Φώναξαν δυο - τρεις φορές τα σχολιαρόπαιδα, τουρτουρίζοντας στην παγωνιά, έξω από την πλιθοκαλύβα της γριας - Μιχάλαινας. Είχαν φρεσκοκουρεμένα σύρριζα τα κεφάλια τους και οι ντρίλλινες* φορεσιές τους ήσαν μπαλωμένες και παστρικές. Στα χέρια τους κρατούσαν φλογέρες, καραμούζες και συρματένια τρίγωνα, για να λένε τα κάλαντα από κονάκι σε κονάκι, μαζεύοντας γλυκά, κοκκόσιες* και καμιά δραχμή, που τους έδιναν οι νοικοκυρές για τα «χρόνια πολλά». Κι εκείνα τραγούδαγαν ανέμελα με παραφωνίες και ξεφωνητά, πασχίζοντας αντάμα να διαδηλώσουν σ’ ολάκερη την πλάση το χαρμόσυνο άγγελμα της γέννησης του Σωτήρα του κόσμου.
–Να τα πούμε, θεια; Τη ρώτησε ένα πιτσιρίκι.
Εκείνη τα κοίταξε στοργικά, στυλώθηκε καλά στην πόρτα και φάνηκε πως αγνάντευε κατά πέρα μακριά, καθώς οι χειμωνιάτικες πεταλούδες κούρνιαζαν στ’ αχτένιστα κάτασπρα μαλλιά της. Ύστερα σφούγγισε με τις παλάμες τα βουρκωμένα μάτια της και ψέλισε:
–Όχι, παιδιά μου… Είμαι χαροκαμένη…
Σήκωσε τότε το κεφάλι ψηλά και κοίταξε την πλατιά μαύρη κορδέλα, που κρεμόταν πάνω από τα πορτόφυλλα, σαν να ’θελε να τη δείξει με το βλέμμα της στ’ άκακα κοπελούδια. Εκείνα αντίκρισαν δυο μεγάλα άσπρα γράμματα ραμμένα πάνω στην πένθιμη λουρίδα και νόγιασαν* πως θύμιζαν το όνομα του πεθαμένου άντρα της. Τήραξαν τη γριά σα να της γύρευαν συγχώρεση και ξεμάκριναν ντροπιασμένα.
–Συχώρα με, Χριστέ μου, είπε. Ο δικός σου ερχομός είναι η πιο τρανή χαρά στον κόσμο. Μονάχα τη χάρη σου απόμεινε να γιορτάσω…
Θα πέρναγε και τα φετινά Χριστούγεννα άχαρη και μονάχη, χωρίς να λειτουργηθεί και να μεταλάβει. Οι χωριανοί την λυπόνταν, που μαράζωνε η κακομοίρα, και πάσχιζαν να την κάνουν να ξεχάσει τον πόνο της με χίλιες - δυο παρηγοριές. Δεν κατάφερναν όμως τίποτα, ώσπου ο μπαρμπα-Βασίλης σκαρφίστηκε μια τρανή αποκοτιά. Τη μολόγησε σε δυο - τρεις άλλους και σαν εκείνοι συμφώνησαν, διάδωσαν σ’ ολάκερο το χωριό, πως τη χριστουγεννιάτικη νύχτα θα στέλνανε το ορφανό καλογεροπαίδι από το μοναστήρι, να χτυπήσει στη χαμοκέλα της γρια-Μιχάλαινας και θα ’λεγε πως τάχα είναι ο γιος της, που πήρε άδεια από το στρατό, για να γιορτάσει μαζί της τη χρονιάρα μέρα και θα ’φευγε πάλι σε λίγες μέρες. Έτσι σκόπευαν να την κάνουν να χαρεί και να γελάσουν λίγο τα μαραμένα χείλη της τούτες τις γιορτάρες μέρες.
Από τότες πέρασαν πολλά χρόνια, μα κείνο το σούρουπο δεν έσβησε ούτε στιγμή από την καρδιά της Μιχάλαινας. Ο πόλεμος θέριζε για πολύ καιρό τον τόπο με το θάνατο και την πείνα. Ώσπου μια μέρα οι χωριανοί στήσανε καρτέρι στο πέρασμα της χαράδρας και κάψανε κάμποσα εχθρικά αμάξια. Οι εχθροί τους εκδικήθηκαν, γκρεμίζοντας τα σχολειά και φουρκίζοντας τους παπάδες. Τότες πιάσανε και τον άντρα της Μιχάλαινας με κάμποσους άλλους νοματαίους και τους ανάκριναν για να προδώσουν. Κανένας όμως δεν έβγαλε απολογή και τους παράτησαν, αφού τους βασάνισαν μαρτυρικά.
–Ποιός ξέρει σε ποιά χαράδρα να σκοτώθηκε! Μπορεί και ν’ αργοπέθανε σε κάποιο φρικιαστικό στρατόπεδο…
–Έτσι δεν είναι, Σπύρο μου; Θα ’ρθεις! Δεν θά ’ρθεις; Έλα και μην αργείς. Δεν αντέχω άλλο, βλαστάρι μου…
Όλοι οι χωριανοί αρχίνησαν να πιστεύουν πως ξεκουτιάθηκε η γριά και παραλογάει μοναχή της. Μονάχα η Ζαφείρω τη συμπονούσε την καψερή· πήγαινε να της συγυρίσει το σπίτι κάθε παραμονή γιορτής και την παράστεκε στην αρρωστιά της.
–Να ’χεις την ευχή μου, κόρη μου, έλεγε η γριά. ¨Εγνοια σου κι όντας γυρίσει ο γιόκας μου, θα σε κάνω και νυφούλα…
-Τον αγαπούσα από παιδί το Σπύρο, γιαγιά, αποκρινόταν εκείνη για να της δίνει κουράγιο.
–Πω, πω! Τι να τα κάμω όλα τούτα, κόρη μου; έκανε η γριά.
–Τον έφτιαξα με τα χέρια μου το χαλβά. Να ’δεις τον πέτυχα; Της αποκρίθηκε εκείνη. Μπορεί νά ’ρθει και κανένας μουσαφίρης, να τον φιλέψεις – μέρα που ξημερώνει!…
Ύστερα της είπε, πως όταν χτύπαγε η καμπάνα, θα την έπαιρνε να πάνε αντάμα στην εκκλησιά, μα η γριά αρνήθηκε, πως δεν θ’ άντεχε σε τέτοια κούραση με τούτο το χιονιά.
–Τί κάνεις, μάνα;
–Έμπα μέσα, γιε μου. Θα πουντιάσεις, έκανε ’κείνη μέσα στο αναφιλητό της.
Μόλις απόσωσε το κλάμα, τον παρακάλεσε να ξεκαρφώσει από την πόρτα την πένθιμη κορδέλα του σπιτιού και του εξιστόρησε το χαμό του μακαρίτη. Έπειτα βγήκε στο δρόμο και κάλεσε τρία - τέσσερα παιδιά που διάβαιναν κατά την εκκλησιά· τους έβαλε στις χούφτες κάμποσα αβγά, μερικά κομμάτια χαλβά και μπόλικα ξερά μύγδαλα.
Και τα παιδιά, που είδαν τον ψηλόκορμο άντρα να ξεπροβάλει από μέσα, μάντεψαν τη χαρά της γρια-Μιχάλαινας κι αρχίνησαν ν’ αγουριόνται σαν ανήμερα θεριά, χτυπώντας ρυθμικά ένα σκουριασμένο τσίγκο, που ήταν στυλωμένος στο φράχτη του κήπου:
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου…».
Τα σκυλιά του χωριού ανταριάστηκαν κι οι χωριανοί συνάχτηκαν στην αυλή της Μιχάλαινας να συγχαρούν. Σε λίγο ξανάφανε και το καλογεροπαίδι πιλάλα στην πανώστρατα, μα ο μπαρμπα-Βασίλης, που έφτασε στη στιγμή, το αποπήρε:
–Πού γυρνάς, ρε όρνιο;
Εκείνο σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω απορημένα.
–Ήρθε ο Σπύρος, φώναξε ο Γιωργάκος από την πόρτα. Ο αληθινός Σπύρος… Νάτος, μέσα είναι. Ο πραγματικός γιος της Μιχάλαινας…
Το τραγούδημα κόντευε να τελειώσει κι ο Βαγγέλης της γειτόνισσας μπουμπούνισε δυο σμπάρα στον αέρα.
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει».
Είχε κιόλας ξημερώσει κι οι καμπάνες σήμαναν για δεύτερη φορά, που αντήχησαν πιο χαρμόσυνα τώρα σ’ ολάκερη τη χιονόσκεπη απλωσιά:
–Ντιν-ντάν… Ντιν-ντάν… Νταν - νταν…
_________________
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ντρίλλινες=από ευτελές ύφασμα, κοκκόσιες=καρποί οπωρικών, βελέσα=μεσοφούστανο, νόγιασαν=κατάλαβαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου