ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

16 Απριλίου 2012

Η Λαμπρή !


Γράφει η Βάσω Ζανάκη- Καρατζά

Ακόμα και τώρα που τράνηνα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας ειναι ο Απρίλης,γιατί μικρή που ήμουνα στο σχολείο χαιρόμουνα για τις διακοπές, αλλά και γιατί σχεδόν πάντα ηταν ο μήνας της Λαμπρής. Θυμάμαι, θάμουν δε θάμουν 7-8 χρονών, εκείνη τη χρονιά που οι εικόνες της  μου εχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στο μυαλό. Τα δέντρα ολα ανθισμένα, τα κρίνα ολόλευκοι φρουροί στις γωνιές των κήπων, οι σπέντζες, οι μαργαρίτες και ολα τα άλλα αγριολούλουδα στα χωράφια ενα απλωμένο υπέροχο πολύχρωμο χαλί.
Θυμάμαι...παρέες-παρέες τα παιδιά αμολιόμαστε σε κήπους και χωράφια να μαζέψουμε λουλούδια και με γεμάτες αγκαλιές τα πηγαίναμε να στολίσουμε τον Επιτάφιο. Θυμάμαι τη μάννα μου, οταν άνοιξε λιγάκι ο καιρός άρχισε να συγυράει το σπίτι, ξεκάπνισε το τζάκι, καθάρισε το σταχτοφούρνι, έλιωσε χορίδι σε μια λάτα και με μια φουντωτή αγκλαβουτσιά για βούρτσα άσπρισε το χειμωνιάτικο και τη σάλα. Αυτό ηταν ολο-ολο το σπίτι μας συν μια μικρή καμαρούλα.
Θυμάμαι... η αδερφή μου η Γιαννούλα που είχε αναλάβει τη διακόσμηση, έφερε πιλαλώντας απο το μαγαζί του Θύμιου, ενα ρολό χαρτί για να το βάλουμε στον τοίχο. Μαζί με τη Γιαννούλα το ανοίξαμε, το τεντώσαμε και η μάννα μου αντί για κόλλα με λίγο ζυμάρι το κόλλησε στον τοίχο. Τι ωραίο φόντο ηταν αυτό; γεμάτο τριανράφυλλα, ομόρφυνε η σάλα.
-Ελα Βάσιω , λέει η Γιαννούλα, να κρεμάσουμε στη μέση τον καθρέφτη, αριστερά τη φωτογραφία του συγχωρεμένου του πατέρα, δεξιά της αδερφούλας μας που ειχε πάει στον Πύργο και πιό δίπλα τη λάμπα πετρελαίου με το ωραίο γυάλινο λαμπόγυαλο.
Θυμάμαι το κατάλευκο δαντελωτό τραπεζομάντηλο που απλώσαμε στο τραπέζι-το ειχε σιδερώσει η μάννα μου με το σίδερο με τα κάρβουνα-στη μέση βάλαμε το δίσκο με τα ρακοπότηρα και τη μποτίλια με το πίπερμαντ, το ειχαμε για να κεράσουμε κανα μουσαφίρη !
Θυμάμαι... στις δυό γωνιές τα μπαούλα, το ενα γεμάτο με υφαντά Μεσολογγίτικα σεντόνια και λευκά κεντήματα στο βελονάκι, ητανε σκεπασμένο με ωραίο χασέ μπαουλόπανο, στο αλλο είχαμε το γιούκο, κουβέρτες , μπατανίες, αντρομίδια καλοδιπλωμένα το ενα πάνω στο αλλο, φτάνανε μέχρι το πατερό, σκεπασμένο με ενα ριγέ σεντόνι.
Θυμάμαι ...τα σακκάκια, τα φορέματα και τις ρόμπες μας τα κρεμάγαμε στη μεσάντρα και τα σκεπάζαμε με ενα σκουτί να μην σκονίζονται. Στην άλλη μεριά δυό αμπάρια γεμάτα γεννήματα και άλλα τρόφιμα, σρωμένα με πολύχρωμα αντρομίδια, υφασμένα με τα χεράκια της μάννας μου στον αργαλειό, τα ειχαμε για να καθόμαστε απάνου.
Θυμάμαι ...την αδερφή μου τη Γιαννούλα να φέρνει ζαλωμένη κατσοπούρνια για το φούρνο, την ειχε προστάξει η μάννα μου.
Να φτιάξουμε κουραμπιέδες μωρή και αλλίμονό σας, αχρόνιαγα, αν τους κάμετε όπως μια χρονιά, η αδερφή σας η Νίκη που τους έτρωγε απο κάτω, τους ξεγούβωσε και θυμάμαι όταν πήγα να φιλέψω τη Ντίνα του Κουρμπέτη, μου διάλυσε στα χέρια, ντροπιάστηκα...
Θυμάμαι ...τη Μεγάλη Παρασκευή τον ουρανό συννεφιασμένο και το πένθιμο βάρεμα της καμπάνας. Ούλα τα τσορομπίλια πήγαμε τα λουλούδια για να στολίσουμε οι τσούπες τον Επιτάφιο. Βουρλιάζαμε τις μαργαρίτες με ψιλή βελόνα και κλωστή ρουκέλας, ενώ τα μεγαλύτερα αγριολούλουδα και τις βιολέτες με σαμαροβελόνες και κλωστή απο στρήμα. Και το βράδυ, στη περιφορά, με ενα κλεφτοφάναρο στο χέρι, το ιδιο που πηγαίναμε για μπομπόλια...θυμάμαι πως καμαρώναμε γιατί ειχαμε και εμείς προσφέρει.Περάσαμε απο ούλα τα σοκκάκια του χωριού και έβλεπες εξω απο κάθε σπίτι το κεραμύδι με το κάρβουνο και το λιβάνι να θυμιάζει. Πήγαμε και στο νεκροταφείο (ακούραστος ο παπα-Θόδωρος), και καθώς γυρνούσαμε-τη θυμάμαι καλά τούτη τη σκηνή-την πομπή ακολουθούσαν πολλές μα πάρα πολλές κωλοφωτιές, που αναβόσβηναν και χανόντουσαν μέσα το σκοτάδι κάτω στη Γουρουνίτσα.
Θυμάμαι...το Μ.Σάββατο, η μάννα μου η Μπότσαινα, κάθε χρόνο, ετοίμαζε τα πεσκέσια.Εστελνε οπου ειχε υποχρέωση, γιαούρτι, φρέσκο μαλακό τυρί, γάλα, αρνί κ.α. Ετσι την ημέρα εκείνη έκανα πολλά δρομολόγια, άλλοτε με τέσα στο χέρι, άλλοτε με καρδάρα και με αντάλλαγμα φίλεμα και καμιά κουταλιά ζάχαρη, καρύδια...Κάποια φορά, δεν μπορώ να θυμηθώ ποιός...μούδωσε ενα πενηντόλεφτο και αμέσως έτρεξα και αγόρασα  στράκα στρούκα. Την έσκασα και μου φάνηκε οτι πολέμησα και εγώ τον Τούρκο.
Να πάτε στου Κωλοβελένη τ΄αμπέλι να φέρετε μάραθο και χλωρή ρίγανη , για τη μαγειρίτσα, άϊντεστε, ξεκουμπιστείτε, φώναξε η μάννα μου. Κοτάγαμε να μην πάμε; λιγουρευόμαστε και τη μαγειρίτσα..
Θυμάμαι το βράδυ στην Ανάσταση, με το που ειπε ο παπα-Θόδωρος το "Χριστός Ανέστη", πράτ !!! για το σπίτι.(Δεν ειμαστε και οι μόνοι) δεν καρτεριόμουνα, πείναγα, με ειχε κόψει και η νηστεία.
-Μάννα βάλε μου να φάω, δεν κρατιέμαι, τρέχουν τα σάλια μου.
-Προφτάσου τσούπα μου να ρθούν και τα άλλα παιδιά, η Γιανούλα και ο Κώστας να φάμε ούλοι μαζί , χρονιάρα μέρα..
Θυμάμαι...τι μαγειρίτσα ηταν εκείνη; τι νοστημιά;  δύο βαθειά πιάτα κατέβασα, δεν χόρταινα με τίποτα..μετά βαρυστομάχιασα..
Ανήμερα τη Λαμπρή το απόγιομα πήγαμε στην ΑΓΑΠΗ. Ειχαν ερθει και πολλοί Αθηναίοι. Γιόμισε η πλατεία κόσμο, μικροί και μεγάλοι, ούλοι εκεί.
Θυμάμαι.. το θείο μου το Στάθη του Μαρίνη, το Νώντα, το Μίμη και τον Χρύσανθο του παπα-Θόδωρου, τα Μαρκο-Σωτηρόπουλα, τα Θωμόπουλα και πολλά αλλα παιδιά να τραγουδάνε και να χορεύουνε τραγούδια Αγάπης...
Απο το "Γορτυνιακό Λόγο"

Δεν υπάρχουν σχόλια: