ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

28 Δεκεμβρίου 2015

Χαρτοπαιξία χάριν… των εορτών.. εν έτει 1940

Χαρτοπαιξία χάριν… των εορτών
«Αυτές οι ρουλέττες που στηθήκανε στους δρόμους και στις πλατείες «χάριν των εορτών» μας ξαναφέρανε πίσω σε μια εποχή, που η πρωτεύουσα πάλιν «χάριν των εορτών» γινότανε ένα απέραντο υπαίθριο χαρτοπαίγνιο.
Αυτή η ιστορία άρχιζε με την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος και ετελείωνε την ημέραν του Αγίου Ιωάννου. Έτσι υπό τα όμματα των δύο αυτών Αγίων, οι Αθηναίοι εσφάζοντο επι είκοσι τόσες ημέρες στην πασέττα και στον μπακαρά.
Αλλ’ ούτε ο Άγιος Σπυρίδων είχε αναλάβει υπο την προστασίαν του τη σφαγή, ούτε ο Άγιος Ιωάννης είχε έλθει σε συμφωνία να βοηθήση αντί ολίγου θυμιάματος και τα δύο ταμπλώ του μπακαρά. Ήταν μια κακή συνήθεια που για να καθιερωθή εχρειάσθηκε πολλή ασέβεια. Και τέτοιο υλικό υπήρχε μπόλικο.
Γιατί όμως να παίζουν αυτές τις ημέρες και να μη τραγουδούν; Γιατί φαίνεται πως επεκράτησε η αντίληψις ότι για να πάη καλά ο καινούργιος χρόνος, πρέπει οι άνθρωποι να θυσιάζουν στην τύχη και να ξημερώνονται απένταροι.
Έτσι, δεκαπέντε ημέρες πριν από τη πρωτοχρονιά, όλα τα καφενεία, μικρά και μεγάλα, σταματούσαν το σερβίρισμα, κρεμνούσαν τα μπρίκια και άφηναν τα τραπέζια στη διάθεσι των παικτών.
Η μεγαλειτέρα κίνησις και το ζωηρότερο παιχνίδι ήταν στα μεγάλα καφενεία των Χαυτείων, στο «καφενείο των Παρισίων», στο «Βυζάντιο» και στο «καφενείο των Γερόντων» που στην πραγματικότητα ήταν καφενείο για όλες της ηλικίες. Εκεί μέσα ωργίαζε η τράπουλα.
Άνθρωποι που πιστεύουν σ’ αυτήν παρακολουθούσαν με θρησκευτική κατάνυξι το κόψιμο των χαρτιών. Ένα γκρούπ από ανθρώπους τυλιγμένο σ’ ένα σύννεφο από καπνούς, έδινε μια ιδέα σκοτεινού ζωγραφικού πίνακος, σαν εκείνους που είμαστε υποχρεωμένοι να θαυμάζουμε σε μια έκθεσι, ακριβώς γιατί δεν τους καταλαβαίνουμε.
Άλλη σκοτεινή και ανεξήγητη μορφή, ο παγκαδόρος, έκοβε τα χαρτιά με ένα ύφος που έδειχνε πως είχε πλήρη συναίσθησι της υψηλής αποστολής του.
-Η ντάμα κερδίζει, ο βαλές χάνει. Το δέκα κερδίζει, ο ρήγας χάνει.
Και το κυνήγι της τύχης εξακολουθούσε ως τις πρωινές ώρες. Όταν ενύχτωνε, στα μικρά καφενεία, που το φώς δεν ήταν αρκετό, το παιχνίδι επροχωρούσε με το φώς ενός σπερματσέτου που έλυωνε αργά-αργά και έσταζε μέσα σ’ ένα ποτήρι…
…Είπαμε ότι το χαρτοπαικτικό όργιο κρατούσε ως την εορτή του Αγίου Ιωάννου. Καμμιά φορά έφθανε και ως την άλλη Κυριακή. Και τη Δευτέρα πιά οι Αθηναίοι πρωί-πρωί εγύριζαν ξενυχτισμένοι σπίτι τους, αφού είχαν χάσει και την τελευταίαν τους πεντάρα χάριν…. των εορτών».
«Βραδυνή», 1940, Τ. Μωραϊτίνης
Το κείμενο μας το υπέδειξε ο φίλος κ. Κ.Η. τον οποίο και ευχαριστούμε

26 Δεκεμβρίου 2015

Η μικρή σκούνα.Χριστουγεννιάτικο διήγημα -Του Βασίλη Χαραλάμπους

Του Βασίλη Χαραλάμπους
Σηκώθηκε αργά –αργά , μέρες τώρα στο κρεββάτι , μια σούπα να κάνει. Τι να γίνει που την άλλη φορά που ο γυιός της ο Γιάννης δοκίμασε τη σούπα να φτιάξει στην άρρωστη μάνα κι΄ακόμα θυμάται κείνη τη γκριμάτσα που έκανε η μάνα του στην πρώτη κουταλιά. Δεν τα πολυκατάφερνε σε κάτι τέτοια πράγματα ο Γιάννης. Η μητέρα του στην κουζίνα κι΄ ο Γιάννης πηγαινοερχόταν σκεφτικός στο δωμάτιο του.
Μια στιγμή κοντοστάθηκε για λίγο, το πρόσωπό του είχε άλλη όψη , σαν χαρούμενο έδειχνε. Κάτι ψυθίρισε και παραϋστερα άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια. Έψαχνε ,έψαχνε μέχρι που βρήκε μια παλιά σχισμένη άσπρη φανέλλα. Τι να την κάνει άραγε τούτη τη σχισμένη φανέλλα; Την κοίταξε για λίγο κι΄ ύστερα βγήκε έξω βιαστικός κατ’ αντίκρυ στον κυπαρισσώνα . Σε λίγο νάσου μπαίνει μέσα κρατώντας κλαράκια διάφορα. Κάθησε πλάϊ στη θράκα κι΄ άρχισε να φτιάχνει ένα καραβάκι, μια μικρή σκούνα για των Χριστουγέννων τα κάλαντα. Κι’ έγινε τούτη η σκισμένη φανέλλα άρμενο για τη μικρή σκούνα. Έμεινε ώρα πολλή εκεί πλάϊ στη θράκα να τεχνουργεί το δικάταρτο. Κάθε τόσο διέκοπτε και σιγοτραγουδούσε ένα κομάτι από τα κάλαντα. Παραύστερα ανασηκώθηκε χαρούμενος κρατώντας τη μικρή σκούνα στα χέρια του.
Ο Κωστής ο μικρότερος αδελφός του μόλις μπήκε έμεινε να κοιτά έκπληκτος τη μικρή σκούνα.
-Τι ωραίο που είναι! Θα το βάλουμε στο αυλάκι με το νερό να κολυμπήσει;
-Όχι Κωστή ,είναι το καραβάκι που θα κρατάμε στα κάλαντα .
-Όταν περάσουν τα Χριστούγεννα θα το βάλουμε στο αυλάκι να κολυμπήσει; Επέμενε ο Κωστής.
-Καλά τότε να το βάλουμε . Άντε τώρα να πάρεις τη φλογέρα σου και να πείς και στο Γιώργο να πάρει το τρίγωνό του για να πούμε τα κάλαντα στις απάνω γειτονιές.
Η μητέρα στην κουζίνα και κατόπιν στο δωμάτιο της δεν κατάλαβε τίποτε. Σε λίγο κίνησαν και οι τρείς τους για τις απάνω γειτονιές. Ο Γιάννης μπροστά με τη μικρή σκούνα και λίγο πιο πίσω ο Γιώργος με το τρίγωνό του κι’ ο Κωστής με τη φλογέρα να φυσάει κατά βούληση.
Κείνο τ΄απόγευμα φυσούσε οστριογαρμπής. Ανασήκωσαν λίγο τα γιακαδάκια τους και προχώρησαν για τις απάνω γειτονιές. Ο αγέρας κρύος και δεν έλεγε να κοπάσει. Αρχίνισαν λοιπόν να τραγουδούν τα κάλαντα. Ο μικρότερος , ο Κωστής τραγουδούσε μ΄όλη τη δύναμη της ψυχής του, άσε που ξεχνούσε κιόλας τα λόγια κάθε τόσο. Άλλοι τους καλοδέχονταν κι΄ άλλοι τους διώχναν με ευγένεια . Κι’ όμως υπήρχαν και κάποιοι που σχεδόν τους κλείναν κατάμουτρα την πόρτα. Αυτούς έτσι κι’ αλλιώς ο Γιάννης τους ήξερε κι΄από πέρυσι και δεν πολυστεναχωρήθηκε.
Γυρνούσαν ώρα πολλή ίσαμε το γέρμα . Τ΄ αγέρι συνέχισε να φλυαρεί καταμεσής στα στενορύμια κι΄ο Γιάννης με τ΄ αδέλφια του συνέχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα. Πέρασαν κι΄ από την εκκλησιά τ΄ Άη Μηνά. Ο Γιάννης κοντοστάθηκε λίγο ,κάτι ψυθίρισε, έκανε το σταυρό του κι΄ ύστερα συνέχισε. Πήραν το δρόμο της επιστροφής . Άρχισε να βραδιάζει . Το φεγγάρι ολόγιομο, φεγγαροβραδιά σίγουρα και τούτην τη νύχτα.
Στο δρόμο για το σπίτι συνάντησαν τον Αλέξη του φούρναρη ο οποίος γυρνούσε με το ποδήλατο του τις γειτονιές. Πέρασε με ταχύτητα από πλάϊ τους κι΄ άρπαξε το κουτί με τα χρήματα . Μάταια φώναζε ο Γιάννης με τ΄αδέλφια του. Έτρεξαν για λίγο ξωπίσω του μα που να τον προλάβουν. Χάθηκε σαν σίφουνας στις απάνω γειτονιές .
-Τώρα τι κάνουμε Γιάννη ;
-Τίποτα Κωστή.
-Κρίμα , συμπλήρωσε ο Γιώργος.
-Λοιπόν τσιμουδιά στη μητέρα μας, είπε στενοχωρημένος ο Γιάννης.
-Κι΄αν μας ρωτήσει;
-Καλά θα δούμε Γιώργο. Πάντως εσείς τσιμουδιά.
Περνούσαν σιωπηλά τα δρομάκια στις απάνω γειτονιές. Σε λίγο φτάσαν στο φτωχικό τους. Προσεχτικά άνοιξαν την ξώθυρα κι΄ αγάλι –αγάλι μπήκαν μέσα. Προς έκπληξή τους όμως βρέθηκαν κατ΄αντίκρυ στη μάνα τους που τους περίμενε πλάϊ στη θράκα.
-Μπα τι βλέπω; Τρίγωνο,φλογέρα, καραβάκι…
-Εμείς το φτιάξαμε, διάκοψε ο Κωστής.
-Εσείς το φτιάξατε; Είναι πολύ ωραίο.
Κάθησαν λοιπόν περιτρίγυρα στη μάνα τους, πλάϊ στη θράκα. Ο Κωστής άφησε ένα μειδίαμα όλο ερωτηματικά. Ο Γιώργος ο πιο λησμονιάρης απ΄όλα τ΄αδέλφια του άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Μάταια ο Γιάννης προσπαθούσε να κάνει νεύμα στο Γιώργο να σταματήσει. Ευτυχώς όμως που η μητέρα τους ανασηκώθηκε να τους βάλει σούπα .
-Καθίστε στο τραπέζι να σας βάλω λίγη σούπα να ζεσταθείτε.
Κάθισαν λοιπόν περιτρίγυρα στο τραπέζι σιωπηλοί κι΄ η μητέρα έβαλε στις γαβάθες τη σούπα. Πριν καλά καλά αρχίσουν να τρώνε κτυπά επίμονα η πόρτα .
-Ποιος νάναι τέτοια ώρα; Ψυθίρισε η κυρά Διαμάντω και πήγε προς την πόρτα.
Ανοίγει την πόρτα και τι να δει; Ο Αλέξης του φούρναρη έχοντας σφιχτά στην αγκαλιά του το κουτί με τα χρήματα.
-Καλώς τον Αλέξη.
-Καλησπέρα και περαστικά κυρά Διαμάντω.
-Έλα να σου βάλω να φάεις σούπα να ζεσταθείς.
Ο Γιάννης και τ’ αδέλφια του έμειναν να κοιτούν απορημένοι. Η κυρά Διαμάντω πήγε να βάλει σούπα κι΄ο Γάννης έβαλε τον Αλέξη να καθήσει πλάϊ του. Περίτεχνα ο Αλέξης άφησε το κουτί στο χέρι του Γιάννη. Μόλις που πρόλαβε γιατί ήρθε η κυρά Διαμάντω με τη σούπα.
-Πως από δω Αλέξη;
-Να για να πούμε τα κάλαντα αύριο, είπε δισταχτικά ο Αλέξης.
-Να τα πείτε παιδιά μου , να τα πείτε. Έλα φάτε τη σούπα σας και θα σας φέρω κι΄άλλη.
Άραγε να μη κατάλαβε η κυρά Διαμάντω; Σε λίγο έκανε να φύγει ο Αλέξης.
-Στάσου Αλέξη,του φωναξε ο Γιάννης.
Πήρε τη μικρή σκούνα και την έδωσε στον Αλέξη.
-Τι είναι αυτό Γιάννη;
-Το καραβάκι που θα κρατάς αύριο στα κάλαντα. Δικό σου.
-Σ’ ευχαριστώ Γιάννη ,σ’ ευχαριστώ.
Κάποιο μορφασμό πήγε να κάνει ο Κωστής μα τον διάκοψε το αυστηρό βλέμμα του Γιώργου και συνέχισε να ρουφάει τη σούπα του. Το χαμόγελο της κυρά Διαμάντως μαρτυρούσε πόσο καλά κατάλαβε τούτη η πονεμένη γυναίκα που ήξερε καλά να κρύβει σαν κλεψίμι στην καρδιά του Γιάννη της την τόση αρχοντιά.

25 Δεκεμβρίου 2015

Του Χριστού ανήμερα...-Του Άλκη Τροπαιάτη !

Του Χριστού ανήμερα ήρθε και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας ο Χριστός, ο Χριστούλης. Τον κρατούσε η μάνα του στην αγκαλιά της-μια ήμερη και καλοσυνάτη νέα γυναίκα, γλυκιά σαν την Παναγιά.
- Αν αγαπάς το Χριστό, χριστιανούλα μου! Είπε της μάνας μου, που πήγε και της άνοιξε κι΄ έμπασε από το άνοιγμά της τον αγέρα και την παγωνιά στο σπιτικό μας. Με βρήκε η νύχτα μεσόδρομα και δεν έχω που να πάω και που να γείρω… Μόνη μου αν ήμουν, δε θα μ΄ ένοιαζε, μα έχω τούτο το βρέφος στην αγκαλιά μου που θα μου ξεπαγιάσει… Πισωπλάτησε η μάνα μας κι΄ η ξένη με το μωρό πέρασε το κατώφλι μας. Έκλεισε ξανά την πόρτα πίσω της και ξανάγινε ζέστη μέσα στο φτωχόσπιτό μας. 
Εμείς, μια θράκα παιδιά, μικρά μεγάλα –το πιο μεγάλο δέκα χρονών απάνω κάτω, το στερνοπούλι μας, ο Πανάγος, μήτε δύο –γυροφέρναμε και ζώσαμε την ξένη και το βρέφος. Και να δεις πως στην πρώτη ώρα, σαν να ΄χαμε φοβηθεί τον ξένο άνθρωπο, που είχε χτυπήσει έτσι ανεπάντεχα, σε ώρα περασμένη της νύχτας, την πόρτα του σπιτιού μας, κι είχαμε πιαστεί και δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε απ΄ το φουστάνι της μάνας μας. Γρήγορα όμως πήραμε θάρρος κι ήρθαμε κοντά στην ξένη, σαν να μην ήταν εκείνη τη νύχτα που την πρωτοβλέπαμε, σαν να ΄χε ξαναρθεί στο σπίτι μας, σαν να την ξέραμε από καιρό. Κι εκείνο που κοιτούσαμε το πιο πολύ παραξενεμένοι ήταν το βρέφος που κρατούσε η άγνωστη γυναίκα στην αγκαλιά της. Έχετε δει το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της μάνας του; Ο Θεός να με συχωρέσει, μα έτσι όπως κρατούσε το παιδάκι της στην αγκαλιά της εκείνη η ξένη, η μικρομάνα, δεν παράλλαζε στη θωριά από Κείνον! 
Στην αρχή, σαν να κοιμότανε το βρέφος, ο σαματάς όμως που κάναμε τριγύρω του το αγουροξύπνησε. Μα δεν είπε το χρυσούλι μας να κλαψουρίσει η να γκρινιάξει! Ίσα-ίσα που τέντωσε τα ματάκια του -δύο βούλες από καταγάλανο ουρανό- τα γυρόφερε, μας κοίταξε όλους καλά- καλά, μας έψαξε, ώσπου στο τέλος και μας χαμογέλασε, το αγγελούδι μας…. Η αδελφή μας η Δέσποινα άπλωσε τα χέρια της και γύρεψε να το πάρει στην αγκαλιά της-άπλωσε και το βρέφος τα δικά του, τα δικούλια του, κι αφέθηκε, παρατήθηκε στην αγκαλιά της αδελφής μου. Η μάνα μας είχε φέρει ένα σκαμνί να κάτσει η ξένη, που ήταν κουρασμένη, να ξαποστάσει. Της γέμισε κιόλας ένα ποτήρι γλυκό κρασί, να πιει να συνεφέρει. Στερνά, άρχισε και να την κουβεντιάζει. Εμείς όλοι, τα παιδιά, ούτε που προσέχαμε τι της έλεγε. Όλη μας η έννοια είχε τυλιχτεί γύρο από το παιδί της, το βρέφος της. Ήταν, δεν ήταν δύο χρονώ μωρό το παιδί της ξένης –να, πάνω κάτω σαν τον Πανάγο μας.
Μας άρεσε που το βλέπαμε, μα το ΄χαμε βρει κιόλας παιχνίδι και το παίζαμε. Από την μια αγκαλιά έφευγε, στην άλλη βρισκόταν-και να λογαριάσεις πέντε αγκαλιές παιδιών, πέντε ζευγάρια χέρια παιδιάτικα. Κι εκείνο, το μωρό, όλο να μας γελάει και να μας παίζει. Σαν να μην ήταν πλάσμα ανθρώπου, σαν να ΄ταν αγγελούδι, σαν να ΄ταν -Θεέ μου συχώρεσε με!- σαν να ΄ταν ένας μικρός Χριστός στο πλάι μας…. 
Του Χριστού ανήμερα μια ξένη γυναίκα έκατσε κι έφαγε μαζί μας στο τραπέζι μας, μοιράστηκε το φτωχικό μας δείπνο. Ήρθαν και κοκκίνισαν τα μάγουλά της από το γλυκό κρασί που της έδωσε να πιει η μάνα μας. Στερνά, τάϊσε και το μωρό της, μα σαν σηκώθηκε να φύγει, η μάνα μας δεν την άφησε.
- Θα μείνεις απόψε μαζί μας, αδερφή, της είπε. Κι αύριο με το καλό πας στην ευχή του Θεού… Το μωρό, που είχε χορτάσει πια από τα παιχνίδια κι από γέλια, άμα χόρτασε κι από φαϊ, ήρθε και κουράστηκε. Το ξάπλωσε η μικρομάνα στο στρώμα, το σκέπασε η μάνα η δικιά μας με ζεστή φλοκωτή κουβέρτα κι έκλεισε τα ματάκια του τ΄ αγγελούδι κι αποκοιμήθηκε. Και τότε ήρθαν «οι μάγοι με τα δώρα» πάνω από την κλίνη του μικρού παιδιού… Η Δέσποινα πήγε κι έβγαλε από την κασέλα ένα παλιό μάλλινο μποξαδάκι, η πιο μικρή αδερφή μας, η Χρυσούλα, ξετρύπωσε ένα ζιπουνάκι, που είχε ξεμείνει απ΄ τον καιρό που ήταν κι η ίδια μωρό. Ο Σταύρος, ο αδελφός μας, του χάρισε δύο τρία σπασμένα παιχνίδια του, κι εγώ, με τη σειρά μου, δεν παράλειψα να κάνω το χρέος μου μ΄ ότι μου βρισκόταν κι όπως μπορούσα. Στο αναμεταξύ η μάνα μας, μ΄ όλη τη φτώχεια μας, γέμισε το σακούλι της ξένης μ΄ ένα μεγάλο κομμάτι απ΄ το Χριστόψωμο, της βρήκε και κάμποσα παλιά ζεστά ρουχαλάκια για την ίδια και για το παιδάκι της. Μήτε και που τη ρώτησε ποια ήταν κι από πού ερχόταν –δε ρωτάν ποτέ το φτωχό τον άνθρωπο που χτυπάει την πόρτα σου γιατί πεινάει και γιατί διψάει… Και τα μάτια της ξένης γέμιζαν, πλημμυρούσαν όλη την ώρα από δάκρυα. Κι ήθελε να μας αγκαλιάσει και να μας φιλήσει εκείνη την ώρα. Ο Πανάγος μας μονάχα, το δικό μας μωρό, κλαψούρισε και γκρίνιαζε από δίπλα μας. Και ξέρετε γιατί; Γιατί δεν είχε να χαρίσει κάτι κι αυτός στο μωρό της ξένης. 
Ώσπου μια στιγμή, το ξένο παιδί άνοιξε ξάφνου τα ματάκια του, τα περπάτησε ένα γύρο, τα σταμάτησε, τα στύλωσε στο τέλος καταπάνω στον Πανάγο μας. Ο μικρός μας αδελφός βρέθηκε κείνη την ώρα πιο κοντά απ΄ όλους μας στο μωρό της ξένης. Κατά κείνον λοιπόν άπλωσε τα χεράκια του το βρέφος. Άπλωσε και τα δικά του το αδερφάκι μας, σίμωσε το στρώμα όπου ξάπλωνε το ξένο παιδί, έγειρε πάνω του. Και την ίδια στιγμή, είδαμε τα δυο παιδιά να σμίγουν, ν΄ αγκαλιάζονται, τον Πανάγο μας να φιλάει στο στόμα το παιδί της ξένης! Κι αυτός, ο κουτός, που θαρρούσε πως δεν είχε τίποτα να δώσει και να του χαρίσει… Του Χριστού ανήμερα ήρθε και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας ο Χριστός, ο Χριστούλης. Κι έπαιξε και γέλασε μαζί μας. Πήρε κι έδωσε χαρά στο φτωχό το σπιτικό μας. 
Κι ήταν σαν να είχαν ανοίξει οι ουρανοί, έμοιαζε σαν να είχε σταματήσει το πεφταστέρι, το άστρο το λαμπερό, πάνω από τη στέγη του σπιτιού μας εκείνη τη νύχτα -τη νύχτα που γεννιέται ο μικρός Χριστός «εν φάτνη των αλόγων, εν Βηθλεέμ τη πόλει». 

Διήγημα του Άλκη Τροπαιάτη

Πηγή:

24 Δεκεμβρίου 2015

Χριστούγεννα-Τέλλος Άγρας,

Χριστούγεννα ! ! !

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά…

Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!

Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα ολ᾿ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.

Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ᾿ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά

Τέλλος Άγρας, Χριστούγεννα

23 Δεκεμβρίου 2015

Παραμονή Χριστουγέννων- του Φώτη Κόντογλου.

"Παραμονή Χριστουγέννων" του Φώτη Κόντογλου 
Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα.
Ο αγέρας σα να ῾τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ᾿ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ῾να το μαγαζί έβγαινε, στ᾿ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.

Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ᾿ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες, και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ᾿ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.

Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Καί δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.
Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ᾿ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ᾿ όλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το ῾να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε με νού σου τι φως έδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε. Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το ῾να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ᾿ άλλο τον μάντη Τειρεσία που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ᾿ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.

Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πεντ᾿ - έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. «Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.

Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα, και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι, κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.

Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:
— Εεεέχ! Μωρέ ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!...
Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:
— Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο..., σκυλί ψοφά!
Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!
Απ᾿ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από ῾δω κι από ῾κεί ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.
Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.
Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες, και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:
Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ᾿ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη...
Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και την Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:
Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.
Καί σας καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.
Καί βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,
στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.
Ν᾿ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν
και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.
Καί πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Καί τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,
δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.
Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ο,τ᾿ είναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Καί εις έτη πολλά.
Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη, κι από τη νοικοκυρά λογιώ-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.
Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!
Όλα γινόντανε όπως τα ῾λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαικές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους, και πηγαίνανε στην εκκλησιά.
Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ άσπρα τραπεζομάντηλα, κι είχανε πάνω ότι βάλει ο νούς σου.
Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ᾿ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε,
Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ᾿ όλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σαν τ᾿ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο που βογγά από τον άγριο τον χιονιά.
Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παρά-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ᾿ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ᾿ όξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι.
Εκεί-μέσα βρίσκουνται εξ᾿-εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.

Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια, κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί-κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιό του τον Κωσταντή.

Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.
Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.

Απ᾿ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ᾿ όλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ᾿ ανοιχτό μανίκι τ᾿ αλλουνού χεριού.
Γιά μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε:
Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!

Κανένας δε μίλησε. Ύστερ᾿ από ώρα, σαν να ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε:
«Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;...
Καί δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:
Δεν μπορεί! Κάτιτις θα υπάρχει…
Καί δεν ξαναμίλησε.

22 Δεκεμβρίου 2015

Μικρή Χριστουγεννιάτικη ιστορία στο Μεταξουργείο-«Αθηναϊκά Νέα» του 1932

 Χριστουγεννιάτικη ιστορία στο Μεταξουργείο
Με συγκίνηση διαβάζει κανείς ολόκληρη την ιεροτελεστία ενός Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, μιας αστικής οικογένειας του Μεταξουργείου:
«Όταν κατά τον βαθύν όρθρον ηκούετο η μικρά καμπάνα ή το σήμαντρον της ενοριακής εκκλησίας, που εκάλει τους πιστούς όλη η οικογένεια ετίθετο εις κίνησιν.
Πού ν’ αφήση η γιαγιά να μείνη ψυχή αξύπνητη!
Ως και ο σκύλος φέρνει βόλτα της κάμαρες και κουνεί την ουρά του ακκιζόμενος. Δίχως άλλο θα νομίζη ότι γίνεται προετοιμασία κάποιας εκδρομής εις την οποίαν θα λάβη μέρος, προτρέχων πάντων και γαυγίζων παν έμψυχον και άψυχον ακόμη αντικείμενον με την πεποίθησιν ότι εξυπηρετεί τους κυρίους του απομακρύνων το κακόν συναπάντημα. Μόνον την γάτα δεν συγκινεί τίποτε. Ξαπλωμένη αυτή δίπλα εις την παραφωτιά νωχελώς καμπουριάζει οικτίρουσα ίσως την άσκοπον κινητοποίησιν σπιτικού ολοκλήρου!
Φεύγουν όλοι τώρα διά την εκκλησίαν και μένουν μονάχα η ψυχοκόρη επάνω και η κοπέλλα κάτω. Η ψυχοκόρη πλησιάζει εις το εικονοστάσιον. Κάνει τρείς σταυρούς και τρείς μετάνοιες και αρχίζει την εργασίαν της. 
Αφού πλύνη τα χέρια της τρείς φορές με πυκνήν σαπουνάδα, τα τρίψη καλά με λεμονόκουπα και τα ξεπλύνη εις το λεγένι, διευθύνεται εις το σκαφιδάκι με το ανεβασμένο ζυμάρι. Τοποθετεί δίπλα της το σταρίσιο αλεύρι, το λεβέτι με το νερό, την κοπανισμένην μαστίχα, το κύμινον, το σουσάμι, το μαυροκόκκι και το καρύδι της μέσης, αποσταυρώνει το ζυμάρι και αρχίζει το ζύμωμα.
Την ίδιαν ώρα η κοπέλλα κάτω –έχει κάμει και αυτή την προσευχή της εις το εικόνισμα του δωματίου της- ανάβει το φουρνάκι του σπιτιού, τραβά την τέφραν των κλαδιών που αχνίζει και σπιθοβολεί, και ενώ η ψυχοκόρη ξεμανικωμένη έως επάνω φέρνει το χριστόψωμον κάτω, αυτή πανίζει τον φούρνον και κατόπιν με το ξυλόφτιαρον εισάγει μεγαλοπρεπώς το χριστόψωμον. Αφήνει τώρα η ψυχοκόρη την φροντίδα του ψησίματος εις την κοπέλλα, ανεβαίνει επάνω και ετοιμάζει το τραπέζι διά το ακράτισμα της πρωίας.
Ο απαραίτητος πετεινός βράζει ήδη από τα μεσάνυκτα. Με το ζουμί του θα γίνη η περίφημη αυγοκομμένη μανέστρα.
Η οικογένεια επιστρέφει τώρα με ιεραρχικήν τάξιν. Με το δεξί πόδι των εμπρός γίνεται η είσοδος των μελών της εις την αυλήν του σπιτιού. 
Ευπρεπίζονται καταλλήλως και κάθονται όλοι εις το Χριστουγεννιάτικον τραπέζι.
Ο μικρότερος του σπιτιού κάθεται εις μίαν γωνία του τραπεζιού και περιμένει το σκοτάκι που θα του δώσει καρφωμένον εις το πηρούνι η γιαγιά.
Αχνίζει τώρα το ζουμί του πετεινού και ενώνεται η ευωδία του με της μαστίχας του χριστόψωμου που ετεμαχίσθη. Το καρύδι της μέσης γυαλιστερό-γυαλιστερό ανήκει εις την γιαγιά. Προνόμιον που αριθμεί πολλούς Δεκεμβρίους. Οπωσδήποτε σιγά –σιγά θα τα καταφέρει να το φάγη.
Μια συμπεθέρα που έχει ωραίαν φωνήν τραγουδεί περί το τέλος, το αγαπητόν των παλαιών Αθηνών τραγούδι:
«Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά»
Εις τον στίχον όμως:
«Μούπε κι’ ένα λόγο και μάρεσε»
Η γιαγιά επιμένει εις την προσθήκην:
«Μούπε κι’ άλλον ένα με παλάβωσε» 
Αυτό γίνεται κάθε χρόνον και περιμένουν όλοι ν’ ακούσουν από τα χείλη της γρηάς, της προσθήκης το τρέμουλο κρατώντας σουφρωμένα τα χείλη των διά να κρύψουν το χαμόγελον». 
«Αθηναϊκά Νέα», 1932
Είναι προφανές, ότι το δημοσίευμα αναφέρεται σε πολύ παλαιότερα χρόνια, ίσως και στα τέλη του 19ου αιώνα και όχι στο 1932. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις σκέψεις, με τις οποίες κλείνει το δημοσίευμα ο αρθρογράφος, που δεν είναι άλλος από τον ακαδημαϊκό Δ. Καμπούρογλου:
«Είνε αφάνταστος η διαφορά των παλαιών Χριστουγέννων από τα σημερινά.
Την αφελή και ολόψυχον ευλάβειαν, αντικατέστησε προς τα κάτω μεν η συμφεροντολογία, προς τα άνω δε η ξενομίμητος εμφάνισις».

21 Δεκεμβρίου 2015

"ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ". Χριστουγεννιάτικη ιστορία.

"ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ". Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς ...το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
- Μα τι έγινε;
- Θαύμα!
- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».

Της Ελένης Χουκ – Αποστολοπούλου
Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»