Ο ΧΑΡΑΜΑΔΟΣ
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
(1851 – 1911)
Χριστούγεννα έμελλον να κάμουν, το έτος εκείνο, εις το παλαιόν βραχοκτισμένον θαλασσοδαρμένον Κάστρον, κατέναντι του αγρίως μαινομένου πελάγους, εις τα κράτη του Βορρά; Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει από τα ολίγα κοπάδια της μικράς νήσου, μέσα εις τα χειμαδιά των ποιμένων και βοσκών, από το τρομερόν ψύχος, από τα χιόνια τα πρώιμα, οπού εσκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, έως τους βουβώνας το ύψος. Τρόφιμα άλλα δεν υπήρχον, ειμή ελαίαι και παστά οψάρια. Τ’ αμπέλια δεν είχον καρποφορήσει. άγνωστος πρωτοφανής νόσος είχε βλάψει τα σταφύλια. Τας τελευταίας σταγόνας του οίνου της χρονιάς, ολίγον λάκυρον νεροπλυμένον το οποίον είχον κάμει το έτος εκείνο, τας είχον πίει προ δύο ή τριών ημερών ο Νικολός το Πιτς και ο αχώριστος φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, εις το καπηλείον του Γιαννιού της Στέργαινας. και τώρα, οπού εξημέρωναν Χριστούγεννα, με τον ουρανίσκον στεγνόν, έμειναν αγρυπνούντες εις το μικρόν καπηλείον, το σύνθετον και από καφενέν, το οποίον έμεινεν ανοικτόν εξαιρετικώς την νύκτα εκείνην, μέχρι της ώρας καθ’ ην έμελλε να σημάνη ο Όρθρος και η Λειτουργία των Χριστουγέννων. Πού η εποχή εκείνη, καθ’ ην παντοίοι κορσάροι, Τούρκοι, Αφρικανοί, Γενοβέζοι, περιεκάθιζον το μικρόν παραθαλάσσιον φρούριον – και όμως οι τότε άνθρωποι ήσαν ευτυχείς, χωρίς να το ηξεύρουν!
Η σιδηρόπορτα πάντοτε κλειστή, η κινητή γέφυρα ανεβασμένη. είχον αφθόνους τροφάς, κ’ έπινον νερόν από μίαν στέρναν. κ’ επειδή εφείδοντο του νερού, όταν επρόκειτο να κτισθή τοίχος αυλής ή μικρά καλύβη, κατεσκεύαζον την λάσπην με κρασί – καθώς διηγούντο οι γεροντότεροι – και αυτοί το είχον εξ ακοής – και όλοι έλεγαν ότι το πιστεύουν. Πού η αφθονία εκείνη εις όλα τα πράγματα; Ευλογημένος καιρός! Σήμερον, ο Νικολός το Πιτς, και ο φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, ησθάνοντο ξηρόν το φάρυγγα, ενώ εξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρά εορτή, χρονιάρα μέρα! Αφού έπαυσαν τα φαναράκια να περιφέρωνται, και τα παιδία που έψαλλον το «Χριστούγεννα – Πρωτούγεννα» επήγαν να κοιμηθούν, κ’ εσβήσθησαν όλα τα φώτα, και ο βορράς εμαίνετο και αντήχει ο πλαταγισμός των κυμάτων κάτωθεν του βράχου, έμεινε το καπηλείον με τας δύο πενιχράς καπνώδεις λυχνίας του, με την θύραν βλέπουσαν προς το πέλαγος, εις το ύψος όπου ίστατο το παμμέγιστον «Κανόνι της Αναγκιάς», κατά το βόρειον άκρον του Κάστρου. Δύο ή τρεις άλλοι θαμώνες έκλινον την κεφαλήν εις τα τραπέζια κ’ ενύσταζον ο κάπηλος, όρθιος παρά το κυλικείον, αφήκε μέγαν ρογχασμόν. Ο Νικολός το Πιτς κι ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας εξήλθον ν’ αγναντέψουν το μαύρον πέλαγος, από της Αναγκιάς το Κανόνι. Τούτους ηκολούθησε μετ’ ολίγον δια να ξενυστάξη κι ο ίδιος ο καφετζής.
**************
Ανάμεσα εις τα χορεύοντα κύματα, εις το έρεβος της νυκτός και το χάος, ο Νικολός κι ο φίλος του είδαν έξαφνα έν φώς μικρόν ως λαμπυρίς να σείεται, ν’ αφανίζεται, και πάλιν ν’ ανακύπτη. Κάποιον πλοίον αγωνιούσε κ’ επαράδερνεν εκεί, εις το μαύρον πέλαγος.
-Να ένα καΐκι, είπεν ο Νικολός το Πιτς.
-Καράβι μεγάλο είναι, είπεν ο υιός της Γαλοντζίτσας.
-Μεγάλο, μικρό… η φουρτούνα το σπρώχνει κατά δω.
-Ξυλάρμενο; είπεν ο άλλος.
-Ποιος μπορεί να διακρίνη;
Παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας.
Το πλοίον είχε πλησιάσει. Εφαίνετο να έχη κατεβασμένα τα πανιά. Ηκούσθη κρότος αλύσεως.
-Να, άραξε, είπεν ο Νικολός το Πιτς. Θέ μου, και να ήτον φορτωμένο κρασιά;... Ο Χριστός το στέλνει.
-Να έχη και τίποτα ξηροτύρια στ’ αμπάρι του! παρετήρησεν ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας.
-Να έφερνε και κάμποσα κεφάλια γιδοπρόβατα για σφάξιμο! προσέθεσεν ο Γιαννιός της Στέργαινας.
*************
Προ έτους και πλέον, ο καπετάν Ηρακλής ο Καλούμπας, με την ωραίαν μεγάλην σκούναν του, είχεν αποπλεύσει από την Σαλονίκην, δια να εκφορτώση έν υπόλοιπον του εκ λιθοκόλλας και οικοδομικού υλικού φορτίου του εις ένα δυτικόν αιγιαλόν του λαιμού της Κασσάνδρας, εντός του Θερμαϊκού κόλπου. Είχε λάβει επί του πλοίου του ένα ή δύο Εβραίους βοηθούς δια την εκφόρτωσιν, επειδή η επιχείρησις εγένετο από μέρους της ισραηλιτικής κοινότητος της Σαλονίκης.
Ο Εβραίος φορτωτής και ο υπάλληλός του δεν ήλπιζον να φθάσωσι τόσον γρήγορα εις το τέρμα του πλού.
Ήτο Σάββατον, έφθασαν προ μεσημβρίας, και ο καπετάν Ηρακλής επέμενε ν’ αρχίση αμέσως η εκφόρτωσις. Ήτο περί τα μέσα του φθινοπώρου, οι καιροί ήσαν θυμωμένοι, και κατά πάσαν νύκτα σφοδρότατοι απόγειοι άνεμοι έπνεον. Το μέρος ήτο αλίμενον. Ήτο κίνδυνος, αν έμενον την νύκτα, ο άνεμος και τα κύματα να ξεσύρουν την άγκυραν, να ξουριάσουν το πλοίον, και τότε… καλό ξεπλάτισμα! όπως λέγουν οι ναυτικοί. Ο Εβραίος ηρνήθη να δώση χείρα εις την εκφόρτωσιν εν ημέρα Σαββάτου. Δεν ήξευρεν, ο Τσιφούτης, ότι «έξεστιν εν Σαββάτω αγαθοποιείν», και δεν ήξευρεν ότι «Κύριός εστιν ο Υιός του Ανθρώπου και του Σαββάτου». Ήξευρε μόνον να σώζεται, με τον κόπον των Ελλήνων ναυτικών, πλέων εν ημέρα Σαββάτου. Πώς δεν τους διέτασσε (του έλεγεν ο καπετάν Ηρακλής) να αράξουν καταμεσής στο πέλαγος, εις βάθος διακοσίων οργυιών, δια να μη αρμενίζουν το Σάββατον; Άλλως και δια να αράξουν μόνον εχρειάζετο κόπος, εργασία. Αλλ’ ήτο, ως φαίνεται, γνήσιος απόγονος εκείνων, οίτινες το πάλαι διύλιζον τον κώνωπα και κατέπινον την κάμηλον.
Ο πλοίαρχος εθύμωσεν, ηγανάκτησε, και δυστυχώς, ως ελέχθη, ίσως παρεξετράπη κατά του Εβραίου. Τον υπάλληλόν του τον υπεχρέωσε δια της βίας να εργασθή, εξεφόρτωσεν όπως ηδυνήθη και απέπλευσε.
**************
Την άλλην χρονιάν, μεσούντος του Δεκεμβρίου, ο καπετάν Ηρακλής, προερχόμενος από τα Μπογάζια, και το Δεδεαγάτς, φέρων και τινα εξαίρετα κασκαβάλια της Αίνου, επλησίασεν εις την Λήμνον, εφόρτωσεν ωραία κοκκινωπά κρασιά, κ’ έπλευσεν εις Θεσσαλονίκην. Η Εβραϊκή Κοινότης ηρνήθη να δεχθή και να εκφορτώση τα πράγματα, τα οποία ήσαν προωρισμένα εις παραλαβήν αυτής. Απηγόρευσεν εις όλους τους εργάτας της, εκφορτωτάς, αχθοφόρους, αμαξαγωγούς, Εβραίους ή όχι, να συντελέσωσιν εις την εκφόρτωσιν.
Ο καπετάν Ηρακλής δεν ήξευρε τίποτε, δι’ ό,τι είχε συμβή από πέρυσιν έως εφέτος. Εν τω μεταξύ, η Κοινότης τον είχε κάμει χαραμάδον, ήτοι αποσυνάγωγον, μεταξύ των Ελλήνων εμποροπλοιάρχων.
Ο καπετάν Ηρακλής δεν ηθέλησε ούτε να ενεργήση τι, ούτε εις το Προξενείον να προσφύγη. Επειδή ήρχοντο Χριστούγεννα δεν εμελέτα μεν να πλεύση εις την γενέθλιον νήσον του, δια να εορτάση, αλλ’ ενδομύχως ηύχετο να έστελλεν ο Θεός ένα καλόν βορράν δια να πωλήση τα κρασιά οπουδήποτε (τα οποία ήξευρεν ότι εκόστιζαν πάμφθηνα εις τον έμπορόν του) και έπειτα μίαν καλήν νοτιάν δια να ποδίση και μεταβή εις την πατρίδα του. Δεν ήξευρεν, επειδή προ πολλού δεν είχε λάβει γράμματα εκείθεν, ότι ακριβώς δια το είδος αυτό του τερπνού εμπορεύματός του, υπήρχε μεγάλη δίψα εις όλους τους ουρανίσκους και τους φάρυγγας των νυκτερινών θαμώνων του καπηλείου, επάνω εις το Κανόνι της Αναγκιάς… εκεί ήτο η πατρίς του.
Απέπλευσεν από την Σαλονίκην, και έλεγε μέσα του: «Να μην πιάση η κατάρα των Τσιφούτηδων! Να μην τους περάση!» Διασκέδασον την βουλήν του Αχιτόφελ, Κύριε ο Θεός μου!
Ανοικτά από την Κασσάνδραν εύρε δύο μεγάλα πλοία, βαρυφορτωμένα από αρνία πρώιμα κ’ ερίφια. Ηγόρασεν εξ αυτών είκοσι κεφάλια. Όπως ευχήθη, ούτω σχεδόν έγινε. Την πρώτην νύκτα έστειλεν ο Θεός ελαφρόν βορράν. Την δευτέραν εσπέραν έπνευσεν σφοδρός νότος.
Επόδισε την νύκτα και κατέπλευσεν εις το παλαιόν βραχοκτισμένον και θαλασσοδαρμένον Κάστρον.
Άμα εξημέρωσε, και έπαυσεν ο άνεμος, εξεφόρτωσε τα είκοσι κεφάλια αρνία κ’ ερίφια, τα εξαίρετα τυριά της Αίνου, κ’ επώλησε προς είκοσι λεπτά την οκάν το κοκκινωπόν αφρώδες ποτόν.
Κ’ έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα, και ο πλοίαρχος εις την εστίαν του, κι ο Νικολός το Πιτς, κι ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, κι ο Γιαννιός της Στέργαινας, και όλοι οι κάτοικοι του βορεινού θαλασσοδαρμένου χωρίου
O Π υ ρ σ ό ς
Δ Ε K E Μ Β Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου