ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

23 Ιουλίου 2015

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΒΙΑΝΗ- Απο τον μπάρμπα-Γιάννη τον Σκαρίμπα, τον υπέροχο !...

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΒΙΑΝΗ
Ήταν ένας άνθρωπος απλός, θεοφοβούμενος, όπως είναι όλοι οι ναυτικοί –ο Καπετάν Γιάννης ο Σαλαμάτας.
Σαν του χύνονταν κρασί τόχε για γούρι. Βούταε το δάχτυλο τότες στο χυμένο και τ' άγγιζε –έκανε μιά βούλα– στο κούτελο. Αν του χύνονταν λάδι, τόχε για κακό. Χτύπαε ξύλο σαν εμιλάγανε για αρρώστους. Κι από τον τόπο του μετατόπαε σαν άκουγε κακό για ελόγου του ή για τους εδικούς του. Τρίτη δεν καταπιάνονταν με δουλειά, ούτε τα νύχια του έκοβε Παρασκευή ή Τετράδη. Φοβόταν το Θεό και τους αγίους. Πίστευε τα μάγια. Δεν αγαπούσε τ' άδικο. Το ίσο τ' άρεσε.
Σαν πήγε στο χωριό του, χάρηκε.
Εκεί στο κεφαλόσκαλο τον δέχτηκε η Ζαχαρένια, η γυναικούλα του.
Αν και ντρέπονταν στον κόσμο μπρος, έσγουψε λιγάκι να τον ανησπαστεί η καϋμένη.
Σαν ήμπαν σπίτι τους, τότες μόνον αυτός την έσφιξε στην αγκαλιά του. Αχ, πόσο γλυκά τη φίλησε τότες ξέγνοιαστα στα μάτια.
Σαν κούκλα την έστησε στο 'σώμπατο και πισοπάτησε δυό βήματα. Στάθη και την καμάρωσε μιά ψύχα. Χαμογελούσε κάτω απ' τα μουστάκια του. Γλυκές σκέψεις στα μάτια του γυάλιζαν.
Από κοντά την αρώτηξε για όλα. Και πώς τα πέρασε στο μεταξύ τούτο που έλειπε αυτός.
Και κάθισε.
Άνοιξε το ναυτικό σεντούκι πούσερνε μαζί του.
Της είχε φέρει καραμέλα ζάχαρη. Της είχε φέρει Συριανό λουκούμι. Τρακόσια δράμια μέντα της είχε φέρει μέσα σε μιά μπουκάλα φτιαχμένη επίτηδες να παριστάνει έναν κόκορα. Ένα τόπι χασέ της είχε φέρει, με στάμπα ολόχρυση, που παρίστανε δυό λιοντάρια ορθά κι αγκαλιασμένα.
Της είχε φέρει σκαρπίνια τελατίνι. Της είχε φέρει ένα χαβάνι να τρίβει τα μυρουδικά της, την κανέλλα, το γαρούφαλλο. Όμως καταλάβαινε μέσα του, πως το πιο καλοδεχούμενο που της είχε παγεμένο ήταν ατός του ο ίδιος.
Για δαύτο χαίρονταν. Καλωσύνη πολλή τρυφέραινε τις σκέψεις και τις γνώμες του. Και τούταν όλα καλόγνωμα κειχάμω. Όλα –κι αυτός κ' η Ζαχαρένια του κ' η Κάβιανη, οι στούμποι, ο μώλος και το λιμάνι. Κ' η «Φλώρα» το καΐκι του, απ' όπου, με του βοριά τα κύματα τούστελνε χαιρετίσματα, σκαμπανεβάμενο στον κόρφο. Και το σπιτάκι του (προ πάντων τούτο) κατά πώς ήτανε και στέκονταν –τζόβολο– στην πιάτσα, με τρεις μαβιές χαρακωσιές (τα κυπαρίσια του) αψηλάθε. Κι ο δρόμος –το στρατί– που φιδοσέρνουταν ομπρός απ' τη θύρα του – και στην ψυχή του. Κι ο κόσμος ούλος και τα σύγνεφα κ' οι γλάροι. Όλα τους τον ευτύχιζαν οσάβλεπε, και τα χαίρονταν κι αυτός μες στην καρδιά του. Κι όσα δεν έβλεπεν ομπρός του, τάχε μέσα του, στο νου του τάχε. Τάλουζε και τα ξάγκλιζε, τα ομόρφαινε... Με το δίκιο του. Δεν είχε;
Αφού αρόδο η «Φλώρα» του προσκύναε, πρώτα τον αγηλιά αψηλά, κι απέ τους δυό τους: Τη Ζαχαρένια και τον Κύρη της.
Αφού μες στις κάμαρες πηγαινόρχοταν η Ζαχαρένια η γυναικούλα του, πρώτα τ'ς αγιούς της λιβανίζοντας κι από κοντά αυτόν, την αφεντιά του. Έ;
Τί άλλο ήθελε;
Όμως κρυφά, μιά ιδέα τού τάραζε την καρδιά, του θόλωνε τη ψυχούλα του αγάλι. Σιγά – σιγούλια τον κυρίευε...
Μιά ιδέα κρυφή –ένα πράμα σαν κλέφτης– έρχοταν βαλτή, σώνει και καλά να τον κολάσει.
Σε μεγάλο πειρασμό τον είχε βάλει.
Πίσω μου σ' έχω δαίμονα, έλεε μέσα του σκιαγμένος. Όμως ομπρός του ήταν πάντα, μες στην καρδιά του έμπαινε αγάλι.
Μιά γλυκιά ταραχή του ρέθιζε τα νιώτα του, τ' ασήκωνε κρυφές αποθυμιές και πόθους στα εντός του.
Σε σκοτεινούς τον έριχτε σεβντάδες...
Σκεβότανε βαθιά. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος απλός. Φοβόταν το θεό και τους αγιούς του... Της Κερα-Παναγιάς τη χάρη επροσκυνούσε. Σαν του χυνότανε κρασί, τόχε για γούρι... Χτύπαε ξύλο σαν... και τα λοιπά.
Γι' αυτό αιστάνονταν την αμαρτία στην καρδιά του –σα σπόρο του διαβόλου– ν' αναδεύεται, να του βυθίζει τη ρίζα στα εγκάρδια, και να ρηχιέται ως τις κρίσες του.
Τότες όλα τα πράγματα τον κοίταγαν κατάματα, έπαιρναν θέση στους διαλογισμούς του, σα νάθελαν να συζητήσουν μαζί του... να εξετάσουν καλύτερα το πράμα. Νά, να στήσουν μεταυτόν, ένα είδος οικογενειακό συμβούλιο – να πούμε!
Συλλοΐζονταν κι αυτός αντάμα τους, ακουρμάζονταν τις γνώμες και τα σκέδια... Ποτέ! φώναζε τότε αλόϊστα, και κάτι αθρώποι τον κοιτάζαν... Όμως, ο οξωποδίτης τον ακλούθαε... «Λουκούμι, τούλεγε, πεντεσπάνι!»...
Σκεφτότανε κι αυτός ξανά τα μάτια της, εκείνη τη ναρκωτική γλυκάδα της φωνής της (ώ–διάολε!)
Από μακριά τον έκαιγε το λάδι, το κρίμα τον ζεμάταε.
Όμως η αμαρτία κρυφοδάγκωτη, από κοντά τον είχε – καταπόδι: «Λουκούμι ρε, και ρεβανί! Κ' η ίδια, το καψοθέλει λιγουλάκι!».
Κι αυτός το παραδέχοταν. Έτσι ήτανε το πράμα. Ο Δαίμονας ήταν στην Κάβιανη φερμένος.
Εκεί στο καλντερίμι της, στο σπίτι της, μέσα σ' αυτή την ίδια 'χε καταλύσει!
Εκεί όξ' απ' τη θύρα του, στον ίδιο δρόμο, στη γωνία, τον καρτερούσε ο πειρασμός, τούχε στημένο ο διάολος το καρτέρι.
Η κουμπάρα του μαθές, η χήρα η Σταθία του Τσάμπα, που ο Θεός ας τον σχωρνούσε.
Τον είχε χιλιοκολασμένο το δόλιο.
Έκανε να προσπεράσει από την πόρτα της και στεκόταν. Αυτή τον κράταε. Πίσ' απ' το τζάμι τον ανήμενε. Ψιλή –κοφτερή– κουβέντα έπιανε μαζί του. Πού να περάσει! Κάντιο στάζαν τα χείλη της, αλευροζάχαρη κι αθέρα κουκουτσιών κουκουναρίσιων... Εκεί τον κρατούσε και του τάλεγε. Ζερβοδίμητα, μπερδεμένα τού τα νέτερνε, μιά στο καρφί και μιά στο πέταλο, μιά στην κορφή κανέλλα από την Πόλη... Αφουγκράζονταν κι αυτός. Τέσσερ' αυτιά νάχε να την άκουγε, τέσσερα μάτια να την βλέπει. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος απλός. Τον ρέθιζε η φωνή της η περίγλυκη, έπαιζε με τις σπίθες των ματιών της. Παρατηρούσε επίμονα εκείνο το υγρό χείλι της, το κάτω. Καθώς τον νάρκωνε η γλύκα της, αυτός κοίταε (και ζαχάρωνε) κείνην τη μπλού φλεβίτσα του λαιμού της. Το τικιτάκ τόνα ζούρλαινε...
Και τώρα, καταλάβαινε.
Καταλάβαινε να βουλιάζει μες στους πόθους του, να γίνεται ένα με την υγρασία των χειλιών της.
Αυτός ήταν ένας άνθρωπος απλός. Εννοούσε καλά – ήταν βέβαιος– ότι όλα αυτά ήσαν δικά του. Μόνον ο ήλιος έφταιγε που τον αμπόδαε, η μέρα, η ντροπής του κόσμου, α δε μη, θάταν μες στο σπίτι της, στην αγκαλιά της θάχεν αράξει μιά χαρά, ο Καπετάν Γιάννης ο Σαλαμάτας.
Έτσι ένα βραδάκι –νύχτα– έκρουσε τη θύρα της, μάλλον γρατσούνισε τα δάχτυλα του στη σανίδα.
Τάχε πιωμένα τα ποτήρια του. Πρώτη φορά στη ζωή του είχε πιεί. Μα και πρώτη φορά αιστάνονταν τόσο πλατιόν, τόσο όμορφον τούτο τον κόσμο.
Πορπάταε κι αναστένονταν. Ήταν ευτυχισμένος, τόξερε, ενώ ήταν δικιά του κ' η Σταθία. Έβραζε η ρετσίνα μέσα του, γλυκόβραζαν οι ματιές της στην καρδιά του.
Με τη θύμηση της είχε περάσει αντάμα τις στιγμούλες και τις ώρες του, είχε πιωμένο το κρασάκι. Το σπιτάκι και το δρόμο της του διηγόταν η μοσκοβολιά των κήπων και η νύχτα. Και εκεί αυτός ετράβαε στο παρεθυράκι, που της δέχονταν του κόρφου της το ανεβοκατέβασμα και τα μπράτσα.
«Αγάπη» ήταν λοιπόν ό,τι ένιωθε μέσα του; ώστε αυτό 'τανε «αγάπη»; Άχ ναί... Αυτό 'ταν, αυτότατο... Το «δαίμονα», ούτε καν πια τον σκέφτονταν... Τον προσπερνούσε μες σε μιά διανόηση σύντομη έτσι καταπώς λέμε εγχείρηση, ενοούμε γρήγορα, το λεπίδι, τους πόνους και το αίμα...
Η αμαρτία, το μυστήριο, το άλλο το στεφάνι του, με τη Σταθία, μόλις έρχονταν λίγο και στον αφρό (σα ναυαγισμένοι ζητώντας βοήθεια) και χάνονταν γοργά στα βάθη, στ' άπατα τής (όπου φύγει) συνείδησής του. Και (ώ θεούλη μου !) βρόντηξε!
—Ποιός είναι; αρώτησε δειλά μιά φωνή από μέσα ενώ το μάνταλο της πόρτας σύρθηκεν αγάλι.
—Εγώ...
—Ποιός είσαι συ; ξανάπε η φωνή κ' η πόρτα μισάνοιξε και φάνηκε στο μισοσκόταδο η κουμπάρα του.
—Εγώ είμαι Σταθία, ήρθα· με περίμενες;
—Χριστός και Παναγία !... έκαμεν αυτή, καθώς ένας σπασμός την τίναξε σύγκορμη από φρίκη.
—Πώς ;!
—Το λάδι κουμπάρε, θα μας κάψει.
—Το λάδι;!
Κ' η πόρτα ξανάκλεισε αλαφρά στα μούτρα του κ' ήμπε ξανά στη θέση της η αμπάρα.
Ο Σαλαμάτας έμεινε εκεί εμβρόντητος κι άσκημος με το βάρος του τελευταίου του λόγου στο στόμα του. Το λάδι!...
Αχνό λειψοφέγγαρο φώτιζ' αχνά τον κατήφορο.
Τριγύρω οι κήποι, τα δέντρα, κοιμόνταν.
Ο Σαλαμάτας προχώρησε.
Παράξενες εντυπώσεις και σχήματα περνούσαν γοργά απ' το μυαλό του.
Όλα τα πράγματα αλληλοσπρώχνονταν, μάλωναν μεταξύ τους να μπούνε, να παρουσιαστούνε μπροστά του.
Φύρδην-μίγδην όλα μαζί, κλωτσώντας τόνα τ' άλλο και σπρώχνοντας είχαν δουλειά να του πούνε, να κάμουν τόπο, να μπουκάρουν.
Ο Γιάννης ο Σαλαμάτας ασήκωσε τα χέρια: ΣΙΓΑ!... έκαμε σαστισμένος κι ανάστατος, σαν για να επιβάλει την τάξη. Και προχώρησε.
Λίγο-λίγο το βήμα του τάχαινε. Αιστάνονταν την καρδιά του να χτυπάει βαριά μέσα στο στήθος του. Κρύος ιδρώτας τού μπούχισε το χλιβερό πρόσωπό του.
Σα σπυριά φασουλιών που χορεύουν και χάνονται στις μπουμπουλίθρες της βράσης, έρχονταν κ' έφευγαν τα νοήματα του μέσα του και οι ιδέες, τα πρόσωπα, οι όψες...
Τέλος, σε μιά στιγμή –μιά μόνο στιγμή– στάθηκε μπρος του το τεπόζιτο του λιοτριβιού, μα γοργά το αναποδογύρισε – τόδιωξε ένα πράμα βαρύ και τετράγωνο πούπεσε πάνω του. Ήταν το σκολειό ολόκληρο· από κοντά η «Φλώρα» το καΐκι του, τόνα πάνω στ' άλλο, όλα μαζί μαλλιοτραβάμενα κ' έξαλλα, και η Ζαχαρένια, η γυναίκα του η Ζαχαρένια, η μπουκάλα, ο κόκορας, ο μπατζανάκης του ο Γιώργης, η συχωρεμένη η κουνιάδα του, το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε», η γριά Βγενιά η κλησιάρισσα και η κολυμπήθρα τ' αγιάννη ..
Κι αυτός προχωρούσε. Πορπάταε γρήγορα, βιαστικά, σχεδόν έτρεχε.
Κάτι ήταν που αυτόν τον τυράγναε, κ' ήθελε να το πιάσει στο χέρι του. Ακριβώς τί; –δεν τόξερε– όμως τόνιωθε κάτω από της συνείδησής του τους χτύπους. Να το ξέταζε, να το περιεργάζονταν ήθελε... Εδώ τόχει, εκεί τόχει, τέλος τόπιασε... Ο παπάς ήταν αυτός, ο παπα-Στάμος! Μπράβο! Νάτος. Όπως ήταν με τον τσουπέ, το πετραχήλι, με το ευχολόγι στα χέρια του. Κι αυτός ήταν πλάι του, με τη βαφτιστημιά στην αγκαλιά του. Ήταν εκεί η γυναίκα του η Ζαχαρένια, η Σταθία η κουμπάρα του κι άλλος κόσμος. Και τον αρωτούσε ο παπάς, τον αρωτούσε. Άχ τί τούλεγε;
Εδώ 'ταν ο κόμπος – τί τούλεγε;
Για την κουμπάρα του;
Όχι.
Για το χαβάνι;
Όοοοχι.
Για κείνο το ανάποδο εβδομηνταπεντάρι που τούχαν σκάσει στον Περαία;
Όχι βρε. Άλλο, κάτι άλλο. Ά!... το βρήκε. Νά, τον αρωτούσε κοιτάζοντάς τον κατάματα. Τούλεγε:
«Αποτάσσει τω Σατανά»!
Κι αυτός αποκρίθηκε:«Αποτάσσομαι».
«Καί συντάξει τω Χριστώ» ;
Κι αυτός αποκρίθηκε:«Συνεταξάμην».
«Και πιστεύεις αυτώ»;
«Πιστεύω αυτώ ως Βασιλεί και Θεώ ημών».
«Το δε όνομα αυτής»;
«Γαρεφίτσα!»
Χα χα! ωραία! Άχ τί ωραία! Αυτό ήταν.
Από βαθιά εκεί στο βάθος της θάλασσας άρχισε να χαράζει η ήμερα.
Με τις παντόφλες, ξέπλεκη, αναστατωμένη, η γυναίκα του τον αναζήταε.
Εκεί στην άκρη στο γιαλό τον διάκρινε σα φάντασμα. Χριστός και Παναγία!... Τί έκανε λοιπόν τέτοια ώρα ο άντρας της κειδά;
Τον πλησίασε. Σίμωσε στα νύχια της πατώντας.
Τον είδε να φυσάει τρεις φορές κι άλλες τρεις να φτύνει. Φύσαε κ' έφτυνε. Έφτυνε και φύσαε.
Ήταν αχνός, ήταν χλωμός σα θειαφοκέρι.
—Γιάννη!...
Τότες αυτός την κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν παγερό –αναίστητο– στα μάτια του έπαιζε μιά λάμψη.
Πισωπάτησε ένα βήμα.
—Αποτάσσει τω Σατανά; την αρώτησε δείχνοντάς την με το δάχτυλο.
Γιάννη μου!...
—Αποτάσσομαι. Έκαμε σοβαρά μόνος του.
—Συντάξει τω Χριστώ; την ξαναρώτησε.
Γιάννη μου ! Χρυσέ μου Γιάννη ! κ' έκαμε να τον αγκαλιάσει.
—Συνεταξάμην, ξαναποκρίθηκε μόνος του.
—Και πιστεύεις αυτώ; την ξαναρώτησε.
Η Ζαχαρένια χύθηκε τρελλή κατ' απάνω του, τον έσφιξε στην αγκαλιά της, του σφάλισε με το μάγουλό της το στόμα.
Και καθώς αυτός προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τα μπράτσα της, τον άκουε να της λέει, προφέροντας ευλαβικά και θεοσεβούμενα τις λέξεις:
—Πιστεύω – αυτώ – ως – Βασιλεί – και – Θεώ – ημών – τω μόνω Αγαθώ και Φιλανθρώπω...

 [Σκαρίμπας]
Μικρός Απόπλους

21 Ιουλίου 2015

ΔΡΑΧΜΗ: ΣΩΤΗΡΙΑ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ; Η καταγραφή μιάς άποψης !

Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη: ΔΡΑΧΜΗ: ΣΩΤΗΡΙΑ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ; Απαντήσεις σε σχετικές δηλώσεις του κ. Πρωθυπουργού
Στην συνέντευξη του στην ΕΡΤ, ο Τσίπρας μίλησε ξεκάθαρα για τις επιπτώσεις της επιστροφής στην δραχμή
1) Η χώρα δεν έχει συναλλαγματικά αποθέματα για να στηρίξει την επιστροφή στο δικό της νόμισμα. Η δραχμή την ίδια στιγμή που θα εκδίδονταν, θα είχε μια δραματική υποτίμηση. Αυτό σημαίνει ότι ένας συνταξιούχος που παίρνει 800 ευρώ, θα έπαιρνε 800 δρχ. με τις οποίες θα έβγαζε 3 μέρες και όχι 1 μήνα.
Απάντηση:
1. Τι θα πει «η χώρα δεν έχει συναλλαγματικά αποθέματα»; Βεβαίως έχει αυτά που της εξασφαλίζουν οι εξαγωγές της , αλλά και οι άδηλοι πόροι. Θα πρέπει, συνεπώς, μέχρι που να ξαναφτιάξει την κατεστραμμένη της παραγωγική βάση (με τη βοήθεια της δραχμής, γιατί διαφορετικά το εγχείρημα είναι αδύνατον), να περιορίσουμε τις εισαγωγές στα απολύτως αναγκαία είδη, κόβοντας όλα τα πολυτελή και ημιπολυτελή αγαθά και υπηρεσίες. Η υπόθεση ότι μια σύνταξη 800 ευρώ που έφθανε για 1 μήνα, θα καταλήξει να επαρκεί μόνο για 3 ημέρες, αποδέχεται έναν πληθωρισμό που θα τρέχει σε 1000άδες. Κάτι τέτοιο φαίνεται εντελώς απίθανο για τους ακόλουθους λόγους;
-Πρώτον, διότι η εσωτερική υποτίμηση υλοποίησε ήδη το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της διαδικασίας, όπως τονίζει και ο νομπελίστας Paul Krugman σε ένα από τα τελευταία του άρθρα για την Ελλάδα, όπου και προτείνει την λύση της δραχμής. Το ποσοστό μείωσης της αγοραστικής δύναμης του συνταξιούχου των 800 δρχ. εξαρτάται άμεσα από το ποσοστό συμμετοχής εισαγόμενων αγαθών, στο «καλάθι της νοικοκυράς». Αυτό, προβλέπεται πολύ χαμηλό και οπωσδήποτε απείρως μικρότερο από το αντίστοιχο, που απειλείται, με βάση την ήδη εξαγγελθείσα πρόθεση της Τρόικα, περί «συντάξεων 300 ευρώ.
-Δεύτερον, σε οικονομία με ποσοστό ανεργίας 27% στον ενεργό πληθυσμό, η αύξηση της ρευστότητας (όπως δίδαξε ο J.M. Keynes) δεν θα κατευθύνεται στο επίπεδο των τιμών, αλλά στην απορρόφηση της ανεργίας, μέχρις ότου αυτή εξαλειφθεί.
-Τρίτον, σε οικονομία που διαθέτει εθνικό νόμισμα, μία από τις κορυφαίες της δυνατότητες είναι η εκτύπωση χρήματος και η διάθεσή του με τρόπο που να περιορίζει τις ανισότητες (κάτι αδύνατον με το ευρώ)
-Και τέλος τέταρτον, θεωρώ εξαιρετικά λανθασμένη την επιλογή προτίμησης λύσης, που σκοτώνει την Ελλάδα για πάνω από πενήντα χρόνια, μόνο και μόνο για να αποφευχθούν οι δυσκολίες κάποιων μηνών, εξαιτίας της μετάβασης στη δραχμή. Η Ελλάδα πρέπει να ζήσει, και κάποιες βραχυχρόνιες θυσίες, που θα της ξαναδώσουν προοπτικές ζωής, δεν είναι λογικό να απορρίπτονται με επιχειρήματα εν πολλοίς αβάσιμα, που προέρχονται από τους «εταίρους» μας, και που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, εναντίον μας. Οι «εταίροι» μας πανικοβάλλονται με το GREXIT και για αυτό προσπαθούν να το «καλουπώσουν», όπως θα τους βόλευε. Εξυπακούεται, ότι ένα GREXIT όταν θα γίνει (γιατί θα γίνει οπωσδήποτε), θα πρέπει να «κεντηθεί» στις λεπτομέρειές του, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της Ελλάδας, και όχι της Γερμανίας.
2) Οι πλούσιοι που έχουν χρήματα στο εξωτερικό (250 δισ. ευρώ), θα ερχόντουσαν και θα αγόραζαν την μισή Ελλάδα. Οι φτωχοί θα περνάγανε τραγικά και οι πλούσιοι ζωή και κότα.
Απάντηση:
2. Το επιχείρημα ότι «όσοι έχουν χρήματα έξω θα ευνοηθούν από ένα Grexit” δεν αποτελεί φυσικά επαρκή λόγο για να μη γίνει, αν καταλήξουμε ότι αυτό θα είναι σωτήριο για την Ελλάδα. Πρώτον, επειδή ανέκαθεν, και όχι μόνον τώρα με την κρίση, οι πλούσιοι Έλληνες είχαν χρήματα στο εξωτερικό. Δεύτερον, γιατί θα είναι ευχής έργο να πειστούν να τα φέρουν και να τα επενδύσουν στην Ελλάδα, συμβάλλοντας στην αναγέννησή της, και τρίτον γιατί σε μια ευνομούμενη και επιπλέον ελαφρώς αριστερή κυβέρνηση το ευκολότερο των πραγμάτων θα είναι να πληρώσουν οι πλούσιοι και οι φέροντες τις περιουσίες τους από το εξωτερικό υψηλότερους φόρους.
3) Μίλησε με Ρωσία, ΗΠΑ , Κίνα, κανείς τους δεν είπε , γύρνα στην δραχμή και θα βοηθήσουμε
Απάντηση:
3. Το γεγονός ότι Κίνα, Ρωσία κλπ. δεν προθυμοποιούνται, τώρα, να μας δανείσουν ουδόλως σημαίνει ότι θα είναι το ίδιο και μετά. Τα BRICS μπορεί να αποδειχθούν πολύ σημαντική υπόθεση για την Ελλάδα.
4) Κατάρρευση τραπεζικού συστήματος και εξαϋλωση όλων των καταθέσεων των πολιτών
Απάντηση:
4. Δεν αντιλαμβάνομαι το γιατί, αν το GREXIT δρομολογηθεί με προγραμματισμένο τρόπο θα καταλήξει σε κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Δηλαδή, δεν βλέπω το γιατί δεν θα είμαστε σε θέση να προλάβουμε μια τέτοια καταστροφή, αλλά και να περισώσουμε τις καταθέσεις των πολιτών.
5) Ακόμα και στην περίπτωση συναινετικής (με τους ευρωπαίους) επιστροφής στην δραχμή, για να αποκτήσουμε τα απαιτούμενα συναλλαγματικά αποθέματα, θα έπρεπε να μας δανείσουν πάλι με Μνημόνιο, οπότε θα είχαμε και δραχμή και Μνημόνιο
Απάντηση:
5. Αν πάμε στη δραχμή φυσικά θα πρέπει να καταγγείλουμε μνημόνια, επονείδιστο χρέος, αγγλικό δίκαιο κλπ., και να είμαστε έτοιμοι για μια περίοδο υψηλού βαθμού αυτάρκειας, με τις επώδυνες συνέπειες της σχετικής μας διεθνούς απομόνωσης. Το ερώτημα, ωστόσο, που έρχεται και παρέρχεται ακατάπαυστα, είναι το αν αξίζει να θυσιάσουμε την ελευθερία, την εθνική κυριαρχία, την εθνική αξιοπρέπεια, την επιβίωση της οικονομίας μας, την αποφυγή δουλοπαροικίας παιδιών, εγγονών, τρισέγγονων (και βάλε) επειδή φοβόμαστε να επωμιστούμε θυσίες κάποιων μηνών, αν επιστρέψουμε στη δραχμή. Μια τέτοια επιλογή σημαίνει, εξάλλου, ότι αναγνωρίζουμε πως είμαστε ανίκανοι να επιβιώσουμε (και να μεγαλουργήσουμε), χωρίς τις εξευτελιστικές εντολές της Τρόικας, χωρίς τις ειρωνείες και την προσβλητική συμπεριφορά του Σόιμπλε και χωρίς το ανειλικρινές χαμόγελο της Μέρκελ. Και, όμως, μπορούμε. Φθάνει να το πιστέψουμε.

Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη

17 Ιουλίου 2015

Η Αγία Μαρίνα η Μεγαλομάρτυς



Η Αγία Μαρίνα η Μεγαλομάρτυς τιμάται στις 17 Ιουλίου 

Γέννηση και ανατροφή
Η παρθενομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε στη μικρή πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας, γύρω στο έτος 270, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός ή ο Κλαύδιος Καίσαρας. Οι γονείς της ανήκαν στην ανώτερη τάξη της περιοχής της Πισιδίας, ο πατέρας ήταν διακεκριμένος και σεβαστός από τους εθνικούς ιερέας των ειδώλων, λεγόταν δε Αιδέσιος.
Αμέσως μετά τη γέννηση της Μαρίνας, έφυγε από την παρούσα ζωή η μητέρα της. Έτσι ο πατέρας αναγκάστηκε να αναθέσει την ανατροφή της θυγατέρας του σε μία άλλη γυναίκα. 

Ασπάζεται την χριστιανική πίστη
Φαίνεται ότι η γυναίκα στην οποία ο Αιδέσιος είχε εμπιστευτεί την ανατροφή της κόρης του ήταν χριστιανή. Έτσι και η μικρή Μαρίνα γαλουχήθηκε νωρίς στη νέα πίστη του Χριστού. Και σε ηλικία 12 ετών έλαβε το Βάπτισμα και συγκαταριθμήθηκε ως μέλος στην εκλεκτή ποίμνη του Κυρίου. Με αμείωτο ενδιαφέρον ποθούσε να μάθει καθετί πού είχε σχέση με τον Ιησού Χριστό. Κι όλα αυτά δημιούργησαν μέσα της την ιερή επιθυμία να μαρτυρήσει, για το Σωτήρα και Λυτρωτή της, αν Εκείνος τη θεωρούσε ποτέ άξια για κάτι τέτοιο.
O πατέρας της Αιδέσιος όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν χριστιανή, τυφλωμένος από το φανατισμό της ειδωλολατρικής θρησκείας του, μίσησε το ίδιο το σπλάχνο του και αποκλήρωσε τη μοναχοκόρη του.

Το άνομο σχέδιο του επάρχου
Η Μαρίνα είχε γίνει πλέον 15 ετών. Ο Θεός δεν την είχε προικίσει μόνο με πλούσια ψυχικά χαρίσματα, αλλά και με σωματικό κάλλος εντυπωσιακό. Ο έπαρχος όμως Ολύβριος θέλησε και προσπάθησε να την πάρει για γυναίκα του επειδή ένιωσε μέσα του έρωτα γι’ αυτήν. Εκείνος, αντικρύζοντάς την, έμεινε και πάλι θαμπωμένος από το σωματικό της κάλλος και την εσωτερική λάμψη του προσώπου της. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν της ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να αναλάβει την προστασία της και σύντομα να την κάνει γυναίκα του.
Η νεαρή χριστιανή παρέμεινε σιωπηλή, ενώ μέσα της προσευχόταν θερμά, ζητώντας από τον Θεό να τη στηρίξει και να τη φωτίσει ώστε να φερθεί καθώς αρμόζει στις αφιερωμένες σ’ Εκείνον ψυχές.
Στην επιμονή του Ολυβρίου να λάβει απάντηση στην πρότασή του, εκείνη απάντησε πώς είναι αδύνατο να την αποδεχτεί. Η έκπληξη του επάρχου ήταν μεγάλη. Στην ερώτησή του γιατί ήταν αδύνατο, έλαβε τη σεμνή αλλά γεμάτη αποφασιστικότητα και παρρησία απάντηση: Διότι είμαι χριστιανή! Και μόνο το άκουσμα της λέξης «χριστιανή» ήταν αρκετό να κάνει τον έπαρχο εκτός εαυτού.

Αρχίζουν τα μαρτύρια της Αγίας
Για ένα μικρό διάστημα ο έπαρχος προσπάθησε, να πείσει τη νέα τούτη χριστιανή να αλλάξει γνώμη και να δεχθεί τον γάμο, τάζοντάς της τιμές, καλοπέραση και δόξα πλάι του. Εκείνη όμως, ενισχυόμενη από τον Κύριο, στον όποιο δεν έπαυσε να προσεύχεται μυστικά, επέμενε στην ομολογία της πίστεως στον Ιησού Χριστό.
Τότε την έστησε μπροστά σε δικαστήριο, από το οποίο ζήτησε επίσημα κατά το ρωμαϊκό δίκαιο να μάθει αν όντως ήταν χριστιανή. Η Μαρίνα ομολόγησε και εδώ με γενναιότητα και παρρησία τη χριστιανική της ιδιότητα, γεγονός πού κατέπληξε τους παρισταμένους, οι οποίοι έβλεπαν τόσο ηρωισμό και θάρρος σε μια νεαρή γυναίκα!
Εξαιτίας της ομολογίας της καταδικάστηκε στην ποινή της μαστίγωσης. Η καρτερικότητά της όμως και η αντοχή ήταν τέτοιες πού άφησε κατάπληκτους έπαρχο, αξιωματούχους και λαό. Έχοντας υψωμένο το βλέμμα της στον ουρανό, δεν έπαυσε να προσεύχεται, να επικαλείται τη βοήθεια του Κυρίου και τη στήριξή του για να υπομείνει με ανδρεία τις μαστιγώσεις.
Ο έπαρχος έδωσε εντολή να σταματήσουν οι στρατιώτες τη μαστίγωση και να την οδηγήσουν στη φυλακή, ελπίζοντας ενδόμυχα ότι ίσως μετά απ’ αυτό να συνετισθεί η Μαρίνα και ν’ αλλάξει στάση.
Ύστερα από λίγες ημέρες με εντολή του επάρχου οδηγήθηκε εκ νέου στο δικαστήριο, όπου και πάλι ομολόγησε πίστη στο Χριστό και αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα. Αφού την κρέμασαν, καταξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια. Τα βασανιστήρια ήταν τόσο σκληρά, πού όλο το κάλλος του νεανικού της σώματος εξαφανίστηκε. Στη συνέχεια ρίχνεται και πάλι στη φυλακή και αφήνεται χωρίς τροφή και φροντίδα.

Πειράζεται από το μισόκαλο διάβολο
Ο φθονερός διάβολος θέλησε να δοκιμάσει να κάμψει ο ίδιος την Αγία. Έτσι λοιπόν πήρε ο ίδιος τη μορφή μεγάλου και φοβερού δράκοντος (φιδιού) και πρόβαλε ξαφνικά μπροστά στη Μαρίνα.
Από το στόμα του πετούσε φλόγες, ενώ τα αγριωπά μάτια του λαμπύριζαν απειλητικά και η γλώσσα του ήταν κατακόκκινη. Καθώς σερνόταν, σύρριξε εκνευριστικά και προκαλούσε τρόμο και σύγχυση, επιδιώκοντας να φοβίσει τη μάρτυρα και να την αποσπάσει από την προσευχή της.
Διαπιστώνοντας όμως ότι εκείνη η μακάρια καλλιπάρθενος δεν διέκοπτε την προσευχή της, κατευθύνθηκε εναντίον της και άνοιξε το στόμα του απειλητικά, δείχνοντας ότι θέλει να την καταπιεί. Και ναι μεν η μεγαλομάρτυς έγινε έντρομη από το φόβο της, χωρίς καθυστέρηση όμως επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Σωτήρος Χριστού. Και, ώ του θαύματος, ο δράκοντας διερράγη και έγινε άφαντος, η δε Μαρίνα χαίροντας έψαλε ύμνους και νικητήρια στον Θεό.
Ο διάβολος μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο κατάμαυρο, με τρομερή και κακάσχημη εμφάνιση, σαν μαύρου σκυλιού. Η Μαρίνα όμως, στερεωμένη όσο ποτέ στην πίστη, τον άρπαξε από τα μαλλιά και μ’ ένα σφυρί πού ήταν κάπου εκεί ξεχασμένο, τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι και στη ράχη και τον ταπείνωσε εντελώς. Και ενώ η μεγαλομάρτυς άρχισε και πάλι να προσεύχεται και να υμνεί τον Κύριο, ο διάβολος, σκοτεινός και άσχημος όρμησε εναντίον της και κραυγάζοντας την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει αν δεν σταματούσε να προσεύχεται.
Και η αγία Μαρίνα, παίρνοντας από την προσευχή της νέο θάρρος κατά του μετασχηματισμένου σε άνθρωπο διαβόλου, τον άρπαξε από τα μαλλιά της κεφαλής του και τον μαστίγωσε.

Βλέπει ουράνιες οπτασίες
Μετά από αυτό δυνατό φως καταύγασε το σκοτεινό χώρο της φυλακής της, πού έβγαινε από ένα Σταυρό, του οποίου η κορυφή υψωνόταν στον ουρανό. Πάνω από το Σταυρό πετούσε κυκλικά ένα περιστέρι καθαρό και άμωμο. Ο συναξαριστής της αγίας Μαρίνας δίνει και την εξήγηση των συμβολισμών του οράματος: Όλα αυτά σήμαιναν το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, το φώς, τη δόξα του Πατέρα. Ο Σταυρός, τον εσταυρωμένο Χριστό. Και το περιστέρι, το Άγιο Πνεύμα.
Το περιστέρι κατέβηκε κάποια στιγμή, πλησίασε την καλλιπάρθενο Μαρίνα και της είπε:
«Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, διότι νίκησες τον πονηρό δαίμονα και ντρόπιασες τον εχθρό. Χαίρε πιστή και αγαθή δούλη του Κυρίου σου, τον οποίο πόθησες με όλη την καρδιά σου και μίσησες κάθε πρόσκαιρη απόλαυση. Χαίρε και αγάλλου, γιατί έφτασε η μέρα να λάβεις το στεφάνι της νίκης και να μπεις, όπως το αξίζεις, στολισμένη, μαζί με τις φρόνιμες παρθένες στο νυμφώνα του Χριστού και βασιλιά σου».
Ενώ η αγία Μαρίνα άκουγε τα λόγια αυτά συντελέστηκε στο σώμα της άλλο θαύμα: Όλες οι πληγές του επουλώθηκαν και η νεαρή μάρτυς απέκτησε και πάλι το κάλλος το όποιο θαύμαζαν όλοι.

Σκληρότερα μαρτύρια και το μακάριο τέλος
Ο έπαρχος Ολύβριος βλέποντάς την υγιή προσπάθησε με κολακείες να την μεταπείσει όμως μάταια. Το μένος του επάρχου έφτασε στο αποκορύφωμά του. Γεμάτος λοιπόν θυμό δίνει εντολή να γυμνώσουν τη μάρτυρα, να την κρεμάσουν στο ξύλο και να καίνε με λαμπάδες το σώμα της.
Στη συνέχεια, γέμισαν ένα μεγάλο λέβητα με νερό, κατέβασαν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα από το ξύλο, την έδεσαν γερά και τη βούτηξαν με το κεφάλι προς τα κάτω μέσα στο νερό για να πεθάνει από πνιγμό. Η μάρτυς και πάλι προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και Θεό της, οπότε «παρευθύς σεισμός μέγας ἐγένετο καί ἐφάνη πάλιν ἡ πρώτη περιστερά ἐπάνω του ὕδατος, βαστάζουσα εἰς τό στόμα στέφανον. Αὐτήν τήν ὥρα ἐφάνη καί ὁ πύρινος στύλος, ἐπάνω δέ τούτου Σταυρός». Η μάρτυς βγήκε από το νερό σώα, τα δεσμά της είχαν λυθεί και στεκόταν και πάλι σε στάση προσευχής, δοξάζουσα τον Θεό. Το δε περιστέρι κάθισε πάνω στο κεφάλι της, κρατώντας στο στόμα του το στεφάνι και είπε προς τη Μαρίνα: «Εἰρήνη σέ σένα, δούλη τοῦ Θεοῦ. Ἔχε θάρρος καί λάβε ἀπό τή δεξιά τοῦ Ὑψίστου αὐτό τό οὐράνιο στεφάνι».
Λέγοντας αυτά η θεϊκή περιστερά, πέταξε και κάθισε πάνω σ’ εκείνο το Σταυρό και απευθυνόμενη προς τη μεγαλομάρτυρα είπε δυνατά, έτσι πού ν’ ακούνε όλοι: «Έλα, Μαρίνα, στις άνω μονές του Παραδείσου, για ν’ απολαύσεις το στεφάνι της αφθαρσίας στα αγαπητά σκηνώματα του Κυρίου, να χαίρεσαι μαζί με τους αγίους και να αναπαύεσαι αιώνια».
Η φωνή αυτή πού ακούστηκε από πολλούς, συγκλόνισε άντρες και γυναίκες, αρκετοί δε απ’ αυτούς ομολόγησαν πώς ήταν έτοιμοι να πιστέψουν και να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους για το Χριστό. Ο έπαρχος πρόσταξε να θανατώσουν όσους είχαν πριν λίγο ομολογήσει πίστη στο Χριστό.
Ο Ολύβριος, για να προλάβει μεγαλύτερο κακό για τους ειδωλολάτρες, διέλυσε το δικαστήριο και προσποιήθηκε ότι δίνει εντολή να μεταφέρουν την αγία Μαρίνα και πάλι στη φυλακή. Στην ουσία όμως, έδωσε μυστικά προσταγή στον επικεφαλής της φρουράς να πάρουν την καλλιπάρθενο μεγαλομάρτυρα και να την αποκεφαλίσουν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί η αγία, αφού προσευχήθηκε για τελευταία φορά πάνω στη γη, έσκυψε και το ξίφος του δημίου «ἐκκόψαν τήν κεφαλήν της, περιέβαλεν αὐτήν μέ τόν ἀδαμάντινον στέφανον τοῦ μαρτυρίου».

Τα ιερά λείψανά της
Μετά τον διά του ξίφους θάνατο της οι χριστιανοί παρέλαβαν κρυφά το τίμιο λείψανο και το ενταφίασαν με τιμές πού αρμόζουν στους μάρτυρες της πίστεως.
Άγνωστο πότε ακριβώς μετακομίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, εφόσον είναι αληθινή η πληροφορία ότι το έτος 1230 σταυροφόροι της Δύσεως μετέφεραν τα λείψανα αυτά από την πρωτεύουσα του Βυζαντίου στη Βενετία, γεγονός πού οι Ρωμαιοκαθολικοί γιορτάζουν στις 17 Ιουλίου (ημέρα μνήμης της μεγαλομάρτυρος και για μας τους Ορθοδόξους).

Η καλλιπάρθενος αγία Μαρίνα θεωρείται προστάτης των παιδιών και μάλιστα ειδική για τη θεραπεία όσων απ’ αυτά είναι άρρωστα και καχεκτικά.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον. Γερασίμου.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγω Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπίγειων τήν σχέσιν πάσαν κατέλιπες, καί ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος, τόν γάρ ἀόρατον ἐχθρόν, κατεπάτησας στερρῶς, ὀφθέντα σοί Ἀθληφόρε. Καί νῦν πηγάζεις τῷ κόσμω, τῶν ἰαμάτων χαρίσματα.

Για τον Παρακλητικό Κανώνa της Αγίας Μαρίνας της Μεγαλομάρτυρος πατήστε εδώ 

12 Ιουλίου 2015

Ο Μοναχός Παϊσιος Αγιορείτης κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης

Ο Μοναχός Παΐσιος Αγιορείτης (Αρσένιος Εζνεπίδης, 25 Ιουλίου 1924-12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας μοναχός που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Παιδική ηλικία
Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας[1], στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Εφηβικά χρόνια και ο στρατός
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως "Ασυρματιστή του Θεού". Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι "ασυρματιστές του Θεού", εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949. 
Μοναστικός Βίος 
Τα πρώτα χρόνια 
Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε δια 
Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του. 
Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα. 
Επιστροφή στο Άγιο Όρος 
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. 
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματούχο μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα. Ο άγιος αυτός γέροντας ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού. Κοιμήθηκε το 1968. Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ τον γέροντά του και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι'αυτόν. Έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνος για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία και του ίδιου πριν πεθάνει. 
Στην Παναγούδα 
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία. 
Οι ασθένειες του Γέροντα 
Το ιστορικό 
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του. 
Το τέλος της ζωής του
Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Γέροντας Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται. 
Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει. 
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών. 
…………………………… 
Το συναπάντημα με την αρκούδα στην Κόνιτσα 
Ο Γέροντας βρισκόταν κάποτε στο μοναστήρι, στην Κόνιτσα. Ήταν χειμώνας κι είχε χιόνι. Κάποια μέρα, ξημερώματα, βάδιζε μέσα στο δάσος και πήγαινε να ξελειτουργήσει (να βοηθήσει τον ιερέα στην τέλεση της θείας λειτουργίας) έναν ιερέα. Καθώς περπατούσε μέσα στο χιόνι, σ’ ένα στενό μονοπάτι, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια αρκούδα, που ερχόταν προς αυτόν. 
Όταν η αρκούδα έφτασε κοντά στο Γέροντα, εκείνος έβγαλε από τον ντορβά του ένα από τα δύο πρόσφορα, που μετέφερε, άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της αρκούδας και της το πρόσφερε. Η αρκούδα το πήρε, έβαλε μετάνοια στο Γέροντα, γύρισε πίσω και έφυγε! 
Όταν πια βρισκόταν στο κελί της Παναγούδας στην Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, κάποιος που είχε ακούσει το γεγονός πήγε και τον ρώτησε, αν είναι αλήθεια. Κι εκείνος του απάντησε: 
- Βρε, ευλογημένε, που να θυμάμαι εγώ από την Κόνιτσα! 
Του είπε ο προσκυνητής: 
- Ε, Γέροντα, είναι δυνατόν να σου συνέβη τέτοιο πράγμα και να μη το θυμάσαι; 
Κι ο Γέροντας: 
-Βρε, ευλογημένε! Ε, άμα πείναγε η αρκούδα, δεν θα έπαιρνε το πρόσφορο;