ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

1 Δεκεμβρίου 2013

Χ Ι Ο Ν Ο Π Ο Λ Ε Μ ΟΣ ( Απο το τυπογραφείο της Εστίας το 1898)


Χ Ι Ο Ν Ο Π Ο Λ Ε Μ ΟΣ !
 (Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου)
 Ολοένα αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό και ήσυχο, τόρα χυτό κι ομαλό, βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό και ανεμισμένο έπεφτε· ολοένα έπεφτε το χιόνι απάνωθε, κι ολοένα τα παιδιά, χωμένα μέσα στην αρμονική χιονιά που εσκέπαζε τον κόσμον όλον ολοτρίγυρα, εμάχονταν, χωρισμένα σε δυο ανυπόταχτα στρατόπαιδα, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα.
Ήταν παραμονή μεγάλη, και την άλλη μέρα θα ξημέρωναν Χριστούγενα, — βοήθεια μας! Από την πρώτη μέρα της βδομάδας βροχές ασταλαμάτιγες, νεροποντές ακράτητες και βαρυχειμωνιές επάτησαν τον τόπον όλον. Τόρα εξέσπαε από χτεβράδυ στη χιονούρα. Ντυμένο μες τους αθογαλερούς αφρούς, χωμένο μες τ' αμάλαγα μπαμπάκια το χωριό, εφάνταξε πανώρια ζωγραφιά, θεόγραφτη, κρεμάμενη στου χιονισμένου του βουνού τον κάτασπρον το ρόβολο. Τα δέντρα τα πυκνά του λόγκου ανάγυρα, οι λεμονιές κ' οι βυσινιές στους κήπους μέσα, κρατώντας πάνω στ' άπειρα κλωνιά τους και στα παγωμένα φύλλα τους γρούπους πυκνούς τα χιόνια τα στεγνά, εφάνταζαν πελώρια μπουκέτα με ονειρεμένους, σαν τα κρίνα κάτασπρους ανθούς, που χέρι θεϊκό αόρατο τα σκόρπισε κάτω στη γη· για να στολίση τους αμαρτωλούς τους κόρφους της, και να δεχτή την άγια και λεφκότερη από τα χιονάτα κρίνα αλήθεια του Θεού, που σε τέτοια βραδιά μέσα μαγικήν κι ονειροφάνταστη γενήθηκε στον κόσμον κάτω. Οι ξύλινες οι φράχτες γύρω, πλεγμένες από λυγαριές μες τα κηπάρια, έδειχναν τόρα, κάτω από το χιόνι το πυκνό που τις εσκέπαζεν ολόπηχτο, πανώριες μάντρες μαρμαρόχυτες, φανταχτερές, χτισμένες μαγικά από το πιο άδολο κι ασπρήτερο μάρμαρο, που μες τα πέτρινα τ' αβάθητα τα σπλάχνα της βουτώντας, ανέβασε στη γη ο άνθρωπος, να βαρυθεμελιώση παλάτια ονειρεμένα, μυριοπέτυχα.
Όξω στους δρόμους τα παιδιά, εγιόρταζαν κ' εχαιρετούσαν, με τον πιο χαρούμενον τρόπο, την άγια μέρα που ξημέρωνε. Εδιαμεράστηκαν οι συντροφιές· εχωρίστηκαν. Έπιασαν άλλα τις φράχτες στους κήπους μέσα. Νάχουν ταμπούρια να φυλάγωνται· νάχουν και τα πολεμοφόδια άφτονα και πρόχειρα, που ήταν γεμάτες χιόνια, γόνα πάνω από τη γη, οι πρασιές.
Έπιασαν άλλα τω σπιτιών τις απόγωνες γωνιές περίγυρα, που όταν ξεφυσούσε ανάλαφρος ο άνεμος, το ρίπιζε πάνω στους τοίχους τους το χιόνι και τόσπρωχνε, το σώριαζε στω σπιτιών κάτω τις απάνεμες γωνιές. Να βρίσκουν άφτονα και πρόχειρα κι αφτά πολεμοφόδια· να κρύβωνται κι αφτά πίσω από ταγκωνάρια· να φυλάγωνται κιόλα τα φοβερά τα βόλια του εχτρού. Άλλα πάλι έπιασαν ταμπούρια ασύγκριτα τις μεγάλες τις αβλόπορτες, να μάχωνται όξω στ' ανοιχτά· να τρυπώνουν και στις αβλές μέσα, αν θα τους τσάκιζε ο εχτρός καμιά φορά· να του κλειούν και τα θυρόφυλλα μπροστά· να μην τους ξανοίγουν καθόλου μέσα τα βόλια. Άλλα πάλι έπιασαν τις χιονισμένες καμάρες, και τους φούρνους τους καπνισμένους στους τοίχους τους και χιονισμένους απάνω, ταγκωνάρια τα λαδωμένα τω λιτριβειών, τις χτιστές κολώνες, τα μεγάλα και κυκλόβολα δεντρικά· όλα ασπροντυμένα, αφρόχυτα και μαγικά μες την κρινόλεφκη, παρθένα φορεσιά τους, και τάβαλαν μπαστούνες στον εχτρό, καλοπροφυλαγμένες κι απολέμητες.
Ολοένα αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό, χυτό κ' ήσυχο, και τόρα ομαλό βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό κι ανεμισμένο έπεφτε, έπεφτε, ολοένα έπεφτε απάνωθε το χιόνι· και ολοένα τα παιδιά, χωμένα μέσα στην ονειρεφτή χιονιά που σκέπαζε τον κόσμον όλον ολοτρίγυρα, εμάχονταν χωρισμένα σε δυο ανυπόταχτα στρατόπεδα, — η Κατωρούγα η φοβερή, με την αντρειωμένη Απανωρούγα.
Έκαναν πρώτα σωρούς, να τάχουν άφτονα και πρόχειρα στον πόλεμο τα πύρινα πολεμοφόδια. Να μην τους βρίσκη ο εχτρός ανέτοιμους, και τους τσακίζη κιόλα. Εφούχτιαζαν, μες τα κοκινισμένα, ψημένα από την παγουνιά τα χέρια τους, γρούπους χοντρούς τα χιόνια, πάνω απ τους σωρούς. Τα έσφιγκαν ανάμεσα στις φούχτες τους. Τα αζύμωναν, τα ετσούπωναν, τα έκαναν μπάλες στεγνές σαν πέτρες, και σαν τα πορτοκάλια ολοστρόγγυλες. Και όλα σβέλτα φτερωτά, κι όλα γοργά χαρούμενα, εκυνηγιώνταν ακράτητα, κ' εχτυπιώνταν λυσάρικα, μανιακά αναμεταξύ τους, κ' εμάχονταν ηρωικά, αντρειωμένα. Εσφύριζαν οι άσπρες μπάλες φλογερές, μέσα στη θολωμένην τη χιονιά. Έσκιζαν τον πυκνόν αέρα φτερωτές· ολόδρομες εδιάβαιναν απάνω· εδιασταβρώνονταν από τη μιαν άκρη του δρόμου στην άλλη. 
Εχτυπούσαν στις χιονισμένες στέγωσες, στ' άσπρα κεραμίδια πάνω· κάτω στ αγκωνάρια, στους κήπους μέσα τους αφρόστρωτους· στις ξύλινες φράχτες τις μαρμαρόχυτες απάνω. Εβροντούσαν στις ισκιερές καμάρες κάτω, και πάνω στις κλειστές αβλόπορτες, και τους κουκουλωμένους φούρνους· στις στοιβανιές τα ξύλα, στα δέντρα, στα κλειστά παραθυρόφυλλα. Εσπόριζαν οβούζια αστραφτερά, ολάναφτα, που άπλωναν τις φλογερές τις σπίθες τους ολούθε, συνέπαιρναν κ' εσκόρπιζαν κι ανέμιζαν ολούθε τα χιόνια σύγνεφα πυκνά. Άχνιζε ο τόπος, εθόλωναν τα φώτα της ημέρας στην πυκνή χιονιά. Κι αφτοί γοργοί κι ακούραστοι, φτερωτοί κι ολόχαροι έτρεχαν ολοένα. Εμάχονταν οι φοβεροί αρματωλοί, κ' εχτυπιώνταν με τις φοβερές τους μπάλες αναμεταξύ τους, με φωνές και σφυριξιές κι αλαλητόν και τάραχο μεγάλο, οι τρανοί οι ήρωες, που ετίκλωναν τον κούφιον και βουβόν αγέρα της πηχτής χιονιάς. Ολοένα κι ο ουρανός απάνω, χωμένος μες τη χειμωνιάτικην τη γούνα του, λες κ' εχαιρότανε κι αφτός με τον τρελό τους πόλεμο, έστελν' έστελνε ολοένα, άπλωνε, σώριαζε άφτονα πυκνά πολεμοφόδια, στους αντρειωμένους του πολεμιστάδες κάτω.
Ολοένα το χιόνι κάτω αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό χυτό και ήσυχο, και τόρα ομαλό βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό κι ανεμισμένο έπεφτ' έπεφτε, ολοένα έπεφτ' απάνωθε· ολοένα κ' οι πολεμιστάδες οι τρανοί, χωμένοι μέσα στην αρμονική χιονιά,  αλοπροφυλαγμένοι πίσω στ' απολέμητα ταμπούρια τους, εμάχονταν αγριεμένοι, τρομεροί, σε δυο ανυπόταχτα στρατόπεδα χωρισμένοι, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα.
[1895].

Κ. Γ. ΠΑΣΑΓΙΑΝΗ
Μ ο σ κ ι έ ς
ΑΘΗΝΑ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ
1898

Δεν υπάρχουν σχόλια: