ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

30 Δεκεμβρίου 2008

Πρωτοχρονιάτικη εξομολόγησις...Ερρίκου Σούντερμανν



Παραμονή Πρωτοχρονιάς...
Η σκηνή εις ενα παλαιϊκό δωμάτιο ψηλοτάβανο και με επιπλα βαρειά, οπως τα ενθυμούμεθα ολοι απο την εποχή του παππού μας. Η λάμπα, που κρέμεται στη μέση, φωτίζει ενα στρογγυλό τραπέζι, με κατάλευκο τραπεζομάνδηλο και με ολα τα σύνεργα ετοιμα για την ετοιμασία ενός Πρωτοχρονιάτικου "μπώλ" απο σαμπάνια, μεταλικό νερό, λίγο ρούμι, ψιλοκομμένα φρούτα κλπ.


Στην σκιά του πράσινου αμπαζούρ, κάθονται δύο ηλικιωμένοι κύριοι, ο,τι απέμεινε απο τον παλαιό καιρό, κυττάζοντας με τα θολά τους μάτια, προς τη φωτιά που καίει στο τζάκι χωρίς να ομιλούν...Ο πρώτος, ο οικοδεσπότης, ειναι προφανώς, παλαιός στρατιωτικός. Αυτό δείχνει το εφαρμοστό σακκάκι, το αρειμάνιον ασπρο μουστάκι και το αυστηρό υφος, καθώς κάθεται στο καροτσάκι του αναπήρου, που το χρησιμοποιεί για να μετακινείται εντός του σπιτιού.

Ο αλλος, ξαπλωμένος αναπαυτικά σ' ενα καναπεδάκι δίπλα του, ειναι ψηλός και αδύνατος, με πρόσωπο διανοουμένου, πλαισιούμενον απο κάτασπρα μαλλιά...
Επι αρκετήν ωρα, οι δύο γηραλέοι φίλοι εμειναν ετσι, χωρίς να ομιλούν, απορροφημένοι απο τις σκέψεις τους-οταν εξαφνα, το ρολόϊ του τοίχου εκτύπησε ενδεκα:
-Τέτοιαν ωρα, αρχιζες συνήθως, να ετοιμάζης το "μπώλ", ειπεν ο κύριος, με τη φυσιογνωμία του διανοουμένου, και η φωνή του εκόμπιασε λιγάκι...
-Ναί....Αυτή ειναι η ώρα ..", συνεφώνησεν ο αλλος, με την σκληρή και τραχεία φωνή του, στην οποίαν αντηχούσαν ακόμη τα παλιά στρατιωτικά παραγγέλματα.
-Ποτέ δεν θα το επίστευα-συνέχισεν ο επισκέπτης-οτι θα ηταν τόσο μελαγχολικά, χωρίς...αυτήν. Ο οικοδεσπότης εκούνησε το κεφάλι του συμφωνών.
-Μας εσέρβιρε 44 φορές το μπώλ της Πρωτοχρονιάς..", εξηκολούθησεν ο αλλος.
-Ναι...", ειπε σκεπτικός ο παλιός αξιωματικός. "Ηταν πάντοτε μαζί μας, αφ' οτου εγκαταστάθηκα στο Βερολίνον κι ερχόσουν να μας δής, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

-Πέρυσι ακόμη, τέτοιαν ωρα-συνέχισεν ο ξένος-ειμαστε ακόμη μαζί...Τι ωραία που ηταν !... Εκείνη, καθόταν στην πολυθρόνα της, πλέκοντας βιαστικά τις κάλτσες, για το μεγαλύτερο παιδί του Παύλου. Επρεπε να ειναι τελειωμένες τα μεσάνυκτα, μας ελεγε, και πραγματικώς τις ετελείωσε. Κι επειτα, ηπιαμε το ποτό μας και αρχίσαμε τη φιλοσοφική συζήτηση, περι ζωής και θανάτου...Που να φανταστούμε, οτι, μετά απο δύο μήνες , θα εφευγε για πάντα....

-Ναι...ηταν πολύ καλή γυναίκα!..." ειπεν ο σύζυγος τής ..απούσης...
"Με εφρόντιζε πάρα πολύ. Οταν εφευγα για υπηρεσία, στις 5 το πρωί, εξυπνούσε πάντοτε νωρίτερα απο μένα κι επέμενε να μου ετοιμάση τον καφέ μου, πρίν φύγω... Βέβαια, ειχε και τις αδυναμίες της, οπως κάθε ανθρωπος...Λόγου χάριν, οταν αρχιζε να φιλοσοφή μαζί σου, είσαστε για τα πανηγύρια......

-Αμ' δεν την εκατάλαβες ποτέ σου !...." εμουρμούρισεν ο καλεσμένος.
Και εκύτταξε, με το κουρασμένο βλέμμα του, τον παλιόν του φίλον, ενώ το μελαγχολικό του χαμόγελο εφαίνετο να κρύβη κάποιαν ενοχον σκέψιν. Πραγματικώς δε, αφού εσώπασαν λιγάκι, ξανάρχισεν μ' ενα ειδος θαρραλέας αποφασιστικότητος:

-Ακου να σου πώ, Φράντς ! Πρέπει να σου αποκαλύψω κάτι, που με τρώει, μήνες τώρα, σαν το σαράκι. Δεν θέλω να το πάρω μαζί μου στον τάφο.
-Εμπρός, λοιπόν !...Λέγε !...", ειπεν ο Φράντς, ανοίγοντας την ταμπακιέρα του.
-Κάποτε...συνέβη κάτι, μεταξύ εμού και της...γυναίκας σου !...
-Μην κάνεις αστεία κύριε καθηγητά!...", ειπεν απότομα ο απόστρατος.
-Σου μιλάω σοβαρά Φράντς ! Ειναι σαράντα χρόνια, που το κρατάω μυστικό...κι ηρθε η ωρα να βγάλω το βάρος απο πάνω μου!...
-Θέλεις να πής οτι η γυνάικα μου με απάτησε;...", εφώναξεν εξαλλος ο παλιός αξιωματικός.

-Ντροπή σου Φράντς !...", απάντησε ο φιλόσοφος. Ο Φράντς κάτι εμουρμούρισεν δυσανασχετών και επειτα αναψε τσιγάρο...
-Οχι ! Ηταν πραγματικός αγγελος...", εξηκολούθησεν ο φιλόσοφος. "Εγώ και εσύ, μόνον, ειμαστε οι ενοχοι. Ακουσέ με:
Αυτά που σου λέω συνέβησαν πρό 43 ετών. Εσύ ειχες μετατεθεί στο Βερολίνον, ως λοχαγός κι εγώ εδίδασκα στο Πανεπιστήμιο....Θα θυμάσαι βέβαια τι φοβερός γλετζές που ησουν τότε...

-Χμ...", ειπεν ο Φράντς, στρίβοντας με τρέμοντα δάκτυλα το μουστάκι του.
-Θυμάσαι κι εκείνη την ωραία ηθοποιό, με τα μεγάλα μαύρα μάτια, που επαιζε στην Οπερέττα;
-Την θυμάμαι, λέει;...Μπιάνκα την ελεγαν ! ...Κουφετάκι φίλε μου !...
Και ενα αναιμικό χαμόγελο εφάνηκε φευγαλέο, στο ρυτιδωμένο πρόσωπο του παλιού γλετζέ.....
-Εσύ απατούσες την γυναίκα σου- εξηκολούθησεν ο αλλος-και εκείνη το υποψιαζόταν. Ποτέ, ομως, δεν παρεπονέθη και υπέφερε , χωρίς να λέει τίποτε σε κανέναν !..Εσύ μπορεί να μη το παρετήρησες, εγώ ομως το αντελήφθην. Ηταν η πρώτη γυναίκα που εγνώριζα, μετά το θάνατο της μητέρας μου και την εκύτταζα σαν αστρο φωτεινό...Στο τέλος, επήρα το θάρρος να την ρωτήσω τι ειχε, αλλα εκείνη απλώς εχαμογέλασε και μου ειπε οτι δεν αισθανόταν ακόμη εντελώς καλά. Καθώς θυμάσαι, ειχε γεννηθεί λιγες βδομάδες πρίν ο Παύλος... Κι επειτα εφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ακριβώς σαν σήμερα το βράδυ.

Ειχα ερθει , στο σπίτι σας κατα τας οκτώ, οπως εσυνήθιζα. Εκείνη εκαθόταν κι εκεντούσε κι εγώ της εδιάβαζα καθώς σε περιμέναμε...Οι ωρες ομως επερνούσαν κι εσύ δεν ερχόσουν. Εβλεπα την ανησυχία που την εκυρίευε σιγά-σιγά. Εβλεπα τα δάκτυλά της να τρέμουν και...αρχισα κι εγώ να τρέμω μαζί της. Ηξερα που επερνούσες τα βράδυα σου κι εφοβήθηκα, πως θα ξεχνούσες και την νύχτα της Πρωτοχρονιάς, στη αγκαλιά της θεατρίνας εκείνης. Καθώς εκτύπησε ενδεκα, ειδα τη γυναίκα σου να σταματά το κέντημα κι ενα δάκρυ να κυλάη στο πρόσωπό της. Επετάχτηκα ορθιος και ειπα, οτι κάτι εξέχασα και πρέπει να λείψω για λίγα λεπτά...Ηθελα να σε πάρω δια της βίας απο το σπίτι της φιλενάδας σου. Αλλά την ιδια στιγμή, η γυναίκα σου τινάχτηκε απο το καναπεδάκι αυτό , που κάθομαι τώρα.

-Πού πάς ; μου ειπε ταραγμένη...
-Πάω να φέρω τον Φράντς !
-Για όνομα του Θεού !... εφώναξε. Κάθησε εδώ ! Μείνε τουλάχιστον εσύ μαζί μου ! Μη με αφήνεις μόνη!...
Κι εβαλε τα δυό της χέρια στους ώμους μου κι ακούμπησε το δακρυσμένο πρόσωπό της στο στήθος μου... Ολο μου το ειναι συνεκλονίσθη...Ποτέ δεν ειχα αισθανθεί τόσο κοντά μια γυναίκα στην καρδιά μου ! Αλλά εκρατήθηκα και της εμίλησα παρηγορητικά, ως που ανέκτησε την ψυχραιμία της.....

Σε λίγο, εγύρισες ευτυχώς και σύ, αλλά δεν αντελήφθης την ταραχή μου. Τα μάγουλά σου ηταν ακόμη κατακόκκινα, απο το γλέντι της βραδυάς.... Ομως εμένα εκείνη η παραμονή Πρωτοχρονιάς με αναστάτωσε , ψυχικώς επι χρόνια. Απο την στιγμή, που αισθάνθηκα τα βελουδένια μπράτσα της γύρω απο το λαιμό μου και εμύρισα βαθειά το αρωμα των μαλλιών της, το φωτεινό αστρο, που ελάτρευα με θρησκευτική ευλάβεια, επεσε απο τον ουρανό της ψυχής μου και αντί του αστρου ηταν τώρα η γυναίκα, μια γυναίκα που ενέπνεε ερωτα...Αλλά η συνείδησίς μου, ως φίλου και τιμίου ανθρώπου, επανεστάτησε. Ενδομύχως κατηγορούσα τον εαυτό μου, ως παλιάνθρωπον, ως απατεώνα και για να εξιλεωθώ εν μέρει, εβάλθηκα να σε χωρίσω , τουλάχιστον, απο την ερωμένην σου. Ευτυχώς, ειχα μερικά χρήματα, απο την κληρονομίαν του θείου μου. Της τα πρόσφερα και εκείνη....

-Ω, Διάβολε !...." τον διέκοψεν ο παλαιός στρατιωτικός. "Ωστε στα χρήματά σου οφείλεται το συγκινητικό εκείνο γραμματάκι, που μου εγραψεν η Μπιάνκα, λέγοντας οτι με ...ραγισμένη καρδιά με αποχωρίζεται ;......

-Μάλιστα ! Εγώ την επλήρωσα...Αλλ' αν ηλπιζα να ανακτήσω, ετσι, την ψυχικήν μου ηρεμίαν, εγελάσθηκα...Το αισθημά μου δεν με αφηνεν να ησυχάσω. Ερρίχτηκα με τα μούτρα στην συγγραφή του μεγάλου εργου μου περι της "Αθανασίας της ιδέας", αλλά εις μάτην... Και, ετσι, επέρασαν δώδεκα μαρτυρικοί μήνες και ηρθε, πάλιν, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αυτή την φορά, ησουν στο σπίτι, αλλά τον ειχες πάρει για μιάν ωρίτσα, στο ντιβάνι του διπλανού δωματίου, εν αναμονή της ωρας του "μπώλ". Εγώ, ομως, καθόμουν πάλι δίπλα της κι ενώ εκύτταζα το αγγελικό της πρόσωπο, αισθάνθηκα τον πειρασμό να με ξανακυριεύη. Αχ, να ενοιωθα, αλλη μια φορά, το κεφάλι της στο στήθος μου, να φιλήσω τα ξανθά της μαλλιά και....- ο,τι γίνει ας γίνει !... Για μια στιγμή τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ηταν αδύνατον πλέον, να κρατηθώ: Επεσα στα πόδια της κι εβύθισα το φλογισμένο μέτωπό μου στα γόνατά της... Εμεινα, ετσι, ακίνητος επι μερικά δευτερόλεπτα, ως που ενοιωσα το χέρι της στο κεφάλι μου και την ακουσα να μου λέη στοργικά:

-Πρέπει να φερθής καλά !...Ναι, επρεπε να φερθώ καλά !...Δεν επρεπε να απατήσω τον φίλον μου, που εκοιμώταν μέσα, με τόσην εμπιστοσύνην. Ανατινάχτηκα ορθιος και καταστεναχωρημένος. Εκείνη επήρε ενα βιβλίο απο το τραπέζι και μου το ετεινε , χαμογελώντας...Εκατάλαβα και αρχισα να της διαβάζω δυνατά. Στην αρχή, τα γράμματα εχόρευαν μπροστά στα μάτια μου. Σιγά-σιγά, ομως, η τρικυμία της ψυχής μου εκόπασε και , οταν εκτύπησε δώδεκα και εμπήκες νυσταλέος στο δωμάτιο, να μας ευχηθής χρόνια πολλά, ειχα πια την εντύπωσιν, οτι η στιγμή εκείνη της αμαρτίας εχάθηκε, δια παντός, στα βάθη του παρελθόντος....

Και πραγματικώς, απο τότε ησύχασα. Εγνώριζα, οτι εκείνη δεν ανταπεκρίνετο στον ερωτά μου και οτι, απλώς με εβλεπε με κάποιαν συμπάθειαν, αν οχι και οικτον....

Τα χρόνια επέρασαν. Τα παιδιά σας εμεγάλωσαν κι επαντρεύτηκαν. Οι τρείς μας εγεράσαμε. Εγώ δεν επαυσα να την αγαπώ- αυτό θα ηταν αδύνατον. Αλλ' η αγάπη μου επήρε αλλη μορφή και μετεβλήθη σε μία στενή πνευματική επικοινωνία. Εσύ, βέβαια εγελούσες οταν μας ακουγες να φιλοσοφούμε, αλλα αυτό δεν μας επείραζε καθόλου...

Τώρα, ομως, εκείνη επέθανε.... Ισως, εως την αλλη Πρωτοχρονιά, να την εχωμε και εμείς ακολουθήσει. Για αυτό, ηταν ανάγκη να ελαφρώσω την συνείδησή μου, απο το μυστικό μου και να σου πώ:

"Φράντς, λίγο ελειψε να σε αδικήσω κάποτε ! Συγχώρησέ με!...."
Ετεινε το χέρι στο φίλο του αλλά ο Φράντς απήντησε κοφτά:
-Ωχ, αδερφέ, τι να σου συγχωρήσω;.... Αυτή η εξομολόγησή σου εχει μπαγιατέψει προ πολλού !
Οσα μου ειπες τα ξέρω, ανέκαθεν. Η ιδια μου τα ειπε ολα, εδώ και σαράντα χρόνια !...
Και τώρα , θα σου πώ κι εγώ, γιατί εκυνηγούσα τις γυναίκες ως οτου εγέρασα:
Διότι, την ωρα που μου αφηγήθει τα οσα συνέβησαν, εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς, μου ειπεν επίσης, οτι ησουν ο μόνος ανδρας τον οποίον αγάπησε ποτέ της !.....

Ο φίλος του τον εκύτταξε βωβός, μ' ορθάνοιχτο το στόμα.....

Εκείνην την στιγμήν, το ρολόϊ του τοίχου αρχισε να χτυπάη δώδεκα........

Απο το προσωπικό μου αρχείο.
Προσπάθησα να διατηρήσω την ορθογραφία του μεταφραστού...
Χρόνια πολλά και καλή χρονιά !
Ι.Β.Ν.

1 σχόλιο:

Katerina K. είπε...

Μερικές φορές δεν είναι γραφτό να είμαστε με το άλλο μας μισό αλλά ο θεός μπορεί να μας τους στείλει με άλλη μορφή αν όχι του έρωτα....Στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένας φίλος στοργικός,πιστός.Αναρωτιέμαι αν πρόλαβαν να της πουν ευχαριστώ...