, ήθελε να τα έχει όλα έτοιμα πριν την ώρα τους. Δεν του άρεσε να τρέχει την τελευταία στιγμή. Όλοι στο χωριό είχαν να λένε για τη νοικοκυροσύνη του. Αν θέλανε να παινέψουν κάποιον για την εργατικότητά του, έλεγαν: «Να, είναι σαν τον Αρίστο».
Κι ο Αρίστος, που συνέβαινε να τ’ ακούει, δεν το πολυμετρούσε. Δεν καμάρωνε γι’ αυτό το παίνεμα, γιατί θεωρούσε ότι η εργατικότητα είναι μια από τις αρετές, που πρέπει να έχει κάθε άνθρωπος. Και δεν ήταν μόνον εργατικός ο Αρίστος. Ήταν και τίμιος και δίκαιος και πονετικός. Δε δυσκολευόταν να μοιράσει ακόμη και την μπουκιά του με τους συνανθρώπους του, που είχαν πραγματική ανάγκη. Το ίδιο συμβούλευε να κάνουν και τα παιδιά του. Ο Θεός, έλεγε συχνά, αγαπάει την ελεημοσύνη, όταν βέβαια την αξίζει κάποιος. Όταν δίνεις ένα με την ψυχή σου, ο Θεός σου δίνει δέκα. Η ευλογία του Θεού είναι μια σκεπή, που σε προστατεύει συχνά από κάθε κακό, έλεγε στο γείτονά του Λευτέρη, που είχε αντίθετη άποψη. Χέρια έχουν, μυαλό τους έδωσε ο Θεός, ας δουλέψουν να έχουν κι εκείνοι ! υποστήριζε ο Λευτέρης κάθε φορά που κάνανε λόγο για κάποιο συγχωριανό τους, που η ζωή δεν του πήγαινε καλά.
Η διαφορετική αυτή άποψη του Λευτέρη καθόλου δεν άγγιζε τον Αρίστο, που στο κύτταρό του ήταν βαθιά σφηνωμένη η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, έστω κι αν αυτός τύχαινε να τον πικράνει κάποια φορά. Και τον εχθρό σου ακόμη με το ψωμί να τον χτυπάς, συνήθιζε να λέγει ο Αρίστος και το εννοούσε.
Τάισε από νωρίς τα ζωντανά, έφερε κούτσουρα στο καθιστικό και τ’ αράδιασε δίπλα στο τζάκι. Η Σουσάνα είχε ακόμη αρκετό κουράγιο από τις δουλειές του σπιτιού. Πήρε το συρτό ξύλινο σκαμνί και κάθισε κοντά στο τζάκι για να μαλακώσει τα ξυλιασμένα δάχτυλά της. Λίγο πριν είχε βάλει στην πυροστιά την τσαγιέρα για το βραδυνό τσάι. Το είχε μαζέψει προς το τέλος του καλοκαιριού ο Αρίστος από τις πλαγιές του Καλέ. Ευλογημένο βοτάνι. Μόλις άρχιζε να βράζει μοσχοβολούσε το καθιστικό. Τούτα τα αγριοβότανα, χάρισμα απλόχερο του Πανάγαθου, ξαποσταίνουν την ψυχή και προστατεύουν το σώμα. Δεν είναι δηλητήρια σαν αυτά, που επινόησε το γραμματιζούμενο μυαλό για να ανακουφίζουν τον ανθρώπινο πόνο.
Η Σουσάνα δεν πρόλαβε να στρώσει τον χαμηλό ξύλινο σοφρά κι άρχισε να γαβγίζει απειλητικά ο Τσάκος. Ποιός να’ναι άραγε τέτοια ώρα αναρωτήθηκαν θορυβημένοι κι οι δυό τους. Τα απειλητικά γαβγίσματα του Τσάκου πύκνωσαν. Έριξε στις πλάτες του το χοντρό πανωφόρι ο Αρίστος και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Με το αχνό φως του γκαζοφάναρου διέκρινε μια μορφή που έτρεψε σύγκορμη. Ύψωσε το γκαζοφάναρο για να δει το πρόσωπο του απρόσκλητου επισκέπτη. Δεν του ήταν καθόλου γνωστή η φυσιογνωμία του. Δεν τον είχε ξαναδεί. Ούτε και του θύμιζε τίποτε. Έδιωξε τον Τσάκο, που υπάκουσε πρόθυμα στην επίπληξή του και αποσύρθηκε στο σπιτάκι του, που βρισκόταν δίπλα στον ορνιθώνα. Πλησίασε τον ξένο και τον κάλεσε να μπει μέσα. Φορούσε ένα κουρελιασμένο πανωφόρι χωρίς κουμπιά μ’ ένα σχοινί, σχεδόν χοντρό, στη μέση, να το κρατεί, όσο ήταν δυνατόν κλειστό.
-Με συγχωρείς, αφέντη, που ενοχλώ τέτοια ώρα. Είμαι ξένος και ξέμεινα. Δεν ξέρω κανέναν στο χωριό. Τυχαία ήρθα στην πόρτα σου. Συγχώρεσε το θράσος μου!
-Μη στεναχωριέσαι, άνθρωπέ μου! Δεν έκανες κανένα έγκλημα. Μη διστάζεις. Πέρασε μέσα.
Μπήκε δειλά ο ξένος στο καθιστικό. Όρθια και με την περιέργεια να τη ζώνει τον υποδέχθηκε ανέκφραστη η Σουσάνα. Προσπάθησε να ανταμώσει το βλέμμα του απρόσκλητου επισκέπτη, μα στάθηκε αδύνατο. Το είχε στυλωμένο στο πάτωμα, ενώ ταυτόχρονα έτριβε τα ξυλιασμένα χέρια του.
Το τσάι είχε βράσει αφήνοντας το μεθυστικό του άρωμα να διαχέεται σ’ όλο το δωμάτιο. Κατέβασε την τσαγιέρα κι έβαλε στη θέση της την κατσαρόλα γεμάτη νερό. Ύστερα ζήτησε από τον ξένο να βγάλει τα τριμμένα υποδήματά του και να πλησιάσει στο τζάκι. Πόνεσε η ψυχή της να τον βλέπει να τρέμει. Έφερε τη λεκάνη και καθαρές κάλτσες. Συνήλθε κάπως ο ξένος και ύψωσε το βλέμμα του. Κοίταξε και τους δυο στα μάτια αναζητώντας στις κόρες των ματιών τους την αλήθεια, που έψαχνε χρόνια. Δεν τον γελούσε η διαίσθησή του. Το αίμα στις φλέβες του άρχισε να ξυπνάει. Χάθηκε στο παρελθόν αναζητώντας τη βαθιά αποτυπωμένη στο μυαλό του εικόνα των ματιών του Αρίστου. Δεν είχαν χάσει καθόλου από τη λάμψη τους κι ας διάβηκαν μερικές δεκάδες χρόνια από τότε, που τους χώρισε η σκληρή μοίρα, την παγερή εκείνη νυχτιά στο δάσος της Καϊνάρτζας. Κυνηγημένοι από τους Τούρκους τσέτες χώθηκαν στο δάσος για να σωθούν. Ο πατέρας πήρε στην αγκαλιά του τον Στάθη κι η μάνα τον Αρίστο. Μα γρήγορα χάθηκαν στο σκοτάδι.
Η τύχη των δυο παιδιών, ύστερα από το χαμό των γονιών τους πέρασε στα χέρια άλλων. Τον Στάθη τον συμμάζεψε ένας Τούρκος και τον ανέθρεψε σαν παιδί του. Βέβαια δεν παρέλειψε να του κάνει περιτομή και να τον οδηγήσει στο τζαμί και να του αλλάξει το όνομα. Τον έβγαλε Γιουσούφ. Ο Αρίστος είχε την τύχη να πέσει στα χέρια ενός Ρωμιού, που είχε χάσει λίγο πιο μπροστά τα δυο του βλαστάρια. Τον πήρε στη θέση τους. Με χίλια βάσανα έφτασε στην Ελλάδα, όπου τον ανάστησε με πολλή αγάπη και τον έκανε νοικοκύρη δαχτυλοδειχτούμενο.
Όσο κι αν καλοπερνούσε ο Στάθης με τον θετό Τούρκο πατέρα, δεν ένιωθε ευτυχισμένος. Ο νους του ήταν στον Αρίστο. Κοιμόταν και ξυπνούσε με τον πόνο από το χαμό του αδελφού του. Έτσι τον νόμιζε. Μα ώρες ώρες κρυφόκαιγε στη σκέψη του η ελπίδα πως κάποια στιγμή, προτού κάνει το μεγάλο ταξίδι χωρίς γυρισμό, θα ξανάβλεπε τον αδελφό του, που η απουσία του τόσο πόνο του προκαλούσε.
Μάταια ο Αχμέτ προσπαθούσε να παντρέψει τον Γιουσούφ με την Αϊσέ. Κάθε φορά που του υπενθύμιζε ότι έπρεπε να κάνει δική του οικογένεια για να χαρεί κι αυτός εγγόνια, ο Στάθης – Γιουσούφ του απαντούσε ότι δεν ήρθε ακόμη η ώρα του.
Είδε και απόειδε ότι δε θα μπορούσε να γλυτώσει από την ασφυκτική πίεση του Αχμέτ, πήρε την απόφαση να φύγει.
Μια μέρα,  λίγο πριν το σούρουπο, πήρε μια τσάντα, έβαλε μέσα λίγο ψωμί και τυρί και χάθηκε στο δάσος. Μάταια τον περίμενε ο Αχμέτ να γυρίσει. Ποτέ δεν αργούσε τα βράδια ο Στάθης – Γιουσούφ.
Πέρασε τη νύχτα στο δάσος και, μόλις άρχισε να χαράζει, τράβηξε για την Αμισό. Ξεθεωμένος από την πεζοπορία, τράβηξε για το λιμάνι. Ένα ρωσικό φορτηγό ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για την Ελλάδα. Ήταν φορτωμένο με ποντιακά φουντούκια. Πλησίασε τον καπετάνιο, του έδωσε δυο χρυσές λίρες και με τη γλώσσα του σώματος του έδωσε να καταλάβει ότι θέλει να ταξιδέψει με το καράβι του. Η λάμψη του χρυσού λειτούργησε ως διαβατήριο χωρίς διατυπώσεις.
Η θάλασσα ήταν γαλήνια. Το ταξίδι ευχάριστο. Όμως η φουρτούνα της σκέψης ταρακουνούσε συθέμελα την ψυχή του Στάθη. Κάποτε φτάσανε στον Πειραιά. Παντού ελληνικές λαλιές. Αναγάλλιασε η ψυχή του. Η ελπίδα σε σπερματική μορφή άρχισε να γεννιέται μέσα του. Έπιασε κουβέντα με κάποιους, που μιλούσαν ποντιακά. Ρώτησε μήπως ξέρανε κάποιον Αρίστο Καπετανίδη. Έλαμψε το πρόσωπό του ενός. 
– Ναι, τον ξέρω! είπε. Είμασταν μαζί στο Ζάππειο, μα χωρίσαμε. Αυτός έφυγε για τη Μακεδονία. Σε ποιο ακριβώς μέρος πήγε, θα σε γελάσω. Θα τον ψάξεις ως παιδί του Ζαππείου. Ίσως, αν είσαι τυχερός, τον βρεις. Κι άλλοι πήγαν στη Μακεδονία και βρήκαν τ’ αδέλφια τους.
Γύρισε αρκετά μέρη της Μακεδονίας. Κανείς δεν μπόρεσε να τον διαφωτίσει. Απογοητεύτηκε. Μα πάλι η ελπίδα μέσα του δεν ξεθώριαζε. Πίστευε πως ο καλός Θεός θα έδινε ευχάριστο τέλος στην αγωνία του και θα τον λυπόταν.
Ένα βράδυ πήγε να φάει σε μια ταβέρνα, που είχε την επιγραφή: «Ταβέρνα ο Πόντος, Παύλος Καπετανίδης». Σκίρτησε η καρδιά του. Λες; αναρρωτήθηκε. Μπήκε μέσα κι έκατσε σε μια γωνιά. Τα ποντιακά έδιναν κι έπαιρναν. Κάποια στιγμή τον πλησίασε ο ταβερνιάρης με μια άσπρη πετσέτα στη μια μεριά του ώμου του.
-Τι θα φάει ο πατριώτης; τον ρώτησε.
-Του έδωσε την παραγγελία. Χαμψοφούστορο, λαχανοσαλάτα και λίγο κρασί, έναν κάρτο.
Ο ταβερνιάρης είχε τη συνήθεια να γνωρίζεται με κάθε νέο πελάτη του. Άκουσε με προσοχή την ιστορία του.
-Είσαι τυχερός, πατριώτη! του είπε. Ο Αρίστος, που ψάχνεις είναι γνωστός μου. Όταν κατεβαίνει στην πόλη, έρχεται και τρώει εδώ. Κι αυτόν τον τρώει το βάσανο. Νομίζω ότι θα ξαναγεννηθεί, άμα σε δει. Ζει με τον δικό σου το καημό. Θα πάρεις αύριο το βράδυ το τρένο και θα κατεβείς στο Κουζλούκιοϊ. Εκεί θα τον βρεις. Είναι ένας πολύ καλός νοικοκύρης. Φως στα μάτια σου. Αυτός πρέπει να είναι αδελφός σου. Μοιάζετε! Αχ, να ήμουν κι εγώ σαν κι εσένα τυχερός. Ψάχνω χρόνια την αδελφή μου και δεν μπορώ να τη βρω. Θα πεθάνω μ’ αυτόν τον καημό και δεν θα τη δω.

***
Όσην ώρα τον έβλεπε στα μάτια, τόσο και ξεκαθάριζε η εικόνα, που είχε αποτυπωμένη στο μυαλό του. Ύψωσε τα μάτια του προς το ταβάνι και κάνοντας το σταυρό του είπε: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, για το καλό , που μου έκανες. Δεν με νοιάζει πια. Τώρα μπορείς να με πάρεις!
Τα έχασε ο Αρίστος. Το ίδιο και η Σουσάνα. Τι είναι αυτά που λέει ο ξένος; Ποιος είναι; Μήπως δεν είναι στα καλά του; Θεέ μου, που μπλέξαμε;
-Έχεις δίκιο, Αρίστο, που δε με θυμάσαι. Μικρός ήσουν, όταν χαθήκαμε. Είμαι ο μεγάλος αδελφός σου, ο Στάθης! Είπε και βούρκωσε. Έφερε τα χέρια στο πρόσωπο για να κρύψει τα δάκρυά του. Πάγωσαν ο Αρίστος και η Σουσάνα. Δεν πίστευαν όσα άκουαν. Τα πάντα περίμεναν, όχι όμως και αυτό. Εφτά δεκάδες χρόνια κύλησαν για να γίνει μια τέτοια ανάσταση χάρη στη μεγαλοσύνη του Θεού, που εκπληρώνει διακαείς πόθους, που δεν ξεχνά όσους αληθινά τον πιστεύουν και τηρούν πιστά το θέλημά του.
Έγιναν ένα κουβάρι κι οι τρεις, ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν τις σκαμμένες από το χρόνο παρειές. Καλοδεχούμενες τέτοιες ευτυχίες, έστω κι αν έρχονται στο λυκόφως της ζωής. 
Ευτυχίες που ξανανιώνουν την ψυχή πλημμυρίζοντάς την από ανείπωτη χαρά.
 
Έζησαν ευτυχισμένοι κι οι τρεις μέχρι που ο Θεός τους κάλεσε κοντά Του

http://www.proinos-typos.gr/

22 Νοεμβρίου 2013

Οι Δροσουλήτες ! ( Της Κάπελης )


ΟΙ ΔΡΟΣΟΥΛΗΤΕΣ
Κωνσταντίνος Μουλαγιάννης

ΦΕΤΟΣ θα πήγαινε κι ο γερο- Κωνσταντής στης Κάπελης* τη Ράχη· έταξε και στο εγγόνι του τον Λάμπη, ότι θα τον έπαιρνε αντάμα, για να τού δείξει τους δροσουλήτες. Φόρεσε στραβά το κόκκινο φεσάκι του και την άσπρη πλισεδένια φουστανέλα με την ασημοπλουμισμένη φέρμελη, ποδέθηκε τα φουντωτά τσαρούχια του και ζώθηκε ακόμη τη φαρδιά μπαλάσκα με τη διμούτσουνη πιστόλα του. Οι χωριανοί τού το γύρεψαν σαν στερνή χάρη, τώρα στα γεράματά του, να τους συντροφέψει ώς τη Ράχη, για να υποδεχθούν τους επίσημους, που θα συνάζονταν ν’ αποθέσουν στεφάνια από βαγιόκλαδα και μυρτιές, που είχαν φτιάξει τα σχολιαρόπαιδα, όπως έκαναν κάθε χρονιά του Ευαγγελισμού τη μέρα.
 Καιρούς και ζαμάνια ορθώνεται περήφανη της Κάπελης η Ράχη, πιο πανώρια και ψηλή από τις άλλες ξέχωρα, που διαφεντεύει ολοχρονίς τριγύρω στην καρακαμπιά, ώς τα πέρατα που σβήνει το γέρμα τ’ ουρανού. Βουβή κι αγέραστη φιλιώνει με τα χιονόκαιρα και τα λιοπύρια, θαρρείς ατράνταχτος της λευτεριάς δραγάτης, που ξέμακρα ο Ρουφιάς* τού στέλνει την άχνα του προσκυνητάδες με τούφες από σύγνεφα, που αριοτυλίγουν την κορφή της. Εδά δεν καμαρώνει κανένα τεσσαράγκωνο κάστρο με τρύπιες πολεμίστρες να θυμίζουν τους ταμπουρωμένους υπερασπιστές του, μα οι σημερινοί στέριωσαν και στεφανώνουν μια ξάσπρουλη μαρμαρολιθιά, που χάραξαν στα πλευρά της λαβωμένους ξελευτερωτές· ένα τοξότη, ένα φουστανελά, ακόμη και φαντάρο.


************
ΕΙΧΕ και δεν είχε σηκωθεί δυο βοϊδόσκοινα ο ήλιος ανάμεσα στ’ αστραφτερά συγνεφάκια κι έστελνε τις ζεστές αχτίνες του στις λαμπερές δροσοσταλίδες, όντας σώθηκε η γιορτή στης Κάπελης τη Ράχη και πόρισαν οι συναγμένοι. Μα ο γερο-Κωνσταντής παράμεινε· ξέκοψε με το εγγόνι του παράμερα κι έκατσε πάνω σ’ ένα στουρνολίθι, ακουμπώντας στον κορμό μιας γέρικης βελανιδιάς.
–Και τι ’ναι, παππούλη, οι δροσουλήτες; ρώτησε το παιδόπουλο.
Ο γέρος το κράτησε στην αγκάλη ανάμεσα στα γόνατά του, του χάιδεψε την πλάτη με το κοκαλιάρικο χέρι του και του αποκρίθηκε, σαν να περίμενε το ρώτημα:
–Οι ξωμάχοι του τόπου διηγούνται, γιόκα μου, πως κάποιο από τούτα τ’ ανοιξιάτικα πρωινά ξαναφαίνουν ξαπλωταριά στη Ράχη αρίθμητες σκιές, θαρρείς λεφούσι* καβαλάρηδες και πεζοπόροι, που πιλαλάνε αλαφιαστά κι ανεμίζουν δόρατα και γιαταγάνια, κι άλλοι με γκράδες* σημαδεύουν. Κι όσο κανείς σιμώνει, τόσο τα φαντάσματα της δροσολογιάς ξεμακραίνουν, θαρρείς και ψάχνουν αν είναι ο τόπος λεύτερος κι ημερωμένα πια χάνονται στ’ ακροούρανα.
Άλλοι λένε πως τούτες οι ξωθιές ξεπετάγονται από την αυγινή πάχνη της δροσοσταλιάς, κι άλλοι από τις μακρουλές σκιές των δέντρων ή των μακρινών διαβατάρικων συγνεφιών της ανατολής· μα οι παλιότεροι είχαν να ’μολογάνε πως είναι ήρωες της λευτεριάς, που στοίχειωσαν και πλανιούνται από τα παμπάλαια χρόνια στην απλωσιά της Ράχης κι αλλοίμονο αν τη βρούνε σκλαβωμένη· θεριεύουν, ανταριάζονται και κονταροχτυπάνε τον κατακτητή, ώσπου να τον ξεκληρίσουν και να τον αποδιώξουν στα τρίσβαθα του ρούφουλα.
–Και πάλεψαν καμιά φορά με τους κατακτητές οι δροσουλήτες; ρώτησε πάλι ο Λάμπης.
–Πολλές φορές, γιόκα μου· το Εικοσιένα που η γενιά μας ολάκερη ξεσηκώθηκε με τα γιαταγάνια κι απόσωσε την τούρκικη σκλαβιά, στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, που οι φαντάροι μας πολέμησαν γενναία τους άδικους εχθρούς, κι άλλες φορές παλιότερα που δεν φθάνει ανθρώπου θυμητάρι.
–Και νίκησαν οι δροσουλήτες, παππούλη;
–Ναι, παιδί μου. Πάντα νίκησαν και θα νικούν, γατί ’ναι στοιχειωμένοι…
Για λίγο σώπασαν κι οι δυο. Ολόγυρα ακούγονταν λογής - λογής λαλήματα από τα θεοπούλια κι η βελανιδιά ανάδευε τους κλώνους της σαν να χάιδευε απαλά τα πηχτά μαλλιά του εφτάχρονου παλληκαριού, που αγνάντευε πέρα κατά το Ρουφιά, θαρρείς κι ανάμεσα στ’ ανταριασμένο ρουκούλημα της ποταμιάς του ξεδιάκρενε κλαγγή από δόρατα και γιαταγάνια, και σάμπως ντουφεκιές ακόμη. Σε μια στιγμή τα μάτια του στραφτάλισαν και μίλησε, δείχνοντας πέρα κατά την ξάκρια του λόγγου:
–Για ιδές, παππούλη, κείνη τη σκιά που πρόβαλε μπροστά στις άλλες· τι μεγάλη που ’ναι!… Είναι ο πιο τρανός καβαλάρης· και πώς τρέχει τ’ άλογό του! Ανεμίζει και το γιαταγάνι. Κι όλοι οι άλλοι γιατί τραβούν ξωπίσω του;…
-Είναι ο βασιλιάς τους, γιόκα μου, κατάφερε ν’ αποκριθεί ο γέρος με τη ματιά του βουρκωμένη. Ο βασιλιάς της αγάπης, που σύντα ζωντανέψει, θα λείψουν από τον κόσμο οι πόλεμοι κι όλοι οι άνθρωποι θα ’ναι ευτυχισμένοι…

************
–ΓΙΑΓΙΑΚΑ, πότε θα ζωντανέψει ο δροσουλήτης βασιλιάς; ρώτησε ο Λάμπης τη γρια-Κωνσταντινιά σαν κάθισαν αποσπερίς σιμά στο παραγώνι. Θέλω πολύ να ζωντανέψει, καλή μου γιαγιά, να μη σεργιανάει σαν σκιά ο καψερός! Να ’βλεπες τι ωραίος που ’ναι!…
–Σύντα νικήσει ο κάλεσιος το λάγιο* και ψοφήσει, τότε θ’ αναστηθεί κι ο βασιλιάς της αρετής του κόσμου, αποκρίθηκε ’κείνη γνέθοντας στη ρόκα της τη χιονερή τουλούπα.
Στερνά ξιστόρησε πως στις μαύρες νυχτιές της χειμωνιάς, που το πηχτό σκοτάδι τυλίγει ολάκερη την πλάση και τ’ αστροπελέκια σφυροκοπούν τη Ράχη και καμιά ανάσα δεν ξεθαρρεύει στ’ ανοιχτά, τότες ξερνάει κι ο Ρουφιάς το κολασμένο λάγιο κριάρι της κακίας από τα τάρταρα του μανιασμένου πέλαγου, που πηγαίνει να κονέψει στο ξάγναντο της Ράχης. Μα ξεπροβαίνει και το κάλεσιο της λευτεριάς γκεσέμι,* που παραφυλάει στα σύδεντρα της Κάπελης, και πιάνονται στο πάλεμα σαν ανήμερα θεριά. Παίρνουν φόρα από πολλές οργυές και χτυπιούνται απανωτά με τα πελώρια κουλουριαστά τους κέρατα, ώσπου ματώνουν, αποσταίνουν και ξελακίζουν στην κρυψώνα τους, το ένα κιοτισμένο από το άλλο. Ο θρύλος έπλασε και τραγούδι για την ανελέητη πάλη τους:

«Πάψε, Ρουφιά, το βουητό, πάψε και την αντάρα,
ν’ ακούσουμε τι γίνεται στου Πούσι* και στου Λάλα:
Εκεί παλεύουν τα στοιχειά στα θρυλικά μπεντένια,*
ο λάγιος και ο κάλεσιος, τ’ αφίλιωτα κριάρια,
του σκότους και της λευτεριάς τα φοβερά γκεσέμια*».


–Και ποιο κριάρι παραβγαίνει, γιαγιά; ξαναρώτησε το εγγόνι της.
–Κάθε φορά, γιόκα μου, που η δοξασμένη πατρίδα μας παλεύει τους βαρβάρους, νικάει ο κάλεσιος. Κάποτε όμως παραβγαίνει κι ο λάγιος όσο κρατάει η μπόρα κι η χώρα μαραζώνει στην αβανιά, μα και τότες ξαστερώνει και ξελαχιουρίζει ο λάγιος, γιατί δεν αντέχει το φως της μέρας.
–Και ζει, γιαγιά, το λάγιο ακόμη;
–Ζει και τριδονίζεται* στ’ αραχνιασμένα τρίσβαθα, ώσπου φέρνει τη διχόνοια στους ανθρώπους κι αρχινάνε τ’ άγρια μπουμπουνητά. Μονάχα αντρειωμένοι το γκρεμοτσάκισαν κάμποσες φορές, μα δεν κατάφεραν να το ξεκληρίσουν. Πάνε χρόνια τώρα που κι ο παππούλης σου το σκάγιασε με την παλιότσαγκρα* στον πόλεμο της λευτεριάς, μα βρέθηκε με το ζερβί του χέρι λαβωμένο, γιατί ’ναι –βλέπεις– δαιμονικό τ’ αφορισμένο λάγιο…
–Και πώς θ’ αφανισθεί;
–Σύντα μονοιάσει όλη η γης και βασιλέψει η ειρήνη, δεν θά ’βρει στέκι πουθενά για τον απάνω κόσμο κι ο ήλιος θα το σβήσει.
–Γιαγιάκα, σαν θα τρανέψω, θα πάρω την παλιότσαγκρα να πάω να καρτερέσω, το λάγιο να λαβώσω στα στήθια μέσα στην καρδιά και στην κακή την κεφαλή του, για να ξεμείνει ανήμπορο στο χάραμα του ήλιου, να τυφλωθεί καταλιακού, να πέσει του θανάτου με βόγγητα κι αφρούς… Να αναστηθεί κι ο ξακουσμένος βασιλιάς της αρετής του κόσμου!…
 ____________

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: Κάπελη, Πούσι=τοπωνύμια του όρους Φολόη κοντά στο χωριό Λάλα, όπου διεξήχθη πολύμηνη μάχη στην αρχή της επαναστάσεως του 1821, Ρουφιάς=ο Αλφειός ποταμός, λεφούσι=πλήθος, γκρας=παλαιό οπισθογεμές όπλο, λάγιο=μελανόχρωμο (κριάρι), γκεσέμι=κερασφόρος οδηγός ποιμνίου, μπεντένι= έπαλξη, τριδονίζεται= διαβολίζεται, τσάγκρα= παλαιό κυνηγετικό ντουφέκι.
 

 

Photo
  Ο Κωνσταντίνος Αποστ. Μουλαγιάννης, Αρεοπαγίτης ε.τ. - Λογοτέχνης, γεννήθηκε το έτος 1939 στο χωριό Λάλα της Αρχαίας Ολυμπίας, όπου μαθήτευσε στο Δημοτικό Σχολείο και τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Το έτος 1954 αναχώρησε στην Αθήνα, όπου περάτωσε το εξατάξιο Νυχτερινό Γυμνάσιο με «άριστα» και στη συνέχεια τη Νομική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών το έτος 1963, εργαζόμενος παραλλήλως ως Τεχνικός Τύπου και δημοσιεύοντας ποιήματα και χρονογραφήματα σε διάφορα έντυπα, ενώ το έτος 1960 εξέδωσε ποιητική συλλογή με τίτλο «Ανθοί στ’ αγκάθια».
Ακολούθως υπηρέτησε ως έφεδρος Αξιωματικός και το έτος 1966 διορίσθηκε Δικηγόρος Αθηνών. Το έτος 1968 μετά επιτυχή δοκιμασία διορίσθηκε Έμμισθος Πάρεδρος Πρωτοδικείου και υπηρέτησε τη Δικαιοσύνη επί 38 έτη μέχρι και τον βαθμό του Αρεοπαγίτη, τον οποίο διατηρεί τιμητικώς μετά τη συνταξιοδότησή του το έτος 2006.
Στο μεταξύ δημοσίευσε νομική διατριβή με τίτλο «Το Συνταγματικό Δικαστήριο» και ήδη συνεχίζει την λογοτεχνική του ενασχόληση, που είχε ανασταλεί λόγω των υπηρεσιακών και οικογενειακών του υποχρεώσεων (είναι έγγαμος και πατέρας δύο τέκνων). Τιμήθηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών με το Α΄ Βραβείο ποιήσεως στον πανελλήνιο διαγωνισμό του έτους 2007 για το ποίημά του «Εγερτήριο» και έχει προς έκδοση μία συλλογή διηγημάτων και μία ποιημάτων έμμετρης διασκευής μύθων του Αισώπου, ενώ έργα του ανθολογήθηκαν στον 17ο τόμο της «Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (Χάρη Πάτση). Παραλλήλως δημοσιεύει επίκαιρα άρθρα γενικού ενδιαφέροντος σε διάφορα έντυπα των Αθηνών

20 Νοεμβρίου 2013

Η ΔΟΛΙΑ Η ΜΑΝΝΑ- Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ

Χαροπάλευε η δόλια η μάννα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Είταν τρία νυχτόημερα του θανατά. Τρεις νυφάδες, δυο γυιοί, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλοναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγη μες από τα σπλάγχνα της, δε μπορούσε να γεμίση τον τόπο του τρίτου γυιού της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακρυά στην Ξενιτειά. Χαροπάλευε και ξωλαλούσε η δόλια η Μάννα, κι' όλα τα ξωλαλήματά της είταν για τον ξενιτεμένο της το Βασίλη.
— Την ευχή μου νάχετ' όλοι σας, κι' ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνη και μάλαμμα να γίνωνται.
Από τη δεξιά τη μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε το χέρι.
— Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου.
Έλεγε με πόνο η δόλια η Μάννα.
Κι' ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του Ξενιτεμένου, που βουλιέται να γυρίση στην πατρίδα του.

 «Τώρα είν' ο Μάης κι' η άνοιξη, τώρα 'ντό καλοκαίρι,
«Τώρα κι' ο Ξένος βούλεται στον τόπο του να πάη…
«Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλλιγόνει
«Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια.. »


 Τώλεγε και το ξανάλεγε αυτό το τραγούδι και μέσα στο παραλόγισμα του θατανά έχανε τους στίχους κι' έλεγε αλλ' άντ' άλλων, κι' έδινε διαταγές, σαν όταν είταν γερή:

— «Κώσταινα! Εσύ να πας για ξύλα σήμερα!…. »
— «Εσύ, Γιώργαινα να μάσης τα σκουτιά και να πας στο πλύμα!.. Ο Κώστας να πάη στα πρόβατα, κι' ο Γιώργης στο ζευγάρι»
— «Εσύ, Βασίλαινα να ζυμώ'ης καθάριο και να φκιά'ης πρόσφορα.. Να φκιά'ης και πήττα!… Τα παιδιά όλα τα προσέχω εγώ.. Σηκωθήτε όλοι και στες δουλειές σας! Έδωκε ο Θεός τη μέρα του…. τι περιμένετε»;
— «Ξιουουουού!.. παλιόκοττες που να σας μάση ο μπούφος! μου λερώνετε την πρόκοβα! Ξιουουουού»!

Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη. Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνιά στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι' είπε:
— «Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας»!
Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό. Ύστερα είπε:
— «Αν ήξερα, ότι ο Βασίλης μου θάρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα βαστούσα στα δόντια μου την ψυχή ως που νάρθη, κι' ύστερα θα πέθαινα ευχαριστημένη. Μη νομίζετε, ότι δεν σας αγαπώ εσάς τους άλλους, αλλ' ο πόνος της Ξενιτειάς είναι βαθύτερος και με κάνει να πονώ πλειότερο αυτήν την ώρα τον Βασίλ' μου, γιατί δεν τον βλέπω μπροστά μ'. Έτσι λέει και το τραγούδι:

 «Κι' ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει… »

 Ύστερα απ' αυτά τα λόγια, την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε κάμποση ώρα, κι' ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα:
— Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο-τρία ντουφέκια στην αράδα.. θάναι ο Βασίλ'ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου:.

«Πώχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια… »

 Σηκωθήτε όλοι να τον καρτερέσετε στην αυλή.. Μην του πήτε πως είμαι του θατανά και σκανιάση… Πέτε του ότ' είμαι λιγάκι άρρωστη… Ότι με πονεί το κεφάλι…… Όχι, όχι.! Πέτε του καλύτερα, ότι χτύπησα στο ποδάρι και για αυτό δεν μπόρεσα να βγω να τον καρτερέσω…. Μη βγαίνετε όμως όλοι έξω… Ας μείνουν κι' ένας-δυο μέσα μ' εμένα, γιατί φοβούμαι να μείνω μοναχή μου…
Κι' ενώ έλεγε και ξανάλεγε όλα αυτά τα ξωλαλήματα, τα παιδιά της, γυιοί της, θυγατέρες της, νυφάδες της, γαμπροί της κι' αγγόνια της, κάθονταν ολόγυρα στο στρώμα της και περίμεναν με βουρκωμένα μάτια το τέλος της. Σ' αυτό απάνω, ανασηκώθηκε λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της κατά τη θύρα κι' είπε:
— Ανοίξτε τη θύρα κι' αναμεράστε όσοι είστε μπροστά, γιατί μ' εμποδίζετε να ιδώ. θέλω να τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνη μέσα μ' όλη του τη λεβεντιά..
Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να είταν γερή.

 «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι,
«Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.
 «Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει,
«Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει.
«Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου,
«Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου.


 Ύστερα άλλαξε το σκοπό:

 «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;
«Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
«Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι..
«Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι..


 Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη. Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου, που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο. Ανησύχησαν όλοι κι' άρχισαν με κλάμματα να την κουνούν, για ν' ανοίξη και να ιδούν για ύστερη φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της τα λόγια.
Η δόλια η Μάννα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα τα μάτια, και κύτταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους έδωκε την ευχή της ολωνών.
— «Νάχετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά! Να ζήσετε καλοκαρδισμένοι και να γεράσετε με παιδιά και μ' αγγόνια, και σύντομη Ξενιτειά, δυο-τρία χρόνια το πολύ. Οι μικρότεροι να σέβεστε τους μεγαλύτερους κι' οι γυναίκες τους άντρες. Έτσι να κάνετε για νάχετε την ευχή μ' ολάκερη. Μην κλέψετε, μην φονέψετε, μην πορνέψετε, μην ψευτομαρτυρήσετε. Έτσι είπε ο Θεός. Να δίνετε ελεημοσύνη όσο μπορείτε. Η ελεημοσύνη βγαίνει με το βελόνι και μπαίνει με το σακκί. Να μην καταφρονήτε κανένα, να κρατάτε το θυμό σας και να φοβάστε τον Θεό. Κάνοντας αυτά θα ζήσετε καλά στον κόσμο… Ύστερα από λίγο δε θα είμαι εδώ-κάτω… Παιδιά μου πεθαίνω!
 Όλοι άρχισαν να κλαιν και να της φιλούν το μέτωπο και τα χέρια. «Μάννα μ'!» φώναξαν όλα τα στόματα του σπιτιού. Τα μάτια της δόλιας της Μάννας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα η πλειο μικρή κι' η πλειο αγαπημένη της νύφη άρχισε πρώτη το μυρολόγι. Ο ήχος του μυρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια Μάννα. Ξανάνοιξε τα μάτια της και τα χείλια της, κι' είδε για ύστερη φορά τα παιδιά της και τους είπε τα πλειο υστερινά λόγια:
 — Η Ξενιτειά του Βασίλη μου με στέλλ' στον Κάτω Κόσμο πικρή- φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν την καρδιά. Μώρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές, σπλώνοι και πικραγγουριές. Σας αφίνω διάτα, όταν έρθ' με το καλό ο Βασίλ'ς μου, όταν σας πάρουν τα σχαρήκια, νάρθ' ένας σας απάνω στο μνήμα μου, να ρίξ' τρία βροντερά ντουφέκια και να μου φωνάξ' δυνατά:
— «Μάννα, ήρθ' ο Βασίλ'ς!»
Τ' όνομα του Βασίλη είταν η υστερινή της λέξη. Η δόλια η Μάννα δεν είταν πλειο στη ζωή. Αντήχησαν τα μυρολόγια, δυνατά, κι' όλο το Χωριό έτρεξε στο χαροχτυπημένο σπίτι.
 Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα. Τον θάνατο της μάννας του δεν του τον είχαν γράψει τ' αδέρφια του για να μην του φανή πικρότερος στην Ξενιτειά, και τον περίμεναν ναρθή και να τον μάθη στην αγκαλιά του σπιτιού του. Πέρασε ο Άη- Δημήτρης, πέρασε των Ταξιαρχών, Πέρασε κι' ο Άη-Νικόλας και ζύγοναν και τα Χριστούγεννα.

 Ένα απόγευμα πρόβαλε ένας συχαρηκιάρης κι' άρπαξε το μαντήλι από το κεφάλι της Βασίλαινας!

 — Ο Βασίλ'ς! της είπε λαχανιασμένος.


 Εκείνη η στιγμή είταν η πρώτη χαρούμενη στιγμή, αφόντας είχε πεθάνει η δόλια η Μάννα, που αιστάνονταν το χαροκαμένο σπίτι. Η Βασίλαινα για μια στιγμή τάχασε από τη χαρά της, άμα άκουσε το χαρμόσινο άγγελμα.. ύστερα από λίγο συνήρθε, έτρεξε στην κασσέλλα της, την άνοιξε, έκοψε ένα μικρό φλωρί από την τραχηλιά της, το έδωκε του σχαρηκιάρη, κι' ενώ το σπίτι γένονταν άνω κάτω από τη χαρά, και μικροί-μεγάλοι έτρεχαν τον κατήφορο να δεχτούν τον Ξενιτεμένο, αυτή ξεκρέμασε το ντουφέκι και τες παλάσκες από τον τοίχο και τράβησε κατά το νεκροταφείο, στο μνήμα της δόλιας της Μάννας, κι' εκεί απάνω έρριξε τρία ντουφέκια στην αράδα «μπαμμ!» μπαμμ!» «μπαμμ!» κι' ύστερα φώναξε με όλη τη δύναμη της:

— «Μάνναααα! ήρθ' ο Βασίλ'ς!»


Σημείωση δική μου:
Εγώ τι να πώ που με πήρανε τα κλάματα ! ! !.....
Ι.Β.Ν.

Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ ΧΑΡΑΛ. ΑΝΤΡΕΑΔΗΣ
ΑΘΗΝΑ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Δ. Γ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ
 8 — Δρόμος Πραξιτέλη — 8
1907

7 Νοεμβρίου 2013

Απο το δικό μας τον Πύργο, της Ηλείας !


"Gruss von Pyrgos Domenikakirche"

Σε μια βαριεστημένη μου βόλτα στα παλαιοπωλεία της Πλατείας Αβησσυνίας τον περασμένο Απρίλιο, φυλλομετρώντας ένα λεύκωμα με παλιές καρτ ποστάλ από τα νησιά και πλησιάζοντας στο τέλος του, το βλέμμα μου τράβηξε το όνομα «Pyrgos», γραμμένο επάνω σε μία κάρτα που έδειχνε το εσωτερικό μίας εκκλησίας. Το κείμενο στο περιθώριο της φωτογραφίας, που έχει αποσταλεί στις 8 Αυγούστου του 1906, είναι γραμμένο με μολύβι στη γερμανική γλώσσα. Αναρρωτήθηκα ποιος Πύργος από όλους να ήταν και σκέφθηκα ότι μάλλον θα ήταν της Τήνου. Μια δεύτερη ματιά με έκανε να προσέξω την οροφή, το ξυλόγλυπτο αέτωμα και το γυναικωνίτη σχήματος Π. Όλα έμοιαζαν με τα γνωστά της Αγίας Κυριακής. «Αν στα δεξιά του τέμπλου υπάρχει ο Άγιος Τρύφων, τότε σίγουρα είναι η Αγία Κυριακή του Πύργου», σκέφθηκα. Και όντως στα δεξιά διακρίνεται το βαΐον του φοίνικος που κρατεί ο Άγιος.
 Χαρούμενος για την ανακάλυψη, ρώτησα την τιμή. Τρία ευρώ! Καμμιά φορά οι θησαυροί μπορεί να στοιχίζουν ελάχιστα. Η συλλογή μου με παλιές φωτογραφίες της Ηλείας και του Πύργου έχει αρχίσει να αποκτά υπόσταση, ωστόσο ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα έβρισκα κάτι τέτοιο.
 Και μία γλωσσολογική παρατήρηση. Ο εκδότης απέδωσε στη γερμανική γλώσσα το όνομα της Αγίας Κυριακής ως Domenika. Ωστόσο η γερμανική λέξη για την εκκλησία "kirche" προέρχεται από την ελληνική λέξη «κυριακόν», αφού «κυριακόν δώμα» ονομαζόταν ο οίκος του Θεού, δηλαδή η εκκλησία, ο ναός. Η λέξη της ελληνικής κοινής διαμέσου των Γοτθικών ιεραποστολών πέρασε στις γερμανικές και τις αγγλικές διαλέκτους, αλλά και σε άλλες γλώσσες της Βόρειας Ευρώπης.
 Έτσι η Αγία προστάτις των Δημητσανιτών και των Πυργίων, παρά τη μετάφραση του ονόματός της, πήρε την εκδίκησή της με τη βοήθεια της εφευρετικής ελληνικής γλώσσας.

Πηγή: Βυτιναιος



Συμπληρώνω εγώ απο τη σελίδα:

http://dionisisfrance.wordpress.com/2013/04/30

 Ο Ιερός Ναός Αγίας Κυριακής είναι πιθανόν ο μοναδικός τού είδους του στην Ελλάδα, κι αυτό εξαιτίας του νεογοτθικού αρχιτεκτονικού ρυθμού του! Πρόκειται για εναν από τους πρώτους ναούς που κτίστηκαν στον Πύργο. Εγκαινιάστηκε επί βασιλείας Όθωνα (!) και φέρει τοιχογραφίες του Ζακυνθινού αγιογράφου Ταμβάκη. Μια παράδοση αναφέρει μάλιστα πως στα εγκαίνιά του, παρευρέθηκε ο ίδιος ο Όθωνας. Κάθε χρόνο στα τέλη Ιανουαρίου, η Αγία Κυριακή δέχεται τη θαυματουργή εικόνα του πολιούχου Αγίου Χαραλάμπους από το ναϊσκο του και η εορτή του τιμάται εκεί. Από αυτό το λόφο της πόλης ξεκινά και η συνοικία του Αγίου Χαραλάμπους ή Κανούλια και φτάνει έως το πάρκο της Αγίας Βαρβάρας

 

4 Νοεμβρίου 2013

Το Κάστρο της Νεράϊδας...

Το Κάστρο της Νεράϊδας
(Παλιά ιστορία σε καινούργιο παραμύθι)


Μια φορά κι έναν καιρό, τον παλιόν καιρό, ζούσαν μέσα στες θάλασσες, στες λίμνες και στα ποτάμια κάτι πανώριες κορασιές, χωρίς νάχουν μάννα και πατέρα ή κι' αδέρφια , που δεν γέραζαν ποτέ, όσα χρόνια κι' αν περνούσαν από τα πάνω τους, κι' αυτές οι κορασιές λέγονταν Νεράιδες.

Σ' εκείνα τα μακρυνά χρόνια, που ζούσαν οι Νεράιδες στα διάφορα στεκούμενα νερά, ζούσαν κι άλλες πανώριες κορασιές, μέσα στ' απάτητα λόγγια, στα λαγκάδια και γύρα στες κρουσταλλένιες και καθαρογάργαρες βρύσες και στες νεροσυρμές, οι Ξωτικές, κι αυτές χωρίς μάννα και πατέρα κι αδέρφια, που δεν γνώριζαν ποτέ τα γεράματα κι είχαν απάνω-κάτω τα ίδια ιδιώματα με τες Νεράιδες.


Καμμιά φορά Νεράιδες και Ξωτικές, που θεωριώνταν συναμεταξύ τους ως πρωτοξαδέρφες, ανταμόνονταν, όπως τες έφερναν οι άνεμοι: ή στη θάλασσα και στες λίμνες, αν ο άνεμος είταν βουνίσιος, ή στους λόγγους αν ο άνεμος είταν θαλασσινός. Τότε γένονταν μεγάλο πανηγύρι και μεγάλη χαροκοπιά..


Τον καιρό εκείνο, που είχαν τα ποτάμια, οι λίμνες κι οι θάλασσες Νεράιδες, και τα λόγγια, οι λαγκαδιές, οι νεροσυρμές κι οι βρύσες Ξωτικιές, υπήρχαν κι εδώ στη λίμνη μας τέτοιες Νεράιδες και στα λόγγια μας, στα λαγκάδια μας, στες νεροσυρμές μας και στες βρύσες μας τέτοιες Ξωτικές....


Τον καιρό εκείνο, που υπήρχαν οι Νεράιδες κι οι Ξωτικιές στα νερά και στα λόγγια, δεν είταν ακόμα χτισμένα τα Γιάννινά μας αυτού που βρίσκονται σήμερα. Δεν υπήρχε καθόλου πολιτεία με τέτοιο όνομα. Υπήρχε όμως μια παλιά πολιτεία, κάτω από το Κάστρο των Ελλήνων, που λέγεται σήμερα Καστρίτσα και τώχε γκρεμίσει η Μονοβύζα πριν από πολλά - πολλά χρόνια. Αυτή η πολιτεία λέγονταν Εροιβιά. Την ώριζε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο, μ' όλον τον τόπο: βουνά και κάμπους, που βρίσκονταν ολόγυρα. Αυτό το βασιλόπουλο, ενώ είχε όλα τα καλά του και τ' αγαθά του ως βασιλειάς, στέρνες γεμάτες φλωριά, αμέτρητα κοπάδια γιδιπρόβατα, χιλιάδες αλογοφοράδια, μουλάρια και βώδια, δεν γνώριζε καλή μέρα. Τώτρωγε μέρα-νύχτα η πίκρα την καρδιά. Δεν γελούσε, δεν τραγουδούσε, δεν χαίρονταν τα νειάτα του και δεν παντρεύονταν, γιατί δεν μπορούσε να βρη γυναίκα της αρεσιάς του, τη γυναίκα, πώβλεπε κάθε νύχτα στον ύπνο του. Περπάτησε Ανατολές και Δύσες γυρεύοντας την , αλλά δεν την απαντούσε πουθενά, όπου κι αν πήγαινε όπου κι αν γύριζε...


Ένας παλιός δούλος του παλατιού του, εκατοχρονιάρης, βλέποντας το βασιλόπουλο να μαραίνεται μέρα με την ημέρα, τον πόνεσε η καρδιά του και τον ρώτησε:
-Γιατί δεν γελάς και δεν χαίρεσαι, μον στέκεις πάντα μελαγχολικός και μαραίνεσαι;. Πες μου τον καϋμό σου, γιατ' είμαι εκατό χρονών γέροντας κι έχουν ιδεί πολλά τα μάτια μου στη ζωή μου και ξέρω πολλά πράγματα...
Ίσως μπορέσω να σου δώκω καμμιάν ορμήνεια....
-Αγαπώ μια πανέμορφη κορασιά, πλειό ώμορφη κι απ' τον αυγερινό, και τον αποσπερίτη, πλειό ώμορφη κι απ' τη χρυσαυγή...Μια κορασιά, που την βλέπω κάθε νύχτα στον ύπνο μου, κι έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, Ανατολή και Δύση, και δεν μπόρεσα, ούτε μπορώ να την βρω!... Τι τα θέλω, λοιπόν, τα καλά , πώχω; Τι την θέλω τη ζωή, αφού δεν μπορώ να βρω και ν' αποχτήσω εκείνη, που κάνη την καρδιά μου να ματόνη; Καλύτερα να πεθάνω , μια για πάντα, παρά να πεθαίνω κάθε μέρα και να ζω έτσι που ζω, πεθαμένος κι άθαφτος!


Τότε του απάντησε ο γέρος:
-Αφού δεν σου αρέσει καμμιά γυναίκα στον Κόσμο, τότε να προσπαθήσης και να μπορέσης να πάρης καμμιά Νεράιδα για γυναίκα σου. Δύσκολο πράγμα αυτό, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βρης και να πάρης την γυναίκα που εινορεύεσαι. Για να το κατορθώσεις αυτό, πρέπει να πας μια νύχτα, πριν τα μεσάνυχτα σε μιαν ακρολιμνιά της Λίμνης μας, πριν βγουν οι Νεράιδες να στήσουν το χορό τους και να κρυφτής σ' έναν καλαμιώνα, έτσι που να μην μπορεί να σε ιδή μάτι και να περιμένης εκεί ως που να βγούν, κατά τη συνήθειά τους από την Λίμνη, να ρίχνουν τους πέπλους τους απάνω στα καλάμια και ν' αρχίζουν να χορεύουν, και τες ακούσης να τραγουδούν, να πεταχτής απ' την κρυψώνα σου, σαν γεράκι γλήγορος και ν' αρπάξης έναν πέπλο, όποιο κι αν είναι, από τ' απλωμένα στα καλάμια και να φύγης προς το παλάτι σου....


Φτάνοντας στο παλάτι να πετάξης αμέσως τον πέπλο στη φωτιά να γένη στάχτη...Τότες η Νεράιδα εκείνη θα γένη γυναίκα σου!
Ακούοντας αυτά τα λόγια το βασιλόπουλο, πήγε την ίδια νύχτα σε μια ακρολιμνιά την ώρα που βγήκαν οι Νεράιδες από τη Λίμνη κι άπλωσαν τους πέπλους.. αυτό πετάχτηκε... άρπαξε έναν πέπλο και δρόμο , σαν αλάφι, για το παλάτι του.
Βλέποντας αυτό η Νεράιδα..έτρεξε σαν τρελλή, από κοντά του, παρακαλώντας και κλαίγοντας, να της τον δώκη, αλλά πού της τώδινε αυτός, και τη στιγμή , που μπήκε στην αυλή του παλατιού του, αυτός μπροστά κι εκείνη πίσω, βρήκε τους ζυμωτάδες να ζυμώνουν ψωμί και τους φούρνους αναμμένους κι έρριξε τον πέπλο της Νεράιδας σ' έναν από τους αναμμένους φούρνους, κι έγεινε στάχτη.
Τότε η Νεράιδα έπαψε τες παρακάλιες και τα κλάματα, έπεσε στα γόνατα του, κι ώμωσε ότι γένονταν γυναίκα του. Το βασιλόπουλο την κύτταξε τότε κατάματα την Νεράιδα στο πρόσωπό της, την γνώρισε ότι είταν εκείνη, πώβλεπε τόσον καιρό στα είνορά του, και, μαγεμένος από την άρρητη ωμορφιά της, διαλάλησε την άλλη μέρα σ' όλο το Βασίλειο του, ότι βρήκε την γυναίκα, που γύρευε, κάλεσε στον γάμο όλη την αρχοντολογιά άντρες , γυναίκες και παιδιά, κι έγεινε ο γάμος κι χαρά που βάσταξαν βδομάδες....


Γενόμενη βασίλισσα η Νεράιδα , βαφτίστηκε Χριστιανή Ορθόδοξη κι ωνομάστηκε Γιάννω..
Η Νεραϊδοβασίλισσα Γιάννω, είταν, κατά το φαινόμενον μόνον ευτυχισμένη κι ευχαριστημένη με τη νέαν κατάσταση της ζωής της...
Μια μέρα την έπιασε ο Βασιλειάς ν' αγναντεύη την Λίμνη, να κλαίγη και να μοιρολογάη και να τρέχουν τα δάκρυα της , σαν βρύσες, απάνω στα κάτασπρα μάγουλά της.


- Δεν μ' αγαπάς, Βασίλισσα γυναίκα μου, της είπε. Δεν μ' αγαπάς...
-Σ' αγαπώ, άντρα μου Βασιλειά, του απάντησε εκείνη, σ' αγαπάω και σε λατρεύω, αλλά με τρώει κι ο πόνος των τριάντα εννιά αδελφάδων μου, που τες ξεχωρίστηκα και τες έχασα έτσι έξαφνα κι αναπάντεχα...
-Αλλ' αφού κάηκε ο πέπλος σου και δεν μπορείς να ζήσης πλειό μαζή τους , μέσα στα νερά της Λίμνης, όπως ζούσες έναν καιρό, γιατί κλαις στα χαμένα;
-Αλήθεια λές, άντρα μου Βασιλειά, θα μπορούσα όμως να παρηγορηθώ λίγο , αν μώχτιζες ένα παλάτι απάνω σ' εκείνον τον μεγάλο βράχο, που βρίσκεται ψηλά από την λίμνη κι αντίκρυ στο Νησί. Έτσι θα μπορούσα να βλέπω και ν'ακούω τες αδελφές μου τα μεσάνυχτα με το φεγγάρι, ή με την αστροφεγγιά και τα μεσημέρια το καλοκαίρι, κάτω από το ηλιοστάλαμμα.


-Μετά χαράς σου, Βασίλισσα γυναίκα μου! Θα γένη το θέλημά σου...
Της απάντησε ο βασιλειάς κι αμέσως διαλάλησε σ' όλα τα μαστοροχώρια και μαζεύτηκαν στην Εροιβιά χίλιοι μαστόροι και σε τρία χρόνια έχτισαν το Κάστρο της Νεραϊδοβασίλισσας Γιάννως, που σώζεται ως τα σήμερα, και στην άκρη του Κάστρου, ψηλά από τη Λίμνη, όπου είναι σήμερα το Τζιαμί του Ασλάν -Πασιά, της έχτισαν κι ένα πανώριο παλάτι με γυάλινον εξώστη, για να κάθεται αυτή μέσα, με σαράντα δούλες, ν' αγναντεύη τες τριάντα εννιά αδελφές της τες ώρες που βγαίνουν, νύχτα ή μέρα , από το νερό....

Από τ' όνομα λοιπόν, της νεραϊδοβασίλισσας Γιάννως, ωνομάστηκε το Κάστρο " Κάστρο της Νεράιδας" κι η πολιτεία που χτίστηκε αργότερα , Γιάννινα...
( απόσπασμα)

Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην επιθεώρηση Ελλοπία , Ιωάννινα, Δεκ. 1930, ετ. Α΄αρ 5, σελ 113-115. Αναδημοσιεύτηκε στη συλλογή διηγημάτων : Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γιαννιώτικα Διηγήματα ,εκδόσεις Ροές- Οι Ηπειρώτες, Αθήνα 2007.

Πηγή:
http://ofisofi.blogspot.gr/2012/03/blog-post_03.html