21 Οκτωβρίου 2012
Τότε που ο κόσμος ηταν αλλοιώς !
Γράφει ο Ιωάννης Ντινόπουλος
...Ετσι πιωμένος που ήτανε, παιδεύτηκε πολύ ν΄ανοίξει την πόρτα..
Προσπάθησε πρώτα με το δεξί, μετά με το αριστερό, μετά κόλλησε το χέρι του κάθετα πάνω στην πόρτα, χτυπώντας την ελαφρά με τη γροθιά του και πάνω στο χέρι του ακούμπησε τώρα το ιδρωμένο του μέτωπο.
Είπε δυό- τρείς φορές "ωχ μανούλα μου" και άλλες πολλές "αχ ρε Σταυρούλα !"
Γνωστά και τα δυό επιφωνήματα που εκφράζουν "σωματικόν τε και ψυχικόν άλγος", όπως θά έλεγε και ο Γαρδίκας.
Το πρώτο συνοδεύεται από το "μάνα μου " ή "μανούλα μου", "μετ΄επικλήσεως βοηθείας" από την πανταχού παρούσα μάνα, ακόμη και στις ερωτικές δυσκολίες των παιδιών της...
Πόσες φορές δεν ακούστηκε από το στόμα της μάνας το:
"Σώπα παιδάκι μου, μην κάνεις έτσι, που θα μου πάθεις τίποτα για μια γυναίκα, λες και χαθήκανε οι γυναίκες !..Θα δείς που θα βρεθεί άλλη καλλίτερη !.. "
Το δεύτερο, το αχ, εκτός από πόνο, εμπεριέχει και παράπονο και απορία και δυσφορία. Βγήκε από τα χείλη όλων των ανδρών, όλες τις εποχές και συνοδεύτηκε από το όνομα όλων των γυναικών, χιλιάδες φορές !...
Ξαναπροσπάθησε και τούτη τη φορά στάθηκε τυχερός. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα με τόση χαρά, λές και κατήγαγε νίκη περιφανή !
Έσπρωξε την πόρτα με το τακούνι του, αλλά δεν υπολόγισε σωστά τη δύναμή του και η πόρτα έκλεισε πίσω του με πάταγο. Ο Τάσος σήκωσε τους ώμους και έσκυψε το κεφάλι δαγκώνοντας ταυτόχρονα τα χείλη του...Ήτανε μια μορφή απολογίας, ήτανε μια συγγνώμη για τους γειτόνους που αναστάτωσε...στη μία τη νύχτα..
Ψαχούλεψε στον τοίχο, βρήκε τους δυό διακόπτες και τσάκ το μικρό διαμέρισμα γέμισε φώς !!
Εκεί στο μικρό το χώλ υπήρχε ένας διθέσιος καναπές με ξύλινα μπράτσα και μπροστά του ένα τραπεζάκι σαλονιού που πάνω του ήτανε μια πλαστική γλάστρα με γύψο για να στηρίζει τα ψεύτικα λουλούδια που είχε μέσα...
Σαν τα λόγια της Σταυρούλας, σκέφτηκε...ψεύτικα !..
Στον τοίχο μια μικρή βιβλιοθήκη με καμιά τριανταριά βιβλία, άλλα όρθια και άλλα ξαπλωτά, γεμάτα σκόνη..Με τις σκοτούρες που το δέρνανε είχε πολύ καιρό να τ΄ανοίξει..
Προχώρησε στο κυρίως δωμάτιο, που ήτανε και κρεβατοκάμαρα και σαλόνι και τραπεζαρία..
Είχε ένα καλό μονό κρεβάτι με κομοδίνο, μια ντουλάπα πλαστική που τη στήριζε μεταλικός σκελετός και άνοιγε με φερμουάρ, ένα τραπέζι από φορμάϊκα με κάτι γαλάζια κεντίδια και μεταλικά πόδια χιαστί και δυό καρέκλες καφενείου, ψάθινες. Σε μια γωνιά ένα έπιπλο με τρία-τέσσερα κομμάτια στερεοφωνικού συγκροτήματος και δίπλα δυό μεγάλα καφέ ηχεία..
Τώρα τελευταία, το βάζει συνέχεια και ακούει Μαίρη Λίντα..
Στόν τοίχο το πορτραίτο μιας όμορφης νέας γυναίκας με μαύρα μακριά μαλλιά, μεγάλα μάτια και μεγάλα στήθια...
Μόνο η καρδιά της ήτανε μικρή...
Ο Τάσος την κύτταξε για λίγο και ξαναείπε: Αχ ρε Σταυρούλα ! !
Έβγαλε τα παπούτσια με δυσκολία και στην προσπάθειά του να βγάλει το παντελόνι κόντεψε να πέσει και άρχισε τα "γαλλικά", Σορβόννης παρακαλώ, διανθισμένα με σεξουαλικές προστακτικές...
Έβγαλε τελικά το παντελόνι και το κρέμασε πάνω στην πλάτη της καρέκλας. Από πάνω από το πανελόνι "φόρεσε" το πουκάμισο και έπεσε λιώμα στο κρεβάτι, που γύριζε γύρω-γύρω, μαζί με το ταβάνι !
Άπλωσε το χέρι του και έκλεισε και τους δυό διακόπτες επιστροφής που ήσαντε δίπλα στο κομοδίνο του.
Η γκαρσονιέρα, όμως, ήτανε ισόγεια υπερυψωμένη και από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας έμπαινε φως κάθε φορά που έστριβε αυτοκίνητο στη γωνία.
Το φως έγλυφε τους τοίχους και ξανάβγαινε, μέχρι να στρίψει το επόμενο...
Και κάθε φορά που έμπαινε φως πέρναγε πάνω από το κάδρο και χάϊδευε το πρόσωπο της Σταυρούλας, που τον έκανε να κρατάει τα μάτια ανοιχτά μέχρι να στρίψει το επόμενο αυτοκίνητο...και κάθε φορά της μιλούσε..και της σιγοτραγουδούσε και της παραπονιότανε...
Και ξαφνικά την έχασε, κάποιο εμπόδιο μπήκε μπροστά της...
...όχι-όχι δεν έφταιγε το μεθύσι του, κάποιος του σκίαζε τη Σταυρούλα του...
Ήτανε ένας ψηλός άντρας με μούσι και μακρυά μαλλιά. Τον είδε καθαρά με τα φώτα του αυτοκινήτου που έστριψε τώρα. Φορούσε τζίν παντελόνι και πουκάμισο με μεγάλους γιακκάδες...
-Ποιός είσαι συ ρε φίλε και πως μπήκες μέσα; τον ρώτησε ο Τάσος, χωρίς να φοβηθεί και χωρίς να πάρει απάντηση !
Μεθυσμένος, άφραγκος, ερωτευμένος και προδομένος, τι να φοβηθεί...
-Φίλε, αν μπήκες για λεφτά, μπήκες σε λάθος σπίτι...ξαναείπε ο Τάσος. Δεν υπάρχει μία...
Ο ψηλός άναψε ένα φακό που κρατούσε στο χέρι του και κατευθύνθηκε προς τα ρούχα του Τάσου στην καρέκλα..
-Σου είπα, φίλε, ότι δεν υπάρχει μία και αν ψάχνεις για το κατοστάρικο που είχα χθές, το ήπια κρασί για κείνη, στο λόγο μου στο λέω...
..και είναι αυτή που "κρέμεται" στον τοίχο, και είναι το μόνο που αξίζει εδώ μέσα...αλλά πάρτην σε παρακαλώ γιατί τη βλέπω και πονάω, μ΄ακούς φίλε;
Ο ψηλός του έριξε το φακό στα μάτια και μετά τον έστριψε κατά το κάδρο...ενώ ο Τάσος συνέχιζε το παραλήρημά του...
Πάντως, αν τη δείς πουθενά φίλε, πες της ότι την αγαπάω ακόμα κι ας με έχει πονέσει τόσο...
Αλήθεια, φίλε, σε έχει πονέσει εσένα γυναίκα; σε έχει ξεφτυλίσει και εσύ να συνεχίζεις να την αγαπάς;
Έχεις αδειάσει ποτέ, φίλε, την ψυχή σου στα πόδια μιας γυναίκας, όπως αδειάζει το φορτηγό την άμμο με ανατροπή-καλά το είπα, με ανατροπή φίλε-μπροστά σε νεοαναγειρόμενη οικοδομή; Και αντί αυτή να ψάξει για τους κόκκους χρυσού που έχει η άμμος, η ψυχή μας ήθελα να πω φίλε και η δική μου και η δική σου, ναι και η δική σου, η κυρία να κλωτσά την άμμο προς τα σιφώνια του δρόμου; ! Τι την κλωτσάς κυρία μου την άμμο; τι την κλωτσάς την ψυχή; !
Γι αυτό σου λέω φίλε, δεν παλεύονται οι γυναίκες ...και αν έχεις τσιγάρα, άσε μου κανα δυό, σε παρακαλώ, γιατί ούτε τσιγάρο δεν έχω, τ΄ακούς φίλε; ούτε τσιγάρο! Η φωνή του Τάσου άρχισε να τρέμει από συγκίνηση γιατί εκείνη τη στιγμή του ΄ρθανε τα πικρά της λόγια στο νου και του τρουπήσανε το μελίγγι ...του΄ρθε και εκείνο το κρασί με το μπαγιάτικο μεζέ στο στόμα και έφυγε τρεκλίζοντας για την τουαλέτα...
Εκεί έβγαλε τ΄αντερά του, είπε πάλι ωχ μανούλα μου...
Ναί, και αχ ρε Σταυρούλα είπε, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, πήρε την πετσέτα στα χέρια του και γύρισε πάλι τρεκλίζοντας στο κρεβάτι του, όπου και σωριάστηκε, ανίκανος πλέον ούτε να σκεφτεί....
*******************************
Θα είχε ανέβει ο ήλιος τρείς οργιές τ΄αψήλου, πού 'λεγε η γιαγιά μου, όταν ξύπνησε ο Τάσος την άλλη μέρα...Στη αρχή ένοιωθε σα χειρουργημένος στο χώρο ανάνηψης...μέχρι να λειτουργήσει η ακετυλοχολίνη και να εξασφαλίσει συνειδητότητα...
Ανακάθησε στο κρεβάτι, ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατά του και με τις παλάμες του έπιασε το κεφάλι του που πήγαινε είκοσι οκάδες...
Θυμήθηκε ότι χθές τα ήπιε πάλι για κείνη, και ότι γύρισε μεθυσμένος και άφραγκος στο σπίτι...και σήμερα Κυριακή, σκέφτεται πούθε θα ΄σάξει, που λένε στο χωριό μου...δηλαδή ποιά κατεύθυνση θα ακολουθήσει. Σε ποιό φίλο ή συγγενή θα πάει να φάει, ή να πιεί έναν καφέ ή να δανειστεί κανά δυό κατοστάρικα μέχρι το τέλος του μήνα που θα πληρωθεί. Η θα πάει στου κυρ -Κώστα, εκεί στην οδό Ολυμπίας, να φάει βερεσέ, ήτανε γνωστός και η φασολάδα έκανε δώδεκα δραχμές..αλλά για τσιγάρα;
Για τσιγάρα; για κάτσε ! κάτι θυμήθηκε από την απροσδόκητη νυχτερινή επίσκεψη και γύρισε να δεί αν υπάρχουν τα ρούχα του εκεί στην καρέκλα...
Ναί, εκεί ήσαντε, και αυτό που ασπρίζει πάνω στο τραπεζάκι τι είναι;
Σηκώθηκε και πλησίασε το τραπεζάκι από φορμάϊκα με τα μεταλικά χιαστί πόδια...
Πάνω του, δίπλα στα κεντίδια τα γαλάζια, ένα πακέτο καρέλια κασετίνα...
Ο Τάσος το πήρε στα χέρια του, ήτανε σχεδόν γεμάτο, δυό-τρία τσιγάρα λείπανε από μέσα...
..και από κάτω από το πακέτο ήτανε ένα χιλιάρικο διπλωμένο στα δύο...
Ο Τάσος κρατούσε για αρκετά λεπτά με το ένα χέρι το πακέτο και με το αλλο το χιλιάρικο...
...και εκεί βουρκωμένος-κυττάζοντας τη Σταυρούλα- ψιθύρισε:
Σ΄ευχαριστώ ρε φίλε ! Σε ευχαριστώ !...
Ήσαντε τα "δώρα του νυχτερινού του επισκέπτη", που μπήκε στο σπίτι του να τον κλέψει...και τον βρήκε σε κακά χάλια...
...εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του΄70...
...τότε που οι άνθρωποι ήσαντ' αλλοιώς...
Ντινόπουλος Ιωάννης
(Δικαιώματα κατοχυρωμένα)
Labels:
Διηγήματα Ντινόπουλου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
7 σχόλια:
Τι όμορφα που γράφεις!
Γιατί δεν μας χαρίζεις γραπτά σου συχνότερα??
Αχ! αυτές οι γυναίκες πόσες αρσενικές καρδιές έχουν τσαλακώσει!
Περιμένω συνέχεια δεν μπορεί να μπήκε κλέφτης και του άφηκε τσιγάρα και λεφτά κάτι άλλο τρέχει...
Τα θαλασσινά μου για καλή εβδομάδα!
ΥΓ.Στο προηγούμενο βαρέθηκα να δώσω στοιχεία!
Αργω να περασω μερικες φορες απο το σπιτικο σου αλλα δεν ξεχνω ποτε να ερθω να μαθω νεα απο τους μπλοκοφιλους!!!!Να εισαι παντα καλα και καλη εβδομαδα να εχεις με υγεια.
Πολυ ομορφο το κειμενο!!!!Συγχαρητηρια.
...Πολύ ανθρώπινο, με γραφή που ταξιδεύει τη σκέψη και τα συναισθήματα ! Η "πένα" σου σηματοδοτεί πάντα κάτι γόνιμο με εργαλείο τη γλώσσα, το υφος και την αφοπλιστική ιστορία ! Ειδικά αυτό το αφήγημα ειναι ιστορία ζωής που την αναδεικνύει η τέχνη και εν
προκειμένω εισαι ο δημιουργός !..
Γειά σου Ελένη !
Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια !
Θα γράφω συχνότερα, στο υπόσχομαι.
Καλή σου μέρα !
Γειά σου φίλε Σκρουτζάκο !
Με τιμά και η φιλία σου και η επίσκεψή σου !
Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, να εισαι πάντα καλά !
Καλή σου μέρα !
Βασιλική μου !
Σε ευχαριστώ θερμά !
Να εισαι πάντα καλά !
Πόσο με τιμά και η δική σου παρουσία και φιλία..
και τα γλυκά σου λόγια !!!
Καλή σου μέρα !
Δε θα σας πω ότι το κείμενό σας μου άρεσε ή τι μου άρεσε περισσότερο, μιας και θα ήταν περιττό. Δεν θα σας αναφέρω αν το αγάπησα και σε ποιο βαθμό. Θα σας θυμήσω ότι το είχα ακούσει σε ένα από τα σχεδιάσματά του -κι έτσι θα δηλώσω το πόσο τυχερή είμαι που γνωρίζω τον δημιουργό του- κι ότι εκείνο το προσχέδιο ήταν τόσο όμορφο, όσο και το τελικό κείμενο. Η γραφή σας: μαγική, μαγευτική και ταξιδιάρικη, ενώ τα ταξίδια της βρίσκουν πάντα μια Ιθάκη στις ψυχές αυτών που επιλέγουν να τα ακολουθήσουν. Να είστε πάντα καλά και με τόσο υπέροχες εμπνεύσεις, ώστε να μας οδηγείτε με το μαγικό ραβδί-τρόπο της πένας σας σε άλλες εποχές, σε εποχές "που οι άνθρωποι ήσαντ' αλλιώς" και να έχουμε οι αναγνώστες σας δώρα ενός νυχτερινού επισκέπτη.
Δημοσίευση σχολίου