ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

26 Νοεμβρίου 2013

Ανέλπιστη ευτυχία ! Του Γ.Κ.Χατζόπουλου- τ.Λυκειάρχη

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες
«Ανέλπιστη ευτυχία»
 
Η Σουσάνα κοσκίνισε από νωρίς το αλεύρι για να είναι έτοιμο κατά το μεσημέρι για ζύμωμα. Θα έκανε τα τσουρέκια και τα κουλουράκια για τις μεγάλες γιορτές, που πλησίαζαν.
Ο Αρίστος, από το έμπα ακόμη του Φθινοπώρου είχε γεμίσει την αποθήκη με καυσόξυλα από το προσήλιο μέρος του δάσους, που δεν απείχε και πολύ από το χωριό, που ήταν απιθωμένο στα ριζά του βουνού.
Νοικοκύρης ζηλευτός, ήθελε να τα έχει όλα έτοιμα πριν την ώρα τους. Δεν του άρεσε να τρέχει την τελευταία στιγμή. Όλοι στο χωριό είχαν να λένε για τη νοικοκυροσύνη του. Αν θέλανε να παινέψουν κάποιον για την εργατικότητά του, έλεγαν: «Να, είναι σαν τον Αρίστο».
Κι ο Αρίστος, που συνέβαινε να τ’ ακούει, δεν το πολυμετρούσε. Δεν καμάρωνε γι’ αυτό το παίνεμα, γιατί θεωρούσε ότι η εργατικότητα είναι μια από τις αρετές, που πρέπει να έχει κάθε άνθρωπος. Και δεν ήταν μόνον εργατικός ο Αρίστος. Ήταν και τίμιος και δίκαιος και πονετικός. Δε δυσκολευόταν να μοιράσει ακόμη και την μπουκιά του με τους συνανθρώπους του, που είχαν πραγματική ανάγκη. Το ίδιο συμβούλευε να κάνουν και τα παιδιά του. Ο Θεός, έλεγε συχνά, αγαπάει την ελεημοσύνη, όταν βέβαια την αξίζει κάποιος. Όταν δίνεις ένα με την ψυχή σου, ο Θεός σου δίνει δέκα. Η ευλογία του Θεού είναι μια σκεπή, που σε προστατεύει συχνά από κάθε κακό, έλεγε στο γείτονά του Λευτέρη, που είχε αντίθετη άποψη. Χέρια έχουν, μυαλό τους έδωσε ο Θεός, ας δουλέψουν να έχουν κι εκείνοι ! υποστήριζε ο Λευτέρης κάθε φορά που κάνανε λόγο για κάποιο συγχωριανό τους, που η ζωή δεν του πήγαινε καλά.
Η διαφορετική αυτή άποψη του Λευτέρη καθόλου δεν άγγιζε τον Αρίστο, που στο κύτταρό του ήταν βαθιά σφηνωμένη η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, έστω κι αν αυτός τύχαινε να τον πικράνει κάποια φορά. Και τον εχθρό σου ακόμη με το ψωμί να τον χτυπάς, συνήθιζε να λέγει ο Αρίστος και το εννοούσε.
Τάισε από νωρίς τα ζωντανά, έφερε κούτσουρα στο καθιστικό και τ’ αράδιασε δίπλα στο τζάκι. Η Σουσάνα είχε ακόμη αρκετό κουράγιο από τις δουλειές του σπιτιού. Πήρε το συρτό ξύλινο σκαμνί και κάθισε κοντά στο τζάκι για να μαλακώσει τα ξυλιασμένα δάχτυλά της. Λίγο πριν είχε βάλει στην πυροστιά την τσαγιέρα για το βραδυνό τσάι. Το είχε μαζέψει προς το τέλος του καλοκαιριού ο Αρίστος από τις πλαγιές του Καλέ. Ευλογημένο βοτάνι. Μόλις άρχιζε να βράζει μοσχοβολούσε το καθιστικό. Τούτα τα αγριοβότανα, χάρισμα απλόχερο του Πανάγαθου, ξαποσταίνουν την ψυχή και προστατεύουν το σώμα. Δεν είναι δηλητήρια σαν αυτά, που επινόησε το γραμματιζούμενο μυαλό για να ανακουφίζουν τον ανθρώπινο πόνο.
Η Σουσάνα δεν πρόλαβε να στρώσει τον χαμηλό ξύλινο σοφρά κι άρχισε να γαβγίζει απειλητικά ο Τσάκος. Ποιός να’ναι άραγε τέτοια ώρα αναρωτήθηκαν θορυβημένοι κι οι δυό τους. Τα απειλητικά γαβγίσματα του Τσάκου πύκνωσαν. Έριξε στις πλάτες του το χοντρό πανωφόρι ο Αρίστος και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Με το αχνό φως του γκαζοφάναρου διέκρινε μια μορφή που έτρεψε σύγκορμη. Ύψωσε το γκαζοφάναρο για να δει το πρόσωπο του απρόσκλητου επισκέπτη. Δεν του ήταν καθόλου γνωστή η φυσιογνωμία του. Δεν τον είχε ξαναδεί. Ούτε και του θύμιζε τίποτε. Έδιωξε τον Τσάκο, που υπάκουσε πρόθυμα στην επίπληξή του και αποσύρθηκε στο σπιτάκι του, που βρισκόταν δίπλα στον ορνιθώνα. Πλησίασε τον ξένο και τον κάλεσε να μπει μέσα. Φορούσε ένα κουρελιασμένο πανωφόρι χωρίς κουμπιά μ’ ένα σχοινί, σχεδόν χοντρό, στη μέση, να το κρατεί, όσο ήταν δυνατόν κλειστό.
-Με συγχωρείς, αφέντη, που ενοχλώ τέτοια ώρα. Είμαι ξένος και ξέμεινα. Δεν ξέρω κανέναν στο χωριό. Τυχαία ήρθα στην πόρτα σου. Συγχώρεσε το θράσος μου!
-Μη στεναχωριέσαι, άνθρωπέ μου! Δεν έκανες κανένα έγκλημα. Μη διστάζεις. Πέρασε μέσα.
Μπήκε δειλά ο ξένος στο καθιστικό. Όρθια και με την περιέργεια να τη ζώνει τον υποδέχθηκε ανέκφραστη η Σουσάνα. Προσπάθησε να ανταμώσει το βλέμμα του απρόσκλητου επισκέπτη, μα στάθηκε αδύνατο. Το είχε στυλωμένο στο πάτωμα, ενώ ταυτόχρονα έτριβε τα ξυλιασμένα χέρια του.
Το τσάι είχε βράσει αφήνοντας το μεθυστικό του άρωμα να διαχέεται σ’ όλο το δωμάτιο. Κατέβασε την τσαγιέρα κι έβαλε στη θέση της την κατσαρόλα γεμάτη νερό. Ύστερα ζήτησε από τον ξένο να βγάλει τα τριμμένα υποδήματά του και να πλησιάσει στο τζάκι. Πόνεσε η ψυχή της να τον βλέπει να τρέμει. Έφερε τη λεκάνη και καθαρές κάλτσες. Συνήλθε κάπως ο ξένος και ύψωσε το βλέμμα του. Κοίταξε και τους δυο στα μάτια αναζητώντας στις κόρες των ματιών τους την αλήθεια, που έψαχνε χρόνια. Δεν τον γελούσε η διαίσθησή του. Το αίμα στις φλέβες του άρχισε να ξυπνάει. Χάθηκε στο παρελθόν αναζητώντας τη βαθιά αποτυπωμένη στο μυαλό του εικόνα των ματιών του Αρίστου. Δεν είχαν χάσει καθόλου από τη λάμψη τους κι ας διάβηκαν μερικές δεκάδες χρόνια από τότε, που τους χώρισε η σκληρή μοίρα, την παγερή εκείνη νυχτιά στο δάσος της Καϊνάρτζας. Κυνηγημένοι από τους Τούρκους τσέτες χώθηκαν στο δάσος για να σωθούν. Ο πατέρας πήρε στην αγκαλιά του τον Στάθη κι η μάνα τον Αρίστο. Μα γρήγορα χάθηκαν στο σκοτάδι.
Η τύχη των δυο παιδιών, ύστερα από το χαμό των γονιών τους πέρασε στα χέρια άλλων. Τον Στάθη τον συμμάζεψε ένας Τούρκος και τον ανέθρεψε σαν παιδί του. Βέβαια δεν παρέλειψε να του κάνει περιτομή και να τον οδηγήσει στο τζαμί και να του αλλάξει το όνομα. Τον έβγαλε Γιουσούφ. Ο Αρίστος είχε την τύχη να πέσει στα χέρια ενός Ρωμιού, που είχε χάσει λίγο πιο μπροστά τα δυο του βλαστάρια. Τον πήρε στη θέση τους. Με χίλια βάσανα έφτασε στην Ελλάδα, όπου τον ανάστησε με πολλή αγάπη και τον έκανε νοικοκύρη δαχτυλοδειχτούμενο.
Όσο κι αν καλοπερνούσε ο Στάθης με τον θετό Τούρκο πατέρα, δεν ένιωθε ευτυχισμένος. Ο νους του ήταν στον Αρίστο. Κοιμόταν και ξυπνούσε με τον πόνο από το χαμό του αδελφού του. Έτσι τον νόμιζε. Μα ώρες ώρες κρυφόκαιγε στη σκέψη του η ελπίδα πως κάποια στιγμή, προτού κάνει το μεγάλο ταξίδι χωρίς γυρισμό, θα ξανάβλεπε τον αδελφό του, που η απουσία του τόσο πόνο του προκαλούσε.
Μάταια ο Αχμέτ προσπαθούσε να παντρέψει τον Γιουσούφ με την Αϊσέ. Κάθε φορά που του υπενθύμιζε ότι έπρεπε να κάνει δική του οικογένεια για να χαρεί κι αυτός εγγόνια, ο Στάθης – Γιουσούφ του απαντούσε ότι δεν ήρθε ακόμη η ώρα του.
Είδε και απόειδε ότι δε θα μπορούσε να γλυτώσει από την ασφυκτική πίεση του Αχμέτ, πήρε την απόφαση να φύγει.
Μια μέρα,  λίγο πριν το σούρουπο, πήρε μια τσάντα, έβαλε μέσα λίγο ψωμί και τυρί και χάθηκε στο δάσος. Μάταια τον περίμενε ο Αχμέτ να γυρίσει. Ποτέ δεν αργούσε τα βράδια ο Στάθης – Γιουσούφ.
Πέρασε τη νύχτα στο δάσος και, μόλις άρχισε να χαράζει, τράβηξε για την Αμισό. Ξεθεωμένος από την πεζοπορία, τράβηξε για το λιμάνι. Ένα ρωσικό φορτηγό ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για την Ελλάδα. Ήταν φορτωμένο με ποντιακά φουντούκια. Πλησίασε τον καπετάνιο, του έδωσε δυο χρυσές λίρες και με τη γλώσσα του σώματος του έδωσε να καταλάβει ότι θέλει να ταξιδέψει με το καράβι του. Η λάμψη του χρυσού λειτούργησε ως διαβατήριο χωρίς διατυπώσεις.
Η θάλασσα ήταν γαλήνια. Το ταξίδι ευχάριστο. Όμως η φουρτούνα της σκέψης ταρακουνούσε συθέμελα την ψυχή του Στάθη. Κάποτε φτάσανε στον Πειραιά. Παντού ελληνικές λαλιές. Αναγάλλιασε η ψυχή του. Η ελπίδα σε σπερματική μορφή άρχισε να γεννιέται μέσα του. Έπιασε κουβέντα με κάποιους, που μιλούσαν ποντιακά. Ρώτησε μήπως ξέρανε κάποιον Αρίστο Καπετανίδη. Έλαμψε το πρόσωπό του ενός. 
– Ναι, τον ξέρω! είπε. Είμασταν μαζί στο Ζάππειο, μα χωρίσαμε. Αυτός έφυγε για τη Μακεδονία. Σε ποιο ακριβώς μέρος πήγε, θα σε γελάσω. Θα τον ψάξεις ως παιδί του Ζαππείου. Ίσως, αν είσαι τυχερός, τον βρεις. Κι άλλοι πήγαν στη Μακεδονία και βρήκαν τ’ αδέλφια τους.
Γύρισε αρκετά μέρη της Μακεδονίας. Κανείς δεν μπόρεσε να τον διαφωτίσει. Απογοητεύτηκε. Μα πάλι η ελπίδα μέσα του δεν ξεθώριαζε. Πίστευε πως ο καλός Θεός θα έδινε ευχάριστο τέλος στην αγωνία του και θα τον λυπόταν.
Ένα βράδυ πήγε να φάει σε μια ταβέρνα, που είχε την επιγραφή: «Ταβέρνα ο Πόντος, Παύλος Καπετανίδης». Σκίρτησε η καρδιά του. Λες; αναρρωτήθηκε. Μπήκε μέσα κι έκατσε σε μια γωνιά. Τα ποντιακά έδιναν κι έπαιρναν. Κάποια στιγμή τον πλησίασε ο ταβερνιάρης με μια άσπρη πετσέτα στη μια μεριά του ώμου του.
-Τι θα φάει ο πατριώτης; τον ρώτησε.
-Του έδωσε την παραγγελία. Χαμψοφούστορο, λαχανοσαλάτα και λίγο κρασί, έναν κάρτο.
Ο ταβερνιάρης είχε τη συνήθεια να γνωρίζεται με κάθε νέο πελάτη του. Άκουσε με προσοχή την ιστορία του.
-Είσαι τυχερός, πατριώτη! του είπε. Ο Αρίστος, που ψάχνεις είναι γνωστός μου. Όταν κατεβαίνει στην πόλη, έρχεται και τρώει εδώ. Κι αυτόν τον τρώει το βάσανο. Νομίζω ότι θα ξαναγεννηθεί, άμα σε δει. Ζει με τον δικό σου το καημό. Θα πάρεις αύριο το βράδυ το τρένο και θα κατεβείς στο Κουζλούκιοϊ. Εκεί θα τον βρεις. Είναι ένας πολύ καλός νοικοκύρης. Φως στα μάτια σου. Αυτός πρέπει να είναι αδελφός σου. Μοιάζετε! Αχ, να ήμουν κι εγώ σαν κι εσένα τυχερός. Ψάχνω χρόνια την αδελφή μου και δεν μπορώ να τη βρω. Θα πεθάνω μ’ αυτόν τον καημό και δεν θα τη δω.

***
Όσην ώρα τον έβλεπε στα μάτια, τόσο και ξεκαθάριζε η εικόνα, που είχε αποτυπωμένη στο μυαλό του. Ύψωσε τα μάτια του προς το ταβάνι και κάνοντας το σταυρό του είπε: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, για το καλό , που μου έκανες. Δεν με νοιάζει πια. Τώρα μπορείς να με πάρεις!
Τα έχασε ο Αρίστος. Το ίδιο και η Σουσάνα. Τι είναι αυτά που λέει ο ξένος; Ποιος είναι; Μήπως δεν είναι στα καλά του; Θεέ μου, που μπλέξαμε;
-Έχεις δίκιο, Αρίστο, που δε με θυμάσαι. Μικρός ήσουν, όταν χαθήκαμε. Είμαι ο μεγάλος αδελφός σου, ο Στάθης! Είπε και βούρκωσε. Έφερε τα χέρια στο πρόσωπο για να κρύψει τα δάκρυά του. Πάγωσαν ο Αρίστος και η Σουσάνα. Δεν πίστευαν όσα άκουαν. Τα πάντα περίμεναν, όχι όμως και αυτό. Εφτά δεκάδες χρόνια κύλησαν για να γίνει μια τέτοια ανάσταση χάρη στη μεγαλοσύνη του Θεού, που εκπληρώνει διακαείς πόθους, που δεν ξεχνά όσους αληθινά τον πιστεύουν και τηρούν πιστά το θέλημά του.
Έγιναν ένα κουβάρι κι οι τρεις, ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν τις σκαμμένες από το χρόνο παρειές. Καλοδεχούμενες τέτοιες ευτυχίες, έστω κι αν έρχονται στο λυκόφως της ζωής. 
Ευτυχίες που ξανανιώνουν την ψυχή πλημμυρίζοντάς την από ανείπωτη χαρά.
 
Έζησαν ευτυχισμένοι κι οι τρεις μέχρι που ο Θεός τους κάλεσε κοντά Του

http://www.proinos-typos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: