ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

23 Δεκεμβρίου 2013

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ-ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΑΙΝΑΣ.....ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΟΥΛΑΓΙΑΝΝΗ !



                                                                                                                                 

     –ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ, θείτσα; Να τα πούμε, θειά;

Φώναξαν δυο - τρεις φορές τα σχολιαρόπαιδα, τουρτουρίζοντας στην παγωνιά, έξω από την πλιθοκαλύβα της γριας - Μιχάλαινας. Είχαν φρεσκοκουρεμένα σύρριζα τα κεφάλια τους και οι ντρίλλινες* φορεσιές τους ήσαν μπαλωμένες και παστρικές. Στα χέρια τους κρατούσαν φλογέρες, καραμούζες και συρματένια τρίγωνα, για να λένε τα κάλαντα από κονάκι σε κονάκι, μαζεύοντας γλυκά, κοκκόσιες* και καμιά δραχμή, που τους έδιναν οι νοικοκυρές για τα «χρόνια πολλά». Κι εκείνα τραγούδαγαν ανέμελα με παραφωνίες και ξεφωνητά, πασχίζοντας αντάμα να διαδηλώσουν σ’ ολάκερη την πλάση το χαρμόσυνο άγγελμα της γέννησης του Σωτήρα του κόσμου.
Ο ουρανός ήταν ολόσκεπος με μουντά σύγνεφα κι ο ανάλαφρος αγέρας έστρωνε αριές νιφάδες στο κατάλευκο σεντόνι του χιονιού. Μα η χαμοκέλα της γρια-Μιχάλαινας ήταν αμπαρωμένη κι η αυλή της έρημη, λες και δεν ζούσε ψυχή εκεί μέσα. Ένα ζαγαρόσκυλο γάβγισε κάμποσες φορές και τα μαθητούδια αρχίνησαν να σιγοψιθυρίζουν, για να διαβούν στο παρακάτω σπίτι. Άνοιξε όμως η πόρτα και ξανάφανε η γριά με το μαύρο σάλι και την πλεχτή μαβιά βελέσα* της.
–Να τα πούμε, θεια; Τη ρώτησε ένα πιτσιρίκι.
Εκείνη τα κοίταξε στοργικά, στυλώθηκε καλά στην πόρτα και φάνηκε πως αγνάντευε κατά πέρα μακριά, καθώς οι χειμωνιάτικες πεταλούδες κούρνιαζαν στ’ αχτένιστα κάτασπρα μαλλιά της. Ύστερα σφούγγισε με τις παλάμες τα βουρκωμένα μάτια της και ψέλισε:
–Όχι, παιδιά μου… Είμαι χαροκαμένη…
Σήκωσε τότε το κεφάλι ψηλά και κοίταξε την πλατιά μαύρη κορδέλα, που κρεμόταν πάνω από τα πορτόφυλλα, σαν να ’θελε να τη δείξει με το βλέμμα της στ’ άκακα κοπελούδια. Εκείνα αντίκρισαν δυο μεγάλα άσπρα γράμματα ραμμένα πάνω στην πένθιμη λουρίδα και νόγιασαν* πως θύμιζαν το όνομα του πεθαμένου άντρα της. Τήραξαν τη γριά σα να της γύρευαν συγχώρεση και ξεμάκριναν ντροπιασμένα.
Εκείνη ξαναμπήκε μέσα κι αμπάρωσε την πόρτα. Ύστερα ζύγωσε στη γωνιά που είχε στήσει τα εικονίσματα και γονάτισε να προσευχηθεί.
–Συχώρα με, Χριστέ μου, είπε. Ο δικός σου ερχομός είναι η πιο τρανή χαρά στον κόσμο. Μονάχα τη χάρη σου απόμεινε να γιορτάσω…
Θα πέρναγε και τα φετινά Χριστούγεννα άχαρη και μονάχη, χωρίς να λειτουργηθεί και να μεταλάβει. Οι χωριανοί την λυπόνταν, που μαράζωνε η κακομοίρα, και πάσχιζαν να την κάνουν να ξεχάσει τον πόνο της με χίλιες - δυο παρηγοριές. Δεν κατάφερναν όμως τίποτα, ώσπου ο μπαρμπα-Βασίλης σκαρφίστηκε μια τρανή αποκοτιά. Τη μολόγησε σε δυο - τρεις άλλους και σαν εκείνοι συμφώνησαν, διάδωσαν σ’ ολάκερο το χωριό, πως τη χριστουγεννιάτικη νύχτα θα στέλνανε το ορφανό καλογεροπαίδι από το μοναστήρι, να χτυπήσει στη χαμοκέλα της γρια-Μιχάλαινας και θα ’λεγε πως τάχα είναι ο γιος της, που πήρε άδεια από το στρατό, για να γιορτάσει μαζί της τη χρονιάρα μέρα και θα ’φευγε πάλι σε λίγες μέρες. Έτσι σκόπευαν να την κάνουν να χαρεί και να γελάσουν λίγο τα μαραμένα χείλη της τούτες τις γιορτάρες μέρες.
Ορμήνεψαν τότε το καλογεροπαίδι και συμφώνησαν να μη τους ξεφύγει μιλιά, που θα ’βανε σε υπόνοια τη γριά. Εκείνη έβλεπε θαμπά πια και δεν θα τον αναγνώριζε. Σαν πετύχαινε η δουλειά, θα την σκάρωναν κάθε τρανή γιορτή από ’δω και πέρα…
 ***************
ΗΤΑΝ ΕΝΑ δειλινό που ο ήλιος έγερνε στη δύση του με περισσή χλωμάδα, όταν ήρθαν οι χωροφύλακες να πάρουν το μονάκριβο παιδί της Μιχάλαινας, για να πολεμήσει. Είχε και δεν είχε κλείσει τα είκοσι χρόνια του, σαν αγκάλιασε τους γονιούς του και τους φίλησε σε τούτη τη θλιβερή αυλή, για να μη ξαναγυρίσει.
Από τότες πέρασαν πολλά χρόνια, μα κείνο το σούρουπο δεν έσβησε ούτε στιγμή από την καρδιά της Μιχάλαινας. Ο πόλεμος θέριζε για πολύ καιρό τον τόπο με το θάνατο και την πείνα. Ώσπου μια μέρα οι χωριανοί στήσανε καρτέρι στο πέρασμα της χαράδρας και κάψανε κάμποσα εχθρικά αμάξια. Οι εχθροί τους εκδικήθηκαν, γκρεμίζοντας τα σχολειά και φουρκίζοντας τους παπάδες. Τότες πιάσανε και τον άντρα της Μιχάλαινας με κάμποσους άλλους νοματαίους και τους ανάκριναν για να προδώσουν. Κανένας όμως δεν έβγαλε απολογή και τους παράτησαν, αφού τους βασάνισαν μαρτυρικά.
Έπειτα από κάμποσο καιρό ο πόλεμος ξεμπέρδεψε κι οι κατακτητές άφησαν πια τη χώρα ρημαγμένη. Όσοι γλύτωσαν από την πολεμική κατάρα γύρισαν στα χωριά τους. Μα ο γιος της Μιχάλαινας δεν φάνηκε πουθενά. Και κάθε φορά που κάποιος χωριανός γύρναγε από το Μέτωπο, πήγαιναν όλοι να τον καλωσορίσουν και όταν τον ρωτούσαν για το γιο της Μιχάλαινας, δεν έφερνε καμιά είδηση κι αποκρινόταν:
–Ποιός ξέρει σε ποιά χαράδρα να σκοτώθηκε! Μπορεί και ν’ αργοπέθανε σε κάποιο φρικιαστικό στρατόπεδο…  
Ο γερο-Μιχάλης έλειωνε από τον καημό του και βαρεμένος από τις κακουχίες ξεψύχησε, με τη θλίψη χαραγμένη στο πρόσωπό του. Έτσι απόμεινε η Μιχάλαινα χήρα και γριά παντέρημη στον απάνω κόσμο. Χρόνια τώρα έβγαινε και καθόταν προσηλιακού στο κατώφλι του σπιτιού της, με τη μαντήλα ριγμένη στο μέτωπό της. Κι όταν κάποιος στρατοκόπος κοντοστεκόταν να τη χαιρετήσει, ανασκίρταγε από μια φευγαλέα ελπίδα για το γυρισμό του γιου της, ώσπου ξεδιάκρενε το διαβάτη και μαζωχνόταν παραπονεμένη. Εκεί την έβρισκε το σούρουπο και σαν ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, απλώνονταν γύρω της οι σκιές του φράχτη και των μυγδαλιών, σαν φαντάσματα που της θύμιζαν τον πικραμένο χωρισμό. Καμιά φορά θαρρούσε πως ο γιος της είχε σταθεί εκεί μπροστά της και την θωρούσε. Κι εκείνη σηκωνόταν αγάλι – αγάλι και σίμωνε ακουμπώντας στο μπαστούνι της, μα ξεγελιόταν κι έκανε πως έσκυφτε να πάρει κάτι, μαλάζοντας τη σκιά πάνω στο χώμα. Ύστερα κλεινόταν στη χαμοκέλα της και στεκόταν ώρες ολάκερες κάτω από τις δυο μεγάλες φωτογραφίες που ήσαν κρεμασμένες πάνω στον πλιθότοιχο. Και σαν αποξεχνιόταν, της φαινόταν πως τούτες οι ζωγραφιές ήσαν ζωντανές κι έπιανε κουβέντα μαζί τους.
–Σε ξέρω πού είσαι, έλεγε στον άντρα της. Δεν σε ξεχνώ. Φτιάχνω τα ψυχοσάββατα σπερνά κι αργότερα θά’ ρθω να σε βρω… Θέλω όμως να ιδώ πρώτα το γιο μας. Ποιός ξέρει τι του συμβαίνει κι αργεί. Εσύ που βιάστηκες να φύγεις!… Εγώ θα τον καρτερώ το Σπύρο μας…
Κι ο άντρας της την κοίταζε από τη φωτογραφία κατάματα, με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια του, χωρίς να της δίνει απάντηση, λες και φοβόταν μήπως την λυπήσει. Εκείνη έστρεφε τότες κατά το χαμογελαστό πρόσωπο του μοναχογιού της και τον παρακαλούσε:
–Έτσι δεν είναι, Σπύρο μου; Θα ’ρθεις! Δεν θά ’ρθεις; Έλα και μην αργείς. Δεν αντέχω άλλο, βλαστάρι μου…
Όλοι οι χωριανοί αρχίνησαν να πιστεύουν πως ξεκουτιάθηκε η γριά και παραλογάει μοναχή της. Μονάχα η Ζαφείρω τη συμπονούσε την καψερή· πήγαινε να της συγυρίσει το σπίτι κάθε παραμονή γιορτής και την παράστεκε στην αρρωστιά της.
–Να ’χεις την ευχή μου, κόρη μου, έλεγε η γριά. ¨Εγνοια σου κι όντας γυρίσει ο γιόκας μου, θα σε κάνω και νυφούλα…
   -Τον αγαπούσα από παιδί το Σπύρο, γιαγιά, αποκρινόταν εκείνη για να της δίνει κουράγιο.  
*****************
ΘΑ ΞΗΜΕΡΩΝΑΝ Χριστούγεννα κι είχε νυχτώσει για καλά, όταν πήγε η Ζαφείρω στη γρια-Μιχάλαινα ένα μαγειρεμένο κοτόπουλο κι ένα πιάτο γεμάτο χαλβά.
–Πω, πω! Τι να τα κάμω όλα τούτα, κόρη μου; έκανε η γριά.
–Τον έφτιαξα με τα χέρια μου το χαλβά. Να ’δεις τον πέτυχα; Της αποκρίθηκε εκείνη. Μπορεί νά ’ρθει και κανένας μουσαφίρης, να τον φιλέψεις – μέρα που ξημερώνει!…
Ύστερα της είπε, πως όταν χτύπαγε η καμπάνα, θα την έπαιρνε να πάνε αντάμα στην εκκλησιά, μα η γριά αρνήθηκε, πως δεν θ’ άντεχε σε τέτοια κούραση με τούτο το χιονιά.
Κι όταν έφυγε η Ζαφείρω, εκείνη δεν ξαπλώθηκε. Άναψε τη γυάλινη λάμπα του πετρελαίου, έβαλε ακόμη δυο κούτσουρα στο τζάκι, ξεκρέμασε τις φωτογραφίες από τον τοίχο και τις ακούμπησε ολόρθες πάνω στο τραπέζι. Έπειτα μοίρασε το φαγητό στα τρία κι έβαλε ένα πιάτο δικό της κι από ένα μπροστά στην κάθε φωτογραφία. Έπειτα έκατσε στο πλατύγυρο σκαμνί κι ακούμπησε στο τραπέζι, καρτερώντας να βαρέσουν τα σήμαντρα. Την ώρα που όλοι οι χωριανοί θα πήγαιναν στην εκκλησιά, εκείνη θα ’βγαινε στον κήπο και θα περίμενε να ξεπροβάλει το λαμπερό άστρο της Βηθλεέμ, για να προσευχηθεί. Λένε πως ξαναφαίνει τη στιγμή που γεννιέται ο Χριστός και χάνεται σαν αστραπή, που όποιος προλάβει και τού γυρέψει χάρη, γίνεται η πεθυμιά του. Μα καθώς τήραγε πότε τη μια και πότε την άλλη φωτογραφία, αποκοιμήθηκε άθελά της κι ονειριάστηκε· της φάνηκε πως οι φωτογραφίες ζωντάνεψαν κι έφαγαν όλο το φαγητό κι εκείνη από τη χαρά της έσφαξε την πιο παχιά πουλακίδα, να τους καλοκαρδίσει…
Χτύπησε η πρώτη καμπάνα κι ο σκύλος της Μιχάλαινας αρχίνησε να γαβγίζει τους περαστικούς. Εκείνη ξύπνησε από τα χτυπήματα στην πόρτα και τράβηξε ν’ ανοίξει. Ένας αχαμνός άντρας στεκόταν και τη θωρούσε σαν φάντασμα, χιονισμένος και μουσκεμένος. Ύστερα την αγκάλιασε με τα κοκαλιάρικα χέρια του, την έσφιξε και τη φίλησε, ψιθυρίζοντας δακρυσμένος:
–Τί κάνεις, μάνα;
–Έμπα μέσα, γιε μου. Θα πουντιάσεις, έκανε ’κείνη μέσα στο αναφιλητό της.
Μόλις απόσωσε το κλάμα, τον παρακάλεσε να ξεκαρφώσει από την πόρτα την πένθιμη κορδέλα του σπιτιού και του εξιστόρησε το χαμό του μακαρίτη. Έπειτα βγήκε στο δρόμο και κάλεσε τρία - τέσσερα παιδιά που διάβαιναν κατά την εκκλησιά· τους έβαλε στις χούφτες κάμποσα αβγά, μερικά κομμάτια χαλβά και μπόλικα ξερά μύγδαλα.
–Πέστε μας τα κάλαντα, τους είπε. Ολάκερα και δυνατά, ν’ ακουστούν στην άλλη άκρη του χωριού…
Και τα παιδιά, που είδαν τον ψηλόκορμο άντρα να ξεπροβάλει από μέσα, μάντεψαν τη χαρά της γρια-Μιχάλαινας κι αρχίνησαν ν’ αγουριόνται σαν ανήμερα θεριά, χτυπώντας ρυθμικά ένα σκουριασμένο τσίγκο, που ήταν στυλωμένος στο φράχτη του κήπου:
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου…».
Τα σκυλιά του χωριού ανταριάστηκαν κι οι χωριανοί συνάχτηκαν στην αυλή της Μιχάλαινας να συγχαρούν. Σε λίγο ξανάφανε και το καλογεροπαίδι πιλάλα στην πανώστρατα, μα ο μπαρμπα-Βασίλης, που έφτασε στη στιγμή, το αποπήρε:
–Πού γυρνάς, ρε όρνιο;
Εκείνο σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω απορημένα.
–Ήρθε ο Σπύρος, φώναξε ο Γιωργάκος από την πόρτα. Ο αληθινός Σπύρος… Νάτος, μέσα είναι. Ο πραγματικός γιος της Μιχάλαινας…
Το τραγούδημα κόντευε να τελειώσει κι ο Βαγγέλης της γειτόνισσας μπουμπούνισε δυο σμπάρα στον αέρα.
«…Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
   κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει».
Αργότερα ήρθε κι η Ζαφείρω, που βόηθησε τη γρια-Μιχάλαινα να φορέσει το γιορτινό της φουστάνι, της χτένισε τα άσπρα της μαλλιά κι όλοι μαζί ξεκίνησαν να λειτουργηθούν…
Είχε κιόλας ξημερώσει κι οι καμπάνες σήμαναν για δεύτερη φορά, που αντήχησαν πιο χαρμόσυνα τώρα σ’ ολάκερη τη χιονόσκεπη απλωσιά:

–Ντιν-ντάν… Ντιν-ντάν… Νταν - νταν…
_________________

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ντρίλλινες=από ευτελές ύφασμα, κοκκόσιες=καρποί οπωρικών, βελέσα=μεσοφούστανο, νόγιασαν=κατάλαβαν.

Σημείωση δική μου:
Ευχαριστώ θερμά τον συντοπίτη μου Αρεοπαγίτη ε.τ. κύριον Κωνσταντίνον Μουλαγιάννη (από του Λάλα Ηλείας) για την ευγένειά του να μου επιτρέψει να αναδημοσιεύσω και αυτό το λογοτεχνικό του αριστούργημα και για τα πολύ καλά του λόγια !
Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Μουλαγιάννη και σας ευχομαι καλά Χριστούγεννα !
 
Μετά τιμής
Ντινόπουλος Ιωάννης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: