ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

26 Δεκεμβρίου 2008

Η Σουζάννα του παπά...Γρηγορίου Ξενόπουλου


« – Η μάννα μου δεν είναι παπαδία; Έ, κι εγώ παπαδία θα γένω!»
Έτσι έλεγε με το τριανταφυλλένιο της πεισματάκι, η ξανθή Σουζάννα, η όμορφη θυγατέρα του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά, - του ίδιου που είχε και την περίφημη γάτα.
Κι ήταν το μοναχό της αργκουμέντο, για να καταφέρει τους δικούς της να της δώσουν τον Άνθιμο τον Αναγνώστη που τη γύρευε. Ούτε τον αγαπώ έλεγε, ούτε τον θέλω, ούτε μ΄ αρέσει, ούτε είναι καλός, ούτε είναι ώμορφος. Μόνο πως έπρεπε να γίνη «παπαδία», επειδή ήταν κι η μάννα της. Αν έξαφνα ο παπά – Ζήσιμος, που δεν ήθελε ν΄ ακούσει τέτοιο γάμο, της έλεγε : «καλά λοιπόνּ δε θα σού δώσω τον Άνθιμο τον αναγνώστη, θα σού δώσω όμως τον Αντρέα το διάκοּ πάλι παπαδία θα γένειςּ θέλεις;» – ώ, η ξανθή Σουζάννα θα βρισκότανε πολύ μπερδεμένη. Μόνο γιατί τα είχε ψημένα με τον Άνθιμο, η κατεργαρούλα, ήθελε τώρα, σώνει και καλά, να «γένει παπαδία»…
Μα δεν ήταν φόβος να της έκανε τέτοια πρότασι ο πατέρας της, ούτε στ΄ αστεία. Γιατί ο παπά – Ζήσιμος, όσο δεν ήθελε τον Άνθιμο τον αναγνώστη, άλλο τόσο δε θάθελε και τον Αντρέα το διάκο. «Μακρύα από ράσο! έλεγε πάντα. Μία θεγατέρα μοναχά μου άφησε ο αφέντης ο Θέος και δε θα την κάμω εγώ δυστυχισμένη, δίνοντάς τη σε παπά. Όξω!!… Και γιατί να μη ζήσει το παιδί μου, να μη χαρεί τα νιάτα του και τον κόσμο; Στον τόπο μας, η παπαδία είναι ακόμα υποχρεωμένη να ζει σα μια γυναίκα που’ χει πάντα κορέττο. Ούτε λούσα, ούτε θέατρα, ούτε χοροί, ούτε καρναβάλια. Μούγκρα, μούχλα, κλεισούρα, σκοτάδι. Απλά ρούχα σκούρα και ήσυχη ζωή οικογενειακή, παναπεί καλογερίστικη. Και γιατί; Γιατί έτσι, λέει, έζησε κ΄ η μάννα της. Μπα! ίσα – ίσα γι΄ αυτό να μη ζήσει έτσι η θεγατέρα. Το σόι μας, η γενιά μας, επλέρωσε το φόρο του με το παραπάνου. Φτάνει μας! ας πλερώσουνε τώρα κι άλλοι. Έπειτα, και να ‘θελε σήμερα μία παπαδία να ζήσει λίγο αλλιώτικα, – έ, ο κόσμος, βλέπεις, όλο πάει μπροστά! – μήπως μπορεί; Όβολα ε βγάνει η αγιαστήρα παρά μία βολά το χρόνο : του Φωτώνε. Παπάς, – πάντα φτωχός! Και στη Μητρόπολι να εφημερεύει και σ΄ ένα ξωκλήσι, το ίδιο κάνει. Τ΄ είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του… Δε βαρυέσαι! Μακρύα από ράσο!»
Στην αρχή, κι η Σουζάννα του παπά είχε τις ιδέες του πατέρα της. Αγαπούσε, σαν κορίτσι, τον κόσμο, ποθούσε να ζήσει χαρούμενα στους κόλπους του, και κάθε άλλον θα διάλεγε γι΄ άντρα της παρά έναν αναγνώστη που θα γινότανε παπάς. Τ΄ όνειρό της μάλιστα, όπως πολλών κοριτσιών εκείνη την εποχή, – γιατί αργότερα το «ιδανικό» άλλαξε, για ν΄ αλλάξει και πάλι, – θα ‘ταν κανένας όμορφος, λεβέντης στρατιωτικός. Της γουστάριζε πολύ το σπαθί, η κορώνα, η μεσούλα, το λιγερό κορμί και το στριμμένο μουστακάκι κάτι νέων υπαξιωματικών, που τους έβλεπε στον αντικρινό στρατώνα της χωροφυλακής. Μα και σπαθοφόρο αν δεν εύρισκε, μ΄ ευχαρίστησι θάλεγε το ναι για κανένα τηλεγραφητή, ή μηχανικό, ή δάσκαλο της προκοπής, ή κ΄ εμποράκο γραμματισμένο, σαν το Γερόλυμο, τον καλό φίλο του πατέρα της. Πάντα όπως για λαϊκό, πολίτη, άντρα. Γιατί κάθε άλλο παρά εντύπωση ανδρός της έκανε ένας άνθρωπος, που έκρυβε το κορμί του μέσα σ΄ ένα βελέσι και που είχε μακρυά μαλλιά σαν γυναίκα. Κι ο πιο νέος, ο πιο δροσερός, ο πιο όμορφος ρασοφόρος θα της φαίνουνταν γελοίος. Εκείναις οι μαλλούρες μάλιστα – πουφ!…
Πώς το ‘παθε λοιπόν η καλή μας Σουζάννα, με τέτοιες ιδέες, – δικές της, και του πατέρα της, και της μάννας της ακόμα, – να πάει να πέσει σα στραβή και ν΄ αγαπήσει τον αναγνώστη; Αυτό, αλήθεια, είναι κάμποσο παράξενο κι αξίζει να το διηγηθούμε περιστατικώς.
***
Ο Άνθιμος, ο γιος του Χρήστου του Χρυσομάλλη, ήταν ένα παιδί ζωηρό κι έξυπνο, από μικρή φαμίλια, που είχε όμως τον τρόπο της. Ο πατέρας του, ναυπηγός, έφτειανε βάρκες, μαούνες και καΐκια, κι εξεδούλευε καλά. Το γιο του τον είχε στα γράμματα κι από μικρό, κάθε Κυριακή, τον έπαιρνε μαζί του στην Εκκλησία. Ο Άνθιμος, εκτός από το θρήσκο του πατέρα, έτυχε να ‘χει εκκλησιαστικό όνομα κ΄ έκτακτη φωνή. Άφηνε το γέρο στο στασίδι κι αυτός έμπαινε στο Ιερό για να λέη το κυριελέησον. Κι ήλθε μια καλή Κυριακή, που είπε στη Φανερωμένη και τον Απόστολο, κι όλος ο κόσμος πια εθαύμασε τη φωνή του, και συχάριασε τον πατέρα του και του ευχήθηκε να τον ιδή ψάλτη ή παπά.
« – Και γιατί όχι και τα δύο;» έλεγε γελώντας ο γέρο – Χρυσομάλλης.
Αλήθεια, γιατί όχι και τα δύο;... Μήπως τόσοι και τόσοι καλλίφωνοι παπάδες, στο νησί εκείνο το φιλόθρησκο, το γεμάτο Εκκλησιές, δεν έκαναν στον ίδιο καιρό και τον ψάλτη, κι αφού τελείωναν τη λειτουργία στην ενορία τους, σαν εφημέριοι, δεν επήγαιναν σε μιαν άλλη να ψάλλουν; Να, και της Φανερωμένης ο δεξιός ψάλτης ήταν ο παπά – Ζαφειράκης, εφημέριος στον Άγιο Παύλο, που έτσι κέρδιζε σχεδόν άλλα τόσα. Γιατί όσα έχει ο εφημέριος μιας μικρής ενορίας, έχει κι ο ψάλτης μιας μεγάλης. Κι από την Κυριακή εκείνη, κάτι τέτοιο ονειρευότανε για το γιο του ο γέρο – Χρυσομάλλης. Στο στενό, τον περιορισμένο του κύκλο, ενόμιζε πως ήταν το μεγαλύτερο, το τολμηρότερο που μπορούσε να ονειρευθεί. Την παραμικρή υποψία δεν είχε ο κακόμοιρος ζακυθινός, πως αν ήταν αλλού το παιδί του, θα μπορούσε ίσως να γίνει ένας μεγάλος τενόρος, να δοξασθεί και να βγάλει εκατομμύρια.
Κάποτε όμως του το σφύριξαν κι αυτό. Ιταλικοί θίασοι πήγαιναν τακτικά στο νησί κι έπαιζαν όπερες στο κομψό, χειμωνιάτικο θεατράκι του. Η ορχήστρα κι ο ανδρικός χορός εσχηματίζουνταν από ντόπιους μουζικάντιδες και τραγουδιστάδες, που είχε τότε και πολλούς και καλούς, κι όλοι σχεδόν οι καλλίφωνοι ψαλτάδες των Εκκλησιών, οι λαϊκοί, λάβαιναν μέρος στο κόρο της όπερας, μαζί με τις Ιταλίδες της κομπανίας. Μια φορά λοιπόν, μερικοί φίλοι, κρυφά από το γέρο κατάφεραν να πάρουν και τον Άνθιμο. Ο δόκιμος ψαλτάκος, ο ντιλεττάντες να πούμε, που βοηθούσε χάρισμα το χορό της Φανερωμένης κ΄ έλεγε το κυριελέησον και τον Απόστολο, ήταν τότε μαθητής στο Γυμνάσιο, δεκαπέντε χρονών. Η γερή και πλούσια τενορίστικη φωνή του έκαμε κατάπληξι στους ιταλούς αρτίστες και κάποιος απ΄ αυτούς, – ο μπάσσος μου φαίνεται… οπωσδήποτε ο τενόρος ποτέ… – εχάλασε τον κόσμο να πάρει μαζί του τον Άνθιμο στην Ιταλία.
« – Έλα στη Νάπολι, του είπε, να σε βάλω στο Κονσερβατόριο, να γίνης μεγάλος!
« – Ναι… μα ο πατέρας μου; ψιθύρισε ο νέος.
« – Εγώ θα του μιλήσω του πατέρα σου!»
Και πήγε στο Χρυσομάλλη ο ενθουσιασμένος Ιταλός και του μίλησε. Μα που ν΄ ακούσει λόγο ο γέρος – κι ας ήξερε καλούτσικα τα ιταλικά! Καλέ, θεατρίνο θάκανε το παιδί του αυτός; ποτέ! Για ούλα τα μιλλιούνια του κόσμου!… Κι όχι μόνο δεν έστειλε τότε τον Άνθιμο στην Ιταλία, αλλά του απαγόρευσε να ξαναπατήσει και στα παρασκήνια.
« – Με ρώτησες εμένανε, που πήγες να κάμεις τον κορίστα, έ; του είπε θυμωμένος. Τη φωνή που έχεις, σου την εχάρισε ο Θεός. Δε μπορείς λοιπόν να υπηρετήσεις με τη φωνή σου, παρά το Θεό και την Εκκλησία. Εφινίρισε!»
Έτσι ο Άνθιμος, που αν κι ήταν έξυπνο και ζωηρό παιδί, συνήθισε ν΄ ακούει σ΄ όλα το γέρο, έμεινε στην πατρίδα του και στην Εκκλησία. Ποτέ, αλήθεια, η φωνή του, θείο δώρο, δεν υπηρέτησε τίποτα λαϊκό, κοσμικό, και στις καντάδες ακόμα, τις φημισμένες εκείνες του νησιού, άμα μεγάλωσε μάλιστα λιγάκι, δύσκολα και σπάνια λάβαινε μέρος. Στις Εκκλησίες όμως δεν είχε καμιά δυσκολία. Όχι μόνο η Φανερωμένη, όπου πήγαινε τακτικά, μα κι όλες οι άλλες, όταν είχαν πανηγύρι, τον εύρισκαν ολοπρόθυμο να βοηθάει. Είχε γίνει σωστό παπαδοπαίδι που δεν του έλειπαν παρά τα ράσα. Και μια Κυριακή, καλύτερη από την πρώτη, πριν βγάλει ακόμα το Γυμνάσιο, ο παπά – Στουπάθης της Φανερωμένης του τα ‘βαλε κι αυτά. Ο Άνθιμος ήταν τώρα αμπάτες, όπως έλεγαν στο νησί τούς Αναγνώστες.
***
Πέρασαν λίγα χρόνια. Ο Άνθιμος είχε πάρει το απολυτήριό του κι είχε ξεσκολίσει την εκκλησιαστική μουσική, κρητική και πολίτικη, (ευρωπαϊκή και βυζαντινή), με τον καλύτερο δάσκαλο του τόπου. Ο πρώτος ψάλτης του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά, στον Άη – Γιάννη, του’ φυγε ξαφνικά, δυσαρεστημένος από μια παρατήρησι που του ‘καμε – με το δίκιο του, – ο εφημέριος στη μέση της λειτουργίας. Κ΄ ο παπά – Κλοντηράς, που ’χε στην καρδιά του τη φωνή του Άνθιμου, ωφελήθηκε από την ευκαιρία για να τον πάρει στην Εκκλησιά του. Δεν ήταν και τόσο εύκολο. Γιατί κι ο θυμωμένος ψάλτης μετάνιωσε και γύρευε να ξαναγυρίσει, κι ο Άνθιμος ήταν τώρα από τους ακριβούς ψαλτάδες, κι οι Επίτροποι του φτωχού Άη – Γιάννη δεν είχαν μπόλικα να ξοδεύουν. Ο παπά – Ζήσιμος όμως, που η μανία του ήταν να τα ‘χει όλα στην εντέλεια η Εκκλησιά του, εχάλασε τον κόσμο να τα συμβιβάσει. Κατάφερε τον Άνθιμο να δεχθεί κάτι λιγότερο, κατάφερε τους Επιτρόπους να του δώσουν κάτι παραπάνου, θυσίασε κι αυτός ένα μέρος του «κεριού» του για το ισοζύγιο. Κι έτσι, μια καλή Κυριακή, στον Άη – Γιάννη, βρέθηκαν όλοι ευχαριστημένοι : κι οι Επίτροποι που καμάρωναν στο παγκάρι τους, κι ο παπά – Ζήσιμος, κι η παπαδιά, κι η Σουζάννα, – γιατί η χαρά του παπά ήταν και δική τους, – κι ο γέρο – Χρυσομάλλης, κι οι ενορίτες, και περισσότερο ίσως απ΄ όλους ο ίδιος ο Άνθιμος, ο καινούργιος ψάλτης κι υποτακτικός του παπά – Ζήσιμου.
Μα γιατί, αφού έφευγε από Εκκλησιά πλουσιότερη; Ά, τον Άνθιμο δεν τον ένοιαζε γι΄ αυτό! με πέντε τάλλαρα το χρόνο λιγότερο, δε θα φτώχαινε βέβαιαּ κι έπειτα ο ηθικός μισθός τον αποζημίωνε με το παραπάνου. Ο Άη – Γιάννης ήταν Εκκλησιά πιο αριστοκρατική, πιο συχναζούμενη, προπάντων από τον καιρό που εφημέρευσεν εκεί ο σεβάσμιος παπά – Ζήσιμος, ο κοσμαγάπητος, ο δραστήριος, ο φιλόκαλος, ο έμπειρος, – ένας από τους λίγους που ήξεραν να βαστούν Εκκλησιά. Έτσι και τον Άη – Γιάννη, τον παραμελημένο πρώτα, τον ξανάνιωσε, τον έβαψε, τον εχρύσωσε, τον καταστόλισε, κρέμασε κάτω από τ΄ ασημένια καντήλια αστεράκια χρυσά, περιποιήθηκε τον κήπο, συγύρισε το κελλί, έβαλε παντού διαλεχτό προσωπικό κι έκανε κάτι «τελετές» που ήταν σαν «Πατριαρχείο». Εκεί μέσα λοιπόν η φωνή και η τέχνη του Άνθιμου θα έλαμπαν περισσότεροּ κι ακόμα τον εσύμφερνε που θα ‘κανε τη μαθητεία του για παπάς κάτω από ένα τόσο πολύτιμο δάσκαλο σαν τον παπά – Ζήσιμο.
Γι΄ αυτό ήταν τόσο ευχαριστημένος με την καινούργια του θέσι, όπως ήταν κι ο πατέρας του, αφού του εξήγησε όλα της τα προτερήματα. Για το νέο όμως αναγνώστη, είχε και κάποιο άλλο, κρυφό, μα μεγαλύτερο ίσως απ΄ όλα : τη Σουζάννα. Μήπως δεν ήταν η πιο όμορφη παπαδοπούλα; Κι αφού σκοπός του ήταν να γίνει παπάς, μια παπαδοπούλα δεν ταίριαζε φυσικά να διαλέξει για γυναίκα του; Λοιπόν, ποιαν άλλη θα εύρισκε καλύτερη από τη Σουζάννα, και τι καλύτερο πεθερό, για υποστήριξι, από τον παπά – Ζήσιμο, τον κοσμαγάπητο, που το λόγο του τον άκουγε κι ο Δεσπότης;
Έφθανε γι΄ αυτό να τον συμπαθούσε λιγάκι το κορίτσι. Έ, δύσκολο ήταν; Γιατί τάχα;… Νέος ήταν – μόνο τρία – τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός της, – όμορφος και, για ένα ρασοφόρο, κομψευόμενος πολύ. Το ξώρρασό του μαύρο, γυαλιστερό, το ράσο του καφετί, πάντα της ώρας, το ζουνάρι του πλούσιο, από βυσσινή βελούδο, το ρεξίνι του (ο σκούφος) μικρούλι, νόστιμο, απάνω στα καστανά, άφθονα, σγουρά μαλλιά του, τα παπούτσια του καθρέφτες κ΄ η ομπρέλα του με χερούλι από άσπρο κόκαλο. Δεν το ‘κανε τώρα για τη Σουζάννα, παρά ήταν το φυσικό τουּ του άρεσε πάντα να είναι καλοντυμένος. Και δεν είχε απάνω του τίποτα το καλογερίστικο. Έξυπνος, σβέλτος, γλυκομίλητος, ευγενικός, με μάτια που ‘βγαζαν σπίθες, ήξερε να γίνεται ευχάριστος σ΄ άνδρες και σε γυναίκες, και τα κορίτσια που τον έβλεπαν με τα ράσα, έλεγαν : «κρίμα στο νέο!»
«Κρίμα στο νέο!» έλεγε μαζί με τις άλλες κ΄ η Σουζάννα, μα τίποτε παραπάνου. Τον είχε πάρει, ναι, από καλό μάτι τον υποτακτικό του πατέρα της, της άρεσε να τον ακούει να ψάλλει, και μάλιστα στον Άη – Γιάννη της, σήκωνε τα μάτια της κατά τον ουρανόν μ΄ έκφρασι μεγάλου θαυμασμού όταν μιλούσε για τη φωνή του μα κατά βάθος… αγρόν ηγόρασε. Πέρασαν μήνες ολάκαιροι, χωρίς να καταλάβει την κλίσι του αναγνώστηּ ή, κι αν την κατάλαβε, καμώνουνταν την ανίδεη και ξακολουθούσε να του μιλεί με όλη την ελευθερία, το θάρρος και την αφέλεια. Και φυσικά, είχαν μεταξύ τους μεγάλη σχέσι και οικειότητα, γιατί πολλές ώρες, κάθε μέρα, ο Άνθιμος τις περνούσε στην εκκλησιά, στο κελλί ή στον κήπο της εκκλησιάς, βοηθώντας τον παπά – Ζήσιμο σε όλα – ακόμα και στο πότισμα των λουλουδιών, – ή απλώς φλυαρώντας με την αγαθή οικογένεια και με τους φίλους της.
Η Σουζάννα τον θεωρούσε έτσι σαν αδελφό. Άνδρας με ράσα, – το είπαμε, – δεν της έκαμε την εντύπωσι ανδρός. Ποτέ δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει. Θα της φαινότανε μάλιστα κι αστείο. Γι΄ αυτό, δυο – τρεις φορές που ριψοκινδύνευσε ο Άνθιμος να της πει κάτι διφορούμενα, η Σουζάννα γέλασε με την καρδιά της. Μα ο γιος του Χρυσομάλλη δεν ήταν από κείνους που απελπίζουνται γρήγορα.
«Μπα, συλλογίσθηκε, θα την καταφέρω».
***
Κι όμως πέρασε ο πρώτος χρόνος, άρχισε ο δεύτερος, και δεν την είχε «καταφέρει» ακόμα. Ούτε ίσως θα την κατάφερνε ποτέ στον αιώνα τον άπαντα, αν δεν του συνέβαινε κάποιο «δυστύχημα». Ο Αμπάτες έκλεισε τα εικοσιένα και κληρώθηκε να πάει στρατιώτης!
Στην αρχή, λογάριαζε πώς θα το αποφύγει, γιατί ως τότε, όλων των ειδών και βαθμών οι ρασοφόροι ήταν εξαιρεμένοι. Επειδή όμως εκείνο το χρόνο ήταν γενική επιστράτευσι και, για να γλυτώσουν μερικοί τα βάσανα, άφηναν τα μαλλιά τους και τυλίγουνταν προσωρινώς σ΄ ένα ράσο αναγνώστη, χωρίς να ‘χουν κανένα σκοπό να γίνουν και παπάδες, η Κυβέρνησι αποφάσισε να φανή αμείλικτη. Δεν εξαιρούνται, είπε, παρά οι χειροτονημένοι, από διάκο κι απάνουּ οι άλλοι όλοι είναι υπόχρεοι.
Ο γέρο – Χρυσομάλλης έτρεξε στο Δεσπότη, στο Δήμαρχο, στο βουλευτή τουּ του υποσχέθηκαν όλοι να ενεργήσουν, μα δεν έκαμαν τίποτα. Κι ο παπά – Ζήσιμος εχάλασε τον κόσμο. Είχε μάλιστα την αφέλεια να πιστεύει, πως άμα ορκίζουνταν αυτός «στην τιμή του σαν ιερέας», πως ο υποτακτικός του δεν ήταν «από τους ψεύτικους», θα του τον άφηναν. Αλλά ποιος ν΄ ακούσει! Και την ίδια μέρα που παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο ο Άνθιμος, τον κράτησαν, τούκοψαν τα μαλλιά, του πέταξαν τα ράσα και του φόρεσαν τη στολήּ θα τον εγύμναζαν, μαζί με τους νεοσύλλεκτους, στον τόπο κι από κει, αν ήταν ανάγκη, θα τον έστελναν στα σύνορα.
Ο παπά – Ζήσιμος είχε γίνει σκυλί.
« – Μ΄ αυτό είναι άνω ποταμών! εφώναζε. Αυτούς, τους στρατιώτες του Χριστού, δεν έπρεπε να τους παίρνουνε! Τι θα γίνει λοιπόν το δικό μας στράτευμα; Θα μείνουμε, παναπεί, μοναχοί μας, οι αξιωματικοί; Ορίστε τώρα εγώּ χάνω τον καλύτερό μου βοηθό, το δεξί μου χέρι! Πώς θα πορευθεί τόσον καιρό η Εκκλησία μου χωρίς Άνθιμο; Και καλά αν δεν γίνει πόλεμος. Αμή αν γίνει και μου τον στείλουνε τον καψερό στα σύνορα;… Ά, μπα! μπα! δεν έπρεπε να παίρνουν και τους στρατιώτες του Χριστού!…»
Αυτά ο παπά – Ζήσιμος τα φώναζε στον κήπο, – για εκατοστή φορά – το δειλινό της ίδιας ημέρας που παρουσιάστηκε ο Άνθιμος, εις επήκοον της παπαδιάς, της Σουζάννας, του Γιάννη του καμπανάρου και του φίλου του του Γερόλυμου, που είχε περάσει να τον πάρει, να πάνε περίπατο. Όλοι ήταν καταστενοχωρεμένοι για τη «συφορά», κι άφωνοι επιδοκίμαζαν με κουνήματα του κεφαλιού και με μορφασμούς τα πικρά λόγια του παπά. Άξαφνα, από την κουζίνα του κελλιού, που έβγαζε στον κήπο, ακούστηκε μια γλυκιά φωνή να τραγουδεί, μ΄ αστείο ύφος, πολεμόχαρο τάχα κι αρειμάνιο, το τραγούδι της μόδας, στον ήχο της περίφημης τότε ιταλικής «μάρτσια Μασσάβα» :
Στα σύ – νορά! στα σύ – νορά!
Εκεί που ει ει ει στα δύο
Εκό – ψαν το ανδρείο – ο
Της Μάννας μας κόρ – μί!
Και με το «κορ – μί!» πετιέται έξω με ορμή και στοπ! στέκεται εις προσοχή, χαιρετώντας στρατιωτικά, ένας χαριτωμένος φανταράκος. Ήταν ο Άνθιμος.
«Μπα!… τάβαλε κιόλα;!»
Σηκώθηκαν, έτρεξαν, τον περιστοίχισαν, τον κοίταξαν από κοντά… κι έμειναν καταγοητευμένοι. Η εμφάνισι αυτή τους έκαμε για μια στιγμή να τα ξεχάσουν όλα. Μα τι ωραίος, αλήθεια, τι ωραίος! Ποτέ δεν φαντάζουνταν πώς από έναν αναγνώστη θα ‘βγαινε τέτοιος στρατιώτης. Σίγουρα ήταν πιο καλός για στρατιώτης του Βασιλιά παρά για στρατιώτης του Χριστού! Τι κορμί, τι μεσούλα, τι λεβεντιά, τι ασικλίκι! Κ΄ η στολή έτυχε να του πηγαίνει καλά, και το μουτράκι του, χωρίς γένια και χωρίς μαλλιά, με το πηλίκιο στραβά φορεμένο, φάνταζε πολύ πιο όμορφο. Α, μα ήταν μια χαρά, μια τζόγια. Κι ο παπάς τον εκαμάρωσε, κι η παπαδιά τον έφτυσε να μη βασκαθεί, κι ο Γιάννης ο καμπανάρος άνοιξε το στόμα του τόσο, κι ο Γερόλυμος, ο φίλος, έβγαλε γελαστός την ταμπακιέρα του και πήρε μια καλή πρέζα ταμπάκο, για να διπλασιάση την ευχαρίστησι.
Άμ΄ η Σουζάννα; τι έκαμε η Σουζάννα;
Απλούστατα, αυτή τον αγάπησε.
Μάλιστα. Από τη στιγμή εκείνη, οι ιδέες της όμορφης παπαδοπούλας έκαμαν κουτρουβάλα. Ο Άνθιμος με τα στρατιωτικά ήταν γι΄ αυτή μια αποκάλυψι. Τον είχε ως τώρα για ένα πλάσμα ουδέτερο, αλλόκοτο, μισό γυναίκα και μισό γέρο, – γιατί το ράσο, γι΄ αυτή, του ‘κρυβε ακόμα και τα νιάτα, – κι έξαφνα τον έβλεπε άντρα σωστό, λεβέντη, παλικάρι. Ποτέ δε φαντάζουνταν – κι ούτε ήθελε πρώτα να το φαντασθεί, – πώς κάτω από το μαύρο εκείνο βελέσι, μπορούσε να κρύβεται ένα τέτοιο ωραίο αντρίκειο κορμί. Και να το τώρα! Μα το Θεό, κανένας από τους υπαξιωματικούς, που έβλεπε στον αντικρινό στρατώνα της Χωροφυλακής, δεν ήταν πιο άνδρας από τον Άνθιμο. Απορούσε κι η ίδια πώς δεν το μάντεψε ως τώρα.
Έ, από την αποκαλυπτική εκείνη ημέρα, στα διφορούμενα του φανταράκου τώρα, ίσως εξ αιτίας της στολής, η μικρή Σουζάννα αποκρινότανε με τα ίδια… Δε θεωρούσε πια τον Άνθιμο σαν αδελφό… Τα λόγια της και πολύ περισσότερο ο τρόπος της κι οι ματιές της, του ‘διναν μεγάλες ελπίδες… Και τόση ήταν γι΄ αυτό η χαρά του, ώστε η περιπέτεια του «στρατιωτικού», το «δυστύχημά» του, δεν του ‘κανε πια εντύπωσι.
– Δε βαριέσαι! έλεγε στον πατέρα του που το φυσούσε και δεν εκρύωνεּ της τύχης μας ήταν να το υποστούμε κι αυτό. Μπόρα είναι και θα περάσει.
Φαιδρότατος πάντα, με το τραγούδι στο στόμα, γύριζε από τα γυμνάσια στον Άη – Γιάννη. Ακούραστος βοηθούσε τον παπά – Ζήσιμο σ΄ όλα, σαν πρώτα, και τις Κυριακές βρισκότανε στο στασίδι του, μ΄ όλη την στολή του, κ΄ έψελνε σαν πρώτα και καλύτερα… Ήταν, αλήθεια, λιγάκι αστείο να βλέπεις στο στασίδι του ψάλτη ένα φαντάρο, που τον ήξερες μάλιστα ως χθες αναγνώστη. Αλλά κανένας ενορίτης δε συλλογίστηκε να γελάσει γι΄ αυτό. Όλοι συμπαθούσαν τόσο πολύ τη φωνή του Άνθιμου και τον ίδιο ώστε η «περιπέτειά» του τους επίκραινε κι εκείνους όσο σχεδόν και τον παπά. Κι έτσι εύρισκε την ευκαιρία και την ικανοποίησι, ο παπά – Ζήσιμος, – άλλος πάλι που το φυσούσε και δεν εκρύωνε, – να κάνει τα παράπονά του την ώρα που μοίραζε το αντίδωρο :
– Μα δεν έπρεπε, οι ευλογημένοι, να παίρνουν και τους στρατιώτες του Χριστού! Και καλά αν ησυχάσουν τα πράματαּ αμή αν γίνει πόλεμος και μου τον στείλουνε στα σύνορα;
Κι απ΄ όλους πια άκουγε, πως είχε το μεγαλύτερο δίκιο του κόσμου.
***
Ευτυχώς που οι φόβοι του παπά – Ζήσιμου βγήκαν μάταιοι. Πόλεμος δεν έγινε ΄κείνη τη φορά κι ο Άνθιμος, αφού έκαμε τους τρεις του μήνες στον τόπο, απολύθηκε μαζί με τους άλλους. Έτσι ξαναφόρεσε τα ράσα κι άφησε τα μαλλιά του να μακρύνουν. Στρατιώτης πάλι του Χριστού.
Τι; μήπως είχε καμιά απογοήτευσι τώρα η Σουζάννα, που τον ωραίο της φανταράκο τον ξανάβλεπε αναγνώστη; Όχι, μη φοβάσθε! Πάει πια, τα μάγια είχαν λυθεί… τον είχε αγαπήσει. Όχι με ράσα, μα και με τρίχινο σάκο ασκητή, μα και με κουρέλια ζητιάνου να τον έβλεπε, ω, τώρα θα της άρεσε το ίδιο. Είχε φθάσει στο σημείο που δε λογαριάζει κανένας τ΄ απέξω του ανθρώπου, παρά τ΄ απομέσαּ όχι τα ρούχα, ούτε καν το σώμα, παρά την ίδια την ψυχή… Άργησε να φθάσει η Σουζάννα, μα έφθασε. Κι ο Άνθιμος μπορούσε να είναι τώρα ευτυχής και ήσυχος, πως τον αγαπούσε με τα σωστά της.
Τότε νόμισε πως ήλθε ο καιρός «για να γίνει», το είπε του πατέρα του, κι ο γέρο – Χρυσομάλλης, συμφωνότατος, το είπε του Γερόλυμου και τον παρακάλεσε να κάμει με τρόπο την πρότασι στο κελλί.
– Ά, μπα! μακρύα από ράσο! είπε ο παπά – Ζήσιμος ευθύς.
– Ά, μπά! μακρύα από ράσο! είπε κι η παπαδιά. Πάλι… ξέρω κ΄ εγώ; να ιδούμε τι λέει κι η Σουζάννα.
Αλλά φαντασθήτε την έκπληξί τους, όταν άκουσαν της Σουζάννα να λέει εκείνο το θαυμάσιο :
– Η μάννα μου δεν είναι παπαδία; Έ, κι εγώ παπαδία θα γένω.
Μωρή καλή, - μωρή κακή!;… Τίποτα! Το τριανταφυλλένιο πεισματάκι της ξανθής Σουζάννας, της μονάκριβης, δεν ήξερε άλλη απάντησι απ΄ αυτή.
…Ήταν κάποιες ιδέες που περίζωναν σαν τείχος την οικογένεια του παπά – Ζήσιμου του Κλοντηρά. Έ, στο τείχος αυτό ο Έρως έκαμεν ένα ρήγμα. Ήταν πολύ αρκετό για να περάσει απ΄ εκεί ο Άνθιμος, μ΄ όλα του τα ράσα, και να μπει κατακτητής στην οικογένεια. Η Σουζάννα θα τον βοηθούσε, θα τον τραβούσε μέσα μ΄ όλη της τη δύναμη.
Κι έτσι έγινε, όπως δα γίνεται πάντα, άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός : Η αντίστασι του γέρου κατανικήθηκεּ κι έξη μήνες ύστερ΄ από την άφεσί του, ο Άνθιμος ο αναγνώστης αρραβωνιάστηκε τη Σουζάννα του παπά. Όλοι το βρήκαν «φυσικότατο». Εμείς όμως ξέρουμε τώρα, πως το φυσικότατο αυτό δεν θα γινότανε ποτέ, αν ο «στρατιώτης του Χριστού» δεν τύχαινε να γίνει για λίγο και «στρατιώτης του Βασιλιά». Δεν είναι παράξενα τα φυσικά της ζωής;
Αθήναι, 1913
Γρηγόριος Ξενόπουλος
«Ημερολόγιον Σκόκου»
Τόμος 29 (1914), σελίδες 223-233

Δεν υπάρχουν σχόλια: