ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

6 Δεκεμβρίου 2008

Γιορτές με τον Παπαδιαμάντη


Παρόλο που ο μυστηριακός μηχανισμός του χρόνου λειτουργεί ακατάπαυστα σε πείσμα όλων μας των συναισθηματισμών, έρχεται το παρελθόν σε κάποιες στιγμές, ιδιαίτερα στις γιορτές, και μας αιφνιδιάζει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Και έχει τη δύναμη, χωρίς ν’ αλλάζει εκείνο, να γοητεύει το νου και την ψυχή μας και να μας δίνει την ευκαιρία να ξαναντικρύσουμε τον κόσμο και να εκτιμήσουμε σωστά τις διαστάσεις του φυσικού και κοινωνικού περίγυρού μας. Και τότε ανακαλύπτουμε τον άσωτο εαυτό μας κι ανεβαίνουμε ψηλότερα.

Κι όταν μάλιστα την πρόσκληση την αναπάντεχη του παρελθόντος την υπογράφει η μαγευτική γραφίδα του «Αγίου των ελληνικών γραμμάτων», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τότε η ανάβασή μας παίρνει το χρώμα της γιορτής και τη χαρά του πανηγυριού. Γιατί στην τέχνη του κορυφαίου διηγηματογράφου, ακόμα και στην πιο μικρή της λεπτομέρεια, ο άνθρωπος αναγνωρίζει τον εαυτό του κι ανακαλύπτει ότι η μαγεία του συγγραφέα τον εκφράζει με πληρότητα. Κι ας έχει περάσει ένας αιώνας συναρπαστικός και πολυτάραχος μάλιστα.

Ο Αλεξ. Παπαδιαμάντης (1815-1911) έχοντας μεταφραστική εμπειρία, ως μόνιμος μεταφραστής χριστουγεννιάτικων διηγημάτων στις εφημερίδες, εγκαινίασε το εορταστικό διήγημα στην ελληνική πεζογραφία. Και το ’φερε στη μέγιστη ακμή του. Εορταστικά διηγήματα για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα και το Πάσχα μεταγγίζουν στον αναγνώστη την πιο διεισδυτική θέρμη που αναδύεται μαζί με το φως της γιορτής. Η γιορτινή φεγγοβολή τους δεν είναι απλώς το απαύγασμα μιας ψυχής αλλά η προβολή ενός αθώου εσωτερικού κόσμου αμόλυντου από τις μικρότητες. Από τις σελίδες τους, την πηγαία αίσθηση της μουσικότητάς τους, τον εκφραστικό τους πλούτο, την εσωτερική τους αρμονία, τη γνήσια θρησκευτικότητα των απλοϊκών και ανυποψίαστων ηρώων της καθημερινότητας με τις ζωγραφισμένες ρεαλιστικά ψυχολογικές τους αναδιπλώσεις, αναδύεται το φως του Παπαδιαμάντη που δεν είναι άλλο από τη λάμψη της γιορτής. Το φως που σώζει την ανθρωπότητα από την καταδίκη της λάμψης, σαν εκείνα τα «σπάνια φωτεινά σημεία από τα οποία κρέμεται η κλωστή που μας κρατάει πάνω από την άβυσσο», όπως έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης. Κι αυτό το φως του Παπαδιαμάντη ήταν θησαυρισμένο από τους λειμώνες των παιδικών του χρόνων, γαληνεμένο στο υποσυνείδητό του, κατασταλαγμένο σαν παλιό καλό κρασί που πίνεται από τον αναγνώστη γουλιά-γουλιά στην απόλυτη ωριμότητά του.

Δίνει μάλιστα την εντύπωση ο Παπαδιαμάντης ότι παύει να είναι συγγραφέας που απευθύνεται σε αναγνώστη και γίνεται ο κυρ-Αλέξαντρος που συνομιλεί εμπιστευτικά με το φίλο του και αναζητάει μαζί του τη λύτρωση με εξομολογήσεις μύχιων ονείρων και διαθέσεων. Και προσφέρει το κρασί της γιορτής. Και σε καλεί στα ξωκλήσια της Σκιάθου, που τα λίγα τετραγωνικά της χιλιόμετρα γίνονται ήπειρος και κόσμος και σύμπαν, για να προσκυνήσεις την εικόνα της Γεννήσεως ή ν’ ανάψεις την Αναστάσιμη λαμπάδα μαζί με τους φτωχούς ψαράδες, τους ταπεινούς βοσκούς, τους ξωμάχους, τις μαυρομαντηλούσες και τις φτωχομάνες, τους ξενιτεμένους που νοστίζουν, τα έρμα ορφανά, όλους τους καταφρονεμένους. Και μέσα από τους τραγικούς αυτούς χαρακτήρες σε σπρώχνει ν’ ανακαλύψεις το μεγαλείο του Ανθρώπου και σου αποκαλύπτει το Φως της γιορτής. Η περιγραφική του ευφροσύνη μοιάζει με διάλογο που σε οδηγεί σε εσωτερική ανίχνευση.

Με το ζωντανό του ύφος, τη γόνιμη φαντασία του, την ποιητική του διάθεση και τη λυρική του έκσταση που με αξιοθαύμαστο τρόπο ξεπετάγεται μέσα από τη ρεαλιστική του ειλικρίνεια, βλέπει την επικαιρότητα της γιορτής, σαν ευκαιρία ή αφορμή για να εξιχνιάσει το ανέσπερο φως της και να λούσει μ’ αυτό τα άδυτα της ψυχής του με τα συνταρακτικά αποθέματα που κρύβονται πίσω από τις ρωγμές της παιδικής του μνήμης.

Ο Παπαδιαμάντης, με τα εορταστικά του διηγήματα σπάζει το φράγμα της τραγικής ατομικής του μοναξιάς και πανηγυρίζει ως το πλέον κοινωνικό πλάσμα. Κι αυτό είναι το «sinequa non» γνώρισμα του αληθινού καλλιτέχνη, να γίνεται κοινωνικός μεταλαμπαδεύοντας το εσωτερικό νόημα της τέχνης στη διψασμένη ψυχή του άλλου που βιώνει τον ασίγαστο έρωτά της ! ν’ αφήνει διάπλατα ανοιχτό το δρόμο για την πορεία του «Εγώ» προς το «Εσύ» και το αντίστροφο! να καταφέρνει να «εισδύη μία μόνη ακτίς ηλίου, άμα τη ανατολή διά του θαμβού φεγγίτου, εις τον πενιχρόν θάλαμον» της σύγχρονης ανθρώπινης ύπαρξης και όταν «συννεφούται ο ουρανός από τάς μαύρας κάπας των θυελλών, τας σωρευομένας επάνω του, φαεινός στύλος να προκύπτη εν μέσω του αχανούς κυκεώνος στροβίλου! ιδού η ακτίς θα διώξη το έρεβος…»

Αυτό είναι άλλωστε το νόημα της γιορτής κι αυτό το φως προσφέρει ο κυρ- Αλέξαντρος. Το φως που ο ίδιος βρίσκει στην πίστη και στη φύση- ο Οδ. Ελύτης γράφει ότι του το ’δωσε «ο μικρός εκείνος άγγελος που κατέβηκε από κάποιο σαρακοφαγωμένο τέμπλο για να φυσήξει πάνω στη δεξιά του»- το διαχέει απλόχερα στους καταφρονεμένους που πασχίζουν να γιορτάσουν, στους προληπτικούς, στη φτώχεια και στη μοναξιά, στη ίδια τη θρησκεία, στους έρωτες, στην κραιπάλη, σ’ ολόκληρη την κοινωνία και τη ζωή. Η ευλάβειά του γίνεται ρομαντισμός, η ευσέβειά του απληστία για να εισχωρεί στο εσώτατο δράμα των ταλαίπωρων ανθρώπινων πλασμάτων και να χαϊδέψει την τραγική τους οδύνη και την ουσία του σπαραγμού τους.

Στη γιορτή χορεύει και ψάλλει μαζί τους γεμάτος επιείκεια και κατανόηση για τις ανθρώπινες αδυναμίες. «Δεχόμενος όλας της αύρας τάς ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα» και βλέποντας «ανοικτά εις το πέλαγος…εν μελαγχολικόν φώς –κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, η άστρον- να τρεμοφέγγει εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος… ως να έπλεε» μετατρέπει τη γιορτή σε ουράνιο θόλο και τον μύστη της σε «απαράμμιλον κήπον ον ο ήλιος καίει χωρίς να καταφλέγει». Αισθητοποιεί τις οπτασίες του για να τις αγγίξει και ο μύστης της τέχνης του. Εξομολογείται τους ονειρικούς συνειρμούς του για να διαπεράσει υποδόρια τον καθημερινό αθλητή της ζωής και να του μεταδώσει το ποιητικό του ρίγος και μια δροσιστική πνοή στην αέναη σύγκρουσή του με την αδυσώπητη μοίρα.

Μπροστά στις γιορταστικές σελίδες του Παπαδιαμάντη ξεχνάει κανείς ότι είναι αναγνώστης. Νοιώθει μπροστά σ’ έναν καθρέφτη με τη βοήθεια του οποίου, σύμφωνα με τον Pierre Marbille, «μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον όγκο τον συμπαγή όπου βρίσκεται κλεισμένος, ν’ αντιληφθεί το γεγονός της ύπαρξής του, ν’ αυτοανακαλυφθεί». Και θα αυτοανακαλυφθεί γιατί θ’ ανακαλύψει τα άγνωστα κοντινά του, τον άγνωστο διπλανό του, «το μορμυρισμόν του ύδατος του μικρού χειμάρρου, ρέοντος διά μέσου βράχων… εις το βάθος της κοιλάδος». Θ’ ανακαλύψει ότι «ο ουρανός ήτον ως παμμεγίστη άπειρος κανδήλα…» ή ότι «έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε γενναίον πυρ» ή ότι «περί το λυκαυγές… ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα έσβηναν τρέμοντα… και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην, καλλωπίζουσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν». Ο καθρέφτης Παπαδιαμάντης είναι ο καθρέφτης της γαλήνιας επιφάνειας των νερών ! οι εικόνες που αντικατοπτρίζει είναι προέκταση των φωτεινών ακτίνων κι αντανακλάσεις των πιο μύχιων πόθων μας που διέπονται από την ανθρώπινη αναγκαιότητα κι αντιμάχονται η φυσική αναγκαιότητα με τους αδήριτους νόμους της. Κι αυτό γιατί η γιορτή το επιτρέπει. Το μυστήριο, απαύγασμα του καθαρού ψυχικού κόσμου, χωρίς να διαταράσσει την καθημερινότητα των υλικών πραγμάτων γίνεται αλφάβητο για τους αναλφάβητους της ανθρωπιάς και της αγιοσύνης.

Παντού το φως. Το φως της γιορτής. Στο ναό του Θεού και στο ναό της ψυχής: «Έλαμψε ο ναός όλος και ήστραψεν εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ… και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μύριας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως…». Παντού το φως. Το φως της γιορτής και της αγιότητας. Το φως της αθωότητας και η λάμψη του εξαγνισμού από τα φευγαλέα απεικάσματα της ανθρώπινης υπεραγίας: « Η χιών είχε στρωθεί…Άσπρο σινδόνι…να μας ασπρίση όλους το μάτι του Θεού…να μας ασπρίση τα σωθικά μας…να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας…ωσάν η χιών να ισοπεδώσει και ν’ ασπρίσει… όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλλα, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς…τα ναυάγια, να τα εξαγνίσει, να τα σαβανώσει δια να μη παρασταθούν όλα γυμνά εις το όμμα του Κριτού…Να συσπάση και την γειτόνισσαν την Πολυλογού και ψεύτραν… και την πολυπραγμοσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της και το γυάλισμά της, και το κοκκινάδι της… Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα’ ασπρίση, να τα αγνίση!» Όλα, όλα το φώς της γιορτής το φώς του Παπαδιαμάντη! 
 
Φώτης Δημητρόπουλος,Φιλόλογος Δ/ντής Πειρ/κού Γυμνασίου Παν/μίου Πατρών
 
(Αναδημοσίευση από τη "Διαχρονική Παιδεία", τριμ. εφημ. του Εκπ. Ομίλου Ακρίδα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: