ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

25 Δεκεμβρίου 2015

Του Χριστού ανήμερα...-Του Άλκη Τροπαιάτη !

Του Χριστού ανήμερα ήρθε και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας ο Χριστός, ο Χριστούλης. Τον κρατούσε η μάνα του στην αγκαλιά της-μια ήμερη και καλοσυνάτη νέα γυναίκα, γλυκιά σαν την Παναγιά.
- Αν αγαπάς το Χριστό, χριστιανούλα μου! Είπε της μάνας μου, που πήγε και της άνοιξε κι΄ έμπασε από το άνοιγμά της τον αγέρα και την παγωνιά στο σπιτικό μας. Με βρήκε η νύχτα μεσόδρομα και δεν έχω που να πάω και που να γείρω… Μόνη μου αν ήμουν, δε θα μ΄ ένοιαζε, μα έχω τούτο το βρέφος στην αγκαλιά μου που θα μου ξεπαγιάσει… Πισωπλάτησε η μάνα μας κι΄ η ξένη με το μωρό πέρασε το κατώφλι μας. Έκλεισε ξανά την πόρτα πίσω της και ξανάγινε ζέστη μέσα στο φτωχόσπιτό μας. 
Εμείς, μια θράκα παιδιά, μικρά μεγάλα –το πιο μεγάλο δέκα χρονών απάνω κάτω, το στερνοπούλι μας, ο Πανάγος, μήτε δύο –γυροφέρναμε και ζώσαμε την ξένη και το βρέφος. Και να δεις πως στην πρώτη ώρα, σαν να ΄χαμε φοβηθεί τον ξένο άνθρωπο, που είχε χτυπήσει έτσι ανεπάντεχα, σε ώρα περασμένη της νύχτας, την πόρτα του σπιτιού μας, κι είχαμε πιαστεί και δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε απ΄ το φουστάνι της μάνας μας. Γρήγορα όμως πήραμε θάρρος κι ήρθαμε κοντά στην ξένη, σαν να μην ήταν εκείνη τη νύχτα που την πρωτοβλέπαμε, σαν να ΄χε ξαναρθεί στο σπίτι μας, σαν να την ξέραμε από καιρό. Κι εκείνο που κοιτούσαμε το πιο πολύ παραξενεμένοι ήταν το βρέφος που κρατούσε η άγνωστη γυναίκα στην αγκαλιά της. Έχετε δει το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της μάνας του; Ο Θεός να με συχωρέσει, μα έτσι όπως κρατούσε το παιδάκι της στην αγκαλιά της εκείνη η ξένη, η μικρομάνα, δεν παράλλαζε στη θωριά από Κείνον! 
Στην αρχή, σαν να κοιμότανε το βρέφος, ο σαματάς όμως που κάναμε τριγύρω του το αγουροξύπνησε. Μα δεν είπε το χρυσούλι μας να κλαψουρίσει η να γκρινιάξει! Ίσα-ίσα που τέντωσε τα ματάκια του -δύο βούλες από καταγάλανο ουρανό- τα γυρόφερε, μας κοίταξε όλους καλά- καλά, μας έψαξε, ώσπου στο τέλος και μας χαμογέλασε, το αγγελούδι μας…. Η αδελφή μας η Δέσποινα άπλωσε τα χέρια της και γύρεψε να το πάρει στην αγκαλιά της-άπλωσε και το βρέφος τα δικά του, τα δικούλια του, κι αφέθηκε, παρατήθηκε στην αγκαλιά της αδελφής μου. Η μάνα μας είχε φέρει ένα σκαμνί να κάτσει η ξένη, που ήταν κουρασμένη, να ξαποστάσει. Της γέμισε κιόλας ένα ποτήρι γλυκό κρασί, να πιει να συνεφέρει. Στερνά, άρχισε και να την κουβεντιάζει. Εμείς όλοι, τα παιδιά, ούτε που προσέχαμε τι της έλεγε. Όλη μας η έννοια είχε τυλιχτεί γύρο από το παιδί της, το βρέφος της. Ήταν, δεν ήταν δύο χρονώ μωρό το παιδί της ξένης –να, πάνω κάτω σαν τον Πανάγο μας.
Μας άρεσε που το βλέπαμε, μα το ΄χαμε βρει κιόλας παιχνίδι και το παίζαμε. Από την μια αγκαλιά έφευγε, στην άλλη βρισκόταν-και να λογαριάσεις πέντε αγκαλιές παιδιών, πέντε ζευγάρια χέρια παιδιάτικα. Κι εκείνο, το μωρό, όλο να μας γελάει και να μας παίζει. Σαν να μην ήταν πλάσμα ανθρώπου, σαν να ΄ταν αγγελούδι, σαν να ΄ταν -Θεέ μου συχώρεσε με!- σαν να ΄ταν ένας μικρός Χριστός στο πλάι μας…. 
Του Χριστού ανήμερα μια ξένη γυναίκα έκατσε κι έφαγε μαζί μας στο τραπέζι μας, μοιράστηκε το φτωχικό μας δείπνο. Ήρθαν και κοκκίνισαν τα μάγουλά της από το γλυκό κρασί που της έδωσε να πιει η μάνα μας. Στερνά, τάϊσε και το μωρό της, μα σαν σηκώθηκε να φύγει, η μάνα μας δεν την άφησε.
- Θα μείνεις απόψε μαζί μας, αδερφή, της είπε. Κι αύριο με το καλό πας στην ευχή του Θεού… Το μωρό, που είχε χορτάσει πια από τα παιχνίδια κι από γέλια, άμα χόρτασε κι από φαϊ, ήρθε και κουράστηκε. Το ξάπλωσε η μικρομάνα στο στρώμα, το σκέπασε η μάνα η δικιά μας με ζεστή φλοκωτή κουβέρτα κι έκλεισε τα ματάκια του τ΄ αγγελούδι κι αποκοιμήθηκε. Και τότε ήρθαν «οι μάγοι με τα δώρα» πάνω από την κλίνη του μικρού παιδιού… Η Δέσποινα πήγε κι έβγαλε από την κασέλα ένα παλιό μάλλινο μποξαδάκι, η πιο μικρή αδερφή μας, η Χρυσούλα, ξετρύπωσε ένα ζιπουνάκι, που είχε ξεμείνει απ΄ τον καιρό που ήταν κι η ίδια μωρό. Ο Σταύρος, ο αδελφός μας, του χάρισε δύο τρία σπασμένα παιχνίδια του, κι εγώ, με τη σειρά μου, δεν παράλειψα να κάνω το χρέος μου μ΄ ότι μου βρισκόταν κι όπως μπορούσα. Στο αναμεταξύ η μάνα μας, μ΄ όλη τη φτώχεια μας, γέμισε το σακούλι της ξένης μ΄ ένα μεγάλο κομμάτι απ΄ το Χριστόψωμο, της βρήκε και κάμποσα παλιά ζεστά ρουχαλάκια για την ίδια και για το παιδάκι της. Μήτε και που τη ρώτησε ποια ήταν κι από πού ερχόταν –δε ρωτάν ποτέ το φτωχό τον άνθρωπο που χτυπάει την πόρτα σου γιατί πεινάει και γιατί διψάει… Και τα μάτια της ξένης γέμιζαν, πλημμυρούσαν όλη την ώρα από δάκρυα. Κι ήθελε να μας αγκαλιάσει και να μας φιλήσει εκείνη την ώρα. Ο Πανάγος μας μονάχα, το δικό μας μωρό, κλαψούρισε και γκρίνιαζε από δίπλα μας. Και ξέρετε γιατί; Γιατί δεν είχε να χαρίσει κάτι κι αυτός στο μωρό της ξένης. 
Ώσπου μια στιγμή, το ξένο παιδί άνοιξε ξάφνου τα ματάκια του, τα περπάτησε ένα γύρο, τα σταμάτησε, τα στύλωσε στο τέλος καταπάνω στον Πανάγο μας. Ο μικρός μας αδελφός βρέθηκε κείνη την ώρα πιο κοντά απ΄ όλους μας στο μωρό της ξένης. Κατά κείνον λοιπόν άπλωσε τα χεράκια του το βρέφος. Άπλωσε και τα δικά του το αδερφάκι μας, σίμωσε το στρώμα όπου ξάπλωνε το ξένο παιδί, έγειρε πάνω του. Και την ίδια στιγμή, είδαμε τα δυο παιδιά να σμίγουν, ν΄ αγκαλιάζονται, τον Πανάγο μας να φιλάει στο στόμα το παιδί της ξένης! Κι αυτός, ο κουτός, που θαρρούσε πως δεν είχε τίποτα να δώσει και να του χαρίσει… Του Χριστού ανήμερα ήρθε και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας ο Χριστός, ο Χριστούλης. Κι έπαιξε και γέλασε μαζί μας. Πήρε κι έδωσε χαρά στο φτωχό το σπιτικό μας. 
Κι ήταν σαν να είχαν ανοίξει οι ουρανοί, έμοιαζε σαν να είχε σταματήσει το πεφταστέρι, το άστρο το λαμπερό, πάνω από τη στέγη του σπιτιού μας εκείνη τη νύχτα -τη νύχτα που γεννιέται ο μικρός Χριστός «εν φάτνη των αλόγων, εν Βηθλεέμ τη πόλει». 

Διήγημα του Άλκη Τροπαιάτη

Πηγή:

Δεν υπάρχουν σχόλια: