ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

8 Δεκεμβρίου 2015

Τα Λαλάγκια- Χριστουγεννιάτικο διήγημα !

Τ Α  Λ Α Λ Α Γ Κ Ι Α


— Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Την καρδιά μου σπάραξε!
Η μάνα με την ψυχοπαίδα, δεν είχαν πάρει μεσάνυχτα ακόμη, κ' ήταν ξύπνιες. Εσηκώθηκαν, έβαλαν φωτιά, κι άρχισαν να ψήνουν τα λαλάγκια. Μας πήρε η τσίκνα του λαδιού, που τίκλωσε μέσα το σπίτι. Ακούσαμε και το τσιτσίρισμα του τηγανιού στη φωτογωνιά. Επεταχτήκαμ' από τα στρώματα κ' εμείς τα παιδιά. Ετριγυρίσαμε τη φωτογωνιά γύρω ολόχαρα. Ακαρτερούσαμε λαίμαργα, να ψήση η μάνα τα λαλάγκια, να μας ρίξη κανένα.
— Δεν κάνει, μας έλεγε η μάνα, να κάμετε αρχή, πριν αποψηθούν όλα. Δεν το θέλει κι ο Χριστούλης μας!
Οι ξερές οι λιοπυρίνες ελαμπάδωναν τώρα στη φωτογωνιά, που κάθε τόσο επαραγέμιζε το τζάκι η ψυχοπαίδα. Εξερότριζαν τα σπασμένα λιοκούκουτσα κάτουθε στη σιδεροστιά. Εψιψίριζε, εχόχλαζε μες το βαθουλό τηγάνι το φρέσκο ταγουρόλαδο, ξεροψήνοντας ταφράτα φειδωτά λαλάγκια.  ξερογλυφόμαστε εμείς, τρίβοντας με τα δυο χέρια τα μάτια. Όχι τόσο από τον πυκνό τον καπνό, όσο από την παιδιακήσια μας λιχουδιά. Η μάνα ανακάταιβε το τηγάνι με ταδράχτι. Μας εξάνοιγε καθετόσο μες απ τον καπνό, κ' εχαμογελούσε. Γύριζε πάλι και μας έλεγε χαϊδεφτά,
— Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης μας;
Χαλασμός κόσμου έξω. Εμούγκριζε κάτω δαιμονισμένη η θάλασα. Εκύλαε με διαβολική βουή βουνά θεώρατα τα κύματά της, κ' επάλεβε με τις Τίκλας  τα σιδερένια καταγιάλια. Τα θυμωμένα κύματα, όπως πάντα σε τέτοιες θαλασσοταραχές, εμούγκριζαν κ' εξεθύμαιναν τον οργισμένον τον αφρό τους κάτω στου σπιτιού τα θεμέλια. Φορές φορές, ύστερα από τη βουή που εκύλαε σπορίζοντας το κάθε κύμα, ενιώθαμε να τραντάζη ολόβολο το σπίτι κάτου από τα πόδια μας.
Απάνουθε πάλι ο Ταΰγετος εκατέβαζε κύματα τ' ανεμόχολο. Ετάραζαν τα γιαλιά στα παράθυρα. Εκουφοσφύριζε ο άνεμος στα κλαδιά της μεγάλης μουριάς. Εβογκούσε κ' εγύρεβε να ξεριζώση τις τζαμόπορτες της μπασιάς. Δυο τρία κεραμίδια ξεκόλησαν απάνουθε, κ' επλατάγησαν κάτου στο δρόμο. Μια γλάστρα από την ταράτσα ετινάχτηκε στης αβλής τις πλάκες. Η στέγη απάνου εχοροπηδούσε σαν τρελή. Η καπνοδόχη εκατέβαζε ολοένα τον άνεμο. Έπεφτε κάτου, εσκόρπιζε τις στάχτες, ανέμιζε τον καπνό, τον εστρυφογύριζε μέσα τις κάμαρες, τον ελίχνιζε κ' ετίκλωνε όλο το σπίτι. Οι φλόγες του λυχναριού ελύγιζαν πέρα δώθε, κ' εξεχώριζαν σε διπλές γλώσες γλυκοπράσινες.
Η μάνα περίχαρη και γελαστή, — τι μέρα ξημέρωνε αλήθεια! — ανακάτωνε τα λαλάγκια με τ αδράχτι, να ξεροψηθούν. Κόκινη κόκινη, φουντωμένη, με ροδισμένο το πρόσωπο από τη φωτιά, μας ξάνοιγε μες απ τον καπνό που σήκωναν οι λιοπυρίνες κ' εχαμογελούσε. Έγερνε, μας έβλεπε με μάτια πλημυρισμέν' αγάπη· μας εξανάλεγε χαϊδεφτά,
— Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης;
— Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Μου τήνε σπάραξε την καρδιά!
Το μικρό τ αδερφάκι ήταν ξεπεταμένο λίγο μα ήταν και μωρουδάκι ακόμα. Ήθελε να χαζέβη δώθε κείθε μέσα το σπίτι, και τ αφίναμ' ελέφτερο. Σαν είδε που ξυπνήσαμ' εμείς, του είπε ο άγγελός του εξύπνησε κι αφτό. Είδε που λείπαμ' εμείς από το στρώμα. Άκουσε και το κακό που γινόταν έξω. Έβαλε τις φωνές. — Μάνα μάνα· πού είσαστε ; μάνα; Επήγε η ψυχοπαίδα μας, που ν άκοβε το πόδι της κάλλιο· τόφερε κι αφτό. Το πήρε η μάνα, τόσφιξε στην αγκαλιά· «πουλάκι μου!», το φίλησε, τόβαλε στην ποδιά της. Άρχισε πάλι να ΄νακατώνη με τ΄αδράχτι τα λαλάγκια, να ξεροψήνωνται. Η ψυχοπαίδα ξεμπρατσαλωμένη ως τον αγκώνα, έπλαθε  μασούρια το ζυμάρι στην πινακωτή. Ύστερα έπιανε τις άκρες, τα δίπλωνε, τους έδινε διάφορα σχήματα, τα βύθιζε μες τ' αναβραστό το λάδι. Το μικρό την έβλεπε μανοιχτά μάτια την ψυχοπαίδα, να βυθίζη στο τηγάνι τα ωμά τα λαλάγκια, σα φείδια κουλουριασμένα κι άλλα σα σταβρουλάκια διπλά. Κάτι του φαινόταν ποιος ξέρει.
Η μάνα προσηλωμένη στ' ανακάτωμα, ούτε που τόβλεπε το παιδί στην ποδιά της. Άξαφνα φωνές, κακό· Παναγιά μου! τρομάρα μου! Χριστούλη μου! ξεφωνητά, ανακατοσούρα. Τα χάσαμ' εμείς τα παιδιά. Τρόμαξε κι ο πατέρας, πήδησε από το κρεβάτι· έτρεξε στη φωτογωνιά λαφιασμένος, δίχως παντούφλες.
Το μικρό τ αδερφάκι, εκατάλαβες, ήθελε να δοκιμάση το μωρό γιατί τάχα η ψυχοπαίδα εβύθιζε τα χέρια στο τηγάνι. Έδοσε μια, πριν το προφτάση η μάνα· άπλωσε απ την ποδιά της, εβύθισε το κατατρυφερό χεράκι του στ' ολόκαφτο το λάδι, που σίδερο νάταν θα τόψηνε.
Για τούτο κάθε χρόνο από τότε, τη νύχτα της παραμονής, μέσα στη μεγάλη μας χαρά που τέτοια μέρα ξημερώνει, θυμόμαστε κ' εκείνη τη βραδιά. Κι αν την ξεχάσουμε κανείς, μα της μανούλας η καρδιά δε λησμονά, τέτοιες λαχτάρες. Χαϊδέβει τα ΄λαφρά σημάδια της φωτιάς στ αγαπημένο χέρι του λεβέντη της, και μας θυμίζει πάντα·
— Τι βραδιά κ' εκείνη, Χριστούλη μου! Μου την έσκισε την καρδιά!
Δόξα νάχης που μου το φύλαξες!..

[1894].

Κ. Γ. ΠΑΣΑΓΙΑΝΗ
Μ ο σ κ ι έ ς
ΑΘΗΝΑ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ
1898

Δεν υπάρχουν σχόλια: