ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

25 Δεκεμβρίου 2023

Στο ξέφωτο των Χριστουγέννων...

Στο ξέφωτο των Χριστουγέννων


Προανάκρουσμα των Χριστουγέννων με τη ζωή να βολοδέρνει στο κυκεώνα της καθημερινότητας και τη σκέψη αιχμάλωτη στη βιοπάλη. Διάχυτη πίκρα και αβεβαιότητα για τo αύριο να απλώνει τα γκρίζα πέπλα της παντού. Μακάρι να κατάφερναν τ’ αστραφτερά στολίδια και οι φωτεινές γιρλάντες να ζεστάνουν λιγάκι την ατμόσφαιρα. Κυνηγώντας το εφήμερο και τo αναγκαίο ξεμάθαμε τo μεγαλείο τoυ απλού και τη χάρη του μικρού. Ξεμάθαμε ακόμη και τo κουβεντολόι. Και ίσως για τούτο τις λιγοστές φορές που βρίσκονται πια οι άνθρωποι συν δύο - συν τρεις καπνίζουν τόνα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο μήπως και λύσουν την αμηχανία τους. Κι άλλοι αρχίζουν τα χαρτιά για να κρυφτούν πίσω από τους ρηγάδες και τις ντάμες αφού δεν έχουν τίποτα να πουν. Οι άνθρωποι βουβάθηκαν κοιτώντας άκαμπτοι την τηλεόραση. 

Η παλιά εσωτερική ζωή και ένταση των σπιτιών αντικαταστάθηκε με τη μοναξιά των ανθρώπων μέσα στο ίδιο σπίτι. Ευτυχώς που υπάρχει και τo ημερολόγιο για να μας φέρει μία ευχάριστη είδηση. Είναι η μέρα που προαναγγέλλει την έλευση τoυ Θείου Βρέφους επί της γης. Είναι η μέρα που ξεδιαλύνει τα σύννεφα του βαρομετρικού χαμηλού και φέρνει στην καρδιά μας τo ξέφωτο, την ξαστεριά.

Ας μείνουμε προσηλωμένοι, όμως, ηθελημένα στα παλιά όπως τότε που μας συγκινούσαν τα κάλαντα, οι φυσαρμόνικες και τα μετάλλινα τρίγωνα με τα μπαλόνια (τις φούσκες).

Και τότε υπήρχαν προβλήματα και αβεβαιότητα. Ξεχνιόντουσαν όμως ευκολότερα στις γιορτινές μέρες που φούντωνε η ελπίδα, η χαρά, η αισιόδοξη καλή καρδιά. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά χρειαζόμαστε αυτό το ξέφωτο των γιορτών. Να ξεχάσουμε για λίγο τa καθημερινά προβλήματα και να αναζητήσουμε λίγες στιγμές χαράς από τη φάτνη των αλόγων της Άγιας Νύχτας.
Να αναζητήσουμε καταφύγιο ηρεμίας και περισυλλογής μακριά από την αλαζονεία του κόσμου, την κενότητα, την αθλιότητα και την κακία του.
Θα μπορέσουμε άραγε να μαζέψουμε μία στάλα από «το φως της γνώσεως» για να καταλάβουμε, να συνειδητοποιήσουμε έστω και καθυστερημένα την ανεκτίμητη, την ανυπέρβλητη αξία του «Ηλίου της Δικαιοσύνης» και να ανακαλύψουμε «του μυστηρίου τη φανέρωση»;

Θα μπορέσουμε άραγε να γιορτάσουμε πραγματικά τα Χριστούγεννα «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας» μακρυά από τον «πολιτισμό» που μετατρέπει αυτή τη γιορτή σε ρεβεγιόν στα φαγάδικα και τηλεοπτικά σόου και πολιτικά μηνύματα για «επί γης ειρήνη» δηλ.μακρυά από τον πολιτισμό των «προηγμένων θηλαστικών»;

Θα μπορέσουμε άραγε να αγκαλιάσουμε αμέριμνα τον κόσμο, να τον δούμε όπως τον θέλουμε και όχι όπως είναι; Να βγούμε για λίγες μέρες, όσο διαρκούν οι χρονιάρες αυτές γιορτές στο ξέφωτο της φάτνης να δούμε τον αστέρα «ον είδον οι Μάγοι εν τη ανατολή» ώστε και μεις να αισθανθούμε «χαράν μεγάλην σφόδρα»;
Στο ξέφωτο αυτό θα δούμε και πάλι να θριαμβεύει η τιμιότητα, η ηθική, η αρετή και γενικά το καλό να νικά το άδικο και το κακό, καθώς μας δίδασκαν τα γοητευτικά παραμύθια της γιαγιάς μας, των  δασκάλων μας, των γονιών μας.
Στην ανήμερη ετούτη εποχή των ξεφτισμένων ιδεολογιών, των πολυεθνικών συμφερόντων, της αβεβαιότητας των συναισθημάτων είναι πια πασίδηλο πως πολλοί προσπαθούν να μας νοθεύσουν ό,τι πολύτιμο είχαμε φυλάξει μέσα μας από παιδιά. Έτσι σήμερα είναι φανερό ότι τα ασχημόπαπα δεν θα φθάνουν ποτέ τους κύκνους του πλούτου, η Σταχτοπούτα θα μείνει με το παράπονο ότι δεν την πρόσεξε κανένας, το κορίτσι με τα σπίρτα δεν θα γελάσει και η καλόκαρδη νεράϊδα θα φοβηθεί τη φθονερή αδελφή της και δεν θα αγγίξει κανέναν με το χρυσό ραβδάκι της.

Παρόλα αυτά όμως εμείς δεν αλλάζουμε κατεύθυνση: θα αναζητήσουμε και θα βρούμε τα αντίφασκα του Αγιώργη, θα ανάψουμε μ’ αυτά το τζάκι μας και με τo «μπούχλωμα» τους θα διώξουμε τα «καρκατζέλια» της μιζέριας και της απαισιοδοξίας από την καπνοδόχο. Θα ρίξουμε στη θράκα τις αναμνήσεις μας μαζί με τις τσαπέλες και τη μουσταλευριά, για να ζεσταθούν και να φουντώσουν, θα πιάσουμε μετά το ψυχοτρόπο κουβεντολόϊ, το ατέλειωτο, το καταλυτικό. Θα θυμηθούμε τους παλιότερους δικούς μας που τώρα είναι στο Αλλού. Και ένα αίσθημα χαρμολύπης θα μας κρατήσει κοντά στο ξέφωτο των Χριστουγέννων για ώρες. Την ελπίδα μας λοιπόν κανείς δεν μπορεί να την αιχμαλωτίσει.

Κανείς δεν μπορεί να μας εμποδίσει να ακολουθήσουμε το υπέρλαμπρο άστρο της Βηθλεέμ οδεύοντας προς την φάτνη μαζί με τους αγραυλούντες ποιμένες και τους Μάγους της Ανατολής «Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω εν σπηλαίω τεχθέντι εκ της Παρθένου και Θεοτόκου εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας...»

 Από το βιβλίο του Δημήτρη Κουκουζή

Εύθυμα και σοβαρά 

Σημείωση δική μου:

Εγώ τι να πω ; Τα είπε όλα ο Δημήτρης.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους σας ! Καλό ξέφωτο ! ! !

22 Δεκεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικο δώρο απο Βασιλιά ...το 1925 !

 


Μιά παραμονή Χριστουγέννων, ένας φτωχός γεροντάκος περίμενε τον Βασιλιά να βγεί απο το Νοσοκομείον "Ευαγγελισμός" για να του δώση μία αναφορά.

Όταν εβγήκε, συνοδευόμενος από τον πρίγκηπα Γεώργιο, ο γεροντάκος τον επλησίασε και του είπε:

-Πολυχρονεμένε μου Άνακτα τής Ελλάδος και...

Ο βασιλεύς τον διέκοψε :

-Καλά, καλά, τι θέλεις;

-Έχω παιδί στην φυλακή και η οικογένειά μου πεινάει...

-Πως σε λένε ;

-Παναγή Αντωνάκο, απο τη Σύρα.

-Που κάθεσαι ;

-Οδός Μαυρομιχάλη...

-Ξέρεις κανέναν εκεί κοντά ;

-Τον κύριο Μεσολωρά, τον καθηγητή.

-Καλά, πήγαινε αύριο από το σπίτι του.

Ο πρίγκηψ Γεώργιος πήρε σημείωσι του ονόματός του και την άλλη ημέρα ο γέρος ελάβαινε από τον Μεσολωρά δώρον του βασιλέως 300 δρχμ.

Ύστερ' από λίγον καιρό βγήκε απο τη φυλακή και ο γυιός του.

Σημείωση δική μου:
Το περιστατικό είναι καταγεγραμμένο στο περιοδικό "Μπουκέτο", στίς 6 Οκτωβρίου του 1927 και αναφέρεται στον Βασιλιά Γεώργιο τον Α΄
Και ο Μεσολωράς, πρέπει να ήταν ο Θεολόγος καθηγητής Ομιλητικής και Λειτουργικής, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Ι.Β.Ν.

21 Δεκεμβρίου 2023

Την παραμονή Του Χριστού, τα μεσάνυχτα !

 Οση γαλήνη και να κάνη, οση καλοκαιρία και αν υπάρχη, πάντα στις δώδεκα τα μεσάνυχτα κάθε παραμονής Χριστουγέννων θα ιδήτε εδω τη θάλασσα να φουσκώνη, να αφρίζη χωρίς βοή και αντάρα και να γεμίζη ασπρα κύματα, λέτε και ειναι κοπάδια πρόβατα, που βόσκουν σε λιβάδι. Και πάλι, σιγά-σιγά, τα κύματα σβήνουν και χάνονται στα βάθη του πελάγου.....

Ετσι μας ελεγεν ο μπάρμπα Ηλίας ο Σερεμέτης, στρίβοντας με τα ροζάριακα, χονδροπετσιασμένα χέρια του σιγάρο. Και εξακολούθησε:
-Και μη θαρρείτε πως ειναι τα πεύκα τότε, που βουίζουν εδώ...Ειναι ο βοσκός, που σαλαγάει τα πρόβατα επάνω κάτω στο περιγιάλι... Εμείς το ξεύρουμε πάππου προς πάππου και το είδαμε με τα μάτια μας...
Απίθωσε το σιγάρο στο πλαίσιο του παραγωνιού, οπου εσπιθοβολούσαν τα λιόκλαρα, και εσταυροκοπήθηκε μ' ευλάβεια. Το πρόσωπό του, που το ειχαν ψήσει η άλμη το λιοπύρι και τα ξηροβόρια, ανυψώθηκε με μιάν ενατένιση κάποιας οπτασίας. Και τα μάτια του, που τα εσκίαζαν πυκνά, ακατάστατα φρύδια, επήραν μιάν ημερότητα και μιάν αγαλίασι, ωσάν να εβλεπαν στα Θεοφάνεια ολάνοικτο τον ουρανό....
-Ετσι ειναι, ειπε, ξαναπαίρνοντας το σιγάρο και τραβώντας βαθειές ρουφηξιές...Μου τα ελεγεν η κυρούλα μου...Εκαθόμουνα δίπλα της και αρχιζε την ιστορία:
-Το βλέπεις εκείνο εκεί το χάλασμα στην πέρα ράχη, επάνω απο της Μπίγλαινας το λιοστάσι; Εκεί ηταν τότε η στάνη του Χριστόγιωργα με τ΄ονομα, του πρώτου αρχιτσέλιγγα του τόπου...Γιατί τότε δεν ειχαν τίποτε εδώ, μηδέ λιοστάσια, μηδέ χωριό...Ερχονταν, βλέπεις, οι "φούστες" με Αλγερίνους και εσκότωναν τα παλληκάρια και επαιρναν απο τα σπίτια ο,τι εύρισκαν....Γι' αυτό και το χωριό ητο υψηλά στην Παλιοχώρα και ειχε βίγλες, που εφύλαγαν και εδιναν είδησι.
Και οταν εφαίνονταν οι φούστες στο γιαλό, οι εξωμερίτες όπου φύγη φύγη...Ακουες θρήνο τα παιδιά και χάρχαλο τα πράγματα. Και ετρεχαν να κρυφθούν στο φρούριο...Ας ειναι...
Που λές, σ' εκείνο το χάλασμα επάνω στην πέρα ράχη ητο η στάνη του Χριστόγιωργα. "Ειχε χιλιάδες πρόβατα και μυριάδες γίδια", που λέγει το τραγούδι... Μα ηταν ανθρωπος σκληρός και απόνετος και δεν εκαμνε καλό σε ανθρωπο. Μια βραδιά, που λές, μια παραμονή του Χριστού, κάποιος επήγε και κτύπησε τη θύρα του. Οι σκύλοι, που έσκιζαν ανθρωπο, ούτε εσκουξαν ούτε αγρίεψαν. Μόνο επήγαν και συμμαζεύτηκαν στα πόδια του Χριστόγιωργα.
-Ποιός ειναι αυτού; εξεφώνησεν εκείνος αγριεμένος. Ποιός εισαι; Τι γυρεύεις τέτοια ώρα;
-Αν εισαι χριστιανός, ανοιξε , αποκρίθηκε μια φωνή. Μ΄επιασε η νύχτα και το κρύο και δεν δεν ηξεύρω που να πάω. Εχιόνιζε κι όλας, εξέχασα να σου το ειπώ.
-Τράβα το δρόμο σου και εδώ δεν ειναι χάνι, εξεφώνησε ο Χριστόγιωργας και εχούγιαξε τα σκυλιά. Μα εκείνα δεν εκουνήθηκαν !
-Για την αγάπη του Χριστού, που γεννιέται τώρα, ειπε παρακαλεστά η φωνή, ανοιξε, δε βαστώ πιά...Μα πού ν' ανοίξη !
-Σύρε στο δρόμο σου, ξαναείπε αγριεμένα.
-Για την αγάπη του Χριστού, ανοιξε, ειπε πάλι η φωνή. Μα πού εκείνος!....
Κι εξαφνα ακουσε ποδοβολητό των αρνιών, ωσάν να εβγαιναν απο το μαντρί. Και η θύρα ανοιξε μόνη της κι εβγήκαν εξω τα σκυλιά. Στην κατηφοριά, ωσάν φεγγερή σκιά, κατέβαινε ο ξένος. Και οπίσω του ακολουθούσαν τα πρόβατα... Μπροστά ο ξένος και πίσω αυτά και παραπίσω ο Χριστόγιωργας φωνάζοντας....
Οταν ο ξένος εφτασε στην θάλασσα, αρχισε να περπατά στα κύματα. Οπίσω του ερχονταν ενα-ενα τα πρόβατα. Και εγέμισεν η θάλασσα απο πρόβατα, που ολοένα εξεμάκραιναν, ακολουθώντας την φωτερή σκιά, ωσπου εχάθηκαν στα βάθη του πελάγου......
Κι εχάθηκε κι ο Χριστόγιωργας.... Και ερήμαξε η στάνη του.... Και μόνον κάθε χρονιά, την παραμονή του Χριστού, στα μεσάνυχτα, πηγαινοέρχεται στο γιαλό και σαλαγά τα πρόβατα, που ακολουθούν το Χριστό. Γιατί ο Χριστός ηταν που ειχεν ελθει για να το σώση η να τον τιμωρήση.
Και ο μπάρμπα Ηλίας εσταυροκοπήθηκε πάλι......


Περιοδικόν ¨Ναυτική Ελλάς" Γεράσιμος Αννινος
Απο το προσωπικό μου αρχείο.
(Το διήγημα αυτό το διδάχτηκα, μαθητής το πάλαι ποτέ, και ξαναγράφοντάς το τώρα, μου' φερε θύμησες γλυκές.....Καλά Χριστούγεννα σε ολους σας) Ι.Β.Ν.

20 Δεκεμβρίου 2023

Τα ωραιότερα Χριστούγεννα της ζωής μου-Μια αναδρομή που συναρπάζει ! Πάτρα 1965- (Καταπληκτικό, ανωνύμου Πατρινού συγγραφέα !) (επαναδημοσίευση)

 

Παραμονή Χριστουγέννων του 1965, σε μια γειτονιά της Πάτρας, σηκώθηκα μόλις ξημέρωσε, έφαγα βιαστικά το πρωινό μου («τριψάνα» το λέγαμε, ζεστό γάλα με μπόλικη ζάχαρη και ξεροκόμματα κομμένα σε κύβους σαν αντίδωρο), ντύθηκα ζεστά, πήρα το τρίγωνο και ένα άδειο κονσερβοκούτι από πελτέ ΚΥΚΝΟΣ και πήγα δίπλα στους γείτονές μας να ξυπνήσω το φίλο μου τον Νίκο.

Είμαι 10 χρονών, πηγαίνω στην Γ΄ Δημοτικού και μετά από κλάματα και παρακάλια οι γονείς μου με αφήνουν να πάω να πω τα κάλαντα στη γειτονιά, άντε και στη διπλανή που μένουν συγγενείς μας. Έχω δει σε μια βιτρίνα ένα «διαστημικό» όπλο που του βάζεις μια τσακμακόπετρα και όταν πατάς τη σκανδάλη βγάζει σπίθες, σαν κι αυτά που έχουν οι αστροναύτες στο «Lost in Space», στην τηλεόραση. Το θέλω πολύ αυτό το όπλο, στοιχίζει 30 δραχμές και ο μόνος τρόπος για να το αποκτήσω είναι να μαζέψω χαρτζιλίκι από τα κάλαντα. 

Ο Νίκος είναι κι αυτός πανέτοιμος, με το τριγωνάκι του και ένα άδειο μεταλλικό κουτί από μπισκότα πτι-μπερ Παπαδοπούλου για να βάλουμε μέσα τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που θα μας πρόσφεραν. Η εντολή από τους γονείς μας είναι αυστηρή: «Δεν θα φάτε τίποτα από αυτά που θα σας προσφέρουν!». 

Εκείνη την εποχή πολλές αφηρημένες νοικοκυρές μπέρδευαν τη ζάχαρη άχνη με το παραθείο που είχαν για τα ποντίκια, με αποτέλεσμα να έχουν ξεκληριστεί ολόκληρες οικογένειες. «Θα τα βάλετε όλα στο κουτί, θα τα φέρετε στο σπίτι και εμείς θα σας πούμε τι θα φάτε!» μας είπαν οι μανάδες μας. Μεταξύ μας, δεν ήταν τόσο ο φόβος του παραθείου, αλλά η περιέργεια να δούνε πώς είχαν φτιάξει τα γλυκά άλλες νοικοκυρές.

Ξεκινήσαμε από τη γειτονιά μας. Ήταν νωρίς ακόμη και έτσι στην ερώτηση «να τα πούμε;» κανείς δεν μας απάντησε «τα είπαν άλλοι». Είμαστε οι πρώτοι και καλύτεροι. Είχαμε κάνει πρόβες και λέγαμε όλα τα κάλαντα, όχι μόνο το «Καλήν ημέραν άρχοντες», αλλά και το «Χριστός γεννάται σήμερον», «Εν τω σπηλαίω κείτεται», «Εκ της Περσίας έρχονται», «Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι» και τελειώνουμε με το «σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει!»

Γρήγορα κατάλαβα ότι έπρεπε να γίνουν μερικές αλλαγές. Κατ’ αρχάς το κονσερβοκούτι με εμπόδιζε να χτυπάω το τρίγωνο. Με ένα καρφί άνοιξα τρύπες από τις δυο πλευρές και με μια κλωστή το κρέμασα στο λαιμό μου σαν τους ζητιάνους. Το ίδιο έκανα και με το κουτί του Νίκου. Έτσι τα χέρια μας ήταν ελεύθερα. 

Μετά παρατήρησα ότι οι περισσότερες νοικοκυρές, επειδή ήταν πολύ πρωί και ήταν αγουροξυπνημένες, μετά το «Χριστός γεννάται» μας σταμάταγαν, μας έδιναν το φιλοδώρημα, μας έλεγαν «και του χρόνου» και έκλειναν την πόρτα. Έκοψα λοιπόν τους στίχους και λέγαμε μόνο το «Καλήν ημέραν άρχοντες», το «Χριστός γεννάται» και το «σ’ αυτό το σπίτι…» Στο τελευταίο μάλιστα, επειδή μας άνοιγαν μόνο γυναίκες, έκανα μια αλλαγή: «Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού με τη νοικοκυρά να ζήσει!» Τα φιλοδωρήματα αμέσως αυξήθηκαν και από δεκάρες και πενηνταράκια έγιναν δραχμές και δίφραγκα!

Τελειώσαμε με τη δική μας γειτονιά, πήγαμε και στη διπλανή, αλλά τα έσοδα ήταν ελάχιστα. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί άνθρωποι, εργάτες στο εργοστάσιο χαρτοποιίας του Λαδόπουλου, μέτραγαν και την τελευταία δεκάρα. Έπρεπε να βρεθεί κάτι πιο αποτελεσματικό. «Θα πάμε να πούμε τα κάλαντα στη βίλα του Λαδόπουλου!» μου ήρθε η φαεινή ιδέα.

Ήταν μια τεράστια βίλα, περιτριγυρισμένη από κάγκελα, με φύλακες και σκυλιά. Κανείς δεν τολμούσε να πάει εκεί. «Μα πώς θα μπούμε μέσα; Θα μας φάνε τα σκυλιά!» μου λέει τρομαγμένος ο Νίκος. «Θα χτυπήσουμε το κουδούνι». Πάμε, χτυπάμε το κουδούνι, στην είσοδο μετά από λίγο έρχεται ένας φύλακας.

«Τι θέλετε;» «Να πούμε τα κάλαντα στον κύριο Λαδόπουλο». Μας κοιτάει από πάνω ως κάτω, «περιμένετε να δω αν έχει ξυπνήσει», μας λέει, φεύγει, ξανάρχεται, μας ανοίγει τη βαριά καγκελόπορτα, τα σκυλιά αρχίζουν να γαβγίζουν σαν λυσσασμένα, ένα από αυτά ξεφεύγει από τα χέρια του φύλακα, ορμάει, με δαγκώνει στο πόδι και μου σκίζει το παντελόνι! «Αζόρ, κάτω! κάτω!» λέει ο φύλακας, ο σκύλος μαζεύεται, αλλά το κακό έχει γίνει. Το καλό μου παντελόνι είναι σκισμένο! «Στο είπα, θα μας φάνε τα σκυλιά» μουρμουρίζει ο Νίκος. Ο φύλακας μας οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού.

Στο σαλόνι υπάρχει ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με χρυσές και ασημένιες μπάλες, ένα αστέρι στην κορυφή και φωτάκια που αναβοσβήνουν. Το κοιτάμε σαν χαζοί. Στο σπίτι μας αντί για μπάλες βάφαμε κυπαρισσόμηλα με χρυσομπογιά, πολλές φορές κρεμούσαμε και τενεκεδάκια από εβαπορέ ΝΟΥΝΟΥ. 

Κοντοστεκόμαστε στο σαλόνι νομίζοντας ότι θα πούμε εκεί τα κάλαντα, αλλά ο φύλακας μας κάνει νόημα «από δω, στην κρεβατοκάμαρα» λέει, και μας οδηγεί στον επάνω όροφο. Πάνω στο κρεβάτι είναι ο Λαδόπουλος, με τις μπλε πιζάμες του και χαμογελάει, «όχι μόνο θα μας φάνε τα σκυλιά, αλλά θα μας γαμήσουν κιόλας» μου ψιθυρίζει στο αυτί ο Νίκος. 

«Ο Αζόρ έσκισε το παντελόνι του μικρού» λέει ο φύλακας και δείχνει εμένα. «Μη στεναχωριέσαι, θα σου δώσουμε ένα άλλο» μου λέει χαμογελαστός ο Λαδόπουλος και προτού να τελειώσει τη φράση του, μπαίνουν από το διπλανό δωμάτιο τα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι στην ηλικία μας, με τα νυχτικά τους. Σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι, αγκαλιάζουν τον πατέρα τους, «και τώρα πείτε μας τα κάλαντα!», λέει αυτός πανευτυχής. 

Εννοείται ότι είπαμε όλα τα κάλαντα και επειδή δεν εμφανίστηκε η γυναίκα του στο τέλος δεν κάναμε προσθήκες στο «νοικοκύρη του σπιτιού», το αφήσαμε έτσι όπως είναι στο πρωτότυπο. Ο Λαδόπουλος μας έδωσε 50 (!) δραχμές στον καθένα, σε μένα ένα κοτλέ παντελόνι και στον Νίκο ένα μάλλινο πουλόβερ. «Να πάτε να πείτε τα κάλαντα και στους Γερμανούς» μας συμβούλεψε και ο φύλακας μας οδήγησε στην έξοδο. Ο Αζόρ, δεμένος πια, γρύλιζε παραπονεμένος.

Οι «Γερμανοί» ήταν τεχνικοί που είχε φέρει ο Λαδόπουλος για το εργοστάσιό του. Τους είχε φτιάξει μια ολόκληρη γειτονιά με ωραία άνετα σπίτια και έμεναν εκεί με τις οικογένειές τους. Δεν λέγαμε ποτέ τα κάλαντα σ’ αυτούς γιατί στο κατηχητικό μάς είχαν πει πως δεν είναι Χριστιανοί και άμα πηγαίναμε στη γειτονιά τους θα μας έπιαναν και θα μας εκτελούσαν, όπως στην Κατοχή. Θα μπορούσα να σταματήσω, ο στόχος να βρω 30 δραχμές είχε επιτευχθεί και με το παραπάνω, αλλά η περιέργεια είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Έπεισα και τον Νίκο και πήγαμε.

Ήταν σαν σκηνικό χριστουγεννιάτικης ταινίας. Όλα τα σπίτια φωτισμένα, παρ’ όλο που ήταν πρωί, έξω στις αυλές φάτνες με αγαλματάκια του Χριστού, της Παναγίας, του Ιωσήφ, των Μάγων, ψεύτικο χιόνι στα παράθυρα και στις πόρτες, μυρωδιές από φαγητά και γλυκά, κοκκινομάγουλα παιδιά να παίζουν στο δρόμο, χριστουγεννιάτικα τραγούδια και κλασική μουσική, τροφαντές Γερμανίδες μανάδες και πανύψηλοι πατεράδες να μιλούν μια άγνωστη γλώσσα και στη μέση εμείς, με τα τενεκεδάκια κρεμασμένα στο λαιμό μας και τα τρίγωνα στα χέρια μας να θέλουμε να πούμε τα κάλαντα σ’ αυτούς που δεν είναι Χριστιανοί και θα μας πιάσουν να μας εκτελέσουν, όπως στην Κατοχή.

Στο πρώτο σπίτι που χτυπήσαμε η ξανθιά Γερμανίδα, αφού άκουσε τα κάλαντα με προσοχή, μας ρώτησε: «Και τώρα εγκώ τι πρέπει να κάνει;». Της έδειξα την κονσέρβα ΚΥΚΝΟΣ που είχα κρεμάσει στο λαιμό μου. «Τέλει λεφτά;» ρώτησε για να σιγουρευτεί. «Πόσα;» Πριν προλάβω να απαντήσω, πετάγεται ο Νίκος «Ντέκα ντραχμές!» της λέει... με άψογα γερμανικά. Η Γερμανίδα έριξε το 10ρικο στο κουτί, ευχήθηκε «Κρόνια Πολλά» και ξαναγύρισε στο στρούντελ της.

Η γειτονιά των Γερμανών είχε 50 σπίτια επί «ντέκα ντραχμές» βγάλαμε ένα ωραιότατο 500άρικο και επειδή είχαμε πια απομακρυνθεί αρκετά από την περιοχή μας συνεχίσαμε να λέμε τα κάλαντα και μέσα στην πόλη. Πήγαμε σε συνοικίες που δεν τις γνωρίζαμε, μπήκαμε σε πλουσιόσπιτα και φτωχοκαλύβες, είδαμε γέρους και γριές κατάκοιτους να βγάζουν κάτω από το μαξιλάρι το κομπόδεμά τους, να το λύνουν και να μας δίνουν εκείνα τα ωραία, ασημένια 20άρικα με το δελφίνι. Σε μερικά σπίτια μάς φώναζαν! «Καλέ, ελάτε να τα πείτε και σε εμάς», σε άλλα μας έδιωχναν «Τώωωωωρα; Μας τα είπαν άλλοι!». 

Μια γυναίκα ανύπαντρη, γεροντοκόρη, μας ζήτησε να πούμε «Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού να ’ρθει να σε ζητήσει». Μια άλλη, δασκάλα, μας διόρθωσε «όχι εν τω σπηλαίω κείτεται, το σωστό είναι εν τω σπηλαίω τίκτεται». Ένας παππούς μάς ρώτησε αν ξέρουμε τα Ποντιακά κάλαντα και όταν του είπαμε «όχι» άρχισε να τα τραγουδάει μόνος του. 

Μια κυρία μάς παρακάλεσε να πάμε να φέρουμε μια πίτα από το φούρνο και όταν της την πήγαμε επέμεινε να κάτσουμε να φάμε. Είχε φτάσει πια μεσημέρι και εμείς συνεχίζαμε. Δεν ήταν μόνο για το κέρδος, καταλάβαμε ότι υπήρχαν άνθρωποι μονάχοι που αν δεν τους λέγαμε εμείς τα κάλαντα δεν θα τους τα έλεγε κανείς. Έτσι πήγαμε σε αστυνομικά τμήματα, στο νοσοκομείο, στο άσυλο ανιάτων, στο γηροκομείο. Μέσα σε μια μέρα είδα και έζησα πράγματα που δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν.

Γύρισα σπίτι στις 3, έφαγα ένα γερό χέρι ξύλο από τη μάνα μου που είχε τρελαθεί από την αγωνία της. Πήγε να με αρχίσει πάλι τις σφαλιάρες όταν είδε το σκισμένο παντελόνι και ηρέμησε μόνο όταν άδειασα το τενεκεδάκι με το μικρό μου θησαυρό, κι όταν της έδειξα το παντελόνι που μου είχε δώσει ο Λαδόπουλος.

Με τον Νίκο μοιράσαμε τα λεφτά και πήρε ο καθένας μας από 732 δραχμές, ποσό μυθικό για εκείνη την εποχή. Το ίδιο απόγευμα πήγαμε στην αγορά, πήρα το «διαστημικό» μου όπλο, αγόρασα ένα καροτσάκι για τη μικρή μου αδελφή, ένα λευκό καλσόν για τη μεγάλη και τα υπόλοιπα λεφτά τα έδωσα στη μάνα μου να τα φυλάξει. Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, ντυθήκαμε, σενιαριστήκαμε, ανεβήκαμε στα Ψηλά Αλώνια και βγάλαμε μια φωτογραφία. Αυτή τη φωτογραφία ανακάλυψα και στην αφιερώνω μαζί με τις ευχές μου, αυτά τα Χριστούγεννα να είναι τα ωραιότερα της ζωής σου.

Σημείωση δική μου:
Δεν γνωρίζω τον συγγραφέα, αλλά του εύχομαι κι εγώ καλά Χριστούγεννα και τον ευχαριστώ πολύ γιατί με έκανε να δακρύσω αλλά και να γελάσω μαζί...

Χρόνια πολλά σε όλους σας...

Ι.Β.Ν.

19 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα 1960: Μια σπάνια φωτογραφία από το κέντρο της Αθήνας (φωτο)

 Χριστούγεννα 1960: Μια σπάνια φωτογραφία από το κέντρο της Αθήνας (φωτο)

 
Μια όμορφη πόλη που δε μοιάζει καθόλου με την γκρίζα Αθήνα του σήμερα

Η έγχρωμη φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα βρίσκεται στα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.

Από τη στιγμή που οι υπεύθυνοι του Μουσείου δημοσίευσαν το μοναδικό ντοκουμέντο στα κοινωνικά δίκτυα, Facebook και Τwitter, η φωτογραφία έκανε τον γύρο του διαδικτύου συγκινώντας τους Έλληνες χρήστες.

Perierga.gr - Αθήνα, Χριστούγεννα 1960: Μια σπάνια φωτογραφία

Μέσα σε λίγες μόνο ώρες συγκέντρωσε χιλιάδες κοινοποιήσεις και σχόλια. Τα περισσότερα από τα σχόλια κάνουν λόγο για μια όμορφη πόλη που δε μοιάζει καθόλου με την γκρίζα Αθήνα του σήμερα.

Το σημείο της πόλης που απεικονίζεται είναι τα Χαυτεία, κοντά στην Ομόνοια. Εντύπωση προκαλεί ο εορταστικός διάκοσμος των δρόμων και το πλήθος κόσμου που βρίσκεται στα πεζοδρόμια του κέντρου. Ουδεμία σχέση κοινώς, με τον φτωχό διάκοσμο και τις εικόνες του Δεκεμβρίου του 2022.

Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη Άρτας από την οποία έφυγε σε αναζήτηση εργασίας στην Αθήνα. Κατά την περίοδο των σπουδών του στα Ιωάννινα αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή (Junior Kodak) την οποία αντικατέστησε στην περίοδο της Ιταλίας με μια Robot, μαθαίνοντας εμπειρικά την τέχνη του σκοτεινού θαλάμου σε γειτονικό φωτογραφείο.

Τη μηχανή του χρησιμοποίησε αργότερα για να απαθανατίσει την πορεία του ελληνικού στρατού προς το αλβανικό μέτωπο, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ, τον οποίο ακολούθησε ως τυφεκιοφόρος.

Το 2008 δώρισε το φωτογραφικό αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη, αποτελούμενο από 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά από το 1939 έως το 2000 και 60 ταινίες μικρού μήκους έτοιμες για ψηφιακή επεξεργασία, με κεντρικό θέμα τα ήθη και τα έθιμα της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.

https://www.pronews.gr/lifestyle/good-life/xristougenna-1960-mia-spania-fotografia-apo-to-kentro-tis-athinas-foto/

 https://peritexnisologos.blogspot.com/2022/12/1960.html#more

18 Δεκεμβρίου 2023

Κάποια Χριστούγεννα ο Παπαδιαμάντης…


Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πήγε να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα στην εφημερίδα "Ακρόπολις"



Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος , όπως τον κατέγραψε ο Στ. Σταματίου:

-Κι᾿ αὐτά τί να τα κάμω; Δεν τα θέλετε;
(Και μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πως ἦταν πιστοποιητικά ἀπορίας.)
–Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δεν μᾶς χρειάζονται.
(Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτός να φύγῃ, ξαναγύρισε.)

–Τότε ἀφοῦ δέν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγώ με τί δικαίωμα θα πληρωθῶ;

–Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.

–Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.

–Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!…

–Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε.

Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι. Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.

–Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;

–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.

–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων… καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;

–Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

–Ο ἴδιος;

–Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!

Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω.

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!… Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!…

Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃ τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι… Ἔμεινε ὅμως πίσω μιὰ μοσχοβολιὰ κηριοῦ ποὺ λυώνει ἐμπρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπὸ τοῦ καντηλιοῦ τὸ σβύσιμο, κάτι ἀπὸ θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνὸ πολύ…

πηγή:https://www.katiousa.gr/logotechnia/kapoia-christougenna-o-papadiamantis/

https://ethniki-paideia.blogspot.com/2023/12/blog-post_18.html

17 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα του 1963 -video απο το αρχείο της ΕΡΤ

 Χριστούγεννα του 1963 στην Ευρώπη και στην Αθήνα, απο το αρχείο της ΕΡΤ

Χριστούγεννα στην Ελλάδα.

Περίοδος γεγονότων

24/12/1963 - 25/12/1963

Περιγραφή

Παιδιά επισκέπτονται τα σπίτια της Σιάτιστας, λένε τα παραδοσιακά κάλαντα και παίρνουν ως δώρο γλυκά και ξηρούς καρπούς. Κάτοικοι της Σιάτιστας σχηματίζουν σωρό από ξερά χόρτα και τους βάζουν φωτιά, γύρω από την οποία χορεύουν.

Οι κάτοικοι της Αθήνας περιηγούνται στα στολισμένα ενόψει των Χριστουγέννων καταστήματα της πρωτεύουσας και πραγματοποιούν τις αγορές τους. Άνδρες και γυναίκες συρρέουν σε υπαίθρια καφενεία στην Αθήνα και τον Πειραιά. Παιδιά ταΐζουν περιστέρια. Νυχτερινή περιήγηση στους στολισμένους ενόψει των Χριστουγέννων δρόμους της Αθήνας, όπου οι κάτοικοι της πόλης πραγματοποιούν τις γορές τους.

16 Δεκεμβρίου 2023

Ποιοι ήταν οι τρεις μάγοι και τι δώρα έφεραν στον Χριστό;

Ποιοι ήταν οι τρεις μάγοι και τι δώρα έφεραν στον Χριστό;

Μάγοι, οι σοφοί της εποχής.




Η ιστορία των τριών μάγων που ακολούθησαν το λαμπρότερο αστέρι του ουρανού και ταξίδεψαν από την Ανατολή για να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος είναι γνωστή σε όλους μας.

Μέσα από τα Ευαγγέλια, οι μάγοι αναφέρονται μόνο από τον Ματθαίο χωρίς όμως λεπτομέρειες, όπως ο αριθμός τους ή η χώρα προέλευσης τους, αναφέροντας απλά ότι έρχονται από την ανατολή.

Η λέξη «μάγος» στα χρόνια εκείνα συνδεόταν κυρίως με τους ιερείς της περσικής θρησκείας, του Ζωροαστρισμού, οι οποίοι μελετούσαν τα άστρα, τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική, αλλά και θρησκευτικά ζητήματα καθώς και την ερμηνεία φυσικών φαινομένων και κατείχαν θέση βασιλικών συμβούλων, ακολουθώντας ακόμη και το στρατό στις εκστρατείες. Περισσότερες πληροφορίες για τους μάγους των αρχαίων χρόνων μπορούμε να αντλήσουμε από τον Ηρόδοτο, σύμφωνα με τον οποίο «Μάγοι» ονομαζόταν μία από τις έξι φυλές των Μήδων και όσοι άνηκαν σε αυτή τη φυλή ασκούσαν καθήκοντα ιερέων, ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό κ.τ.λ. 
Ο Ωριγένης μας λέει ότι οι Μάγοι κατάγονται από τη Χαλδαία, ενώ σύμφωνα με άλλους, ήταν Βαβυλώνιοι. 

Η πορεία στο Θείο Βρέφος

Σύμφωνα με την παράδοση οι τρεις Μάγοι ταξιδεύοντας έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και εκεί συνάντησαν το βασιλιά Ηρώδη και όταν του είπαν τι ψάχνουν και για ποιο λόγο ακολουθούν τους οιωνούς, εκείνος τους ζήτησε στην επιστροφή τους να του υποδείξουν εάν και σε ποιο σημείο βρήκαν αυτόν το νέο βασιλιά, με σκοπό να «τον τιμήσει» και ο ίδιος.

Όμως στην πραγματικότητα θέλει να τον θανατώσει και γι’ αυτό εμφανίστηκε στους Μάγους άγγελος Κυρίου και τους υπέδειξε να μην επιστρέψουν από την ίδια διαδρομή. Οι Μάγοι συνέχισαν και έφτασαν στη Βηθλεέμ, όπου βρήκαν το Βασιλιά των Ιουδαίων στο πρόσωπο του νεογέννητου Χριστού. Τα ονόματα τους ήταν Μελχιόρ, Γασπάρ και Βαλτάσαρ.

Πολλές παραμένουν οι αντιρρήσεις για τον αριθμό και τα ονόματα των μάγων, αλλά αυτό που παραμένει σταθερό είναι τα δώρα τους προς το Χριστό τα οποία είναι χρυσός, λιβάνι και σμύρνα.

Ο Μελχιόρ σύμφωνα με την παράδοση έφερε τον χρυσό, που συμβόλιζε ότι το βρέφος θα γινόταν βασιλιάς. Ο Γασπάρ έφερε το λιβάνι, σύμβολο της θείας καταγωγής. Και ο Βαλτάσαρ έφερε τη σμύρνα, η οποία συμβόλιζε τον πρόωρο θάνατο του Ιησού. Ως αντάλλαγμα για τα δώρα, οι Μάγοι ζήτησαν ένα από τα σπάργανα του βρέφους, απόδειξη για όσους δε θα τους πίστευαν, το οποίο και τους έδωσε η ίδια η Παναγία. 

Το τέλος των Μάγων

Κίνησαν λοιπόν, να γυρίσουν στον τόπο τους. Και η διαδρομή των έντεκα ημερών που είχαν κάνει για να φτάσουν τους πήρε δύο χρόνια για να την ξανακάνουν. Αργότερα, βαπτίσθηκαν από τον Απόστολο Θωμά και χειροτονήθηκαν επίσκοποι. Το 69 μ.Χ. έλαβαν την είδηση ότι σε λίγο θα πεθάνουν. Πρώτος πεθαίνει ο Μελχιόρ, σε ηλικία 130 ετών.

Μετά από έξι μέρες ο Βαλτάσαρ σκοτώνεται από έναν ειδωλολάτρη μπροστά στην Αγία Τράπεζα στα 109 του χρόνια. Μετά από άλλες έξι μέρες πεθαίνει ο Γασπάρ στα 90 του χρόνια. Και κάπου εδώ τελειώνει η αναφορά στους Μάγους της Ανατολής, που η ιστορία τους μας λέει ότι είχαν τη σοφία να δουν τα σημάδια, την επιμονή να τα ακολουθήσουν και την τύχη να συναντήσουν το Χριστό τις πρώτες ώρες της ζωής του στη Γη!

Tags:
ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ

15 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΤΡΕΛΟΣ- ΒΑΛΕΡΙ ΜΠΡΙΟΥΣΟΦ (1873 1924)

 ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΤΡΕΛΟΣ


«Μαμά, τι γιορτή είναι σήμερα;» ρώτησε η μικρή Κάτια.
«Σήμερα γεννήθηκε ο Χριστός», απάντησε η μητέρα.
«Αυτός που έχυσε το αίμα του για τους ανθρώπους;»
«Ναι, κοριτσάκι μου».
«Και, πού γεννήθηκε;»
«Στη Βηθλεέμ. Οι Εβραίοι φαντάζονταν ότι θα ερχόταν σαν βασιλιάς, αλλά Εκείνος γεννήθηκε σε μια ταπεινή κοιλάδα. Θυμάσαι την εικόνα; Ο Νεογέννητος Χριστός στη φάτνη, σε μια σπηλιά, αφού η Αγία Οικογένεια δε βρήκε φιλοξενία στο πανδοχείο. Κι εκεί ήρθαν να τον προσκυνήσουν οι μάγοι κι οι βοσκοί».

Η μικρή Κάτια σκεφτόταν: «Αν ο Χριστός ήρθε για να σώσει τους ανθρώπους, γιατί πήγαν να Τον προσκυνήσουν μονάχα οι μάγοι και οι βοσκοί; Γιατί δεν πάνε να Τον προσκυνήσουν κι η μαμά κι ο μπαμπάς, αφού ήρθε να σώσει κι αυτούς;» Όμως η Κάτια δεν τολμούσε να ρωτήσει για όλα αυτά, γιατί η μαμά ήταν αυστηρή και δεν της άρεσε να την πολυρωτάνε, κι ο πατέρας δεν άντεχε καθόλου να τον αποσπούν από τα βιβλία του. Η Κάτια ωστόσο φοβόταν πως ο Χριστός θα θυμώσει με τη μαμά και τον μπαμπά, επειδή δεν πήγαν να Τον προσκυνήσουν. Σιγά σιγά στο μυαλό της άρχισε να κάνει ένα σχέδιο για το πώς να πάει μόνη της στη Βηθλεέμ, να προσκυνήσει τον Νεογέννητο Χριστό και να ζητήσει συγχώρεση για τον μπαμπά και τη μαμά.

Στις οχτώ έβαλαν την Κάτια για ύπνο. Η μαμά ανέλαβε να τη γδύσει, αφού η παραμάνα δεν είχε επιστρέψει από τον εσπερινό. Η Κάτια κοιμόταν μόνη στο δωμάτιο. Ο πατέρας της θεωρούσε πως έπρεπε να μάθει από παιδί να μη φοβάται τη μοναξιά, το σκοτάδι και τις λοιπές, όπως έλεγε, αηδίες. Η Κάτια ξάπλωσε αποφασισμένη να μην αποκοιμηθεί, αλλά, όπως της συνέβαινε πάντα, δεν τα κατάφερε. Κι άλλες φορές προσπαθούσε να μην κοιμηθεί, για να δει αν τη νύχτα παραμένουν όλα ίδια, αν υπάρχουν τα σπίτια στους δρόμους ή εξαφανίζονται, όταν πέφτει το σκοτάδι, αλλά πάντα βυθιζόταν στον ύπνο νωρίτερα από τους μεγάλους. Το ίδιο έγινε και σήμερα. Παρά τις προσπάθειές της, τα μάτια της έκλεισαν από μόνα τους και βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο.

Τη νύχτα όμως πετάχτηκε ξαφνικά. Ήταν σαν να την ξύπνησε κάποιος. Ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Μόνο από το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν η κοιμισμένη ανάσα της παραμάνας. Η Κάτια θυμήθηκε αμέσως ότι έπρεπε να πάει στη Βηθλεέμ. Η επιθυμία για ύπνο της πέρασε εντελώς. Σηκώθηκε αθόρυβα και άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Συνήθως την έντυνε η παραμάνα της, και τώρα της ήταν πολύ δύσκολο να τραβήξει τις κάλτσες της επάνω και να κουμπώσει τα πίσω κουμπιά του φορέματός της. Τελικά, αφού κατάφερε και ντύθηκε, έφτασε στις μύτες των ποδιών της ως την έξοδο. Ευτυχώς, το γούνινο παλτό της κρεμόταν σε τέτοιο σημείο που μπόρεσε να το φτάσει ανεβαίνοντας στο σκαμνάκι. Φόρεσε λοιπόν τη γούνα της, από πούπουλα πολικής χήνας, το χοντρό καλτσόν, τα μποτίνια της και το σκούφο που της κάλυπτε τ' αυτιά. Η πόρτα της εξόδου είχε αγγλική κλειδαριά και η Κάτια ήξερε να την ανοίγει αθόρυβα.

Βγήκε, γλίστρησε δίπλα από τον κοιμισμένο θυρωρό, ξεκλείδωσε την εξωτερική πύλη, αφού το κλειδί ήταν στην κλειδαριά, και βρέθηκε στο δρόμο.
Η νύχτα ήταν παγωμένη αλλά φωτεινή. Το φως από τους φανοστάτες στραφτάλιζε πάνω στο καθαρό, ελαφρώς κρουσταλλιασμένο χιόνι. Τα βήματά της αντηχούσαν καθαρά μέσα στη σιγαλιά.

Στο δρόμο δεν υπήρχε κανείς. Η Κάτια προχώρησε μέχρι τη γωνία και στην τύχη έστριψε δεξιά. Δεν ήξερε προς τα πού να πάει. Έπρεπε να ρωτήσει. Αλλά ο πρώτος κύριος που συνάντησε ήταν τόσο σκυθρωπός ώστε δεν τόλμησε. Της έριξε μια ματιά πάνω από το γούνινο σηκωμένο γιακά του και, χωρίς να πει λέξη, συνέχισε παραπέρα. Ο δεύτερος περαστικός ήταν ένας μεθυσμένος τεχνίτης. Κάτι φώναξε στην Κάτια, τείνοντάς της το χέρι, αλλά, όταν εκείνη φοβισμένη το έβαλε στα πόδια, την ξέχασε στο λεπτό και προχώρησε ίσια μπροστά τραγουδώντας.

Τελικά, η Κάτια σκόνταψε σχεδόν πάνω σε έναν ψηλό γέρο, με γκρίζα γενειάδα, άσπρο ψηλό σκούφο και μια προβιά για πανωφόρι. Ο γέροντας, βλέποντας το κοριτσάκι, σταμάτησε. Η Κάτια αποφάσισε να τον ρωτήσει.
«Πέστε μου, σας παρακαλώ, από πού πάνε για τη Βηθλεέμ;»
«Μα, είμαστε στη Βηθλεέμ», αποκρίθηκε ο γέρος.
«Αλήθεια; Και πού είναι αυτή η σπηλιά με τη φάτνη και τον Νεογέννητο Χριστό;»
«Ε, λοιπόν, εκεί ακριβώς πηγαίνω», απάντησε ο γέροντας.
«Αχ, τι καλά, θα μπορούσατε να με πάρετε και μένα; Δεν ξέρω το δρόμο, και πρέπει οπωσδήποτε να προσκυνήσω τον Νεογέννητο Χριστό».
«Πάμε, θα σε συνοδέψω».

Λέγοντάς το αυτό, ο γέρος πήρε το κοριτσάκι από το χέρι και ξεκίνησε βιαστικά. Η Κάτια πάσχιζε να τον προλάβει, αλλά της ήταν πολύ δύσκολο.
«Όταν εμείς βιαζόμαστε», αποφάσισε τελικά να πει, «η μαμά καλεί τον αμαξά».
«Ξέρεις, κοριτσάκι», απάντησε ο γέρος, «δεν έχω χρήματα. Μου τα πήραν όλα οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αλλά, έλα, θα σε κουβαλήσω εγώ».
Ο γέρος σήκωσε την Κάτια με τα δυνατά του χέρια, και κρατώντας τη σαν να ήταν πούπουλο συνέχισε το δρόμο του. Η Κάτια έβλεπε μπροστά της την μπερδεμένη γενειάδα του.

«Ποιος είστε;» τον ρώτησε.
«Είμαι ο Συμεών ο Θεοδόχος. Ξέρεις, ένας από τους εβδομήκοντα. Μεταφράσαμε τη Βίβλο... Αλλά, φτάνοντας στο στίχο "ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει..." με έπιασαν αμφιβολίες. Και γι' αυτό έπρεπε να ζήσω μέχρι να πραγματοποιηθεί η προφητεία. Μέχρι να κρατήσω τον Γιο της Παρθένου στα χέρια μου, δε μου επιτρέπεται να πεθάνω. Και οι Γραμματείς κι οι Φαρισαίοι με παρακολουθούν στενά».
Η Κάτια δεν καταλάβαινε εντελώς τα λόγια του γέροντα. Αλλά ένιωθε ζεστασιά, έτσι όπως την είχε τυλίξει με την προβιά του. Από το χειμωνιάτικο αέρα είχε αρχίσει να γυρίζει το κεφάλι της.
Προχωρούσαν σε κάτι έρημους δρόμους, οι φανοστάτες δεξιά κι αριστερά χάνονταν διαρκώς στο βάθος μακριά, μέχρι που συνέπιπταν σε μια τελεία, και η Κάτια άλλοτε αποκοιμιόταν κι άλλοτε απλώς έκλεινε τα μάτια.

Ο γέροντας έφτασε σε ένα ξύλινο σπιτάκι σε κάποιο προάστιο και είπε στην Κάτια:
«Εδώ μένει ο υπηρέτης του Ηρώδη, αλλά είναι φίλος μου και θα με αφήσει να μπω».
Από τα παράθυρα ερχόταν φως. Ο γέροντας χτύπησε. Ακούστηκαν βήματα, το τρίξιμο της κλειδαριάς, η πόρτα άνοιξε. Ο γέροντας μπήκε με την Κάτια στο σκοτεινό χολ. Μπροστά τους στεκόταν, εντελώς κατάπληκτος, ένας όχι και τόσο νέος πια άντρας με μπλε γυαλιά.

«Συμεών», είπε, «εσύ είσαι; Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Πάψε. Κορόιδεψα τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους και τους φρουρούς της φυλακής. Σήμερα είναι γιορτή κι είναι λιγότερο προσεχτικοί. Το 'σκασα λοιπόν».
«Και η γούνα που φοράς τίνος είναι;»
«Την πήρα από τον επιτηρητή. Αλλά θα την επιστρέψω. Θα γυρίσω πίσω. Ας με βασανίσουν, αλλά έπρεπε να φύγω, πρέπει να δω τον Χριστό, αλλιώς δε μου επιτρέπεται να πεθάνω».
«Και το κοριτσάκι αυτό πού βρέθηκε;» αναφώνησε ο κύριος με τα γυαλιά, που εκείνη τη στιγμή πρόσεξε την Κάτια.
«Πάει κι αυτή εκεί, στην κοιλάδα».
«Ναι, πρέπει να προσκυνήσω τον Νεογέννητο Χριστό», συμπλήρωσε η Κάτια.

Ο κύριος με τα γυαλιά κούνησε το κεφάλι. Πήρε την Κάτια από το γέρο, τη μετέφερε στο διπλανό δωμάτιο και την παρέδωσε σε μια γριά. Η Κάτια έλεγε ότι πρέπει να πηγαίνει, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη και κρύωνε τόσο, που δεν αντιστάθηκε και πολύ όταν την έγδυσαν, την έτριψαν με οινόπνευμα και την ξάπλωσαν στο ζεστό κρεβάτι. Αποκοιμήθηκε στη στιγμή.
Έπειτα έβαλαν και το γέροντα να ξαπλώσει.

Την επομένη, οι γονείς της βρήκαν την Κάτια με τη βοήθεια της αστυνομίας και οι επιτηρητές του φρενοκομείου το δραπέτη ασθενή τους. 

Ένα παιδί κι ένας τρελός πήγαν μαζί να προσκυνήσουν τον Χριστό. 

Ευλογημένος θα είναι αυτός, που συνειδητά επιθυμεί το ίδιο...

 Πηγή-Ρώσσικες Ιστορίες

14 Δεκεμβρίου 2023

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΑΓΟΡΙΟΥ -ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ (1821 1881)- ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ...

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΑΓΟΡΙΟΥ
Από το ημερολόγιο του συγγραφέα

Ι. ΤΟ ΑΓΟΡΙ «ΜΕ ΤΟ ΑΠΛΩΜΕΝΟ ΧΕΡΙ»


Τα παιδιά είναι κόσμος παράξενος, κοιμούνται κι ονειρεύονται.

Πριν από τα Χριστούγεννα, αλλά και στη διάρκεια των Χριστουγέννων, συναντούσα συνεχώς στο δρόμο, σε συγκεκριμένο σημείο, ένα αγοράκι όχι μεγαλύτερο από εφτά χρονών. Μέσα στην τρομερή παγωνιά ήταν ντυμένο σχεδόν καλοκαιρινά, αλλά ο λαιμός του, πάντα τυλιγμένος με ένα κουρέλι, έδειχνε ότι κάποιος, παρ' όλα αυτά, το είχε φροντίσει πριν το στείλει έξω. Κυκλοφορούσε «με το χέρι απλωμένο». 

Ο όρος είναι τυπικός, και σημαίνει «ζητιανεύω». Τον επινόησαν αγόρια σαν κι αυτό. Υπάρχουν πλήθος από αυτά τα παιδιά, που στριφογυρνούν στα πόδια μας και επαναλαμβάνουν δυνατά κάποιες αποστηθισμένες φράσεις. Όμως, τούτο το μικρό δε φώναζε, μιλούσε αθώα, ασυνήθιστα θα έλεγα, και με κοιτούσε με εμπιστοσύνη στα μάτια — θα πρέπει να ήταν καινούριο στο επάγγελμα. Στην ερώτησή μου απάντησε ότι έχει μια αδελφή, που είναι άνεργη και άρρωστη. Μπορεί να ήταν κι έτσι. 

Έμαθα ωστόσο αργότερα ότι αγοράκια σαν κι αυτό υπάρχουν κοπάδια ολόκληρα: τα στέλνουν «με το χέρι απλωμένο», ακόμα και στη χειρότερη παγωνιά, κι είναι σίγουρο πως, αν δε μαζέψουν τίποτα, τα περιμένει ξυλοδαρμός. Έχοντας συγκεντρώσει μερικές δεκάρες, ένα τέτοιο αγόρι θα επιστρέψει με κόκκινα, κοκαλιασμένα δάχτυλα σε κάποιο υπόγειο, όπου θα μεθοκοπάει μια συμμορία ακαμάτηδων, από τους ίδιους εκείνους που «απεργώντας στη φάμπρικα Σάββατο προς Κυριακή επιστρέφουν στη δουλειά όχι νωρίτερα από Τετάρτη βράδυ». 

Εκεί, στα υπόγεια, μεθοκοπάνε μαζί τους οι πεινασμένες και δαρμένες γυναίκες τους, κι εκεί κατουριούνται τα πεινασμένα μωρά τους. Βότκα και βρόμα και ακολασία, αλλά κυρίως βότκα. Με τις δεκάρες που μάζεψε, στέλνουν και πάλι το αγοράκι έξω, στο καπηλειό, να φέρει κι άλλο ποτό. Για να διασκεδάσουν μάλιστα, του ρίχνουν καμιά φορά κι αυτουνού στο στόμα ένα ποτηράκι, χασκογελώντας όταν με κομμένη την ανάσα θα σωριαστεί σχεδόν αναίσθητο στο πάτωμα... φαρμάκι βότκα μου 'ριξε αλύπητα στο στόμα...Μόλις μεγαλώσει λίγο θα το χώσουν στα γρήγορα σε καμιά φάμπρικα, αλλά όσα θα κερδίζει θα είναι και πάλι υποχρεωμένο να τα φέρνει στους ακαμάτηδες, που θα τα πίνουν ως συνήθως. Πάντως, πριν καν φτάσουν στη φάμπρικα, τα παιδιά αυτά έχουν γίνει κανονικοί εγκληματίες. 

Αλητεύουν μέσα στην πόλη και ξέρουν γωνιές σε αντίστοιχα υπόγεια, όπου μπορούν να τρυπώσουν και να διανυκτερεύσουν χωρίς να τα πάρει είδηση κανείς. Μια φορά, ένα από αυτά πέρασε κάμποσες συνεχόμενες νύχτες στο υπόγειο κάποιου οδοκαθαριστή, μέσα σε ένα ψάθινο σεντούκι, δίχως εκείνος να καταλάβει τίποτα. Εννοείται πως γίνονται κλέφτες. 

Η κλεψιά γίνεται πάθος, ακόμα και σε οκτάχρονα παιδιά, τα οποία, μερικές φορές, δε συνειδητοποιούν καν ότι αυτό που κάνουν είναι παράνομο. Τελικά, τα αντέχουν όλα —την πείνα, το κρύο, τους ξυλοδαρμούς— με αντίτιμο ένα πράγμα: την ελευθερία. Κάποτε θα το σκάσουν από τους ακαμάτηδες, για να ζητιανέψουν πια για τον εαυτό τους. Αυτό το άγριο πλάσμα ενίοτε δεν ξέρει ούτε πού ζει ούτε τι εθνικότητας είναι, αν υπάρχει Θεός, αν υπάρχει βασιλιάς. Λένε γι' αυτά πράγματα απίστευτα, αλλά αληθινά.

 

 II. ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Όμως εγώ είμαι μυθιστοριογράφος, και μου φαίνεται ότι μια «ιστορία» από αυτές την επινόησα μόνος μου. Αλλά γιατί γράφω «μου φαίνεται», αφού ξέρω ότι την επινόησα. Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποτε, ακριβώς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σε μια τεράστια πόλη και με τρομερή παγωνιά.

Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε κάτι σαν ρομπάκι και τουρτούριζε. Η ανάσα του έβγαινε από το στόμα του σαν άσπρος αχνός, κι εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το σανιδένιο κρεβάτι, όπου πάνω σε ένα λεπτό σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι κειτόταν η άρρωστη μητέρα του. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ; Θα πρέπει να ήρθε με το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή.

Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να ξυπνήσει τη μητέρα του. 

Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου και ήταν τόσο παγωμένη όσο κι ο τοίχος. «Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε λίγο ακόμα, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του στον ώμο της μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο.

Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Εκεί απ' όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν — κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! 

Και τι θόρυβος και φασαρία είναι αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό.

Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο, και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν.

Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους — αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ' έξω κάμποσοι κύριοι. 

Πλησίασε στα κλεφτά ο μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια. 

Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα πίσω από ένα σωρό ξύλων. «Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».

Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Να τος, τρεμουλιάζει ολόκληρος, αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία να κοιμόταν εδώ: «Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!... Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!» «Πάμε σπίτι μου, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγοράκι», ψιθύρισε από πάνω του μια σιγανή φωνή.

Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το χέρι και...και τότε, ω, τι φως! Ω, τι έλατο είναι αυτό! Μα δεν είναι καν έλατο, τέτοια δέντρα δεν είχε ξαναδεί ποτέ! Πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα ακτινοβολούν και γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη. «Μαμά! Μαμά! Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!» της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι. «Ποια είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα. 

«Αυτό είναι το Δέντρο του Χριστού», του απαντάνε. 

«Στο σπίτι του Χριστού πάντα τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα...» Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν μέσα στα καλαθάκια τους, όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους απλώνει το χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες τους... Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα...

Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του...Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον Κύριο και Θεό, στους ουρανούς. Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση! Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ' αλήθεια — δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι... 

Αλλά γι' αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα...

ΠΗΓΗ

12 Δεκεμβρίου 2023

Από το χριστόξυλο στο χριστουγεννιάτικο δέντρο !

Από το χριστόξυλο στο χριστουγεννιάτικο δέντρο !


 Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ένα έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Κάθε χρόνο, κάθε σπίτι στήνει το δικό του δέντρο, ένα φυσικό ή τεχνητό έλατο, και το στολίζει με λαμπιόνια και πολύχρωμα στολίδια. Πότε, πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκε σαν σύμβολο το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που στολίζουμε κάθε χρόνο; Από πού προέρχεται το έθιμο; Πότε ήρθε στην Ελλάδα; Τι συμβολίζει το αστέρι στην κορυφή και τι η φάτνη στη ρίζα του; Γιατί σε κάποια μέρη στολίζουν «ένα καραβάκι»; Τι είναι το «χριστόξυλο»;

Οι πρόγονοι του Χριστουγεννιάτικου δέντρου μπορούν να αναζητηθούν στα ειδωλολατρικά έθιμα της λατρείας των δέντρων. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές η παράδοση να στολίζονται δέντρα ή κομμάτια δέντρων υπήρχε σε όλες τις θρησκείες από την αρχαιότητα. Τα δέντρα μεταφέρονταν μέσα στα σπίτια και οι άνθρωποι τα στόλιζαν, για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο. Πολύ πριν από την έλευση του Χριστιανισμού φυτά και δέντρα, που παρέμεναν πράσινα όλο το χρόνο, είχαν ιδιαίτερη σημασία για τους ανθρώπους μέσα στο χειμώνα. Οι αρχαίοι λαοί κρεμούσαν αειθαλή κλαδιά πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρά τους, γιατί πίστευαν ότι κάτι τέτοιο κρατάει μακριά μάγισσες, φαντάσματα, κακά πνεύματα και ασθένειες.

Πολλοί αρχαίοι πίστευαν ότι ο ήλιος ήταν ένας θεός και ότι ο χειμώνας ερχόταν κάθε χρόνο, επειδή ο θεός ήλιος είχε αρρωστήσει και ήταν αδύναμος. Γι αυτό και γιόρταζαν το ηλιοστάσιο, επειδή αυτό σήμαινε ότι επιτέλους ο θεός ήλιος θα γινόταν καλά. Το χειμερινό ηλιοστάσιο, η μικρότερη ημέρα και η μεγαλύτερη νύχτα του έτους, πέφτει στις 21 προς 22 Δεκεμβρίου. Τα αειθαλή κλαδιά υπενθύμιζαν στους ανθρώπους όλα τα πράσινα φυτά που φυτρώνουν πάλι, όταν ο ήλιος γίνεται ξανά δυνατός την άνοιξη και το καλοκαίρι.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λάτρευαν το θεό Ρα και τον παρίσταναν με κεφάλι γερακιού και ένα φλεγόμενο δίσκο στο στέμμα του. Στο ηλιοστάσιο οι Αιγύπτιοι γέμιζαν τα σπίτια τους με κλαδιά φοίνικα, που συμβόλιζαν γι’ αυτούς το θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου. Στη Βόρεια Ευρώπη οι μυστηριώδεις Δρυίδες, ιερείς των αρχαίων Κελτών, διακοσμούσαν τους ναούς τους με αειθαλή κλαδιά ως σύμβολα της αιώνιας ζωής. Και οι άγριοι Βίκινγκ στη Σκανδιναβία πίστευαν ότι τα αειθαλή φυτά ήταν τα αγαπημένα του θεού του ήλιου.

Οι αρχαίοι Ρωμαίοι γιόρταζαν το ηλιοστάσιο με τα Σατουρνάλια, μία γιορτή προς τιμήν του Κρόνου (Saturn), θεού της γεωργίας και του τρύγου, και γνώριζαν ότι το ηλιοστάσιο σήμαινε πως σύντομα τα αγροκτήματα και τα περιβόλια θα γίνονταν πράσινα και γόνιμα. Για να γιορτάσουν μάλιστα το γεγονός, διακοσμούσαν τα σπίτια και τους ναούς τους με αειθαλή κλαδιά.

Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως η μέρα της Γέννησης του Χριστού. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν στη Ρώμη στις 25 Δεκεμβρίου από το 336. Στα Σατουρνάλια  οι Ρωμαίοι στόλιζαν διαφόρων ειδών δέντρα με κεριά και άλλα στολίδια (πιθανότητα καρύδια, φαγώσιμα κ.λ.π.).

 Χριστουγεννιάτικο δέντρο, σκίτσο.

Χριστουγεννιάτικο δέντρο, σκίτσο.

 Η αρχή του εθίμου του χριστουγεννιάτικου δέντρου τοποθετείται στις αρχές του 8ου αι. μ.Χ. και έχει τις ρίζες του στη Γερμανία, σε προχριστιανικούς πολιτισμούς. Την περίοδο αυτή ο Άγιος Βονιφάτιος εξαπλώνει το χριστιανισμό στη Φραγκική αυτοκρατορία. Εγκαθίδρυσε τις πρώτες οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες σε πολλά μέρη της Γερμανίας. Είναι ο άγιος προστάτης της Γερμανίας και αποκαλείται «Απόστολος των Γερμανών».

Το (716) στάλθηκε σε αποστολή στην Φριζία προκειμένου να εκχριστιανίσει τους κατοίκους, το έργο ήταν δύσκολο γιατί έπρεπε να συνεννοηθεί μαζί τους με την παλιά Αγγλική τους διάλεκτο. Εκείνη λάτρευαν την αιωνόβια βελανιδιά, ιερό δέντρο του θεού τους Θωρ πάνω στην οποία έκαναν θυσίες. Θέλοντας να ορίσει στους κατοίκους το τέλος μιας εποχής άρχισε να την πριονίζει, τότε φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και την ξερίζωσε. Αυτό οι Φριζιανοί το θεώρησαν σύμφωνα με τον γνωστό θρύλο ως θαύμα και μεταστράφηκαν ομαδικά στον χριστιανισμό. Στην θέση της αργότερα φύτρωσε ένα έλατο το οποίο οι χριστιανοί καθόρισαν ως το ευλογημένο δέντρο με αποτέλεσμα να το τιμούν στην εορτή γέννησης του Θεανθρώπου.  Έτσι αντικαθιστά τη βελανιδιά, που λάτρευαν οι αρχαίες Γερμανικές φυλές, με το έλατο, που έγινε χριστιανικό και χριστουγεννιάτικο σύμβολο, λόγω του κωνοειδούς, τριγωνικού σχήματός του. Το έλατο έγινε εύκολα αποδεκτό από τους χριστιανούς σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων.

Στους Γερμανούς αποδίδεται και η έναρξη της παράδοσης του χριστουγεννιάτικου δέντρου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Ο μύθος λέει ότι στις αρχές του 16ου αιώνα στη Γερμανία συνδύασαν δύο έθιμα. Το πρώτο ήταν το δέντρο του Παραδείσου, ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα, που συμβόλιζε το Δέντρο της Γνώσης στον Κήπο της Εδέμ. Το δεύτερο έθιμο ήταν το Φως των Χριστουγέννων, ένα μικρό πλαίσιο σε σχήμα πυραμίδας διακοσμημένο με γυάλινες σφαίρες, χρυσόχαρτο και ένα κερί στην κορυφή, που ήταν το σύμβολο της γέννησης του Χριστού.

Οι ευσεβείς χριστιανοί έβαλαν διακοσμημένα δέντρα στα σπίτια τους αλλάζοντας τα μήλα με χρυσές σφαίρες από χαρτί και με το Φως τοποθετημένο στην κορυφή του δέντρου δημιούργησαν το δέντρο που γνωρίζουμε σήμερα. Όταν τα δέντρα ήταν λιγοστά, έφτιαχναν πυραμίδες από ξύλο και τις διακοσμούσαν με κλαδιά και κεριά.

Φυσικά στο πέρασμα των αιώνων το νόημα του χριστουγεννιάτικου δέντρου πήρε αναρίθμητες μορφές. Αρχικά το δέντρο-σύμβολο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη καθημερινής χρήσης, για να συμβολίσει την ευτυχία, που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σύμφωνα με ερευνητές τα πρώτα στολίδια ήταν συσκευασμένα φαγητά, είδη ρουχισμού ή άλλα χρήσιμα είδη, που στο πέρασμα των χρόνων και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου εξελίχθηκαν μόνο σε διακοσμητικά αντικείμενα.

Στην κορυφή του συνήθως τοποθετείται ένα αστέρι, που συμβολίζει το αστέρι της Βηθλεέμ ή ένας άγγελος, που συμβολίζει τις στρατιές των αγγέλων. Στο κάτω μέρος του δένδρου τοποθετείται μία φάτνη, που αναπαριστά το στάβλο, όπου γεννήθηκε ο Θεάνθρωπος. Στη διάρκεια του 17ου αι. συναντάμε τα δένδρα μπροστά στα σπίτια, διακοσμημένα με φαγώσιμα, ρούχα και άλλα είδη, που συμβολίζουν τα θεία δώρα. Αργότερα το δένδρο πήρε και τη θέση της “Δωροθήκης”, του χώρου δηλαδή όπου τοποθετούσαν οι συγγενείς και φίλοι τα δώρα τους ο ένας για τον άλλο.

Μαρτίνος Λούθηρος

Μαρτίνος Λούθηρος

Τα πολυάριθμα λαμπιόνια, που στις μέρες μας κοσμούν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αντικατέστησαν τα αναμμένα κεριά που παλαιότερα τοποθετούνταν. Ο Μαρτίνος Λούθηρος, Προτεστάντης μεταρρυθμιστής του 16ου αιώνα, ήταν ο πρώτος που έβαλε αναμμένα κεριά στο δέντρο. Περπατώντας προς το σπίτι του ένα χειμωνιάτικο βράδυ θαύμασε τη λάμψη των άστρων μέσα από τα δέντρα. Για να αναπαραστήσει το σκηνικό και για την οικογένειά του, έστησε ένα δέντρο στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού του και κρέμασε πάνω στα κλαδιά του αναμμένα κεριά.

Το έθιμο του φωτισμού του δένδρου με κεριά γινόταν αιτία για πολλά ατυχήματα. Έτσι, μέχρι να εφευρεθούν τα ηλεκτρικά φωτάκια, οι προνοητικοί είχαν και έναν κουβά νερό κάτω από το δέντρο για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Το 1882 το πρώτο ηλεκτρικά φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο του κόσμου στολίσθηκε στη Νέα Υόρκη, στην κατοικία του Έντουαρτ Τζόνσον, συναδέλφου του εφευρέτη του ηλεκτρικού λαμπτήρα Τόμας Έντισον.

Στην Ελλάδα πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου ήταν το παραδοσιακό Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης. Χριστόξυλο ονομάζεται το πρώτο ξύλο που θα καεί στο τζάκι την παραμονή των Χριστουγέννων. Κάθε Χριστούγεννα ο πατέρας ή ο παππούς κάθε οικογένειας ψάχνει στα δάση ή στα χωράφια ένα μεγάλο γερό κούτσουρο από πεύκο ή ελιά κυρίως, που θα μπει στο τζάκι, αφού καθαριστεί επιμελώς το τζάκι και η καμινάδα του. Σε κάποιες περιοχές το χριστόξυλο προέρχεται από δέντρο με αγκάθια, όπως η αγριαχλαδιά (γκορτσιά).

Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Το βράδυ της παραμονής, λοιπόν, άναβαν το χριστόξυλο με την οικογένεια μαζεμένη γύρω από το τζάκι. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι τα Άγια Θεοφάνια η φωτιά δεν πρέπει να σβήσει, γιατί συμβολίζει τη φωτιά που ζέσταινε το νεογέννητο Χριστό. Έτσι κρατούσαν μακριά από το σπίτι – όπως πίστευαν- τους καλικάντζαρους, ενώ τη στάχτη που μάζευαν έως τα Φώτα τη σκόρπιζαν γύρω από το σπίτι, στα χωράφια και τους στάβλους, γιατί πίστευαν ότι διώχνει το κακό!

Υπάρχει όμως σε πολλά μέρη και μια παραλλαγή του χριστόξυλου, που λέγεται το πάντρεμα της φωτιάς, επειδή αποτελείται από δύο ή τρία ξύλα και όχι ένα. Τα κούτσουρα αυτά έχουν και τους συμβολισμούς τους. Το πρώτο κούτσουρο συμβολίζει το νοικοκύρη, γι αυτό πρέπει να είναι από δέντρο με αρσενικό όνομα π.χ. ο πλάτανος. Το δεύτερο συμβολίζει τη νοικοκυρά του σπιτιού και το ξύλο προέρχεται από δέντρο θηλυκού ονόματος π.χ. η κερασιά. Στις περιοχές που χρησιμοποιούν και τρίτο ξύλο είναι για τον κουμπάρο και είναι από δέντρο διαφορετικό από τα δυο πρώτα. Αυτά τα ξύλα πίστευαν ότι διώχνουν το κακό και τους καλικάντζαρους, γι αυτό η στάχτη τους σκορπιζόταν επίσης γύρω από το σπίτι και στα χωράφια. Η διαδικασία είναι η ίδια με το χριστόξυλο. Από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια έπρεπε να είναι αναμμένη η φωτιά. Τοποθετούσαν τα ξύλα σταυρωτά και πάνω στη φωτιά έριχναν κρασί και λάδι, ενώ σε κάποια μέρη έριχναν φυτά που κάνουν θόρυβο όταν καίγονται, για να διώχνουν τα κακά πνεύματα.

Στη νεότερη Ελλάδα το χριστουγεννιάτικο δέντρο εισήγαγαν οι Βαυαροί. Το 1833 στολίστηκε το πρώτο δέντρο στο Ναύπλιο, για να κοσμήσει το παλάτι του Όθωνα και τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα, όπου οι κάτοικοι έκαναν ουρές για να το θαυμάσουν.  Στις 24 Δεκεμβρίου 1843 στήθηκε για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο σε ελληνικό σπίτι και συγκεκριμένα στο αρχοντικό του Ναξιώτη Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, γενικού Προξένου της Ρωσίας στην Αθήνα.

Το έθιμο, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, άργησε να εξαπλωθεί στην χώρα μας. Μόλις την δεκαετία του τριάντα κάποια αστικά σπίτια άρχισαν να στολίζουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ μεταπολεμικά το έθιμο διαδόθηκε ταχύτατα τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο χώρα. Μια προσπάθεια να αντικατασταθεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ελληνοπρεπέστατο καραβάκι στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα δεν ευοδώθηκε.

 

Χριστουγεννιάτικο δέντρο, έργο του Σπύρου Βικάτου (1878-1960), Λάδι σε μουσαμά, 77 εκ. x 105 εκ. Εθνική Πινακοθήκη.

Το δέντρο αντικατέστησε το παραδοσιακό καραβάκι, που ταιριάζει περισσότερο στο νησιωτικό χαρακτήρα του λαού μας και σε κάποια νησιά της χώρας διατηρείται ακόμα.

Το στολισμένο καραβάκι είναι ένα ελληνικό έθιμο. Κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων γιορτών, στολιζόταν στα σπίτια και στις πλατείες, πριν από την αντικατάστσσή του από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Σύμφωνα με την παράδοση, το καράβι στολιζόταν επειδή οι Έλληνες είχαν δεσμό με τη θάλασσα, ήδη από τα αρχαία χρόνια. Ακόμη, πολλοί ενήλικες και παιδιά εργάζονταν στα πλοία για να φέρουν χρήματα και ψωμί στις οικογένειές τους, ακόμη και τις αργίες. Το καραβάκι προφανώς θα συμβόλιζε, όχι μόνο την προσμονή των παιδιών για αντάμωση με τους συγγενείς τους, αλλά και τη δική τους αγάπη για τη θάλασσα. Παράλληλα, μικρά καραβάκια είχαν τον ρόλο και ενός τιμητικού καλωσορίσματος για τους Έλληνες θαλασσοπόρους που επέστρεφαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους, καθώς και τάματος για να είναι ασφαλείς στα άγρια κύματα. Συχνά τα παιδιά που πήγαιναν να πουν τα κάλαντα κρατούσαν μια μινιατούρα- στολισμένο καράβι. Παρόλο που στην Ευρώπη έκαναν την εμφάνισή τους τα χριστουγεννιάτικα έλατα, το καραβάκι άντεξε αρκετές χρονιές, μέχρι το 1933.

 

Επιτραπέζιο Χριστουγεννιάτικο ξύλινο καραβάκι από μπρούτζο και κλαδιά. Το καράβι συμβολίζει την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού. Έθιμο που υποχώρησε με το χρόνο, μπροστά σε αυτό του δέντρου.

Στη Λέσβο το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι από έλατο, αλλά από κλαδί ελιάς, το οποίο το στολίζουν με χρυσωμένα πορτοκάλια, καρύδια και διάφορα παιχνίδια. Πολλές φορές όμως αντί για κλαδί ελιάς στολίζουν ξύλινα καραβάκια. Στη Χίο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς υπάρχει ένα έθιμο, τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια. Όποιες ενορίες επιθυμούν κατασκευάζουν, με βάση μια μακέτα, πολεμικά ή εμπορικά πλοία σε σμίκρυνση. Αυτά συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ποιότητα κατασκευής και την ομοιότητα με τα πραγματικά πλοία, ενώ οι ομάδες, που αποτελούν το πλήρωμα κάθε πλοίου, τραγουδούν κάλαντα.

Το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι συνυφασμένο με την νέο-ελληνική παράδοση, αλλά και με το κλίμα των εορτών των Χριστουγέννων παγκοσμίως. Η χρήση του έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ως μέσο για να στολίσουμε το σπίτι μας ή το χώρο εργασίας, αλλά δεν πρόκειται για ένα «ξενόφερτο έθιμο».

Ο πρόγονος του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα κλαδί ελιάς. Το συγκεκριμένο κλαδί ονομαζόταν «Ειρεσιώνη» και σχετίζεται με τον Θησέα, την Κρήτη και την αρχαία Αθηνά. Επίσης, λίγοι γνωρίζουν ότι τα σημερινά χριστουγεννιάτικα κάλαντα σχετίζονται με τον ύμνο που έψαλαν τα παιδιά στην αρχαιότητα κατά τα «Πυανέψια», περιφέροντας την «Ειρεσιώνη».

Ωστόσο όταν επικράτησε ο Χριστιανισμός καταδίκασε το έθιμο ως ειδωλολατρικό και απαγόρευσε την τέλεσή του. Οι Έλληνες όμως που ταξίδευαν πολύ το μετέδωσαν στους Βόρειους λαούς, οι οποίοι λόγο έλλειψης ελαιοδέντρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που φύονταν στις περιοχές τους, όπως είναι τα έλατα.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο, λοιπόν αποτελεί ένα έθιμο για πολλούς χριστιανικούς λαούς σε όλο τον κόσμο. Ειδικά στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου ένα δέντρο αειθαλές και καταπράσινο πάντα συνδέεται με την καλοτυχία. Παράλληλα με τη δημιουργία παραμυθιών και άλλων εκδόσεων ενισχύθηκε η παρουσία του δέντρου. Σήμερα, περισσότερα από 72 εκατομμύρια δέντρα στολίζονται κάθε Χριστούγεννα σε όλο το χριστιανικό κόσμο και από αυτά 35 εκατομμύρια είναι αληθινά δέντρα, ενώ 37 εκατομμύρια είναι ψεύτικα.

 Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας 

https://argolikivivliothiki.gr/2012/12/14/christmas-tree/