2 Δεκεμβρίου 2017
Ο Χειμώνας της γριάς...
Κουλουριασμένη η γριά Θυμιά στο παραγώνι της συνδαυλίζει τη ..στάχτη, ελπίζοντας πάντα πως θα ξεπεταχθεί καμιά γερή σπίθα, να δώσει φωτιά στο βρεμένο κούτσουρο που καπνίζει έτσι στημένο πούναι και μαυροκαπνισμένο στη γωνιά.
Όξω ο βοριάς λυσσομανάει και μέσα στη γυμνή της καμαρούλα έχει απλωθεί η παγωνιά. Κάθε λίγο και λιγάκι χουχουλάει η γριά Θυμιά τα παγωμένα δάχτυλά της και κουφαναστενάζοντας σιγολέει:
Για τους αφεντάδες είναι ο χειμώνας, πούχουν όλα τάγαθά τους, όχι για μας τους έρμους τους φτωχούς...
Και βγάζοντας αναστεναγμό βαθύτερο αναθυμάται τα δυό της τ΄αγόρια, το Σωκράτη και το Στάθη της εκεί ψηλά στο Μέτωπο , στη βαρυχειμωνιά της Μικρασίας, θα ξεπαγιάζουνε , ποιός ξέρει σε ποιά τρύπα γης χωμένα, σε ποια αχυρένια καλύβα από κάτω, σε ποιο ξέφωτο σκοποί, με το ντουφέκι στο χέρι...
Το λυχνάρι ,λιγοστό και ξεψυχισμένο φως σκορπώντας στην καμαρούλα, της πλακώνει περισσότερο την ψυχή κ΄η μισή κουβέρτα που την έχει ρίξει απάνω της, καταπαγωμένη κι αυτή, δεν την ζεσταίνει, όσο κι αν τη σφίγγει πάνω της.
Κι αποκοιμιέται η γριά Θυμιά, έτσι στο παραγώνι κουβαριασμένη και βλέπει-ο πεινασμένος καρβέλια ονειριάζεται- και βλέπει πως βρίσκεται σε μια πλούσια κρεβατοκάμαρα , καθισμένη δίπλα στη θερμάστρα κι αφηρημένη βλέποντας τη λαμπερή φωτιά, ξεχωρίζει τα μικρά καρβουνάκια που την αποτελούν και ηδονικά βυθίζει το βλέμμα της σ΄αυτό το φωτεινό σύνολο...
Και παραπέρα , σε μιαν απόμερη γωνιά , η γάτα της κουλουριασμένη πάνω στο παχύ χαλί , ροχαλίζει ήσυχα ήσυχα στο χάιδεμα κάποιων αναλαμπών που φτάνουν αμφίβολα ως εκεί και απαλά χρωματίζουν τ΄ολόλευκό της γουναρικό...
Και τα θωρεί τα καρβουνάκια έτσι ενωμένα τόνα κοντά στ΄ άλλο και βυθίζεται η σκέψη της σε ματωμένο πέλαγο, αφού δεν έχει καμιάν άλλη έγνοια να την τρώει και σφαλνάει ηδονικά τα μάτια της και ταξιδεύει με τη φαντασία της σε θρυλικά παραμυθένια παλάτια που κλείνουν το καθένα τους κ΄απο ένα ωραίο κι άτυχο βασιλόπουλο...
Μα ξαφνικά , πάνω στα ονειροτάξιδά της, ανοίγει διάπλατα η πόρτα , χωρίς να τρίξει καθόλου και μπαίνει μέσα μια ψηλή , κυπαρσσόκορμη γυναίκα στα ολόλευκα ντυμένη και τραβάει ολόϊσα στη θερμάστρα και πιάνει με τη χούφτα της τα καρβουνάκια , όλα, και τα ρίχνει στο λευκό της κόρφο και παίρνει και τις κουβέρτες και τα χαλιά, που στα χέρια της γίνονται αλαφριά σαν πούπουλο, τα ρίχνει στον ώμο της και γυρίζοντας να φύγει , σταματάει για μια στιγμή μπροστά στην κατάπληχτη γριά και της λέει με φωνή βαριά και αυστηρή: Είμαι η Δικαιοσύνη εγώ, η απόλυτη Δικαιοσύνη της ζωής και σηκώνω τη φωτιά σου να την πάω σε άλλες απόκληρες της μοίρας που δεν έχουν ούτ΄ένα καρβουνάκι να πυρώσουν τα παγωμένα χέρια τους και σηκώνω το χαλί σου και τις κουβέρτες σου να τις πάω σ΄άλλες , που δεν έχουν ούτ΄ένα παλιόρουχο να σκεπάσουν τα ξυλιασμένα από την παγωνιά κορμιά τους. Είμαι η Δικαιοσύνη εγώ κ΄έτσι έρχομαι σήμερα στον ύπνο σου για νάρθω σήμερα-αύριο ολοζώντανη και στον ξύπνιο σου.
Κ΄έφυγε , αθόρυβα και μεγαλόπρεπα, καθώς μπήκε..Και η γριά Θυμιά ανατρόμαξε από το όνειρο που είδε και άνοιξε τα μάτια της και ξαναβρέθηκε στη θεόγυμνη καμαρούλα της , κουλουριασμένη στο παραγώνι της , με το βρεμένο και μαυροκαπνισμένο κούτσουρο που είχε πάψει να καπνίζει...
Η γριά έκανε το σταυρό της με εγκαρτέρηση και σιγομουρμούρισε:
-Κυρά Δικαιοσύνη, πόθε θαν ταξιωθώ να σε δω και στον ξύπνιο μου;
Σημείωση δική μου:
Το κείμενο δακτυλογραφήθηκε από μένα.Το αντέγραψα απο το περιοδικό Νουμάς και απο την βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών .Φέρει υπογραφή Δ.Π.Τ. και γράφτηκε γύρω στο 1928.
Προσπάθησα να κρατήσω την ορθογραφία του συγγραφέα..
Ι.Β.Ν.
Η εικόνα είναι απο εδώ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου