9 Δεκεμβρίου 2017
Η ξύλινη Παναγιά-Χριστουγεννιάτικο !
Η ξύλινη Παναγιά
ι χωρικοί απόμειναν ασάλευτοι. Αυτός ο ήχος τούς θύμιζε κάτι ξεχωριστό, μα κανένας δεν μπορούσε να πει τι.
Όχι, δεν ήταν ο ήσυχος χτύπος της καμπάνας, πού καλούσε τους ανθρώπους για τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Ήταν ένα κάλεσμα σπασμωδικό, ακατάστατο, τρομαγμένο.
Κείνη την ώρα, οι άνθρωποι βρισκόντουσαν μέσα στα σπίτια, να ετοιμάσουνε και να ετοιμαστούνε για του Χριστού τη γέννηση. Έτσι, ο μεγάλος δρόμος κι η πλατεία ήταν έρημα.
— Το σήμαντρο! μουρμούρισε ο δήμαρχος του χωριού. Κάτι τρέχει!
Κι όσοι καταλάβανε πως ήτανε το σήμαντρο που χτυπούσε, είπανε το ίδιο: Κάτι τρέχει!
— Πρέπει να πάω..., συνέχισε ο Δήμαρχος.
Από τα σπίτια ξεπροβάλανε πρόσωπα ανήσυχα. Τι έγινε; Ποιος χτυπούσε το σήμαντρο;
Στο ήσυχο εκκλησάκι του χωριού, ο αντίλαλος ήτανε τρομερός. Ο γερο-καντηλανάφτης κρεμασμένος απάνω στο σκοινί, τραβούσε, τραβούσε σα δαιμονισμένος. Κοντά του στεκόταν ένας άγνωστος, που λες και μετρούσε ένα-ένα τα καμπανίσματα.
— Σταμάτα, γέρο, φώναξε ο Δήμαρχος... Σταμάτα και πες μου γιατί ξεσήκωσες ολόκληρο το χωριό.
Αλλά ο καντηλανάφτης δεν τον άκουσε.
Ο άγνωστος πλησίασε τον Δήμαρχο κι είπε:
— Είναι για τον τρελό, κύριε…
Ο Δήμαρχος ξαφνιάστηκε και τον κοίταξε επίμονα.
— Ποιόν τρελό; Μεθυσμένος είσαι, άνθρωπε;
Ο άλλος κούνησε το κεφάλι λυπημένος:
— Δε με γνωρίζετε, κύριε. Είμαι ο Μαρίνος, ο φύλακας του τρελοκομείου!
Το τρελοκομείο! Κάθε που τύχαινε να προσπεράσουν από κείνο το γκρίζο κτήριο, οι χωρικοί νοιώθανε την καρδιά τους να σφίγγεται από φόβο και λύπη. Η μάντρα του ξεχώριζε πέρα, στην άκρη τού χωριού, φυλάγοντας το κτήριο αποξενωμένο από τούς γνωστικούς. Οι άρρωστοι, όσοι δεν ήτανε επικίνδυνοι, σκαλίζανε το λαχανόκηπο, ποτίζανε τα λουλούδια με κινήσεις μηχανικές. Οι άλλοι, μένανε ολημερίς κλεισμένοι.
Ο Δήμαρχος χλώμιασε. Έκανε μια φανερή προσπάθεια να χαμογελάσει και ρώτησε:
— Και λοιπόν, τι έγινε; Έπιασε φωτιά εκεί;
— Όχι, κύριε, ένας άπ' αυτούς δραπέτευσε.
Έγινε σιωπή. Ο καντηλανάφτης άφησε το σήμαντρο να ησυχάσει.
— Καλά, είπε τέλος ο Δήμαρχος. Θα ειδοποιήσω τούς χωροφύλακες και τον τελάλη.
Έξω έκανε κρύο διαπεραστικό.
— Να μαζέψετε τους χωροφύλακες! είπε βιαστικά στον ενωμοτάρχη. Ένας τρελός το 'σκασε. Δεν ξέρω αν είναι επικίνδυνος. Ο,τι και να 'ναι, πρέπει να τον βρούμε.
Ο τελάλης μάδαγε πάνω στην ώρα τη γαλοπούλα του. Ξαφνιασμένη η γυναίκα του, έτρεξε να τον ειδοποίηση, ενώ ο Δήμαρχος καθότανε να γράψει το μήνυμα:
«Ειδοποιούμε τους κάτοικους, ότι απ' το τρελοκομείο ξέφυγε ένας άρρωστος. Προσέχετε τα παιδιά σας! Προσέχετε τα παιδιά σας! Οι άντρες να συγκεντρωθούνε στην εκκλησία, να βοηθήσουνε στη σύλληψη του».
Στην εκκλησία μαζεύτηκαν οι νέοι του χωριού. Άλλοι με τις τσουγκράνες τους κι άλλοι με ρόπαλα.
Η ώρα ήταν τέσσερις τ’ απόγεμα. Ο Δήμαρχος κάλεσε το Μαρίνο, το φύλακα του τρελοκομείου και του 'πε:
— Πάρε τους άντρες και τους χωροφύλακες και πηγαίνετε να βρείτε τον τρελό. Εγώ θα κρατήσω ένα χωροφύλακα για την ασφάλεια του χωριού.
Κι η ομάδα ξεκίνησε αργά μέσ' απ' τα χωράφια. Ξαφνικά, βήματα γρήγορα ακουστήκανε πίσω τους. Ο Μαρίνος, γύρισε να δει. Μια γυναίκα έτρεχε να τους φτάσει, κάνοντας μεγάλες χειρονομίες.
— Τι έπαθες, Ντούσαινα; ρώτησε ο φύλακας.
— Ο Γιάγκος μου! τραύλισε λαχανιασμένη. Δε γύρισε ακόμα...
— Από πού δε γύρισε;
— Είχε πάει να μαζέψει σκοίνα, έξω απ' το χωράφι. Πάνε τρεις ώρες τώρα που δεν τον είδε κανείς.
Ώστε ο Γιάγκος έλειπε! Τα πρόσωπα σκοτεινιάσανε. Τότε, έφτασε κι ο Στέλιος.
— Εσύ να γυρίσεις πίσω, τον σταμάτησε κάποιος. Είσαι μικρός ακόμα.
— Ο Γιάγκος είναι αδελφός μου, αποκρίθηκε τ’ αγόρι, κι ύστερα είμαι δεκαέξι χρονών.
Κανένας δε μίλησε πια. Οι άντρες χωρίστηκαν σε δύο σειρές. Κάθε τόσο φωνάζανε δυνατά το Γιάγκο, μα κανένας δεν τούς αποκρινότανε. Κι όλοι θυμόντουσαν το εννιάχρονο αγόρι, το Γιάγκο, που είχε χαθεί.
Για τον Πέτρακα, τον τρελό, κείνη η μέρα ήταν ευτυχισμένη. Πριν από χρόνια πολλά, τότε που ήτανε δεκαπέντε χρονών, ένα βαρίδι έπεσε στο κεφάλι του. Έξι μήνες έμεινε στο κρεβάτι. σα σηκώθηκε, είχε σωστά τα λογικά του, μόνο που κάθε τόσο πάθαινε κάτι περίεργες κρίσεις, επικίνδυνες. Τον βάλανε λοιπόν στην κλινική.
Τώρα ήτανε είκοσι χρονών. Κι όταν βγήκε στο περιβόλι της κλινικής κι είδε τον ήλιο τόσο μεγαλόπρεπο κείνη την ημέρα και τα χωράφια τόσο ατέλειωτα, δεν κρατήθηκε άλλο.
Ώ, τι ανεκτίμητο αγαθό είναι η ελευθερία!
Σαν έφτασε στο ποτάμι, στάθηκε.
Εκεί, ή ομορφιά ξεπέρναγε κάθε φαντασία. Έκοψε ένα κλαδί απ' το πεύκο και κάθησε κατάχαμα.
Ο Πέτρακας ήξερε να σκαλίζει το ξύλο, να του δίνει μορφή καλλιτεχνική. Τούτη η δουλειά του άρεσε και πάντα καταπιανότανε με δαύτην. Έβγαλε λοιπόν τον παλιό του σουγιά κι άρχισε να πελεκάει το κλαδί.
Ο Γιάγκος, πάλι, ήταν ένα ήσυχο αγόρι. Το άγνωστο όμως, του έκανε πάντα εντύπωση. Γι’ αυτό ξεμάκρυνε κείνη τη μέρα, θαυμάζοντας τη χειμωνιάτικη φύση. Ξάφνου, σκόνταψε. Γύρισε να δει. Ένας άνθρωπος καθισμένος κατάχαμα, τον κοιτούσε
Τέλος, ο άγνωστος χαμογέλασε και τον τράβηξε κοντά του. Αγαπούσε τα παιδιά, πολύ.
— Θέλεις να σου φτιάξω ένα καραβάκι; τον ρώτησε.
Κι εκείνο, ντροπαλό, αποκρίθηκε:
— Όχι, θέλω μια Παναγία!
Ο πρώτος χωροφύλακας απόμεινε παγωμένος. Έκανε να ξεθυλακώση το όπλο του, μα σα να μετάνοιωσε, άφησε το χέρι του να πέσει άδειο.
— Να 'τοι! ψιθύρισε,
— Ποιοι;
— Ο Γιάγκος κι ο άλλος, ο τρελός!
Γύρω του μαζεύτηκαν όλοι. τι θα γινότανε; Το παιδί καθισμένο στα γόνατα του τρελού τον κοίταζε ευτυχισμένο να σκαλίζει το ξύλο. Σωστό πολεμικό συμβούλιο άρχισε τότε ψιθυριστά. Αν τρομάζανε τον τρελό, αυτός μπορεί να χτύπαγε το παιδί. μα και πάλι τι άλλο να κάνανε;
Στο μεταξύ, ο Πέτρακας, δούλευε το ξύλο κι ολοένα μιλούσε στ' αγόρι, για τη ζωή του την παλιά, την τωρινή.
Τότε ο Στέλιος πήγε κοντά στον πρώτο χωροφύλακα κι είπε:
— Έχω μια ιδέα. Αφήστε, θα πάω μόνος μου.
Καθώς τον είδε ο Πέτρακας να ξεπροβάλλει, τρόμαξε. Αγκάλιασε το Γιάγκο σφιχτά σα να του ζητούσε προστασία. Κι εκείνος τον καθησύχασε:
— Μην τρομάζεις, είναι ο Στέλιος, ο αδερφός μου.
Στο φοβισμένο πρόσωπο απλώθηκε χαμόγελο εμπιστοσύνης. Ο Στέλιος τους πλησίασε ήσυχα και κάθησε δίπλα τους.
«Το νου σου, κακομοίρη μου»! έλεγε στον εαυτό του.
— Τι όμορφη Παναγιά, είπε. Μόνος σου την έφτιαξες;
Ο Πέτρακας κούνησε το κεφάλι ευτυχισμένος.
— Θέλεις να την πάμε στην εκκλησία, Εκεί στη Φάτνη; εξακολούθησε ο Στέλιος μαλακά.
Αυτό δεν το είχε σκεφτεί ο Πέτρακας. Κι έπειτα ο δρόμος τον τρόμαζε.
Αλλά τα μάτια τού Γιάγκου τον κοιτάζανε με τόση επιμονή κι αγάπη.
— Καλά, είπε, πάμε στην εκκλησία.
Σηκώθηκαν κι οι τρεις μαζί. Ο Γιάγκος έπιασε τον Πέτρακα από το χέρι τρυφερά.
Στ' άλλο, ο τρελός κρατούσε την ξύλινη Παναγιά.
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, ούτε στιγμή δεν τους πέρασε απ' το μυαλό πως ολόκληρο το χωριό τούς ακολουθούσε αθόρυβα, λίγα μέτρα πιο πίσω.
Σα φτάσανε στην πλατεία του χωριού, είχε νυχτώσει. Από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς ακούγονταν ζεστές παιδικές φωνές, που τραγουδούσαν τον ερχομό του Χριστού. Ο Γιάγκος τράβηξε τον Πέτρακα μαλακά. Κι εκείνος τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένος.
Μπροστά στη Φάτνη τρεμοσβήνανε τα κεριά. Ο Γιάγκος γονάτισε κι απίθωσε την ξύλινη Παναγιά στη μέση. Ύστερα σηκώθηκε και κοίταξε το φίλο του.
Τον κοίταξε κι εκείνος και στη θολή ματιά του ξεχύθηκε μια γαλήνη βαθειά σαν τον ωκεανό.
— Πρέπει να γυρίσω, Γιάγκο, είπε σιγανά και του χάιδεψε το κεφάλι. Με περιμένουν. Μα τώρα θα γίνω καλά, το ξέρω πως θα γίνω καλά, γιατί ήμουνα άρρωστος βαρειά.
Το πρόσωπο του παιδιού συσπάστηκε. Ο Πέτρακας χαμογέλασε:
— Θα γυρίσω, μικρέ μου φίλε, σα θα γίνω καλά, θα γυρίσω.
Και με αργά αλλά σίγουρα βήματα βγήκε από την εκκλησία...
(Διασκευή ξενόφωνου διηγήματος από τη Σοφία Δαγιάντη)
Ετικέτες
Χριστουγεννιάτικα διηγήματα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
'καλά Χριστούγεννα'!!! κάθε καλή ευχή μου να σε συντροφεύει σε όλα!
φιλιά,τα λέμε!
Δημοσίευση σχολίου