ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

30 Δεκεμβρίου 2008

Πρωτοχρονιάτικη εξομολόγησις...Ερρίκου Σούντερμανν



Παραμονή Πρωτοχρονιάς...
Η σκηνή εις ενα παλαιϊκό δωμάτιο ψηλοτάβανο και με επιπλα βαρειά, οπως τα ενθυμούμεθα ολοι απο την εποχή του παππού μας. Η λάμπα, που κρέμεται στη μέση, φωτίζει ενα στρογγυλό τραπέζι, με κατάλευκο τραπεζομάνδηλο και με ολα τα σύνεργα ετοιμα για την ετοιμασία ενός Πρωτοχρονιάτικου "μπώλ" απο σαμπάνια, μεταλικό νερό, λίγο ρούμι, ψιλοκομμένα φρούτα κλπ.


Στην σκιά του πράσινου αμπαζούρ, κάθονται δύο ηλικιωμένοι κύριοι, ο,τι απέμεινε απο τον παλαιό καιρό, κυττάζοντας με τα θολά τους μάτια, προς τη φωτιά που καίει στο τζάκι χωρίς να ομιλούν...Ο πρώτος, ο οικοδεσπότης, ειναι προφανώς, παλαιός στρατιωτικός. Αυτό δείχνει το εφαρμοστό σακκάκι, το αρειμάνιον ασπρο μουστάκι και το αυστηρό υφος, καθώς κάθεται στο καροτσάκι του αναπήρου, που το χρησιμοποιεί για να μετακινείται εντός του σπιτιού.

Ο αλλος, ξαπλωμένος αναπαυτικά σ' ενα καναπεδάκι δίπλα του, ειναι ψηλός και αδύνατος, με πρόσωπο διανοουμένου, πλαισιούμενον απο κάτασπρα μαλλιά...
Επι αρκετήν ωρα, οι δύο γηραλέοι φίλοι εμειναν ετσι, χωρίς να ομιλούν, απορροφημένοι απο τις σκέψεις τους-οταν εξαφνα, το ρολόϊ του τοίχου εκτύπησε ενδεκα:
-Τέτοιαν ωρα, αρχιζες συνήθως, να ετοιμάζης το "μπώλ", ειπεν ο κύριος, με τη φυσιογνωμία του διανοουμένου, και η φωνή του εκόμπιασε λιγάκι...
-Ναί....Αυτή ειναι η ώρα ..", συνεφώνησεν ο αλλος, με την σκληρή και τραχεία φωνή του, στην οποίαν αντηχούσαν ακόμη τα παλιά στρατιωτικά παραγγέλματα.
-Ποτέ δεν θα το επίστευα-συνέχισεν ο επισκέπτης-οτι θα ηταν τόσο μελαγχολικά, χωρίς...αυτήν. Ο οικοδεσπότης εκούνησε το κεφάλι του συμφωνών.
-Μας εσέρβιρε 44 φορές το μπώλ της Πρωτοχρονιάς..", εξηκολούθησεν ο αλλος.
-Ναι...", ειπε σκεπτικός ο παλιός αξιωματικός. "Ηταν πάντοτε μαζί μας, αφ' οτου εγκαταστάθηκα στο Βερολίνον κι ερχόσουν να μας δής, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

-Πέρυσι ακόμη, τέτοιαν ωρα-συνέχισεν ο ξένος-ειμαστε ακόμη μαζί...Τι ωραία που ηταν !... Εκείνη, καθόταν στην πολυθρόνα της, πλέκοντας βιαστικά τις κάλτσες, για το μεγαλύτερο παιδί του Παύλου. Επρεπε να ειναι τελειωμένες τα μεσάνυκτα, μας ελεγε, και πραγματικώς τις ετελείωσε. Κι επειτα, ηπιαμε το ποτό μας και αρχίσαμε τη φιλοσοφική συζήτηση, περι ζωής και θανάτου...Που να φανταστούμε, οτι, μετά απο δύο μήνες , θα εφευγε για πάντα....

-Ναι...ηταν πολύ καλή γυναίκα!..." ειπεν ο σύζυγος τής ..απούσης...
"Με εφρόντιζε πάρα πολύ. Οταν εφευγα για υπηρεσία, στις 5 το πρωί, εξυπνούσε πάντοτε νωρίτερα απο μένα κι επέμενε να μου ετοιμάση τον καφέ μου, πρίν φύγω... Βέβαια, ειχε και τις αδυναμίες της, οπως κάθε ανθρωπος...Λόγου χάριν, οταν αρχιζε να φιλοσοφή μαζί σου, είσαστε για τα πανηγύρια......

-Αμ' δεν την εκατάλαβες ποτέ σου !...." εμουρμούρισεν ο καλεσμένος.
Και εκύτταξε, με το κουρασμένο βλέμμα του, τον παλιόν του φίλον, ενώ το μελαγχολικό του χαμόγελο εφαίνετο να κρύβη κάποιαν ενοχον σκέψιν. Πραγματικώς δε, αφού εσώπασαν λιγάκι, ξανάρχισεν μ' ενα ειδος θαρραλέας αποφασιστικότητος:

-Ακου να σου πώ, Φράντς ! Πρέπει να σου αποκαλύψω κάτι, που με τρώει, μήνες τώρα, σαν το σαράκι. Δεν θέλω να το πάρω μαζί μου στον τάφο.
-Εμπρός, λοιπόν !...Λέγε !...", ειπεν ο Φράντς, ανοίγοντας την ταμπακιέρα του.
-Κάποτε...συνέβη κάτι, μεταξύ εμού και της...γυναίκας σου !...
-Μην κάνεις αστεία κύριε καθηγητά!...", ειπεν απότομα ο απόστρατος.
-Σου μιλάω σοβαρά Φράντς ! Ειναι σαράντα χρόνια, που το κρατάω μυστικό...κι ηρθε η ωρα να βγάλω το βάρος απο πάνω μου!...
-Θέλεις να πής οτι η γυνάικα μου με απάτησε;...", εφώναξεν εξαλλος ο παλιός αξιωματικός.

-Ντροπή σου Φράντς !...", απάντησε ο φιλόσοφος. Ο Φράντς κάτι εμουρμούρισεν δυσανασχετών και επειτα αναψε τσιγάρο...
-Οχι ! Ηταν πραγματικός αγγελος...", εξηκολούθησεν ο φιλόσοφος. "Εγώ και εσύ, μόνον, ειμαστε οι ενοχοι. Ακουσέ με:
Αυτά που σου λέω συνέβησαν πρό 43 ετών. Εσύ ειχες μετατεθεί στο Βερολίνον, ως λοχαγός κι εγώ εδίδασκα στο Πανεπιστήμιο....Θα θυμάσαι βέβαια τι φοβερός γλετζές που ησουν τότε...

-Χμ...", ειπεν ο Φράντς, στρίβοντας με τρέμοντα δάκτυλα το μουστάκι του.
-Θυμάσαι κι εκείνη την ωραία ηθοποιό, με τα μεγάλα μαύρα μάτια, που επαιζε στην Οπερέττα;
-Την θυμάμαι, λέει;...Μπιάνκα την ελεγαν ! ...Κουφετάκι φίλε μου !...
Και ενα αναιμικό χαμόγελο εφάνηκε φευγαλέο, στο ρυτιδωμένο πρόσωπο του παλιού γλετζέ.....
-Εσύ απατούσες την γυναίκα σου- εξηκολούθησεν ο αλλος-και εκείνη το υποψιαζόταν. Ποτέ, ομως, δεν παρεπονέθη και υπέφερε , χωρίς να λέει τίποτε σε κανέναν !..Εσύ μπορεί να μη το παρετήρησες, εγώ ομως το αντελήφθην. Ηταν η πρώτη γυναίκα που εγνώριζα, μετά το θάνατο της μητέρας μου και την εκύτταζα σαν αστρο φωτεινό...Στο τέλος, επήρα το θάρρος να την ρωτήσω τι ειχε, αλλα εκείνη απλώς εχαμογέλασε και μου ειπε οτι δεν αισθανόταν ακόμη εντελώς καλά. Καθώς θυμάσαι, ειχε γεννηθεί λιγες βδομάδες πρίν ο Παύλος... Κι επειτα εφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ακριβώς σαν σήμερα το βράδυ.

Ειχα ερθει , στο σπίτι σας κατα τας οκτώ, οπως εσυνήθιζα. Εκείνη εκαθόταν κι εκεντούσε κι εγώ της εδιάβαζα καθώς σε περιμέναμε...Οι ωρες ομως επερνούσαν κι εσύ δεν ερχόσουν. Εβλεπα την ανησυχία που την εκυρίευε σιγά-σιγά. Εβλεπα τα δάκτυλά της να τρέμουν και...αρχισα κι εγώ να τρέμω μαζί της. Ηξερα που επερνούσες τα βράδυα σου κι εφοβήθηκα, πως θα ξεχνούσες και την νύχτα της Πρωτοχρονιάς, στη αγκαλιά της θεατρίνας εκείνης. Καθώς εκτύπησε ενδεκα, ειδα τη γυναίκα σου να σταματά το κέντημα κι ενα δάκρυ να κυλάη στο πρόσωπό της. Επετάχτηκα ορθιος και ειπα, οτι κάτι εξέχασα και πρέπει να λείψω για λίγα λεπτά...Ηθελα να σε πάρω δια της βίας απο το σπίτι της φιλενάδας σου. Αλλά την ιδια στιγμή, η γυναίκα σου τινάχτηκε απο το καναπεδάκι αυτό , που κάθομαι τώρα.

-Πού πάς ; μου ειπε ταραγμένη...
-Πάω να φέρω τον Φράντς !
-Για όνομα του Θεού !... εφώναξε. Κάθησε εδώ ! Μείνε τουλάχιστον εσύ μαζί μου ! Μη με αφήνεις μόνη!...
Κι εβαλε τα δυό της χέρια στους ώμους μου κι ακούμπησε το δακρυσμένο πρόσωπό της στο στήθος μου... Ολο μου το ειναι συνεκλονίσθη...Ποτέ δεν ειχα αισθανθεί τόσο κοντά μια γυναίκα στην καρδιά μου ! Αλλά εκρατήθηκα και της εμίλησα παρηγορητικά, ως που ανέκτησε την ψυχραιμία της.....

Σε λίγο, εγύρισες ευτυχώς και σύ, αλλά δεν αντελήφθης την ταραχή μου. Τα μάγουλά σου ηταν ακόμη κατακόκκινα, απο το γλέντι της βραδυάς.... Ομως εμένα εκείνη η παραμονή Πρωτοχρονιάς με αναστάτωσε , ψυχικώς επι χρόνια. Απο την στιγμή, που αισθάνθηκα τα βελουδένια μπράτσα της γύρω απο το λαιμό μου και εμύρισα βαθειά το αρωμα των μαλλιών της, το φωτεινό αστρο, που ελάτρευα με θρησκευτική ευλάβεια, επεσε απο τον ουρανό της ψυχής μου και αντί του αστρου ηταν τώρα η γυναίκα, μια γυναίκα που ενέπνεε ερωτα...Αλλά η συνείδησίς μου, ως φίλου και τιμίου ανθρώπου, επανεστάτησε. Ενδομύχως κατηγορούσα τον εαυτό μου, ως παλιάνθρωπον, ως απατεώνα και για να εξιλεωθώ εν μέρει, εβάλθηκα να σε χωρίσω , τουλάχιστον, απο την ερωμένην σου. Ευτυχώς, ειχα μερικά χρήματα, απο την κληρονομίαν του θείου μου. Της τα πρόσφερα και εκείνη....

-Ω, Διάβολε !...." τον διέκοψεν ο παλαιός στρατιωτικός. "Ωστε στα χρήματά σου οφείλεται το συγκινητικό εκείνο γραμματάκι, που μου εγραψεν η Μπιάνκα, λέγοντας οτι με ...ραγισμένη καρδιά με αποχωρίζεται ;......

-Μάλιστα ! Εγώ την επλήρωσα...Αλλ' αν ηλπιζα να ανακτήσω, ετσι, την ψυχικήν μου ηρεμίαν, εγελάσθηκα...Το αισθημά μου δεν με αφηνεν να ησυχάσω. Ερρίχτηκα με τα μούτρα στην συγγραφή του μεγάλου εργου μου περι της "Αθανασίας της ιδέας", αλλά εις μάτην... Και, ετσι, επέρασαν δώδεκα μαρτυρικοί μήνες και ηρθε, πάλιν, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αυτή την φορά, ησουν στο σπίτι, αλλά τον ειχες πάρει για μιάν ωρίτσα, στο ντιβάνι του διπλανού δωματίου, εν αναμονή της ωρας του "μπώλ". Εγώ, ομως, καθόμουν πάλι δίπλα της κι ενώ εκύτταζα το αγγελικό της πρόσωπο, αισθάνθηκα τον πειρασμό να με ξανακυριεύη. Αχ, να ενοιωθα, αλλη μια φορά, το κεφάλι της στο στήθος μου, να φιλήσω τα ξανθά της μαλλιά και....- ο,τι γίνει ας γίνει !... Για μια στιγμή τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ηταν αδύνατον πλέον, να κρατηθώ: Επεσα στα πόδια της κι εβύθισα το φλογισμένο μέτωπό μου στα γόνατά της... Εμεινα, ετσι, ακίνητος επι μερικά δευτερόλεπτα, ως που ενοιωσα το χέρι της στο κεφάλι μου και την ακουσα να μου λέη στοργικά:

-Πρέπει να φερθής καλά !...Ναι, επρεπε να φερθώ καλά !...Δεν επρεπε να απατήσω τον φίλον μου, που εκοιμώταν μέσα, με τόσην εμπιστοσύνην. Ανατινάχτηκα ορθιος και καταστεναχωρημένος. Εκείνη επήρε ενα βιβλίο απο το τραπέζι και μου το ετεινε , χαμογελώντας...Εκατάλαβα και αρχισα να της διαβάζω δυνατά. Στην αρχή, τα γράμματα εχόρευαν μπροστά στα μάτια μου. Σιγά-σιγά, ομως, η τρικυμία της ψυχής μου εκόπασε και , οταν εκτύπησε δώδεκα και εμπήκες νυσταλέος στο δωμάτιο, να μας ευχηθής χρόνια πολλά, ειχα πια την εντύπωσιν, οτι η στιγμή εκείνη της αμαρτίας εχάθηκε, δια παντός, στα βάθη του παρελθόντος....

Και πραγματικώς, απο τότε ησύχασα. Εγνώριζα, οτι εκείνη δεν ανταπεκρίνετο στον ερωτά μου και οτι, απλώς με εβλεπε με κάποιαν συμπάθειαν, αν οχι και οικτον....

Τα χρόνια επέρασαν. Τα παιδιά σας εμεγάλωσαν κι επαντρεύτηκαν. Οι τρείς μας εγεράσαμε. Εγώ δεν επαυσα να την αγαπώ- αυτό θα ηταν αδύνατον. Αλλ' η αγάπη μου επήρε αλλη μορφή και μετεβλήθη σε μία στενή πνευματική επικοινωνία. Εσύ, βέβαια εγελούσες οταν μας ακουγες να φιλοσοφούμε, αλλα αυτό δεν μας επείραζε καθόλου...

Τώρα, ομως, εκείνη επέθανε.... Ισως, εως την αλλη Πρωτοχρονιά, να την εχωμε και εμείς ακολουθήσει. Για αυτό, ηταν ανάγκη να ελαφρώσω την συνείδησή μου, απο το μυστικό μου και να σου πώ:

"Φράντς, λίγο ελειψε να σε αδικήσω κάποτε ! Συγχώρησέ με!...."
Ετεινε το χέρι στο φίλο του αλλά ο Φράντς απήντησε κοφτά:
-Ωχ, αδερφέ, τι να σου συγχωρήσω;.... Αυτή η εξομολόγησή σου εχει μπαγιατέψει προ πολλού !
Οσα μου ειπες τα ξέρω, ανέκαθεν. Η ιδια μου τα ειπε ολα, εδώ και σαράντα χρόνια !...
Και τώρα , θα σου πώ κι εγώ, γιατί εκυνηγούσα τις γυναίκες ως οτου εγέρασα:
Διότι, την ωρα που μου αφηγήθει τα οσα συνέβησαν, εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς, μου ειπεν επίσης, οτι ησουν ο μόνος ανδρας τον οποίον αγάπησε ποτέ της !.....

Ο φίλος του τον εκύτταξε βωβός, μ' ορθάνοιχτο το στόμα.....

Εκείνην την στιγμήν, το ρολόϊ του τοίχου αρχισε να χτυπάη δώδεκα........

Απο το προσωπικό μου αρχείο.
Προσπάθησα να διατηρήσω την ορθογραφία του μεταφραστού...
Χρόνια πολλά και καλή χρονιά !
Ι.Β.Ν.

27 Δεκεμβρίου 2008

Βοσκο-Χριστουγεννα


(Λαογραφική μαρτυρία από το λεσβιακό χωριό Αντισσα, πατρίδα του αρχαίου μουσικού και ποιητή Τέρπανδρου )

Στο νερόμυλο της κυρά Παναγιωτούδας διάβαινα κάθε τόσο, κι' άλεθα το στάρι μας. Φόρτωνα τη γαϊδάρα με δυο μισογεμισμένα τσουβάλια καρπό, καθόμουνα απανωσάμαρα, και μ' ένα κομμάτι τουλουμοτύρι και πίτα στο στόμα, κατέβαινα στην Τσίθρα για ν' αλέσω.
Ο μύλος ήτανε πλάι στον ποταμό και το νερό το μάζευε απ' τ' αψηλώματα του Αητού, του βουνού που απάνω στα ράχτα του είναι σκαλωμένα τα καλύβια των Χυδηριωτώνε. Καθώς ήτανε χωμένος μέσα στα πλατάνια και στους κισσούς, δεν τονέ ξεδιάλυνες, παρά μοναχά σαν κόντευες κι άκουγες το βουητό του νερού καταπώς έπεφτε από τη δεξαμενή μεσ' τη χώνα και κινούσε τις μυλόπετρες, κομμάτια σιδερόπετρας ασήκωτης, ένοιωθές τόνε.
Την κυρά Παναγιωτούδα, τη μυλωνού, την ήξερα χρόνια, όπως τηνέ πρωτογνώρισα, και ποτέ δεν άλλαξε σουσούμι. Μια ψηλόκορμη γριά με αντρίκεια κορμοστασιά, παρ' όλα τα εβδομήντα της χρόνια. Στα νιάτα της, φαντάζουμε, θα ήτανε μια πολύ όμορφη κοπελούδα. Τα μακριά χέρια της, σαν φτυάρια, με τις χοντροπετσιασμένες απαλάμες γιομάτες ρόζους και τις φουσκωμένες φλέβες που πεταγότανε απάνου στα μπράτσα, αρπάζανε τα τσουβάλια και τα πετούσανε σαν να ήτανε καρπούζια. Στο κεφάλι της φορούσε πάντα μαντήλι μαύρο, για να μην πέφτουνε τρίχες απ' τα μαλλιά της μέσα στ' αλεύρι και για να μην αλευρώνουνται με την πάχνη που σηκωνότανε. Το μαύρο μαντήλι, όμως, άσπριζε πάνω στη δούλεψη, σαν να τόχανε σκεπάσει μπαμπούσκλες από χιόνι.
Κάθε φορά που πήγαινα στο μύλο για ν' αλέσω, καθόμουνα σταυροπόδι στα γιομάτα τσουβάλια και μου διηγότανε παλιές ιστορίες και περιστατικά απ' τη ζωή της, κι' όσες είχε ακούσει απ' τους παππούδες της.
Οι χωριανοί τηνέ σεβότανε σαν αγιασμένη γυναίκα, αλλά κάμποσοι την ονοματίζανε και παλαβή, επειδή, πάντα, το χριστουγεννιάτικο σαραντάμερο σφαλνούσε το μύλο και δεν άλεθε για κανένα πελάτη της.
Σαραντάμερο χριστουγεννιάτικο της κατοχής έλαχε να πάγω φορτωμένη τη γαϊδάρα κριθάρι, ανακατεμένο με νταρί και βαλάνια για να ζυμώσουμε τα χριστόψωμα και τα κουλίτσια, καταπώς τόχουμε στα εθίματα του τόπου μας.
Απ' αλαργινά δεν άκουσα το βουητό του νερού και παραξενεύτηκα, σκέφτηκα πως κάτι θάπαθε η γριά και σταμάτησε ο μύλος. Αμόλυσα τη γαϊδάρα μπροστά στη σφαλιστή χαμηλόπορτα, κι' έψαξα στα γύρω μήπως βρω την κυρά Παναγιωτούδα. Πουθενά όμως δε φαινότανε. Το τραγούδισμα του νερού είχε σωπάσει, κι' η ιδέα πως δε θα πήγαινα αλεύρι στη μάνα μου, ακόμα και νοθεμένο, για να πλάσει τα κουλίτσια κείνης της δυστυχισμένης χρονιάς του πολέμου, μ' έβαλε σε θλίψη που βούρκωσα από παράπονο.
Η γαϊδάρα σούφρωσε με τα πλατειά της χείλια μερικά κισσοκλώναρα γιομάτα τρυφερά φύλλα που κρεμότανε πάνω από την πόρτα του μύλου, κι' άρχισε να τρώγει λαίμαργα, που τα σάλια της, όλο πρασινίλα, παίφτανε κατάμεσα στο πορτοσάνιδο. Μου ήρθε τότες η σκέψη να χτυπήσω τα κρίτσιαλα της ξώπορτας. Κριτσιάλισα δυνατά, όμως άχνα δεν άκουσα.
- Κυρά Παναγιωτούδα, κυρά μυλωνού, άρχισα να φωνάζω και να χτυπώ κλαίγοντας.
Καμιάν απόκριση δεν ελάβαινα.
- Θα πόθανε, παραμίλησα, πάνω στην απελπισιά μου και τράβηξα το καπίστρι της γαϊδάρας για να φύγω άπραγος.
- Δάγκασε τη γλώσσα σου, βρε, όποιος και νάσαι, που θα μου πεις πως απόθανα!
Ξαφνιάστηκα με τούτη την απόκριση. Γύρισα ξοπίσω κι άρχισα να φωνάζω πιότερο μέσ' στην πόρτα του μύλου.
- Κυρά Παναγιωτούδα, κυρά μυλωνού, εσύ είσαι; Ανοιξέ μου νάχεις καλή ώρα και να ζήσεις χίλια χρόνια!..
Ορμητικά ορθάνοιξε το θυρόφυλλο και φανερώθηκε μπροστά μου η γριά μ' ένα κλαδευτήρι στο χέρι. Στ' αντίκρυσμά της αγριεύτηκα και πισωδρόμησα.
- Βρε, συ, τι θέλεις; Δεν ξέρεις πώς ο μύλος δεν αλέθει το σαραντάμερο; Από πού σε φέρανε, ε; Και κούναγε νευριασμένα το χέρι της με το κλαδευτήρι.
Ο φόβος με κυρίεψε πιότερο και δεν αποκότησα να βγάλω μιλιά. Τράβηξα τη γαϊδάρα απ' το καπίστρι, και σαν έκανε δυο περπατηξιές, με πιάσανε τα κλάματα. «Τα Χριστούγεννα χωρίς κουλίτσια», μουρμούρισα.
- Τι μου ψέλνεις, βρε; Ελα, πού είσαι, την αφεντιά σου λέγω. Ασε τα καμώματα και κόπιασε. Νάχεις χάρη που σ' αγαπώ!
Γύρισα ξοπίσω. Ξεφόρτωσα τη γαϊδάρα και μπήκα στο μύλο. Η κυρά Παναγιωτούδα άνοιξε το φράγμα και ξεμπουκάρισε απ' τη χώνα το νερό ορμητικά. Πήρανε μπρος οι μυλόπετρες κι άρχισε τ' άλεσμα.

Η γριά αποτραβήχτηκε σε μια μεριά του μύλου κοντά στο τζάκι τ' αναμμένο, κάτω απ' τον φεγγίτη και με το κλαδευτήρι που βαστούσε, έπιασε να πελεκά έναν άτσαλο δαυλό που, φαίνεται, πως πολεμούσε μ' αυτόνε μέρες.
Κάθισα αντίκρυ της και δε μιλούσα, παρά λόγιαζα πότε τις μυλόπετρες και πότε τα χοντροπετσιασμένα χέρια της που πελεκούσανε κείνον τον άτσαλο δαυλό με το κλαδευτήρι. Το βουητό του νερού καθώς έπεφτε απ' τ' αψήλωμα, έκανε το μύλο να μοιάζει σαν θεριό που βογκούσε. Λογιάριαζα να τη ρωτήσω τι πελεκούσε, αλλά δεν έβγαζα μιλιά, γιατί φοβόμουνα, μέσα σε κείνο το σαραβαλιασμένο στοιχειό που καθότανε ανακούρκουδη, την αγριομάρα της. Καμιά φορά γύρισε, και καθώς με είδε που την παρατηρούσα, μου μίλησε.
- Με ονοματίζεις βρε και συ παλαβή;
Δε μίλησα ο κακόμοιρος. Γνοιαζόμουνα πως μια κουβέντα να της έλεγα που δε θα της άρεσε, θάπαιρνε φωτιά το αίμα της, και ποιος θα με γλύτωνε απ' τη συμφορά μου.
- Απάντεχε να σταματήσω το μύλο και θα σου τα πω. Ελα, πάρε και τούτο το κυδώνι να περάσεις την ώρα σου.
Σταμάτησε τις μυλόπετρες και κάθισε πλάι μου. Δάγκωσα το κυδώνι και τηνέ κοίταζα τώρα στα μάτια με συμπάθεια.
- Που λες, άρχισε να μου διηγάται, χίλια χρόνια να ζήσεις γιε μου, μην ανοίξεις το στόμα σου και πεις σε κανένα τίποτα απ' όσα θα σου διηγηθώ, γιατί είσαι ο πρώτος που τα μαθαίνεις. Επειδή είσαι νόρφανος, γι' αυτό σου τα λέγω, ειδεμή... Σαν αποθάνω όμως να τα πεις σ' όλους, για να μάθουνε την παλαβομάρα μου που γι' αυτήνε με κατακρίνουνε και με γλωσσοτρώνε...
Και σφούγγιξε με τον αγκώνα τη μύτη της, που έσταζε από την καταρροή.
- Εμένα που με γλέπεις τώρα μιαν αρμαθιά κόκαλα, συνέχισε, είμουνα στα νιάτα μου η μορφότερη κοπελιά του χωριού και τούτο γιατί γεννήθηκα με τις ανεραγίδες, κι είχα στο πρόσωπό μου τον ήλιο. Χριστουγεννιάτικο μεσονύχτι κοιλοπόνισε η μάνα μου, κ' ίσαμε τα χαράματα με πέταξε. Τρανή συφορά για ένα σπιτικό, γιατί όποιος γεννηθεί με το Χριστό είναι βρουκόλακας, δαιμονισμένος απ' τα γεννοφάσκια του. Θα μου πεις, είν' αλήθεια; Ετσι το βρήκαμε απ' τους παλιούς, που ό,τι λέγανε ήτανε σωστό. Τι να με καν' η μάνα μου. Να με πετάξει; Τράνεψα, το λοιπό, σε τούτον έδωνά το μύλο κι' ανατράφηκα με τις ανεραγίδες, που ολόγυμνες χορεύανε πάνω στο νερόμυλο καθώς τραγούδαγε. Τις ξεσήκωνε, γλέπεις, ο σκοπός του. Στα δεκαφτά μου παντρεύτηκα. Γυναικάρα με τα ούλα μου. Ολοι λέγανε με το ξεσηκωμό που είχα, πως θα γιόμιζα τον κόσμο μωρά. Μα, πού να γεννοβολήσω. Η Μεγαλάχαρη δε μ' αξίωσε να γευτώ τέτοια χαρά. Το λέγανε οι παλιοί ανθρώποι, πως ήτανε μεγάλη προσβολή που γεννήθηκα ανήμερα με τον Υιγιό της. Ε, να μη στα πολυλογώ, μαράζωσα απ' τα κακό που μ' εύρηκε. Κι έταξα... Να το τάμα μου! Δε θυμάμαι πόσα χρόνια το κάνω.
- Το χριστουγεννιάτικο σαραντάμερο σα θα μπει, σφαλνώ το μύλο και μέρα νύχτα πελεκώ τούτο το δαυλό με ψαλμουδιές και δέησες. Λιβανίζω και νηστεύω πελεκώντας ίσαμε που να μ' αξιώσει η τρανή της χάρη να ξαναγεννηθεί ένας Χριστούλης μέσα στις καρδιές όλων μας. Από την ίδια γεννιέται, και γω κάνω την καλομάνα, τη μαμή μ' άλλα λόγια. Ποιος θα το πιστέψει πως γνοιάζουμε για τους άλλους; Μωρά δεν έχω και παιδιά μου είναι όλ' οι χωριανοί μου. Μοναχά κείνοι, που τούτες τις αγιασμένες μέρες έχουνε βαθιά την πίστη μέσα τους, στοχάζουνται πως θα γεννηθεί ξανά ένας Χριστός στον κόσμο για τη σωτηρία μας.
- Με λένε παλαβή, αλλά κανένας δεν έμαθε τόσα χρόνια τούτα που θα σου διηγηθώ. Γι' αυτό σφαλνώ το μύλο. Μοναχά η νύχτα ξέρει τα μυστικά μου. Ανήμερα της μεγάλης γέννας, τις μικρές ώρες, παίρνω το Χριστό και τονέ πηγαίνω στο παλιό μοναστήρι του Κουρούκλου. Στερνά από κάμποση ώρα, κατεβαίνει με το κοπάδι του τα πρόβατα και τα νιογέννητα αρνιά ο παπάς των Χυδηριωτών, ο γεροβοσκός Κουδουνάς. Ξοπίσω του οι βοσκοί του Αητού με τις φαμελιές τους τον ακλουθάνε για να γιορτάσουνε τα Χριστούγεννα στο μοναστήρι. Μεσ' το προσκυνητάρι τοποθετώ τούτο το Χριστούλη κι' από πάνω του το κόνισμα της γέννησης. Στα πόδια του οι βοσκοί απιθώνουνε τ' αρνιά τους. Προτού χαράξει η αυγή, βγαίνουν οι βοσκοί με τον παπά Κουδουνά στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και ψέλνουνε όλοι μαζί το «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Λογιάζουνε τα μεσούρανα. Αφουγκράζουνται. Κείνη τη στιγμή γεννιέται το «θείον βρέφος». Οποιος προκάνει και δει απ' τ' άνοιγμα τ' ουρανού τη γέννα, κι' ακούσει το πανηγύρι που γιορτάζεται, απάνου, γίνεται ο βοσκός που θα παρασταθεί γύρω από τη φάτνη. Οπως τότε στη Βηθλεέμ. Αυτός που θα λάχει να είναι ο καλοδεχούμενος στην ουράνια γιορτή, βγαίνει από τους βοσκούς τους γονατισμένους και διαβαίνει κοντά στο Χριστούλη που σκάλιξα. Μια άγνωστη δύναμη τονέ σπρώχνει και βαδίζει χωρίς να το καταλαβαίνει. Ασπάζεται το νιογέννητο και το παίρνει στην αγκαλιά του. Πόση χαρά!..
Ετούτος ο βοσκός γίνεται ο πιότερο ευτυχισμένος της χρονιάς. Πλούσια τα καλά στο σπίτι, στα γεννήματα και στα ζωντανά του.
- Ο πρώτος που αξιώθηκε τη μεγάλη ευτυχία, θυμάμαι, στάθηκε ένας φονιάς. Ναι, μα τον αγιασμένο δαυλό που πελεκώ, σκότωσε! Ο Αχλιόπτας ήτανε. Ησυχος, καλός και συσταζούμενος αθρωπος, δεν πείραξε ούτε μέρμηγκα... Να σου πω με δυο λόγια την ιστορία του; Είχε ένα κοπάδι γίδια και τάβοσκε στα κατατόπια του Κορατσώνα. Ζα ήτανε, φάγανε πέντ' έξη μπολάδες. Με ταχιά, πήρε ο αγροφύλακας και τούκανε μήνυση. Εχασε δεκαπέντε κεφάλια για τη ζημιά που έκανε. Στερνά από κάμποσο καιρό τα ζωντανά ξαναχαλάσανε κάμποσες ελιές σ' ένα χτήμα. Σάν τόμαθε ο αγροφύλακας, πήγε στην πηγάδα κι' έριξε μεσ' στ' αυλάκι που πίνανε τα γίδια φαρμάκι και τα ψάκωσε ούλα. Πενήντα κεφάλια ζα ξεπαστρευτήκανε στο άψε σβύσε. Χτυπιότανε ο κακόμοιρος ο Αχλιόπτας, κ' η φαμελιά του άρχισε να τηνέ κόφτει η πείνα. Μια μέρα παραφύλαξε τον αγροφύλακα, και σαν πέρασε απ' την πηγάδα, τον άρπαξε και τονέ πέταξε μέσα. Δεν μπορέσανε να τονέ δικάσουνε, αλλά όλοι ξέρανε πως ήταν ο Αχλιόπτας. Εκειός πρωτοπήρε το Χριστούλη και πιστέψαμε πως ήταν αθώος και μετανοιωμένος φονιάς.
- Από τότενες αλλάξανε οι άνθρωποι μέσα στα Χύδηρα. Η καλωσύνη κ' η αγάπη τους ξεχωρίζει σ' ό,τι κάνουνε. Αμα τύχει και δεν προκάνει κανένας ν' αντικρίσει το άνοιγμα τ' ουρανού, ο ξυλένιος Χριστός μεταφέρεται με λιτανεία τρανή στα κατσάβραχα του Αητού σε μια σπηλιά, για να προστατεύει τους βοσκούς και τα ζα τους απ' τα κακά και τα δεινά. Οι χωριανοί, και γω, κι ο πιο κακός του χωριού γινόμαστε άλλοι αθρώποι. Αμονιάζουμε, αγαπιόμαστε, γλεντοκοπάμε σαν αδρέφια, τους αγαπώ κι ατή μου, κι ας με λένε παλαβή. Αλλωστε, τούτη την παλαβομάρα απαντέχουνε όλοι, κι ας μην το ξέρουνε πως η αφεντιά μου είναι η καλομάνα της Παναγιάς, για να χαρούνε τη χρονιάρα μέρα.
- Αχ!.. θα μου πεις πως είναι παραμύθια τούτα που σου ιστορώ. Μ' αν έχεις το κουράγιο κι' ανεβείς το χριστουγεννιάτικο μεσονύχτι στο μοναστήρι του Κουρούκλου κι' αντικρύσεις την πίστη που είναι ζουγραφισμένη στα μάτια των βοσκών, πως θα ξαναγεννηθεί κείνη την αγιασμένη νύχτα ο Χριστός για να φέρει τη χαρά και την αγάπη στις καρδιές όλων μας, τότες θα με πιστέψεις. Αντε τώρα, διάβαινε στη μάνα σου να πλάσει τα κουλίτσια, σ' απαντέχει.
Η κυρά Παναγιωτούδα έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο, ενώ δυο δάκρυα κυλήσανε στα μαγουλά της. Της ασπάστηκα το χέρι και γιομάτος συγκίνηση πήρα το φόρτωμα και βγήκα από το μύλο. Η γριά με παρέβγαλε ίσαμε την εξώπορτα, κρατώντας το δαυλό στην αγκαλιά και τα κλαδευτήρι στόνα χέρι της.
- Ναι, θάρθω κυρά Παναγιωτούδα. Τα Χριστούγεννα θα είμαι στο μοναστήρι του Κουρούκλου.
Και τράβηξα το μονοπάτι για το γειτονικό χωριό της Βηθλεέμ που ήτανε το σπιτικό μας.

Του
Βασίλη ΠΛΑΤΑΝΟΥ
Από το βιβλίο του «Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια»
απο το ιστολογιο nostalgia

26 Δεκεμβρίου 2008

Ο Ερωτας στα χιόνια....- Αλ. Παπαδιαμάντης



Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.

Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:
 Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.

Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:
Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,

κι ο παπάς χειρομυλίζει.
Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.

Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.
Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:

― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,

κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.
Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.

― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!
Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:

― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.

«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.
(από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989)

Η Σουζάννα του παπά...Γρηγορίου Ξενόπουλου


« – Η μάννα μου δεν είναι παπαδία; Έ, κι εγώ παπαδία θα γένω!»
Έτσι έλεγε με το τριανταφυλλένιο της πεισματάκι, η ξανθή Σουζάννα, η όμορφη θυγατέρα του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά, - του ίδιου που είχε και την περίφημη γάτα.
Κι ήταν το μοναχό της αργκουμέντο, για να καταφέρει τους δικούς της να της δώσουν τον Άνθιμο τον Αναγνώστη που τη γύρευε. Ούτε τον αγαπώ έλεγε, ούτε τον θέλω, ούτε μ΄ αρέσει, ούτε είναι καλός, ούτε είναι ώμορφος. Μόνο πως έπρεπε να γίνη «παπαδία», επειδή ήταν κι η μάννα της. Αν έξαφνα ο παπά – Ζήσιμος, που δεν ήθελε ν΄ ακούσει τέτοιο γάμο, της έλεγε : «καλά λοιπόνּ δε θα σού δώσω τον Άνθιμο τον αναγνώστη, θα σού δώσω όμως τον Αντρέα το διάκοּ πάλι παπαδία θα γένειςּ θέλεις;» – ώ, η ξανθή Σουζάννα θα βρισκότανε πολύ μπερδεμένη. Μόνο γιατί τα είχε ψημένα με τον Άνθιμο, η κατεργαρούλα, ήθελε τώρα, σώνει και καλά, να «γένει παπαδία»…
Μα δεν ήταν φόβος να της έκανε τέτοια πρότασι ο πατέρας της, ούτε στ΄ αστεία. Γιατί ο παπά – Ζήσιμος, όσο δεν ήθελε τον Άνθιμο τον αναγνώστη, άλλο τόσο δε θάθελε και τον Αντρέα το διάκο. «Μακρύα από ράσο! έλεγε πάντα. Μία θεγατέρα μοναχά μου άφησε ο αφέντης ο Θέος και δε θα την κάμω εγώ δυστυχισμένη, δίνοντάς τη σε παπά. Όξω!!… Και γιατί να μη ζήσει το παιδί μου, να μη χαρεί τα νιάτα του και τον κόσμο; Στον τόπο μας, η παπαδία είναι ακόμα υποχρεωμένη να ζει σα μια γυναίκα που’ χει πάντα κορέττο. Ούτε λούσα, ούτε θέατρα, ούτε χοροί, ούτε καρναβάλια. Μούγκρα, μούχλα, κλεισούρα, σκοτάδι. Απλά ρούχα σκούρα και ήσυχη ζωή οικογενειακή, παναπεί καλογερίστικη. Και γιατί; Γιατί έτσι, λέει, έζησε κ΄ η μάννα της. Μπα! ίσα – ίσα γι΄ αυτό να μη ζήσει έτσι η θεγατέρα. Το σόι μας, η γενιά μας, επλέρωσε το φόρο του με το παραπάνου. Φτάνει μας! ας πλερώσουνε τώρα κι άλλοι. Έπειτα, και να ‘θελε σήμερα μία παπαδία να ζήσει λίγο αλλιώτικα, – έ, ο κόσμος, βλέπεις, όλο πάει μπροστά! – μήπως μπορεί; Όβολα ε βγάνει η αγιαστήρα παρά μία βολά το χρόνο : του Φωτώνε. Παπάς, – πάντα φτωχός! Και στη Μητρόπολι να εφημερεύει και σ΄ ένα ξωκλήσι, το ίδιο κάνει. Τ΄ είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του… Δε βαρυέσαι! Μακρύα από ράσο!»
Στην αρχή, κι η Σουζάννα του παπά είχε τις ιδέες του πατέρα της. Αγαπούσε, σαν κορίτσι, τον κόσμο, ποθούσε να ζήσει χαρούμενα στους κόλπους του, και κάθε άλλον θα διάλεγε γι΄ άντρα της παρά έναν αναγνώστη που θα γινότανε παπάς. Τ΄ όνειρό της μάλιστα, όπως πολλών κοριτσιών εκείνη την εποχή, – γιατί αργότερα το «ιδανικό» άλλαξε, για ν΄ αλλάξει και πάλι, – θα ‘ταν κανένας όμορφος, λεβέντης στρατιωτικός. Της γουστάριζε πολύ το σπαθί, η κορώνα, η μεσούλα, το λιγερό κορμί και το στριμμένο μουστακάκι κάτι νέων υπαξιωματικών, που τους έβλεπε στον αντικρινό στρατώνα της χωροφυλακής. Μα και σπαθοφόρο αν δεν εύρισκε, μ΄ ευχαρίστησι θάλεγε το ναι για κανένα τηλεγραφητή, ή μηχανικό, ή δάσκαλο της προκοπής, ή κ΄ εμποράκο γραμματισμένο, σαν το Γερόλυμο, τον καλό φίλο του πατέρα της. Πάντα όπως για λαϊκό, πολίτη, άντρα. Γιατί κάθε άλλο παρά εντύπωση ανδρός της έκανε ένας άνθρωπος, που έκρυβε το κορμί του μέσα σ΄ ένα βελέσι και που είχε μακρυά μαλλιά σαν γυναίκα. Κι ο πιο νέος, ο πιο δροσερός, ο πιο όμορφος ρασοφόρος θα της φαίνουνταν γελοίος. Εκείναις οι μαλλούρες μάλιστα – πουφ!…
Πώς το ‘παθε λοιπόν η καλή μας Σουζάννα, με τέτοιες ιδέες, – δικές της, και του πατέρα της, και της μάννας της ακόμα, – να πάει να πέσει σα στραβή και ν΄ αγαπήσει τον αναγνώστη; Αυτό, αλήθεια, είναι κάμποσο παράξενο κι αξίζει να το διηγηθούμε περιστατικώς.
***
Ο Άνθιμος, ο γιος του Χρήστου του Χρυσομάλλη, ήταν ένα παιδί ζωηρό κι έξυπνο, από μικρή φαμίλια, που είχε όμως τον τρόπο της. Ο πατέρας του, ναυπηγός, έφτειανε βάρκες, μαούνες και καΐκια, κι εξεδούλευε καλά. Το γιο του τον είχε στα γράμματα κι από μικρό, κάθε Κυριακή, τον έπαιρνε μαζί του στην Εκκλησία. Ο Άνθιμος, εκτός από το θρήσκο του πατέρα, έτυχε να ‘χει εκκλησιαστικό όνομα κ΄ έκτακτη φωνή. Άφηνε το γέρο στο στασίδι κι αυτός έμπαινε στο Ιερό για να λέη το κυριελέησον. Κι ήλθε μια καλή Κυριακή, που είπε στη Φανερωμένη και τον Απόστολο, κι όλος ο κόσμος πια εθαύμασε τη φωνή του, και συχάριασε τον πατέρα του και του ευχήθηκε να τον ιδή ψάλτη ή παπά.
« – Και γιατί όχι και τα δύο;» έλεγε γελώντας ο γέρο – Χρυσομάλλης.
Αλήθεια, γιατί όχι και τα δύο;... Μήπως τόσοι και τόσοι καλλίφωνοι παπάδες, στο νησί εκείνο το φιλόθρησκο, το γεμάτο Εκκλησιές, δεν έκαναν στον ίδιο καιρό και τον ψάλτη, κι αφού τελείωναν τη λειτουργία στην ενορία τους, σαν εφημέριοι, δεν επήγαιναν σε μιαν άλλη να ψάλλουν; Να, και της Φανερωμένης ο δεξιός ψάλτης ήταν ο παπά – Ζαφειράκης, εφημέριος στον Άγιο Παύλο, που έτσι κέρδιζε σχεδόν άλλα τόσα. Γιατί όσα έχει ο εφημέριος μιας μικρής ενορίας, έχει κι ο ψάλτης μιας μεγάλης. Κι από την Κυριακή εκείνη, κάτι τέτοιο ονειρευότανε για το γιο του ο γέρο – Χρυσομάλλης. Στο στενό, τον περιορισμένο του κύκλο, ενόμιζε πως ήταν το μεγαλύτερο, το τολμηρότερο που μπορούσε να ονειρευθεί. Την παραμικρή υποψία δεν είχε ο κακόμοιρος ζακυθινός, πως αν ήταν αλλού το παιδί του, θα μπορούσε ίσως να γίνει ένας μεγάλος τενόρος, να δοξασθεί και να βγάλει εκατομμύρια.
Κάποτε όμως του το σφύριξαν κι αυτό. Ιταλικοί θίασοι πήγαιναν τακτικά στο νησί κι έπαιζαν όπερες στο κομψό, χειμωνιάτικο θεατράκι του. Η ορχήστρα κι ο ανδρικός χορός εσχηματίζουνταν από ντόπιους μουζικάντιδες και τραγουδιστάδες, που είχε τότε και πολλούς και καλούς, κι όλοι σχεδόν οι καλλίφωνοι ψαλτάδες των Εκκλησιών, οι λαϊκοί, λάβαιναν μέρος στο κόρο της όπερας, μαζί με τις Ιταλίδες της κομπανίας. Μια φορά λοιπόν, μερικοί φίλοι, κρυφά από το γέρο κατάφεραν να πάρουν και τον Άνθιμο. Ο δόκιμος ψαλτάκος, ο ντιλεττάντες να πούμε, που βοηθούσε χάρισμα το χορό της Φανερωμένης κ΄ έλεγε το κυριελέησον και τον Απόστολο, ήταν τότε μαθητής στο Γυμνάσιο, δεκαπέντε χρονών. Η γερή και πλούσια τενορίστικη φωνή του έκαμε κατάπληξι στους ιταλούς αρτίστες και κάποιος απ΄ αυτούς, – ο μπάσσος μου φαίνεται… οπωσδήποτε ο τενόρος ποτέ… – εχάλασε τον κόσμο να πάρει μαζί του τον Άνθιμο στην Ιταλία.
« – Έλα στη Νάπολι, του είπε, να σε βάλω στο Κονσερβατόριο, να γίνης μεγάλος!
« – Ναι… μα ο πατέρας μου; ψιθύρισε ο νέος.
« – Εγώ θα του μιλήσω του πατέρα σου!»
Και πήγε στο Χρυσομάλλη ο ενθουσιασμένος Ιταλός και του μίλησε. Μα που ν΄ ακούσει λόγο ο γέρος – κι ας ήξερε καλούτσικα τα ιταλικά! Καλέ, θεατρίνο θάκανε το παιδί του αυτός; ποτέ! Για ούλα τα μιλλιούνια του κόσμου!… Κι όχι μόνο δεν έστειλε τότε τον Άνθιμο στην Ιταλία, αλλά του απαγόρευσε να ξαναπατήσει και στα παρασκήνια.
« – Με ρώτησες εμένανε, που πήγες να κάμεις τον κορίστα, έ; του είπε θυμωμένος. Τη φωνή που έχεις, σου την εχάρισε ο Θεός. Δε μπορείς λοιπόν να υπηρετήσεις με τη φωνή σου, παρά το Θεό και την Εκκλησία. Εφινίρισε!»
Έτσι ο Άνθιμος, που αν κι ήταν έξυπνο και ζωηρό παιδί, συνήθισε ν΄ ακούει σ΄ όλα το γέρο, έμεινε στην πατρίδα του και στην Εκκλησία. Ποτέ, αλήθεια, η φωνή του, θείο δώρο, δεν υπηρέτησε τίποτα λαϊκό, κοσμικό, και στις καντάδες ακόμα, τις φημισμένες εκείνες του νησιού, άμα μεγάλωσε μάλιστα λιγάκι, δύσκολα και σπάνια λάβαινε μέρος. Στις Εκκλησίες όμως δεν είχε καμιά δυσκολία. Όχι μόνο η Φανερωμένη, όπου πήγαινε τακτικά, μα κι όλες οι άλλες, όταν είχαν πανηγύρι, τον εύρισκαν ολοπρόθυμο να βοηθάει. Είχε γίνει σωστό παπαδοπαίδι που δεν του έλειπαν παρά τα ράσα. Και μια Κυριακή, καλύτερη από την πρώτη, πριν βγάλει ακόμα το Γυμνάσιο, ο παπά – Στουπάθης της Φανερωμένης του τα ‘βαλε κι αυτά. Ο Άνθιμος ήταν τώρα αμπάτες, όπως έλεγαν στο νησί τούς Αναγνώστες.
***
Πέρασαν λίγα χρόνια. Ο Άνθιμος είχε πάρει το απολυτήριό του κι είχε ξεσκολίσει την εκκλησιαστική μουσική, κρητική και πολίτικη, (ευρωπαϊκή και βυζαντινή), με τον καλύτερο δάσκαλο του τόπου. Ο πρώτος ψάλτης του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά, στον Άη – Γιάννη, του’ φυγε ξαφνικά, δυσαρεστημένος από μια παρατήρησι που του ‘καμε – με το δίκιο του, – ο εφημέριος στη μέση της λειτουργίας. Κ΄ ο παπά – Κλοντηράς, που ’χε στην καρδιά του τη φωνή του Άνθιμου, ωφελήθηκε από την ευκαιρία για να τον πάρει στην Εκκλησιά του. Δεν ήταν και τόσο εύκολο. Γιατί κι ο θυμωμένος ψάλτης μετάνιωσε και γύρευε να ξαναγυρίσει, κι ο Άνθιμος ήταν τώρα από τους ακριβούς ψαλτάδες, κι οι Επίτροποι του φτωχού Άη – Γιάννη δεν είχαν μπόλικα να ξοδεύουν. Ο παπά – Ζήσιμος όμως, που η μανία του ήταν να τα ‘χει όλα στην εντέλεια η Εκκλησιά του, εχάλασε τον κόσμο να τα συμβιβάσει. Κατάφερε τον Άνθιμο να δεχθεί κάτι λιγότερο, κατάφερε τους Επιτρόπους να του δώσουν κάτι παραπάνου, θυσίασε κι αυτός ένα μέρος του «κεριού» του για το ισοζύγιο. Κι έτσι, μια καλή Κυριακή, στον Άη – Γιάννη, βρέθηκαν όλοι ευχαριστημένοι : κι οι Επίτροποι που καμάρωναν στο παγκάρι τους, κι ο παπά – Ζήσιμος, κι η παπαδιά, κι η Σουζάννα, – γιατί η χαρά του παπά ήταν και δική τους, – κι ο γέρο – Χρυσομάλλης, κι οι ενορίτες, και περισσότερο ίσως απ΄ όλους ο ίδιος ο Άνθιμος, ο καινούργιος ψάλτης κι υποτακτικός του παπά – Ζήσιμου.
Μα γιατί, αφού έφευγε από Εκκλησιά πλουσιότερη; Ά, τον Άνθιμο δεν τον ένοιαζε γι΄ αυτό! με πέντε τάλλαρα το χρόνο λιγότερο, δε θα φτώχαινε βέβαιαּ κι έπειτα ο ηθικός μισθός τον αποζημίωνε με το παραπάνου. Ο Άη – Γιάννης ήταν Εκκλησιά πιο αριστοκρατική, πιο συχναζούμενη, προπάντων από τον καιρό που εφημέρευσεν εκεί ο σεβάσμιος παπά – Ζήσιμος, ο κοσμαγάπητος, ο δραστήριος, ο φιλόκαλος, ο έμπειρος, – ένας από τους λίγους που ήξεραν να βαστούν Εκκλησιά. Έτσι και τον Άη – Γιάννη, τον παραμελημένο πρώτα, τον ξανάνιωσε, τον έβαψε, τον εχρύσωσε, τον καταστόλισε, κρέμασε κάτω από τ΄ ασημένια καντήλια αστεράκια χρυσά, περιποιήθηκε τον κήπο, συγύρισε το κελλί, έβαλε παντού διαλεχτό προσωπικό κι έκανε κάτι «τελετές» που ήταν σαν «Πατριαρχείο». Εκεί μέσα λοιπόν η φωνή και η τέχνη του Άνθιμου θα έλαμπαν περισσότεροּ κι ακόμα τον εσύμφερνε που θα ‘κανε τη μαθητεία του για παπάς κάτω από ένα τόσο πολύτιμο δάσκαλο σαν τον παπά – Ζήσιμο.
Γι΄ αυτό ήταν τόσο ευχαριστημένος με την καινούργια του θέσι, όπως ήταν κι ο πατέρας του, αφού του εξήγησε όλα της τα προτερήματα. Για το νέο όμως αναγνώστη, είχε και κάποιο άλλο, κρυφό, μα μεγαλύτερο ίσως απ΄ όλα : τη Σουζάννα. Μήπως δεν ήταν η πιο όμορφη παπαδοπούλα; Κι αφού σκοπός του ήταν να γίνει παπάς, μια παπαδοπούλα δεν ταίριαζε φυσικά να διαλέξει για γυναίκα του; Λοιπόν, ποιαν άλλη θα εύρισκε καλύτερη από τη Σουζάννα, και τι καλύτερο πεθερό, για υποστήριξι, από τον παπά – Ζήσιμο, τον κοσμαγάπητο, που το λόγο του τον άκουγε κι ο Δεσπότης;
Έφθανε γι΄ αυτό να τον συμπαθούσε λιγάκι το κορίτσι. Έ, δύσκολο ήταν; Γιατί τάχα;… Νέος ήταν – μόνο τρία – τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός της, – όμορφος και, για ένα ρασοφόρο, κομψευόμενος πολύ. Το ξώρρασό του μαύρο, γυαλιστερό, το ράσο του καφετί, πάντα της ώρας, το ζουνάρι του πλούσιο, από βυσσινή βελούδο, το ρεξίνι του (ο σκούφος) μικρούλι, νόστιμο, απάνω στα καστανά, άφθονα, σγουρά μαλλιά του, τα παπούτσια του καθρέφτες κ΄ η ομπρέλα του με χερούλι από άσπρο κόκαλο. Δεν το ‘κανε τώρα για τη Σουζάννα, παρά ήταν το φυσικό τουּ του άρεσε πάντα να είναι καλοντυμένος. Και δεν είχε απάνω του τίποτα το καλογερίστικο. Έξυπνος, σβέλτος, γλυκομίλητος, ευγενικός, με μάτια που ‘βγαζαν σπίθες, ήξερε να γίνεται ευχάριστος σ΄ άνδρες και σε γυναίκες, και τα κορίτσια που τον έβλεπαν με τα ράσα, έλεγαν : «κρίμα στο νέο!»
«Κρίμα στο νέο!» έλεγε μαζί με τις άλλες κ΄ η Σουζάννα, μα τίποτε παραπάνου. Τον είχε πάρει, ναι, από καλό μάτι τον υποτακτικό του πατέρα της, της άρεσε να τον ακούει να ψάλλει, και μάλιστα στον Άη – Γιάννη της, σήκωνε τα μάτια της κατά τον ουρανόν μ΄ έκφρασι μεγάλου θαυμασμού όταν μιλούσε για τη φωνή του μα κατά βάθος… αγρόν ηγόρασε. Πέρασαν μήνες ολάκαιροι, χωρίς να καταλάβει την κλίσι του αναγνώστηּ ή, κι αν την κατάλαβε, καμώνουνταν την ανίδεη και ξακολουθούσε να του μιλεί με όλη την ελευθερία, το θάρρος και την αφέλεια. Και φυσικά, είχαν μεταξύ τους μεγάλη σχέσι και οικειότητα, γιατί πολλές ώρες, κάθε μέρα, ο Άνθιμος τις περνούσε στην εκκλησιά, στο κελλί ή στον κήπο της εκκλησιάς, βοηθώντας τον παπά – Ζήσιμο σε όλα – ακόμα και στο πότισμα των λουλουδιών, – ή απλώς φλυαρώντας με την αγαθή οικογένεια και με τους φίλους της.
Η Σουζάννα τον θεωρούσε έτσι σαν αδελφό. Άνδρας με ράσα, – το είπαμε, – δεν της έκαμε την εντύπωσι ανδρός. Ποτέ δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει. Θα της φαινότανε μάλιστα κι αστείο. Γι΄ αυτό, δυο – τρεις φορές που ριψοκινδύνευσε ο Άνθιμος να της πει κάτι διφορούμενα, η Σουζάννα γέλασε με την καρδιά της. Μα ο γιος του Χρυσομάλλη δεν ήταν από κείνους που απελπίζουνται γρήγορα.
«Μπα, συλλογίσθηκε, θα την καταφέρω».
***
Κι όμως πέρασε ο πρώτος χρόνος, άρχισε ο δεύτερος, και δεν την είχε «καταφέρει» ακόμα. Ούτε ίσως θα την κατάφερνε ποτέ στον αιώνα τον άπαντα, αν δεν του συνέβαινε κάποιο «δυστύχημα». Ο Αμπάτες έκλεισε τα εικοσιένα και κληρώθηκε να πάει στρατιώτης!
Στην αρχή, λογάριαζε πώς θα το αποφύγει, γιατί ως τότε, όλων των ειδών και βαθμών οι ρασοφόροι ήταν εξαιρεμένοι. Επειδή όμως εκείνο το χρόνο ήταν γενική επιστράτευσι και, για να γλυτώσουν μερικοί τα βάσανα, άφηναν τα μαλλιά τους και τυλίγουνταν προσωρινώς σ΄ ένα ράσο αναγνώστη, χωρίς να ‘χουν κανένα σκοπό να γίνουν και παπάδες, η Κυβέρνησι αποφάσισε να φανή αμείλικτη. Δεν εξαιρούνται, είπε, παρά οι χειροτονημένοι, από διάκο κι απάνουּ οι άλλοι όλοι είναι υπόχρεοι.
Ο γέρο – Χρυσομάλλης έτρεξε στο Δεσπότη, στο Δήμαρχο, στο βουλευτή τουּ του υποσχέθηκαν όλοι να ενεργήσουν, μα δεν έκαμαν τίποτα. Κι ο παπά – Ζήσιμος εχάλασε τον κόσμο. Είχε μάλιστα την αφέλεια να πιστεύει, πως άμα ορκίζουνταν αυτός «στην τιμή του σαν ιερέας», πως ο υποτακτικός του δεν ήταν «από τους ψεύτικους», θα του τον άφηναν. Αλλά ποιος ν΄ ακούσει! Και την ίδια μέρα που παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο ο Άνθιμος, τον κράτησαν, τούκοψαν τα μαλλιά, του πέταξαν τα ράσα και του φόρεσαν τη στολήּ θα τον εγύμναζαν, μαζί με τους νεοσύλλεκτους, στον τόπο κι από κει, αν ήταν ανάγκη, θα τον έστελναν στα σύνορα.
Ο παπά – Ζήσιμος είχε γίνει σκυλί.
« – Μ΄ αυτό είναι άνω ποταμών! εφώναζε. Αυτούς, τους στρατιώτες του Χριστού, δεν έπρεπε να τους παίρνουνε! Τι θα γίνει λοιπόν το δικό μας στράτευμα; Θα μείνουμε, παναπεί, μοναχοί μας, οι αξιωματικοί; Ορίστε τώρα εγώּ χάνω τον καλύτερό μου βοηθό, το δεξί μου χέρι! Πώς θα πορευθεί τόσον καιρό η Εκκλησία μου χωρίς Άνθιμο; Και καλά αν δεν γίνει πόλεμος. Αμή αν γίνει και μου τον στείλουνε τον καψερό στα σύνορα;… Ά, μπα! μπα! δεν έπρεπε να παίρνουν και τους στρατιώτες του Χριστού!…»
Αυτά ο παπά – Ζήσιμος τα φώναζε στον κήπο, – για εκατοστή φορά – το δειλινό της ίδιας ημέρας που παρουσιάστηκε ο Άνθιμος, εις επήκοον της παπαδιάς, της Σουζάννας, του Γιάννη του καμπανάρου και του φίλου του του Γερόλυμου, που είχε περάσει να τον πάρει, να πάνε περίπατο. Όλοι ήταν καταστενοχωρεμένοι για τη «συφορά», κι άφωνοι επιδοκίμαζαν με κουνήματα του κεφαλιού και με μορφασμούς τα πικρά λόγια του παπά. Άξαφνα, από την κουζίνα του κελλιού, που έβγαζε στον κήπο, ακούστηκε μια γλυκιά φωνή να τραγουδεί, μ΄ αστείο ύφος, πολεμόχαρο τάχα κι αρειμάνιο, το τραγούδι της μόδας, στον ήχο της περίφημης τότε ιταλικής «μάρτσια Μασσάβα» :
Στα σύ – νορά! στα σύ – νορά!
Εκεί που ει ει ει στα δύο
Εκό – ψαν το ανδρείο – ο
Της Μάννας μας κόρ – μί!
Και με το «κορ – μί!» πετιέται έξω με ορμή και στοπ! στέκεται εις προσοχή, χαιρετώντας στρατιωτικά, ένας χαριτωμένος φανταράκος. Ήταν ο Άνθιμος.
«Μπα!… τάβαλε κιόλα;!»
Σηκώθηκαν, έτρεξαν, τον περιστοίχισαν, τον κοίταξαν από κοντά… κι έμειναν καταγοητευμένοι. Η εμφάνισι αυτή τους έκαμε για μια στιγμή να τα ξεχάσουν όλα. Μα τι ωραίος, αλήθεια, τι ωραίος! Ποτέ δεν φαντάζουνταν πώς από έναν αναγνώστη θα ‘βγαινε τέτοιος στρατιώτης. Σίγουρα ήταν πιο καλός για στρατιώτης του Βασιλιά παρά για στρατιώτης του Χριστού! Τι κορμί, τι μεσούλα, τι λεβεντιά, τι ασικλίκι! Κ΄ η στολή έτυχε να του πηγαίνει καλά, και το μουτράκι του, χωρίς γένια και χωρίς μαλλιά, με το πηλίκιο στραβά φορεμένο, φάνταζε πολύ πιο όμορφο. Α, μα ήταν μια χαρά, μια τζόγια. Κι ο παπάς τον εκαμάρωσε, κι η παπαδιά τον έφτυσε να μη βασκαθεί, κι ο Γιάννης ο καμπανάρος άνοιξε το στόμα του τόσο, κι ο Γερόλυμος, ο φίλος, έβγαλε γελαστός την ταμπακιέρα του και πήρε μια καλή πρέζα ταμπάκο, για να διπλασιάση την ευχαρίστησι.
Άμ΄ η Σουζάννα; τι έκαμε η Σουζάννα;
Απλούστατα, αυτή τον αγάπησε.
Μάλιστα. Από τη στιγμή εκείνη, οι ιδέες της όμορφης παπαδοπούλας έκαμαν κουτρουβάλα. Ο Άνθιμος με τα στρατιωτικά ήταν γι΄ αυτή μια αποκάλυψι. Τον είχε ως τώρα για ένα πλάσμα ουδέτερο, αλλόκοτο, μισό γυναίκα και μισό γέρο, – γιατί το ράσο, γι΄ αυτή, του ‘κρυβε ακόμα και τα νιάτα, – κι έξαφνα τον έβλεπε άντρα σωστό, λεβέντη, παλικάρι. Ποτέ δε φαντάζουνταν – κι ούτε ήθελε πρώτα να το φαντασθεί, – πώς κάτω από το μαύρο εκείνο βελέσι, μπορούσε να κρύβεται ένα τέτοιο ωραίο αντρίκειο κορμί. Και να το τώρα! Μα το Θεό, κανένας από τους υπαξιωματικούς, που έβλεπε στον αντικρινό στρατώνα της Χωροφυλακής, δεν ήταν πιο άνδρας από τον Άνθιμο. Απορούσε κι η ίδια πώς δεν το μάντεψε ως τώρα.
Έ, από την αποκαλυπτική εκείνη ημέρα, στα διφορούμενα του φανταράκου τώρα, ίσως εξ αιτίας της στολής, η μικρή Σουζάννα αποκρινότανε με τα ίδια… Δε θεωρούσε πια τον Άνθιμο σαν αδελφό… Τα λόγια της και πολύ περισσότερο ο τρόπος της κι οι ματιές της, του ‘διναν μεγάλες ελπίδες… Και τόση ήταν γι΄ αυτό η χαρά του, ώστε η περιπέτεια του «στρατιωτικού», το «δυστύχημά» του, δεν του ‘κανε πια εντύπωσι.
– Δε βαριέσαι! έλεγε στον πατέρα του που το φυσούσε και δεν εκρύωνεּ της τύχης μας ήταν να το υποστούμε κι αυτό. Μπόρα είναι και θα περάσει.
Φαιδρότατος πάντα, με το τραγούδι στο στόμα, γύριζε από τα γυμνάσια στον Άη – Γιάννη. Ακούραστος βοηθούσε τον παπά – Ζήσιμο σ΄ όλα, σαν πρώτα, και τις Κυριακές βρισκότανε στο στασίδι του, μ΄ όλη την στολή του, κ΄ έψελνε σαν πρώτα και καλύτερα… Ήταν, αλήθεια, λιγάκι αστείο να βλέπεις στο στασίδι του ψάλτη ένα φαντάρο, που τον ήξερες μάλιστα ως χθες αναγνώστη. Αλλά κανένας ενορίτης δε συλλογίστηκε να γελάσει γι΄ αυτό. Όλοι συμπαθούσαν τόσο πολύ τη φωνή του Άνθιμου και τον ίδιο ώστε η «περιπέτειά» του τους επίκραινε κι εκείνους όσο σχεδόν και τον παπά. Κι έτσι εύρισκε την ευκαιρία και την ικανοποίησι, ο παπά – Ζήσιμος, – άλλος πάλι που το φυσούσε και δεν εκρύωνε, – να κάνει τα παράπονά του την ώρα που μοίραζε το αντίδωρο :
– Μα δεν έπρεπε, οι ευλογημένοι, να παίρνουν και τους στρατιώτες του Χριστού! Και καλά αν ησυχάσουν τα πράματαּ αμή αν γίνει πόλεμος και μου τον στείλουνε στα σύνορα;
Κι απ΄ όλους πια άκουγε, πως είχε το μεγαλύτερο δίκιο του κόσμου.
***
Ευτυχώς που οι φόβοι του παπά – Ζήσιμου βγήκαν μάταιοι. Πόλεμος δεν έγινε ΄κείνη τη φορά κι ο Άνθιμος, αφού έκαμε τους τρεις του μήνες στον τόπο, απολύθηκε μαζί με τους άλλους. Έτσι ξαναφόρεσε τα ράσα κι άφησε τα μαλλιά του να μακρύνουν. Στρατιώτης πάλι του Χριστού.
Τι; μήπως είχε καμιά απογοήτευσι τώρα η Σουζάννα, που τον ωραίο της φανταράκο τον ξανάβλεπε αναγνώστη; Όχι, μη φοβάσθε! Πάει πια, τα μάγια είχαν λυθεί… τον είχε αγαπήσει. Όχι με ράσα, μα και με τρίχινο σάκο ασκητή, μα και με κουρέλια ζητιάνου να τον έβλεπε, ω, τώρα θα της άρεσε το ίδιο. Είχε φθάσει στο σημείο που δε λογαριάζει κανένας τ΄ απέξω του ανθρώπου, παρά τ΄ απομέσαּ όχι τα ρούχα, ούτε καν το σώμα, παρά την ίδια την ψυχή… Άργησε να φθάσει η Σουζάννα, μα έφθασε. Κι ο Άνθιμος μπορούσε να είναι τώρα ευτυχής και ήσυχος, πως τον αγαπούσε με τα σωστά της.
Τότε νόμισε πως ήλθε ο καιρός «για να γίνει», το είπε του πατέρα του, κι ο γέρο – Χρυσομάλλης, συμφωνότατος, το είπε του Γερόλυμου και τον παρακάλεσε να κάμει με τρόπο την πρότασι στο κελλί.
– Ά, μπα! μακρύα από ράσο! είπε ο παπά – Ζήσιμος ευθύς.
– Ά, μπά! μακρύα από ράσο! είπε κι η παπαδιά. Πάλι… ξέρω κ΄ εγώ; να ιδούμε τι λέει κι η Σουζάννα.
Αλλά φαντασθήτε την έκπληξί τους, όταν άκουσαν της Σουζάννα να λέει εκείνο το θαυμάσιο :
– Η μάννα μου δεν είναι παπαδία; Έ, κι εγώ παπαδία θα γένω.
Μωρή καλή, - μωρή κακή!;… Τίποτα! Το τριανταφυλλένιο πεισματάκι της ξανθής Σουζάννας, της μονάκριβης, δεν ήξερε άλλη απάντησι απ΄ αυτή.
…Ήταν κάποιες ιδέες που περίζωναν σαν τείχος την οικογένεια του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά. Έ, στο τείχος αυτό ο Έρως έκαμεν ένα ρήγμα. Ήταν πολύ αρκετό για να περάσει απ΄ εκεί ο Άνθιμος, μ΄ όλα του τα ράσα, και να μπει κατακτητής στην οικογένεια. Η Σουζάννα θα τον βοηθούσε, θα τον τραβούσε μέσα μ΄ όλη της τη δύναμη.
Κι έτσι έγινε, όπως δα γίνεται πάντα, άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός : Η αντίστασι του γέρου κατανικήθηκεּ κι έξη μήνες ύστερ΄ από την άφεσί του, ο Άνθιμος ο αναγνώστης αρραβωνιάστηκε τη Σουζάννα του παπά. Όλοι το βρήκαν «φυσικότατο». Εμείς όμως ξέρουμε τώρα, πως το φυσικότατο αυτό δεν θα γινότανε ποτέ, αν ο «στρατιώτης του Χριστού» δεν τύχαινε να γίνει για λίγο και «στρατιώτης του Βασιλιά». Δεν είναι παράξενα τα φυσικά της ζωής;
Αθήναι, 1913
Γρηγόριος Ξενόπουλος
«Ημερολόγιον Σκόκου»
Τόμος 29 (1914), σελίδες 223-233

21 Δεκεμβρίου 2008

Χιόνια στο καμπαναριό !
















Χιόνια στο καμπαναριό
που Χριστούγεννα σημαίνει
Χιόνια στο καμπαναριό
ξύπνησε όλο το χωριό

Ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν
Ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν-ντιν-νταν

Κι όλοι παν στην εκκλησιά
το Χριστό να προσκυνήσουν
κι όλοι παν στην εκκλησιά
Λάμπει απόψε η Παναγιά

Ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν
Ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν-ντιν-νταν

Στην ολόφωτη εκκλησιά
ώρα πια κι εμείς να πάμε
Στην ολόφωτη εκκλησιά
με καθάρια φορεσιά

Ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν-ντιν-νταν

Κι ας τραβήξουμε μπροστά
μ' αναμμένα φαναράκια
Κι ας τραβήξουμε μπροστά
τυλιγμένοι στα ζεστά

Ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν
ντιν-ντιν-νταν-ντιν-νταν


Σημείωση δική μου
Ας ξαναγίνουμε για λίγο παιδιά ! .....

Την παραμονή.... Του Χριστού....τα μεσάνυχτα !..


Οση γαλήνη και να κάνη, οση καλοκαιρία και αν υπάρχη, πάντα στις δώδεκα τα μεσάνυχτα κάθε παραμονής Χριστουγέννων θα ιδήτε εδω τη θάλασσα να φουσκώνη, να αφρίζη χωρίς βοή και αντάρα και να γεμίζη ασπρα κύματα, λέτε και ειναι κοπάδια πρόβατα, που βόσκουν σε λιβάδι. Και πάλι, σιγά-σιγά, τα κύματα σβήνουν και χάνονται στα βάθη του πελάγου.....
Ετσι μας ελεγεν ο μπάρμπα Ηλίας ο Σερεμέτης, στρίβοντας με τα ροζάριακα, χονδροπετσιασμένα χέρια του σιγάρο. Και εξακολούθησε:
-Και μη θαρρείτε πως ειναι τα πεύκα τότε, που βουίζουν εδώ...Ειναι ο βοσκός, που σαλαγάει τα πρόβατα επάνω κάτω στο περιγιάλι... Εμείς το ξεύρουμε πάππου προς πάππου και το είδαμε με τα μάτια μας...
Απίθωσε το σιγάρο στο πλαίσιο του παραγωνιού, οπου εσπιθοβολούσαν τα λιόκλαρα, και εσταυροκοπήθηκε μ' ευλάβεια. Το πρόσωπό του, που το ειχαν ψήσει η άλμη το λιοπύρι και τα ξηροβόρια, ανυψώθηκε με μιάν ενατένιση κάποιας οπτασίας. Και τα μάτια του, που τα εσκίαζαν πυκνά, ακατάστατα φρύδια, επήραν μιάν ημερότητα και μιάν αγαλίασι, ωσάν να εβλεπαν στα Θεοφάνεια ολάνοικτο τον ουρανό....
-Ετσι ειναι, ειπε, ξαναπαίρνοντας το σιγάρο και τραβώντας βαθειές ρουφηξιές...Μου τα ελεγεν η κυρούλα μου...Εκαθόμουνα δίπλα της και αρχιζε την ιστορία:
-Το βλέπεις εκείνο εκεί το χάλασμα στην πέρα ράχη, επάνω απο της Μπίγλαινας το λιοστάσι; Εκεί ηταν τότε η στάνη του Χριστόγιωργα με τ΄ονομα, του πρώτου αρχιτσέλιγγα του τόπου...Γιατί τότε δεν ειχαν τίποτε εδώ, μηδέ λιοστάσια, μηδέ χωριό...Ερχονταν, βλέπεις, οι "φούστες" με Αλγερίνους και εσκότωναν τα παλληκάρια και επαιρναν απο τα σπίτια ο,τι εύρισκαν....Γι' αυτό και το χωριό ητο υψηλά στην Παλιοχώρα και ειχε βίγλες, που εφύλαγαν και εδιναν είδησι.
Και οταν εφαίνονταν οι φούστες στο γιαλό, οι εξωμερίτες όπου φύγη φύγη...Ακουες θρήνο τα παιδιά και χάρχαλο τα πράγματα. Και ετρεχαν να κρυφθούν στο φρούριο...Ας ειναι...
Που λές, σ' εκείνο το χάλασμα επάνω στην πέρα ράχη ητο η στάνη του Χριστόγιωργα. "Ειχε χιλιάδες πρόβατα και μυριάδες γίδια", που λέγει το τραγούδι... Μα ηταν ανθρωπος σκληρός και απόνετος και δεν εκαμνε καλό σε ανθρωπο. Μια βραδιά, που λές, μια παραμονή του Χριστού, κάποιος επήγε και κτύπησε τη θύρα του. Οι σκύλοι, που έσκιζαν ανθρωπο, ούτε εσκουξαν ούτε αγρίεψαν. Μόνο επήγαν και συμμαζεύτηκαν στα πόδια του Χριστόγιωργα.
-Ποιός ειναι αυτού; εξεφώνησεν εκείνος αγριεμένος. Ποιός εισαι; Τι γυρεύεις τέτοια ώρα;
-Αν εισαι χριστιανός, ανοιξε , αποκρίθηκε μια φωνή. Μ΄επιασε η νύχτα και το κρύο και δεν δεν ηξεύρω που να πάω. Εχιόνιζε κι όλας, εξέχασα να σου το ειπώ.
-Τράβα το δρόμο σου και εδώ δεν ειναι χάνι, εξεφώνησε ο Χριστόγιωργας και εχούγιαξε τα σκυλιά. Μα εκείνα δεν εκουνήθηκαν !
-Για την αγάπη του Χριστού, που γεννιέται τώρα, ειπε παρακαλεστά η φωνή, ανοιξε, δε βαστώ πιά...Μα πού ν' ανοίξη !
-Σύρε στο δρόμο σου, ξαναείπε αγριεμένα.
-Για την αγάπη του Χριστού, ανοιξε, ειπε πάλι η φωνή. Μα πού εκείνος!....
Κι εξαφνα ακουσε ποδοβολητό των αρνιών, ωσάν να εβγαιναν απο το μαντρί. Και η θύρα ανοιξε μόνη της κι εβγήκαν εξω τα σκυλιά. Στην κατηφοριά, ωσάν φεγγερή σκιά, κατέβαινε ο ξένος. Και οπίσω του ακολουθούσαν τα πρόβατα... Μπροστά ο ξένος και πίσω αυτά και παραπίσω ο Χριστόγιωργας φωνάζοντας....
Οταν ο ξένος εφτασε στην θάλασσα, αρχισε να περπατά στα κύματα. Οπίσω του ερχονταν ενα-ενα τα πρόβατα. Και εγέμισεν η θάλασσα απο πρόβατα, που ολοένα εξεμάκραιναν, ακολουθώντας την φωτερή σκιά, ωσπου εχάθηκαν στα βάθη του πελάγου......
Κι εχάθηκε κι ο Χριστόγιωργας.... Και ερήμαξε η στάνη του.... Και μόνον κάθε χρονιά, την παραμονή του Χριστού, στα μεσάνυχτα, πηγαινοέρχεται στο γιαλό και σαλαγά τα πρόβατα, που ακολουθούν το Χριστό. Γιατί ο Χριστός ηταν που ειχεν ελθει για να το σώση η να τον τιμωρήση.
Και ο μπάρμπα Ηλίας εσταυροκοπήθηκε πάλι......


Περιοδικόν ¨Ναυτική Ελλάς" Γεράσιμος Αννινος
Απο το προσωπικό μου αρχείο.
(Το διήγημα αυτό το διδάχτηκα, μαθητής το πάλαι ποτέ, και ξαναγράφοντάς το τώρα, μου' φερε θύμησες γλυκές.....Καλά Χριστούγεννα σε ολους σας) Ι.Β.Ν.

20 Δεκεμβρίου 2008

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα ...Hans Christian Andersen.


'Eπεφτε χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι του, ούτε στα πόδια του.
Η αλήθεια είναι πως, όταν βγήκε από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, αλλά δεν της κράτησαν πολύ: ήταν κάτι μεγάλες παντούφλες, που τις είχε λιώσει η μητέρα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τις έχασε, καθώς έτρεξε να περάσει το δρόμο, ανάμεσα σε δυο αμάξια που λίγο έλειψε να την χτυπήσουν. Τη μια την έχασε. Την άλλη, τη βρήκε ένα παιδί και την πήρε μαζί του, για να τη δώσει στην αδερφούλα του, να την κάνει κούνια για την κούκλα της.
Το κοριτσάκι βάδιζε ξυπόλητο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην τσέπη της κουρελιασμένης ποδιάς της είχε ένα σωρό σπίρτα. Στο χέρι της κρατούσε κι άλλα κουτιά γεμάτα, γιατί αυτή τη δουλειά έκανε: πουλούσε κουτιά με σπίρτα στους δρόμους.
'Oμως εκείνη την ημέρα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί, γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν από το κρύο κι από το χιόνι, και κανείς δε στεκόταν για ν' αγοράσει σπίρτα. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί και δεν είχε ούτε μια δεκάρα στην τσέπη της. Το κοριτσάκι πεινούσε και κρύωνε κι ήταν αδύνατο, κι έτρεμε ολόκληρο.
Η καημένη η μικρούλα! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν στα ξανθά της μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες γύρω απ' το λαιμό της. Τα φώτα έκαναν να λάμπουν τα τζάμια των παραθυριών κι έφτανε ως το δρόμο η μυρωδιά από τα πουλερικά που έψηναν στις κουζίνες. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια.
Το κοριτσάκι πάγωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τα κουτιά με τα σπίρτα, κι ούτε μια δεκάρα. Ο πατέρας της θα τη μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στο σπίτι της δεν έκανε τόσο κρύο; 'Eμεναν ψηλά, σε μια σοφίτα, κι ο άνεμος φυσούσε ανάμεσα απ' τις τρύπες της σκεπής, μ' όλο που τις πιο μεγάλες τις είχανε βουλώσει με άχυρο και με κουρέλια.
Τα καημένα τα χεράκια της δεν τα' νιωθε πια από το πολύ το κρύο. 'Eνα σπίρτο θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αν τολμούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' το κουτί και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς έλαμψε! Πώς άναψε! Ήτανε μια φλογίτσα καθαρή και ζεστή κι έμοιαζε με κεράκι, καθώς τη σκέπασε με τις χούφτες της. Τι παράξενο φως! 'Eμοιαζε τώρα μ' ένα κοριτσάκι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το σκέπασμά της ήτανε γυαλιστερό.
Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις το κοριτσάκι άπλωσε τα ποδαράκια του για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Η μικρούλα βρέθηκε καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και κρατούσε στο χέρι της ένα σπίρτο καμένο.
'Aναψε και δεύτερο σπίρτο, και, καθώς η λάμψη έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να δει ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τραπεζομάντιλο, με πιάτα από πορσελάνη που αστραφτοκοπούσαν και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός. με μια μεγάλη πιατέλα, όπου μια χήνα ψητή άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική ευωδιά.
Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλήσε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. 'Aναψε αμέσως και τρίτο σπίρτο. Και τότε το φτωχό κοριτσάκι είδε πως καθόταν κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια. Το σπίρτο έσβησε.
'Oλα τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανέβαιναν, ανέβαιναν και τότε είδε πως δεν ήταν κεράκια, αλλά αστέρια. 'Eνα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «'Oταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό.»
Το φτωχό κοριτσάκι άναψε άλλο σπίρτο. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η γιαγιά της που της χαμογελούσε. «Γιαγιά», φώναξε η μικρούλα, «πάρε με μαζί σου».
«'Oταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω πως δε θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της η γιαγιά, και πέταξαν κι οι δυο χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε αγωνία. Ήταν κοντά στο Θεό!

Σημείωση δική μου: ("Πουτάνα Ζωή !",... τουλάχιστον, σ' ευχαριστώ που - κάποιες φορές -με κάνεις να δακρύζω.....)