Όταν έπεσαν τα Γιάννινα στα χέρια του Σουλτάν Μουράτ, κατά τα 1431, δηλαδή είκοσι δυο χρόνια πριν παρθεί η Πόλη, οι Χριστιανοί Γιαννιώτες, επειδή είχαν υποταχτεί θεληματικά στον Τούρκο, και συνθηκολογήσει μ’ αυτόν, διατήρησαν το προνόμιο να κάθονται στο Κάστρο, μαζί με τους παλιούς τους Εβραίους. Οι Τούρκοι, οι εφτά Φατήχηδες έχτισαν σπίτια έξω από την κεντρική θύρα του Κάστρου, όπου κατοικούσαν κι όσοι άλλοι Τούρκοι έρχονταν από τότε είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι, είτε ως στρατιωτικοί και μαζί μ’ αυτούς κι’ οι νέοι Εβραίοι κι’ όσοι άλλοι Χριστιανοί έρχονταν να εγκατασταθούν στα Γιάννινα, από ξένα μέρη, είτε από Ηπειρωτικά χωριά, γιατί δεν περίσσευε χώρος να χτίσουν σπίτια μέσα στο Κάστρο. Έτσι σχηματίστηκαν ξεχωριστοί συνοικισμοί, χώρια οι τούρκικοι, χώρια οι χριστιανικοί και χώρια οι εβραϊκοί κι’ οι γύφτικοι.
Μια από τες χριστιανικές συνοικίες, που είχαν χτιστεί τότε έξω από το Κάστρο, πριν διωχτούν απ’ εκεί οι χριστιανοί, ήταν κι η συνοικία του Πλιθοκοποιού. Εκεί κατά τα 1520 ζούσε μια φτωχή οικογένεια, απ’ έναν πατέρα, μια μάννα κι’ ένα παιδί, που λέγονταν Γιαννάκης. Είχαν το σπιτάκι τους κοντά στο σημερινό Γυμναστήριο, που σώζονταν ως τες ημέρες του πάππου μου, αλλ’ είναι τώρα χρόνια, που δεν μπόρεσε να το διατήρηση πλειο η χριστιανική ευσέβεια της συνοικίας, που το θεωρούσε ως κειμήλιο ιερό. Στα 1855 καταστράφηκε τέλεια, το μάχονταν από την μια την μεριά, ο τούρκικος φανατισμός κι’ από την άλλη εκείνοι που διατηρούσαν εκεί τα πλιθοκοποιά.
Λέγουν πως μια μέρα πιάστηκαν πεντέξι Τούρκοι εξ αιτίας του, μαχαιρώθηκαν και σκοτώθηκαν στην βρύση, που αφορμής από το γεγονός αυτό ωνομάστηκε «Κανλή Τσιεσμέ» ήτοι αιματωμένη βρύση, που οι Τουρκογιαννιώτες το παρέφθειραν σε «Καλούτσιανη», από την οποία βρύση πήρε τ’ όνομα όλη η συνοικία, που είχε αρχίσει να κατοικιέται, σωζόμενη ως τα σήμερα. Αυτός ο πολλαπλός φόνος συντάραξε τους Τουρκογιαννιώτες κι’ αποφάσισαν, κατόπιν ιερού φετβά να παραδώσουν τον Γιαννάκη ως ηθικόν αυτουργόν στον κατή για να τον καταδικάσει εις θάνατον. Αλλ’ η Μητρόπολη τον παρέλαβε νύχτα και κρυφά τον έκρυψε στο Μοναστήρι των Ασπραγέλων του Ντοβρά, για κάμποσον καιρό κι’ ύστερα τον έστειλε στον Πατριάρχη στην Πόλη. Ήταν τότε Πατριάρχης ο Ιερεμίας ο Ζιτσιώτης, ο οποίος τον σύστησε αμέσως σ’ έναν μεγάλον Χριστιανόν ράφτην, για να μάθη την τέχνη και να βγάζει το ψωμί του.
Μια μέρα πέρασε από το κατάστημα ο ιμάμης της συνοικίας και παράγγειλε έναν τζιουμπέ. Ύστερα από δυο-τρεις μέρες ράφτηκε ο τζιουμπές κι’ επιφορτίστηκε ο Γιαννάκης να τον πάγη στο σπίτι του ιμάμη, για να πάρει και την αξία του. Εκείνη την ώρα έλειπε ο ιμάμης στο τζιαμί και τον δέχτηκε η γυναίκα του η οποία, μόλις τον είδε, έμεινε εκστατική από την «ομορφιά του κι’ έβαλε κι’ αυτή με το νου της να τον κάνη γαμπρό στην μοναχοθυγατέρα της, την Ζουλέϊκα. Δίνοντας τον τζιουμπέ ο Γιαννάκης θέλησε να φύγει και να επιστρέψει στο ραφτάδικο, αλλ’ η ιμάμαινα τον κράτησε με γλυκά λόγια και με γλυκά κεράσματα: αρωματισμένο και χρωματισμένο σερμπέτι και ταούκ-γκιοξού. Σ’ αυτό απάνω έφτασε κι’ ο ιμάμης από το τζιαμί. Έλαβε τον τζιουμπέ, ευχαριστήθηκε και πλήρωσε την αξία του. Ο Γιαννάκης λαβόντας τα χρήματα του τζιουμπέ έφυγε τρεχάτος για το κατάστημα, αφήνοντας στον ιμάμη και στην ιμάμαινα την λάμψη και την γοητεία της ομορφιάς του. Η ιμάμαινα ανεκοίνωσε αμέσως την σκέψη πουχε συλλάβει για τον Γιαννάκη κι’ ο ιμάμης την έγκρινε.
- Βαλαχή! Είπε η ιμάμαινα στον άντρα της, είναι κρίμα νάναι ο Άγγελος αυτός του Αλλάχ γκιαούρης και να πάει στο Τζιεχενέμ η ψυχή του! Πρέπει να γένη μουσουλμάνος κι’ ύστερα θα τον κάνουμε παιδί μας στην Ζουλέϊκά μας…
- Να βρεις τρόπο να ξανάρθει αυτό το γκιαουρόπαιδο στο σπίτι μας κι’ εγώ θα τα καταφέρω!
- Είν’ εύκολος ο τρόπος. Είπ’ ο ιμάμης. Παραγγέλω στον αφεντικό του έναν χιρκά και τ’ αγγελόμορφο παιδί θα μου τον φέρει. Πε μου κι’ εμένα όμως για να ξέρω τι θα κάνη;…
- Να σου ειπώ… θάρθη ο Άγγελος μας με τον χιρκά. Θα τον μπάσω μέσα στον οντά της Ζουλέϊκας, σε λίγο θα μπει μέσα κι’ η Ζουλέϊκά κι’ ύστερα δυο μάρτυρες μουσουλμάνοι θα ιδούν να βγαίνουν από τον οντά ο Άγγελος μας κι’ η Ζουλέϊκά μας, με το πρόσωπο γυμνό, χωρίς τον φερετζιέ της. Οι μάρτυρες θα μαρτυρήσουν αυτό στον κατή, ο κατής θα πιστέψει την μαρτυρία τους, θα τον θεώρηση μουσουλμάνον κι’ εσύ ως ιμάμης θα διαταχτής να τον σουνετέψης.
- Βαλαχή! Πολύ καλά τα λες γυναίκα μου, αλλ’ αν δεν θελήσει;
- Είναι δυνατόν να μην θελήσει, όταν μάλιστα ιδή την Ζουλέϊκά μας; Αν όμως δεν θελήσει, τότε κάχρ ολσούν για να μην χαίρωνται οι γκιαούρηδες τέτοια ομορφιά!
Όπως σχεδίασε η ιμάμαινα έτσι κι’ έγιναν: Πέρασε ο ιμάμης από το ραφτάδικο που δούλευε ο Γιαννάκης και παρήγγειλε τον χιρκά. Ύστερα από δυο μέρες ο Γιαννάκης τον πήγε στο σπίτι του ιμάμη, τον έμπασε η ιμάμαινα στον οντά της Ζουλέϊκας, όπου μπήκε κι’ η Ζουλέϊκά χωρίς τον φερετζιέ της, ύστερα ο ιμάμης, η ιμάμαινα, η Ζουλέϊκά οι δυο μάρτυρες κι’ ο Γιαννάκης μπροστά στον κατή, διαδικασία και καταδίκη του Γιαννάκη εις θάνατον, αν δεν θελήσει να σουνευτή και να γένη μουσουλμάνος.
Ο Γιαννάκης διαμαρτυρήθηκε ότι είναι χριστιανός και δεν αλλάζει την χριστιανική του πίστη κι’ ο κατής διέταξε την προφυλάκιση του, με την κατηγορία ότι είχε σχέσες με μουσουλμάνα και ότι της είχεν υποσχεθεί να γένη μουσουλμάνος και να την συζευχθή.
- Μπεν χριστιάν ντογντούμ, βε χριστιάν ολετζιέηλε!
Την άλλη μέρα, άγια και Μεγάλη Παρασκευή, ήρθαν στην φυλακή ο ιμάμης με την γυναίκα του και με την θυγατέρα τους την Ζουλέϊκά και παρακαλούσαν με αληθινά δάκρυα τον Γιαννάκη ν’ αρνηθεί την πίστη του Χριστού και να γίνει Τούρκος, να γλυτώσει την ζωή του και ν’ απόλαψη όλα τ’ αγαθά του Κόσμου, δόξες και τιμές αλλ’ ο Γιαννάκης τους απαντούσε με ιερόν θυμόν κι’ ιερήν αγανάκτηση:
- Η πίστη του Χριστού μου είναι η αληθινή, η δική σας είναι ψεύτικη και πεθαίνω ευχαρίστως για τον Χριστό, που πέθανε σαν σήμερα απάνω στον Σταυρό για την σωτηρία του Κόσμου.
Έφυγαν βαρύθυμοι ο ιμάμης με την γυναίκα του και με την κόρη του και πήγαν και παρακάλεσαν τον κατή ν’ αναβάλει την εκτέλεση της θανατικής ποινής του Γιαννάκη για οχτώ μέρες και να διατάξη να μην τον τυραννούν ως εκείνην την ημέρα, με την ελπίδα ότι ενδέχονταν ν’ αλλάξει γνώμη και να γένονταν Τούρκος. Τον αγαπούσαν και τον συμπονούσαν αληθινά, αν κι’ αυτοί ήταν οι αίτιοι των βασάνων του και του επικείμενου θανάτου του. Και ποιος πατέρας και ποια μάννα δεν θα ήθελαν να κάνουν γαμπρό στην μοναχοθυγατέρα τους έναν επίγειον άγγελον, σαν τον Γιαννάκη;
Μόλις έλαβε τα πατριαρχικά δώρα ο Γιαννάκης, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του κι’ άρχισε να ψάλλει το «Χριστός ανέστη». Τόψαλλε με τέτοια ψυχική διάθεση κι’ ευχαρίστηση, που έκανε τους δήμιους του να εκπλαγούν για την αγγελική του φωνή και μην εννοώντας την γλώσσα μας, να τον παρακαλούν να το λέγει όσες φορές ήθελε την ημέρα και την νύχτα, γιατί δεν ήξεραν ότι εκείνο που νόμιζαν αυτοί ωραίο τραγούδι ήταν το πρώτο και το μεγάλο σάλπισμα της ανάστασης του Χριστού και της σωτηρίας του ανθρώπινου Γένους!
Ξημέρωσε κι’ η Παρασκευή της Πασκαλιάς!
Ο Γιαννάκης ετοιμάστηκε για να υποστεί την θανατική του καταδίκη, μην θέλοντας ν’ αρνηθεί τον Χριστόν του, με όσες δελεαστικές προτάσες τώστελναν στην φυλακή ο ιμάμης κι’ η ιμάμαινα κάθε μέρα. Την ορισμένη ώρα παρουσιάστηκαν εκεί, ο κατής, ο ιμάμης με την ιμάμαινα, οι δυο Τούρκοι μάρτυρες κι’ ένας παπάς των Πατριαρχείων με την θείαν κοινωνίαν για να μεταλάβει τον μελλοθάνατον μάρτυρα, αν θάμενε ως την τελευταία στιγμή σταθερός στην πίστη του Χριστού.
Στες φυλακές εκείνην την ιερήν στιγμήν επάλευαν ο Χριστιανισμός με τον Μωαμεθανισμόν, ο Ελληνισμός με τον Τουρκισμόν, η Εκκλησιά με το Τζιαμί, η Αδυναμία με την ισχυρή Βία, και το Φως της Ελευθερίας με το Σκότος της Δουλείας και της βαρβαρότητας !…
- Εξακολουθάς ν’ αρνιέσαι τον αληθινόν Προφήτην του Θεού Μωαμέτην;
Κι’ ο Γιαννάκης απάντησε θαρραλέος:
- Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα, τον υιόν του Ιησούν Χριστόν και το Άγιον Πνεύμα και σε κανέναν άλλον!
Ύστερα ο κατής στρεφόμενος προς τους δυο Τούρκους μαρτύρους, τους ερώτησε:
- Τον είδατε εσείς, με τα μάτια σας τον κατηγορούμενον, να βγαίνει απ’ αυτόν τον οντάν με την θυγατέρα του ιμάμη Ζουλέϊκαν, χωρίς να φοράει τον φερετζιέ της;
Κι’ οι μάρτυρες αποκρίθηκαν:
- Βαλλαχή! Μπιλιαχή! Τον είδαμε να βγαίνει από τον οντά, μαζί με την θυγατέρα του ιμάμη, χωρίς τον φερετζιέ της.
Τότε ο κατής είπε στον παπά του Πατριαρχείου, που περίμενε με το αρτοφόρι:
- Είναι δικός σας και κάνετε ό,τι ορίζει η ψευτοθρησκεία σας.
Ο παπάς πρόσφερε στον μελλοθάνατον κατάδικο την θείαν κοινωνίαν, σάρκα κι’ αίμα του Χριστού κι’ έψαλε κλαίοντας το «Μετά πνευμάτων δικαίων την ψυχήν του δούλου σου του Ιωάννου, Σώτερ, ανάπαυσον …»
Στην αυλή της φυλακής είχεν αναφτεί μια μεγάλη φωτιά. …
Έφεραν εκεί οι δήμιοι τον αγιασμένον νεομάρτυρα Γιαννάκη της συνοικίας του Πλιθοκοποιού του Γιαννίνου και τον έρριξαν απάνω στες φλόγες, ενώ αυτός έψαλε χαρούμενος:
- «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω, θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Ο παπάς γύρισε στο Πατριαρχείο περίχαρος για τον θρίαμβο και την νίκη της Χριστιανικής θρησκείας, κι’ ο κατής με τον ιμάμη, την ιμάμαινα και τους δυο μαρτύρους έφυγαν κατησχημένοι.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Χρήστου Χρηστοβασίλη «Γιαννιώτικα διηγήματα» των εκδόσεων Ροές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου