13 Δεκεμβρίου 2015
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ
Ο ξανθός επισκέπτης
Η χρονιά του 1943, όπως όλες οι χρονιές της μαύρης Κατοχής, ήταν φρικτή· πείνα, αρρώστεια και δυστυχία εμάστιζαν τον τόπο.
Ο,τι καλό είχε ο τόπος, το έπαιρναν οι Γερμανοί· και ο,τι άφηναν εκείνοι, το άρπαζαν οι ῾Ιταλοί και οι Βούλγαροι.
Μέσα στη γενική αυτή δυστυχία ο Θοδωράκης και η Φανή ήσαν ορφανά από πατέρα· τον εσκότωσαν οι Γερμανοί στην αρχή του 1943, γιατί τον έπιασαν – έλεγαν – σε μια σιδηροδρομική γέφυρα με χειροβομβίδες. ῎Ετσι έμειναν τα δύο παιδιά μόνα στον κόσμο με τη μητέρα των, μόνα και απροστάτευτα.
Η αλήθεια είναι ότι η κυρα-Άννα δεν ελύγισε. Έκρυψε στα κατάβαθα της καρδιάς τον πόνο της και άρχισε να ξενοδουλεύη, για να ζήση τα παιδάκια της. Καί πάλι δεν επρόφθανε με τη μεγάλη ακρίβεια, που έδερνε τότε την ῾Ελλάδα.
Καί σαν να μη έφθαναν όλα αυτά, έπεσε και στο κρεβάτι με τα μεγάλα κρύα του Δεκεμβρίου. Επέρασε βέβαια το κακό, αλλ’ ήρθαν τα Χριστούγεννα και ακόμη αδύνατη δεν ημπόρεσε να εργασθή. Γι῾ αυτό η παραμονή της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων ηύρε το πτωχικό σπιτάκι – ένα δωμάτιο όλο όλο – έρημο από πατέρα, απροστάτευτο από μητέρα, άδειο απ’ ο,τι φέρνει τη χαρά.
Τα δύο παιδιά – 10 χρόνων το αγόρι, 8 η κορούλα – έκαναν την προσευχούλα των και εκοιμήθηκαν νηστικά, γιατί το λίγο ψωμάκι του δελτίου το είχαν φάγει από το απόγευμα. Ποιός ξέρει τι αχνιστά ψωμιά να έβλεπαν τα καημένα στον ύπνο των!
Η άμοιρη μητέρα άναψε το καντήλι, εγονάτισε κάτω από τα εικονίσματα και παρεκάλεσε την Παναγία και το θείο παιδάκι της, τον μικρό Χριστούλη, να λυπηθούν τα ορφανά.
Πως ήρθαν τα εφετεινά Χριστούγεννα! χωρίς τον άνδρα της, χωρίς ψωμάκι, χωρίς ζεστό φαγάκι για τα παιδιά της!… Δάκρυα επλημμύρισαν τα μάτια της πονεμένης μητέρας, που εξέσπασαν σε θρήνο.
Αλλ’ ο θρήνος της έφερε κάποιο ελάφρωμα και έτσι αποκοιμήθηκε και εκείνη. ῟Ωρες επέρασαν και η κυρα – Άννα ήταν βυθισμένη στον ύπνο· κάποτε, σαν σε όνειρο, άκουσε να κτυπούν οι καμπάνες, που εκαλούσαν τους χριστιανούς, στη μεγάλη εορτή· ο ήχός των έφθανε στ’ αυτιά της χαρμόσυνος, αλλά μισοσβημένος.
Θέλει να σηκωθή, να τρέξη στην εκκλησία με τα ξυπόλυτα παιδάκια της, αλλά δεν τα καταφέρνει να ξυπνήση, σαν να ήταν ναρκωμένη. Ο κόπος, η αδυναμία και ο πόνος την κρατούν με άλυτα δεσμά.
Σε λίγη ώρα πάλι ενόμισε ότι εκτύπησαν την θύρα˙ ήταν όμως τόσο βαρύς ο ύπνος της, που ούτε τώρα την άφηνε να σηκωθή. Κάποιος επέρασε μέσα ελαφρά ελαφρά, σαν να επατούσε στα νύχια, να μην τους ξυπνήση. Ποιός τάχα να ήταν; Άνοιξε τα μάτια της να ιδή· της εφάνηκε ότι τα άνοιξε. Καί είδε τότε ότι ο ξένος ήταν ένας νέος γλυκός, ξανθός, με μάτια γεμάτα συμπάθεια, λέτε και ήταν άγγελος.
῞Εκαμε να φωνάξη, να ερωτήση ποιός ήταν αυτός με την ουράνια ευμορφιά, αλλ’ ο βαρύς ύπνος δεν την άφηνε. Ο επισκέπτης επροχώρησε δύο τρία βήματα και έβαλε ένα χάρτινο κιβώτιο, ένα μεγάλο κιβώτιο, επάνω στο τραπέζι του σπιτιού.
Άπλωσε έπειτα στα δύο παιδάκια τα αγγελικά του χέρια, που είχαν στις παλάμες κάποια παλιά ουλή. Τα εχάιδεψε και ένα φως ζωηρό, αλλ’ απαλό και γλυκό εχύθηκε γύρο και εφώτισε σαν γελαστός ανοιξιάτικος ήλιος˙ τους εχαμογέλασε και ένα άρωμα από ρόδα επλημμύρισε το δωμάτιο.
– Χριστέ μου! είπε, σε εγνώρισα από τις θείες πληγές Σου!
Καί με καρδιά πλημμυρισμένη λαχτάρα και πόθο επετάχθηκε να πέση στα πόδια του, να τ’ ασπασθή, να τα βρέξη με τα δάκρυα της.
Αλλ’ όταν ευρέθηκε ορθή, ο γλυκός και ξανθός επισκέπτης με τα ουράνια μάτια είχε χαθή. Το όνειρο είχε σβήσει‧ μόνο το φως του καντηλιού ετρεμόσβηνε στο εικονοστάσι.
Το χάρτινο κιβώτιο
Έκαμε το σταυρό της και έπειτα έρριξε μια ματιά στα παιδιά της˙ η αναπνοούλα των ακουόταν ελαφρά· εκοιμώντο ήσυχα ήσυχα, σαν σε θείο παράδεισο, ευλογημένα από τα χέρια με τις θείες πληγές! Όταν όμως το βλέμμα της έπεσε στο τραπέζι, είδε εκεί επάνω ένα κιβώτιο χάρτινο, σαν εκείνο που άφησε ο θείος επισκέπτης. Με όλη την αδυναμία της έτρεξε και το επήρε στα χέρια· της εφάνηκε πολύ βαρύ. Το άνοιξε· ω! το θαύμα, χίλια δυό καλά.
– Χριστέ μου! Χριστέ μου! είπε πάλι. Καί άρχισε να φωνάζη με χαρά τα παιδάκια της:
– Θοδωράκη, Φανή! Ξυπνήστε! Σηκωθήτε γρήγορα! Καί τα έπιανε πότε από τα πόδια, πότε από τα χέρια να ξυπνήσουν.
Τα δύο παιδιά εξύπνησαν τέλος από τον βαθύ πρωινό ύπνο και καθισμένα στο κρεβάτι έτριβαν τα ματάκια των. Τρομαγμένα από το πρωινό αγουροξύπνημα ερώτησαν με απορία;
– Γιατί, μαννούλα, μας εξύπνησες τόσο πρωΐ;
– Ελάτε, ελάτε γρήγορα να ιδήτε· τους απάντησε και τους έδειξε το κιβώτιο.
Τι να ιδούν! Επανω ήταν δύο ζευγαράκια υποδήματα ακριβώς στο πόδι των· ένα κουστούμι για αγόρι,ένα φορεματάκι ζεστό για κοριτσάκι, ένα φόρεμα μάλλινο σε πήχεις γυναικείο, δύο τόπια πολύχρωμα, μία κούκλα και ένας σιδηρόδρομος, σιδηρόδρομος σωστός με μηχανή, σκευοφόρο και βαγόνια. Τα παιδιά δεν εχόρταιναν να τα βλέπουν και τα δάκτυλα των άρχισαν να τα ψάχνουν.
Από κάτω ήταν και δεύτερος θησαυρός. Κουτιά, κουτιά χάρτινα και τενεκεδένια. Άλλα είχαν κρέας, άλλα ψάρια, άλλα συμπυκνωμένο γάλα, άλλα νωπό βούτυρο, άλλα φυστίκια, γαλετάκια, ζάχαρι, σοκολάτα, τσάι, καραμέλλες, αφράτα μπισκότα· ως και βώλοι ήσαν μέσα, να παίζουν παιδιά.
Τα ορφανά τα έχασαν· ποιός τάχα να έστειλε τα πολύτιμα πράγματα! Καί έκπληκτα ερώτησαν:
– Ποιός τα έφερε αυτά, μητέρα;
– Ο καλός Χριστός! Τον είδα με τα μάτια μου!
Ο Θοδωράκης ανυπόμονος επήρε το κουστούμι και άρχισε να το ερευνά. Σε μία τσέπη ηύρε ένα φάκελο.
– Μαννούλα, κοίταξε εδώ, ένα γράμμα· είπε και το έδωσε στη μητέρα του.
Το άνοιξαν· είχε μέσα ένα χαρτονόμισμα των 10 δολλαρίων και ένα σημείωμα ελληνικά γραμμένο.
‹‹Μία οικογένεια από τον Καναδά στέλνει το μικρό αυτό δώρο σε μία ῾Ελληνίδα μητέρα και στα παιδάκια της››.
Την ώρα εκείνη – είχε βγη πιά ο ήλιος – άνοιξε η θύρα του σπιτιού και εμπήκε μέσα η κυρία Χαρίκλεια, αδελφή του Έρυθρού Σταυρού και γνωστή κυρία του Φιλοπτώχου Ταμείου της ενορίας. Έγύριζε από τη λειτουργία και επέρασε να ειπή στην κυρα – Άννα για το δέμα, που είχε αφήσει περνώντας. Το έστελνε ο Ερυθρός Σταυρός, που στο όνομα του Χριστού φροντίζει για τους δυστυχισμένους όλου του κόσμου. Αλλά δεν είπε τίποτε, για να μην ταράξη τη προσευχή των.
Γονατισμένοι, μητέρα και ορφανά, εμπρός στα εικονίσματα ευχαριστούσαν το θείο παιδάκι, που εγεννήθηκε την ημέρα εκείνη, για να φέρη στον κόσμο την παρηγορία, την αγάπη, την καλωσύνη. Τον παρακαλούσαν ακόμη να προστατεύη την άγνωστη και μακρινή εκείνη οικογένεια με τη γενναία χριστιανική καρδιά.
Θερμά δάκρυα, που έλαμπαν σαν διαμάντια, κατέβαιναν από τα μάτια των!
Νικόλαος Α. Κοντόπουλος
Αναγνωστικό Ε’ Δημοτικού 1957
Ετικέτες
Χριστουγεννιάτικα διηγήματα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Φοβερη ιστορια!!!!Δεν την ηξερα!!!
Περασα μετα απο πολυ καιρο για να σου ευχηθω Υγεια πανω απ ολα!!!!
Εύχομαι η μαγεία των Χριστουγέννων να μας αγγίξει όλους και να μας δώσει το χαμόγελο και καθετι που χρειαζόμαστε για να είμαστε ευτυχισμένοι στη δύσκολη καθημερινότητα αυτής της εποχής.
˛.°★。˛ΟΜΟΡΦΑ ��˛ ΜΑΓΙΚΑ ��˛ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ°.★* *
˛°_██_*。*./ \ .˛* .˛.*.★* *★ 。**
˛. (´• ̮•)*˛°*/.♫.♫\*˛.* ~`˛_Π_____. * ˛*
.°( . • . ) ˛°./• '♫ ' •\.˛*../______/~\*.
*(...'•'.. ) *˛╬╬╬╬╬˛°.|田田 |門|╬╬╬-
Φίλε Σκρουτζάκο !
Σε ευχαριστώ θερμά για την επίσκεψη και για τις ευχές σου.
Χρόνια πολλά και σε σένα και καλές γιορτές με υγεία !
Καλά Χριστούγεννα !
Με πολλή εκτίμηση !
Δημοσίευση σχολίου