ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

24 Οκτωβρίου 2025

Αχ! πατρίδα μου γλυκιά…

 Αχ! πατρίδα μου γλυκιά…

του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου πρέπει να είναι ευκαιρία για περισυλλογή και σκέψεις, όλων των Ελλήνων, κάθε ηλικίας. Για μιαν ακόμη φορά ενθυμούμεθα την ηρωική και πετυχημένη αντίσταση της γενιάς του 1940 στην απρόκλητη επίθεση που δέχθηκε από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας. Η τότε γενιά απέδειξε την μέχρι αυτοθυσίας αγάπη της προς την γλυκιά Πατρίδα.

Στα περασμένα χρόνια ο ξενιτεμός από την Πατρίδα (Σημ. ονομάζεται και εκπατρισμός), παρά το ότι τις περισσότερες φορές ήταν για οικονομικούς κυρίως λόγους αναγκαίος, προκαλούσε έντονη νοσταλγία. Είναι χαρακτηριστικό το παραδοσιακό τραγούδι της Θεσσαλίας:

«Μισεύω (Σημ. ξενιτεύομαι) και τα μάτια δακρύζουν λυπημένα/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά δακρύζουν λυπημένα,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά πόσο σ’ αγαπώ βαθιά./ Στην ξενιτειά με στεναγμούς βραδιάζει ξημερώνει,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά βραδιάζει ξημερώνει,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά πόσο σ’ αγαπώ βαθιά…/ Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ ώσπου να ξεψυχήσω,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά ώσπου να ξεψυχήσω,/ Αχ πατρίδα μου γλυκιά πόσο σ’ αγαπώ βαθιά».

Ο ισόβιος δεσμός με την πατρίδα και η εμμονή στον νόστο, στην επιστροφή δηλαδή σε αυτήν είναι πανάρχαιο χαρακτηριστικό του Έλληνα. Ξεκινά από τον Όμηρο με τον Οδυσσέα, που επί είκοσι χρόνια πάντα ονειρευόταν το «νόστιμον ήμαρ», την ημέρα δηλαδή της επιστροφής στην Ιθάκη. Αυτό ήταν που τον διακατείχε και όχι το ταξίδι, όπως λανθασμένα έγραψε ο Καβάφης.

Πέρασε επώδυνες δοκιμασίες, πέρασε όλες τις ηδονές του κόσμου, αλλά αυτός δεν έπαψε όλο αυτό τον καιρό να κάθεται σε έναν παραλιακό βράχο και να κλαίει απαρηγόρητος, με τα μάτια καρφωμένα στον «ατρύγετο πόντο» (Σημ. απέραντη θάλασσα) και να έχει ένα σκοπό ζωής, το «νόστιμον ήμαρ», (Σημ. την ημέρα της επιστροφής) στην πατρίδα. Η απομάκρυνση του νόστου, δηλαδή της επιστροφής στην Πατρίδα, προκαλεί στον Οδυσσέα και στον κάθε Έλληνα νοσταλγία, δηλαδή άλγος (πόνο) από την έλλειψη Της. Είναι η λέξη που χρησιμοποιείται σε όλες τις γλώσσες για να εκφράσει την κατάσταση του ξενιτεμένου.

Ο εμπνευσμένος, αλλά παραγκωνισμένος μας ποιητής Ιωάννης Πολέμης εξέφρασε την αγάπη για την Πατρίδα με τον αποχαιρετισμό της μάννας, η οποία κατευόδωνε το παιδί της, που έφευγε για τα ξένα:

«Μισεύεις για την ξενιτειά και μένω μοναχή μου/ σύρε παιδί μου στο καλό και έχε την ευχή μου./ Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,/ για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη./…Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,/ δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα./ Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,/ με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να ’σαι./ Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο/ και πάλι θα ’μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω./ Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμ’ όλοι,/ να ’ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι/.

Η δύναμη της έλξης, που ασκεί η Πατρίδα στους Έλληνες, κατά τον Ζαμπέλιο οφείλεται στην πολιτική και στη θρησκεία. Διότι, όπως γράφει στο βιβλίο του «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος» (σελ. 34), το έθνος μας εις μεν την πολιτική πρώτιστα εισήγαγε στον κόσμο τις πατριωτικές αρετές και δίδαξε τον ηρωισμό. Εις δε την θρησκεία δογμάτισε τις αιώνιες αλήθειες, παγίωσε την ηθική ισότητα των ανθρώπων και στην θεολογία στερέωσε την ισοπολιτεία της οικουμένης, θέσαν επικεφαλής τον Σωτήρα Θεό. Και καταλήγει ο Ζαμπέλιος, εν έτει 1852: «ΠΑΤΡΙΣ και ΠΙΣΤΙΣ! Ιεραί, θείαι παμφίλτατοι λέξεις της ιστορίας μας».

Την ίδια άποψη με τον Ζαμπέλιο εκφράζει η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ. Τονίζει πως «η Ελληνική Γλώσσα και η Ορθοδοξία μένουν οι στυλοβάτες του νέου ελληνισμού, που επωμίσθηκε την ιστορική συνέχεια του Βυζαντίου, που είναι δηλαδή το προπύργιο της παντοτινής Ευρώπης απέναντι στην κάθε Ασία» («Η κληρονομιά του Ελληνισμού», Εκδ. Καστανιώτη, 2025, σελ. 132).

Κατά τον Άγγελο Τερζάκη η έννοια «πατρίδα», με όλο της μαζί το βαθύ περιεχόμενο προσδιορίστηκε για πρώτη φορά, συνειδητοποιήθηκε από τον άνθρωπο, τόσο που να υψωθεί σε ηθική αξία, εδώ, στη γωνιά του κόσμου που πατάμε. 

 «Η γη αυτή, η πατρική, εμπνέει, διαπαιδαγωγεί, υπαγορεύει ορισμένο ήθος, δεσμεύει. Η πατρίδα για τον Έλληνα της ακμής, -ας το ξαναπούμε και ας το υπογραμμίσουμε- είναι έννοια θρησκευτική» 

(«28 Οκτωβρίου 1940», Εκδ. Οικ. «Ευθύνη», 4η Έκδ., 1996, σελ. 236).

Αυτές ήσαν οι πεποιθήσεις των Ελλήνων που διατήρησαν την αγάπη προς την Πατρίδα και την υπέρ Αυτής θυσία από τους Ομηρικούς χρόνους έως το Έπος του 1940. Σήμερα η κατάσταση είναι επικίνδυνη ως προς την διατήρηση του Ελληνισμού. Παραδίδουμε χωρίς όρους όλες μας τις αρετές και ακολουθούμε χωρίς αντίσταση έναν επιβαλλόμενο ηδονιστικό, ατομιστικό, μηδενιστικό, ωφελιμιστικό βίο.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σημειώνει σχετικά:

«Λαέ μου στοχάσου: Θα κάναμε ένα σοβαρό βήμα αυτογνωσίας αν καταλαβαίναμε ότι ανατρέποντας το ταυτοτικό στοιχείο των Ελλήνων (κοινή πίστη, κοινή γλώσσα, κοινή παιδεία) θα γίνουμε αμέσως έθνος με ημερομηνία λήξεως. Έχοντας απορρίψει με τόση ανεμελιά την ταυτότητά μας, αυτό που μας διακρίνει και μας συνέχει επί αιώνες, πόσα χρόνια λέτε ότι θα επιζήσουμε; Πόσες γενεές θα επιβιώσουμε αν αποκτήσουμε μια Πολιτεία που παύει να στηρίζει πίστη, γλώσσα και παιδεία του έθνους;…

Ως Επίσκοπος θλίβομαι και προσεύχομαι, ως Έλληνας σας παρακαλώ να καταλάβετε εσείς προσωπικά ποιος είναι σήμερα ο αγώνας μας, για ποιο λόγο θα πρέπει η Εκκλησία να παρεμβαίνει και να ζητά από τους πολιτικούς να κατανοήσουν τα διδάγματα της ιστορίας μας, να συνειδητοποιήσουν με ποιόν οίακα φθάσαμε ως εδώ, κρατώντας μέσα στη μικρή μας φούχτα ως μοναδική περιουσία, το να νιώθουμε τον Ελληνισμό δικό μας, αίμα των γονιών μας και χτύπο στο στήθος μας» (Χάρη Ανδρέου «Στ’ άρματα με το Σταυρό», Εκδ. Χριστ. Βιβλ. Εφημ. «Δημοκρατία», σελ. 23).

Πηγή: Ημερολόγιο Αποδημίας

 Πηγή

.

14 Οκτωβρίου 2025

«ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΝΤΑΗΔΕΣ» Από Μάσιμο Σέλις

 «ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΝΤΑΗΔΕΣ» Από Μάσιμο Σέλις

Όταν το κενό της ταυτότητας εκρήγνυται ενάντια στον άλλον.

                              ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΝΤΑΗΔΕΣ

Ο εκφοβισμός ως η άλυτη κραυγή όσων ακόμα δεν ξέρουν ποιοι είναι.
                                              Από τον Massimo Selis

Ο εκφοβισμός συχνά αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα που πρέπει να κατασταλεί ή να διορθωθεί με εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Αλλά ο Massimo Selis μας προσκαλεί να προχωρήσουμε παραπέρα: να εξετάσουμε σε βάθος τι πραγματικά λέει αυτή η βίαιη πράξη και ποιός μιλάει πίσω από τον επιτιθέμενο. Σε αυτήν την ανάρτηση, ο εκφοβισμός γίνεται ο παραμορφωμένος καθρέφτης ενός ριζοσπαστικού και καθολικού ερωτήματος : ποιός είμαι εγώ και τι καλούμαι να κάνω; Ένα ερώτημα που φωνάζει πιο δυνατά στην εφηβεία, αλλά που συχνά παραμένει αναπάντητο ακόμη και στην ενήλικη ζωή, μεταμφιεσμένο σε ακτιβισμό, performance* και συσσώρευση. Το «Είμαστε όλοι νταήδες» είναι επομένως μια απαραίτητη πρόκληση: επειδή η ευθραυστότητα της ακατέργαστης προσωπικής ταυτότητας εκδηλώνεται και σε εκείνους που δεν σηκώνουν ποτέ τα χέρια τους, αλλά ασκούν βία με πιο ανεπαίσθητες μορφές - λεκτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές. Ένα κείμενο που εμβαθύνει στην ατομική και συλλογική ψυχή για να φέρει στο φως τις πληγές που κρύβονται πίσω από τη μάσκα του εγώ και να αφυπνίσει την επείγουσα ανάγκη μιας αληθινής εσωτερικής αναζήτησης . (Σημείωμα Σύνταξης)

Το γήινο ταξίδι κάθε ανθρώπου ξεδιπλώνεται γύρω από ένα ερώτημα. Ένα ερώτημα πολύ πιο άβολο, βασανιστικό και βαθύ από ό,τι θα θέλαμε να πιστεύουμε. Πολύ συχνά δεν αναδύεται καν στη συνείδηση ​​ή παραμένει ως μια αμυδρή ανάμνηση στο υπόγειο της νεότητάς μας. Άλλες φορές, βρίσκει μια απάντηση, αλλά είναι διαστρεβλωμένη, ατελής και επιφανειακή. Φοβόμαστε ότι πολύ λίγοι, στις μέρες μας, φτάνουν στην πλήρη λύση του. Το ερώτημα που διαμορφώνει τη ζωή και επιβεβαιώνει την παγκόσμια μοναδικότητά της: 
ποιος είμαι και για τι καλούμαι;

Στους νέους ανθρώπους των οποίων η άνθιση εκρήγνυται μέσα στην τάση προς την ενηλικίωση, αυτό το ερώτημα φαίνεται να εκφράζεται πιο καθαρά, και μερικές φορές ακόμη και με ιδιαίτερη ορμή. Αλλά θα ήταν ένα σοβαρό λάθος αφέλειας να πιστεύουμε ότι αυτή η αναζήτηση τελειώνει στο πρώτο τρίτο της ζωής. Ακριβώς στην ενηλικίωση θα πρέπει να φτάσει πραγματικά στην εκπλήρωσή της, τον εορτασμό του «εσωτερικού γάμου». Και στη συνέχεια κοσκινίζεται και διαμορφώνεται περαιτέρω μέχρι την τελευταία ημέρα που μας δίνεται κάτω από αυτόν τον ήλιο. Η απάντηση, στην πραγματικότητα, βρίσκεται στα βάθη της ψυχής μας και δεν πρέπει να συγχέεται με την έκδηλη «επιφανειακή προσωπικότητα» η οποία, δυστυχώς, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των σχέσεων στη σημερινή κοινωνία. Αυτή η προσωπικότητα είναι το αποτέλεσμα των χαρακτηριστικών που βλέπουν οι άλλοι σε εμάς μέσα από αυτά που κάνουμε και αυτά που κατέχουμε. Είναι η πρόσοψη που παρουσιάζουμε στους άλλους, στην κοινωνία. Μια πρόσοψη που καλλιεργούμε μοχθώντας με ακτιβισμό και επιδιώκοντας να συσσωρεύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, όχι μόνο υλικά, αλλά και πνευματικά, ακόμη και «πνευματικά».

Το αγόρι, βυθισμένο σε αυτό το περιβάλλον, βρίσκει επομένως αυτή την πολιτισμική υποστήριξη για να ξεκινήσει το ταξίδι προς την ανακάλυψη της δικής του ταυτότητας. Διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, συνθήκες και περιστάσεις οδηγούν σε διαφορετικές εκδηλώσεις, λίγο πολύ εντυπωσιακές, αλλά όλες τους διαταραγμένες, επειδή παρεκκλίνουν από τη σωστή πορεία. Η βία, οι πράξεις εκφοβισμού, είναι μία από αυτές και λόγω της ακραίας και σαφούς φύσης τους μπορούν να μας βοηθήσουν να δούμε τι μας λένε, πέρα ​​από το άμεσο. 

Ας ξεκινήσουμε με μια μεθοδολογική εξέταση που είναι απαραίτητη. Θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε κοινωνιολογικές, ψυχολογικές, παιδαγωγικές και άλλες σκέψεις, διερευνώντας τις ευθύνες των οικογενειών, του περιβάλλοντος, των σχολείων και των συνομηλίκων - όλα αυτά μπορούν σίγουρα να δώσουν εξηγήσεις, αλλά θα παραμέναμε στο πλαίσιο του υπαρξισμού. Εμείς, αντίθετα, επιθυμούμε να ξεκινήσουμε με μια παραδοσιακή, δηλαδή συμβολική, προοπτική για την Πραγματικότητα και την Ιστορία. Μια προοπτική που γνωρίζουμε καλά έχει γίνει ξένη προς τη σημερινή νοοτροπία, ακόμη και, τραγικά, προς εκείνους που θεωρούν τους εαυτούς τους θρησκευόμενους. Αλλά αυτή η συμβολική προοπτική είναι η μόνη ικανή να μας αποκαταστήσει το ανώτερο νόημα των πραγμάτων και των γεγονότων, το πρώτο, αληθινό νόημα που πρέπει να αναζητήσουμε.

Κάθε γεγονός στην ιστορία, είτε ατομικό είτε συλλογικό, πάντα υποδεικνύει ένα «αλλού» που πρέπει επομένως να αναζητηθεί και να διερευνηθεί. Ένα τραγικό χαρακτηριστικό ημών των σύγχρονων, ωστόσο, είναι ότι περιορίζουμε το βλέμμα μας στο συγκεκριμένο και στενό φαινόμενο, αποκλείοντας έτσι την ικανότητα να ερμηνεύσουμε την ιστορία ως «Μεταϊστορία» ή, ακόμα καλύτερα, ως «Ιερή Ιστορία». Και ο άνθρωπος που επιδιώκει να ανακαλύψει τη δική του ιστορία μέσα στην Παγκόσμια Ιστορία δεν μπορεί παρά να ανακαλύπτει με έκπληξη τα σημάδια που εμφανίζονται συνεχώς στην πορεία.

Ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι σήμερα να αποδώσουμε αυτή την ανάγνωση της πραγματικότητας σε λίγες μόνο γραμμές, αλλά αξίζει να το προσπαθήσουμε.

Οι σύγχρονες δημοκρατίες βασίζονται στην «αρχή» της απουσίας της Αλήθειας, υπέρ της υπεροχής των αριθμών, της ποσότητας ή των υποτιθέμενων αληθειών που μεταφέρουν οι σύγχρονες βέβηλες επιστήμες. Ακόμα και η θρησκεία περιορίζεται σε λίγους ηθικούς πυλώνες που περιβάλλονται από πολλή συναισθηματικότητα, επομένως η «δική» μας αλήθεια πρέπει να ανακαλυφθεί εκεί έξω. Ονομάζεται συναίνεση, κοινωνική επικύρωση. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να την επιτύχουμε, κάποιοι φαινομενικά ακίνδυνοι, άλλοι λεπτοί και εκλεπτυσμένοι, άλλοι ακόμη πιο μικροπρεπείς και βίαιοι. Οι τελευταίοι είναι που κάνουν τα νέα, αλλά όλοι τους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, φέρνουν τον θάνατο. «Η επιτυχία σε μια ανταγωνιστική κοινωνία μετριέται με τον αριθμό των ανθρώπων (θυμάτων) που μένουν πίσω», αυτά είναι τα καυστικά αλλά και διαφωτιστικά λόγια του Raimon Panikkar.

Για να «ανέβω», κάποιος άλλος πρέπει απαραίτητα να «κατέβει». Αυτή η μοίρα, την οποία μόνο ο διανοητικός και ηθικός μας εκφυλισμός μπορεί να ανυψώσει σε κανονικότητα, στηρίζεται στους ώμους του ατόμου. Αυτό και μόνο αυτό είναι ο αρχιτέκτονας του δικού του θριάμβου ή της καταστροφής. Ο Panikkar μας διαφωτίζει για άλλη μια φορά: «Σε μια ιεραρχική κοινωνία, μόλις φτάσεις στην ενηλικίωση, έχεις τη θέση σου, η οποία μπορεί να σου δώσει το αίσθημα της ολοκλήρωσης. Σε μια κοινωνία ισότητας, οι υψηλότερες θέσεις είναι θεωρητικά ανοιχτές σε όλους. Αν δεν τις φτάσεις, αφού είχες -θεωρητικά- τις ίδιες ευκαιρίες, σημαίνει ότι είσαι ανίκανος. Πρέπει να εργαστείς σκληρότερα και καλύτερα!»

Τα παιδιά το «αισθάνονται» ήδη. Το αναπνέουν. Επειδή αυτή η σκοτεινή και ανεπαίσθητη δύναμη λειτουργεί κάτω από το δέρμα, στα κανάλια του υποσυνείδητου, για να επιτύχει καλύτερα τον στόχο της. Όλοι προβάλλουμε προς τα έξω για να κερδίσουμε την αξιοπρέπεια με την οποία γεννιόμαστε. Είτε το θέατρο είναι ολόκληρος ο κόσμος είτε απλώς η μικρή ομάδα που έχουμε επιλέξει και στην οποία νιώθουμε «σαν στο σπίτι μας», δεν έχει καμία διαφορά. Πρέπει να κερδίσουμε «τη θέση μας», την αναγνώριση από τους άλλους. Αυτό το περιθώριο ασφάλειας και εκτίμησης που μας κάνει να πιστεύουμε ότι υπάρχουμε, ότι έχουμε βρει την αληθινή μας ταυτότητα. Δεν θα κάνει το ίδιο το αγόρι που έχουμε εκτοξεύσει σε αυτή την κόλαση, την τελική κραυγή της νεωτερικότητας; Θα το κάνει με κάθε όπλο που έχει στη διάθεσή του, ακόμα και το πιο επικίνδυνο. Οποιοδήποτε μέσο είναι επιτρεπτό για τον «θησαυρό» που τον περιμένει.

Όλα στην εποχή μας μιλούν μέσω της γλώσσας της βίας, της κυριαρχίας: κυριαρχία επί της δημιουργίας, μέσω των εμπειρικών επιστημών, της τεχνολογίας και της οικονομίας, και κυριαρχία μέσα στην ίδια την κοινωνία, άτομο επί ατόμου.

Περιορισμένος στις κατώτερες διαστάσεις του, με τα ανοίγματά του προς τους ουρανούς εξαλειμμένα και τη διάνοιά του ατροφική, ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει κάθε μορφή κυριαρχίας, πολιτιστικής, κοινωνικής και σωματικής. Ενώ στους νέους αυτό εκδηλώνεται κυρίως μέσω της χρήσης βίας, στους ενήλικες χρησιμοποιεί πιο ανεπαίσθητα και ψευδώς πολιτισμένα όπλα, όπως η κοινωνική κυριαρχία και ο έλεγχος.

Ο σύγχρονος άνθρωπος κυριαρχεί επειδή έχει σταματήσει να στοχάζεται. Επειδή το να στοχάζεται σημαίνει να κατασκευάζει τον εαυτό του, και όσοι δεν το κάνουν, αντίθετα κατασκευάζουν κλουβιά για τους άλλους. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν βλέπει «διαφανή πραγματικότητα», αλλά μόνο τα εμφανή αποτελέσματα των δικών του πράξεων. Υπάρχει κανείς μόνο σε σχέση με αυτό που κάνει, και όσο περισσότερο κάνει, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται στην ύπαρξή του. Η πράξη δεν έχει πλέον αξία από μόνη της - και ποιος σήμερα θα ισχυριζόταν ότι αναγνωρίζει μια τέτοια αξία; - αλλά μόνο στο ποσοτικοποιήσιμο αποτέλεσμά της. Η τεχνοκρατία είναι η δικτατορία της πραγματιστικής λογικής. Η τεχνολογία είναι το ένοπλο σκέλος των λεγόμενων επιστημών, οι οποίες δεν είναι αληθινές επιστήμες επειδή αποκλείουν τη λεπτή διάσταση της δημιουργίας, η οποία είναι αντίθετα αυτό που συντηρεί το Όλο. Η τεχνολογία δεν είναι πλέον τεχνική, δηλαδή το δημιουργικό έργο του ανθρώπου που εργάζεται την ύλη για να δημιουργήσει τάξη και ομορφιά. Η τεχνολογία είναι απλώς ποσοτικός χειρισμός για τα συμφέροντα του ανθρώπου. Μέσω αυτής, ο άνθρωπος αποκαλύπτεται ως κάτι διαφορετικό από τη δημιουργία, κάτι που μπορεί να μελετήσει και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στις ανάγκες του χωρίς να θέσει στον εαυτό του όρια. Η διάνοια έχει παραδώσει το σκήπτρο στην απλή λογική, η οποία, μη φωτισμένη πλέον από κάτι ανώτερο από αυτήν, «γεννά τέρατα».

Ο ισχυρότερος, ο πιο ισχυρός κερδίζει στον τεχνολογικό ανταγωνισμό.

Ο αρχηγός της αγέλης μεταφέρει την ίδια έννοια της κυριαρχίας σε ένα πιο άγριο και ενστικτώδες επίπεδο. Όσοι είναι διαφορετικοί πρέπει να διαχωριστούν και να ταπεινωθούν. Δεν υπάρχει χώρος γι' αυτούς, όπως ακριβώς στον κόσμο των ενηλίκων δεν υπάρχει χώρος για ιδέες που δεν «νικούν». Στην ψηφιακή εποχή, οι γελοίες «οπτικοποιήσεις» ισχυρίζονται ότι ορίζουν την αξία των ιδεών και εκείνων που τις μεταφέρουν.

Αλλά τι είναι μια ιδέα;  
Μια ιδέα είναι μια συγκεκριμένη αρχή, όπου η μορφή και το περιεχόμενο ενώνονται αρμονικά· μια μικρή πέτρα σε μια μεγάλη κατασκευή διατεταγμένη σύμφωνα με μη ανθρώπινους νόμους. Και μια ιδέα, για έναν άνθρωπο, είναι τέτοια μόνο στο βαθμό που υπάρχει πραγματική δυνατότητα να μεταφραστεί σε ένα συγκεκριμένο και ορατό έργο. Δεν μπορούμε, επομένως, να αποφύγουμε αυτά τα μοιραία ερωτήματα: 
Υπάρχει μια διαφορετική ιδέα για την τέχνη σήμερα; 
Και μια διαφορετική ιδέα για τη γνώση; 
Κι όμως μια διαφορετική ιδέα για την οικονομία και την εργασία; 
Θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλες, προφανώς. Η απάντηση θα φαινόταν αρνητική. Αλλά μια ιδέα που δεν έχει καμία δυνατότητα να μεταφραστεί σε ορατή και ολοκληρωμένη δράση δεν είναι καθόλου ιδέα· είναι απλώς μια φαντασίωση καλή για να χαλαρώνει τους τεταμένους μύες το βράδυ.

Ποιος θα ασπαζόταν ποτέ μια ιδέα που ο κόσμος αρχικά απορρίπτει ως μια χαμένη πρόταση; Επειδή μια διαφορετική ιδέα ενσαρκώνει ένα διαφορετικό όραμα για τη ζωή, για το σύμπαν, για την ανθρωπότητα. Κάποιος μπορεί ακόμη και να χάσει τα πάντα στην προσπάθεια να την υπερασπιστεί και να την πραγματοποιήσει.

Θα μπορούσαμε ακόμα να ανεχτούμε τη φωνή της πλειοψηφίας εναντίον μας· αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, όχι αυτή των «φίλων» μας στην επιλεγμένη μας «ομάδα» - πολιτική, κοινωνική ή θρησκευτική. Δεν θα μπορούσαμε να ανεχτούμε να είμαστε μόνοι: θα θέλαμε να φτάσουμε στην ανάσταση χωρίς να περάσουμε από το σκοτάδι του Κήπου των Ελαιών και την ανάβαση του λόφου του Γολγοθά. Μόνο μια δειλή ανθρωπότητα θα μπορούσε να είχε κατασκευάσει την «ηθική της κυριαρχίας».

Εμείς οι ενήλικες αποφεύγουμε εύκολα τους άβολους ανθρώπους, εκείνους με «διαφορετικές» ιδέες. Τελικά, θέλουμε απλώς μια ήσυχη ζωή, που δεν πρέπει να συγχέεται με μια αξιοπρεπή. Θέλουμε να είμαστε προστατευμένοι από τις καταιγίδες της ύπαρξης, και όταν πραγματικά αποφασίσουμε να νιώσουμε καλύτερα και να πάμε κόντρα στο ρεύμα, εντασσόμαστε σε μια μικρή ομάδα που δεν φιλοδοξεί να γίνει η πλειοψηφία. Αυτό είναι απολύτως θεμιτό, φυσικά, αλλά δεν αρκεί να κάνουμε το σωστό. Πρέπει επίσης να το κάνουμε «δίκαια». Αν για μια φορά μπορούσαμε να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας, θα βλέπαμε ότι η ανάγκη να μας αποδεχτούν, να μας αναγνωρίσουν είναι αυτή που μας ωθεί. Το βλέμμα μας είναι πάντα έξω από εμάς, ποτέ μέσα μας.

Έχουμε έναν τρομερό φόβο να είμαστε μόνοι. Είναι ο μεγαλύτερος, ανεξήγητος φόβος της ανθρωπότητας. Η Αλήθεια μπορεί να κατοικεί σε έναν μόνο άνθρωπο, ενώ όλοι οι άλλοι καταδικάζουν τους εαυτούς τους σε βέβαιο θάνατο, αλλά εμείς δεν το πιστεύουμε πλέον αυτό. «Πρέπει να υπάρχουν ακόμα στοιχεία· αυτή η κοινωνία δεν μπορεί να είναι τόσο άρρωστη!» σκεφτόμαστε. Κι όμως, υπάρχει, στα θεμέλιά της, στους νόμους που την υποστηρίζουν, στη μορφή που καθιστά κάθε χειρονομία απάνθρωπη!

Το αγόρι το διαισθάνεται, το αντιλαμβάνεται πιο βάναυσα από εμάς, ότι όσο πιο γρήγορα ξεκαθαρίσει την κυριαρχία του πάνω στους άλλους, ξεκινώντας από τους αδύναμους και τους «διαφορετικούς», τόσο πιο γρήγορα θα αποκτήσει την ταυτότητα που απαιτεί ο κόσμος από αυτόν. Και θα κάνει εκείνους των οποίων η ευαισθησία, ο χαρακτήρας, η διάνοια και τα σωματικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά είναι πέρα ​​από τα συνηθισμένα, να καταλάβουν ότι δεν υπάρχει χώρος γι' αυτούς.

Η βία είναι, πρώτα και κύρια, μια γρήγορη και αλάνθαστη άσκηση για τον καθορισμό της ταυτότητας κάποιου. Ο αρχηγός της αγέλης βρήκε αμέσως τη θέση του στον κόσμο. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι δεδομένη, αλλά επιτυγχάνεται μέσω καθαρά εξωτερικής κατάκτησης. Υπάρχω ως αφέντης. Το ίδιο ισχύει και για τους ενήλικες: 
Η σωματική βία δεν είναι απαραίτητη. η κοινωνική θέση μιλάει από μόνη της.

Δεν έχει νόημα να κρύβουμε πίσω από δικαιολογίες ότι δεν είναι όλα τα παιδιά έτσι, ότι διαφορετικές αξίες μεταδίδονται στις οικογένειές μας. Αυτό παραμένει σε υπαρξιακό επίπεδο. Αλλά όταν ένα φαινόμενο παίρνει τόσο μεγάλη κλίμακα, τότε, για όσους έχουν εκπαιδευτεί με την παραδοσιακή σοφία, είναι ένα «σημάδι» που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, ένα σημάδι που μας μιλάει, που μιλάει για εμάς . Κάτι που υπερβαίνει αυτούς τους νέους ανθρώπους λειτουργεί μέσα τους.

Ας κοιτάξουμε λοιπόν κατάματα αυτούς τους νεαρούς «νταήδες», γιατί αντανακλούν τα δικά μας ενήλικα πρόσωπα, αυτά που έχουμε επιδιώξει να απαλλάξουμε από τη σωματική βία για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη, όχι λιγότερο τρομερή μορφή. Είναι ο καθρέφτης, η πιο τέλεια ενσάρκωση της κοινωνίας μας, κάθε μάσκα έχει πέσει. Ο κομφορμισμός** που έχει καταπιεί τα πάντα. Πολιτικός, πολιτιστικός, θρησκευτικός κομφορμισμός.

Τι λοιπόν; Απελπισία; Να αποδεχτούμε αυτή τη βία που δεν κάνει καμία παραχώρηση, που έχει καταργήσει κάθε οίκτο και αφήνει χώρο μόνο για τους νικητές;  
Αυτός είναι ο άνθρωπος της τελικής νεωτερικότητας. Ο άνθρωπος χωρίς διάνοια.

Ή μήπως να δεχτούμε, ως ανθρωπότητα, να κοιτάξουμε επιτέλους τον εαυτό μας στον καθρέφτη; Να αναγνωρίσουμε ότι η Ιστορία είναι ένας θαυμαστός θεϊκός λόγος στον οποίο μπορούμε να διακρίνουμε τις κλήσεις μας, ακόμα και όταν μας φέρνουν εκπλήξεις και πόνο; Ξέρουμε ότι δεν είναι εύκολο, γιατί πριν από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να εγκαταλείψουμε τη νοοτροπία που μας οδήγησε τους τελευταίους αιώνες. Πρέπει να επιστρέψουμε στο να είμαστε άνθρωποι του νου. Να νιώσουμε ότι υπάρχει μια συλλογική ευθύνη και επομένως και μια συλλογική εξιλέωση. Σε εμάς η θέληση και η ειλικρινής διάθεση, στον Θεό τη Χάρη.
 
Μάσιμο Σέλις

 
 
**"κομφορμισμός"

Η λέξη αυτή είναι γαλλική (conformisme < conformiste) και τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να περιγράψουμε την προσαρμογή ενός ατόμου στις απαιτήσεις και στους τύπους συμπεριφοράς της ομάδας στην οποία ανήκει, ακόμα και αν δεν το εκφράζουν.

 Το "performance" 

σημαίνει απόδοση, επίδοση ή παράσταση, ανάλογα με το περιβάλλον. Αναφέρεται στην ποιότητα ή στον τρόπο που εκτελείται μια εργασία, μια δραστηριότητα ή ένας ρόλος, είτε πρόκειται για άνθρωπο, μηχανή, σύστημα ή ακόμη και για μια θεατρική ή καλλιτεχνική δράση.  

5 Οκτωβρίου 2025

Να χαρίζεις την απουσία σου, εκεί όπου η παρουσία σου δεν εκτιμάται...

 Να χαρίζεις την απουσία σου, εκεί όπου η παρουσία σου δεν εκτιμάται

Μαρία Σκαμπαρδώνη

Και έρχεται εκείνη η στιγμή. Η στιγμή της συνειδητοποίησης. Η στιγμή που διαπιστώνεις ότι ο άνθρωπος που είναι ο κόσμος σου, δε νοιάζεται για σένα ούτε στο ελάχιστο. Και θυμώνεις και τα βάζεις ξανά με τον εαυτό σου. Για τις φορές εκείνες που συμβιβάστηκες, για τις φορές που υποβίβασες τον εαυτό σου και που έκανες εκπτώσεις λαχταρώντας μερικά ψίχουλα αγάπης.

Και προσπαθείς να μαζέψεις τον πληγωμένο σου εγωισμό, την τραυματισμένη σου αξιοπρέπεια που με τόσο μεγάλη ασέβεια περιφρονούσες. Και αρχίζεις και κλαις, και να σπας τα πάντα και τα βάζεις με τον εαυτό σου και του καταλογίζεις σκληρές κατηγορίες, όπως άχρηστος και λίγος. Δεν μπορείς να καταλάβεις πού έφταιξες και εισπράττεις τόση περιφρόνηση, τόση κακία και σκληρότητα. Εσύ τα πάντα περιποιημένα προσπάθησες να τα έχεις, φτιαγμένα και συγυρισμένα.

Την καρδιά σου την τσαλάκωσες και τον εαυτό σου πάντοτε τον άφηνες με παράπονα γιατί ήθελες μόνο να βλέπεις τον άνθρωπο που αγαπάς να χαμογελά. Και πάλι εσύ φταις που ο άλλος δε μιλά, πάλι εσύ φταις που τα μάτια του ανθρώπου του ανθρώπου που θες περισσότερο δεν αντικρίζεις.

Και ξαφνικά, ξυπνάς και αποφασίζεις να σκεφτείς λογικά. Αποφασίζεις για πρώτη φορά να μην ακούσεις εκείνη την ψεύτρα καρδιά που πάντοτε σου αφήνει μία ελπίδα. Αποφασίζεις να φύγεις, σιωπηλά και αθόρυβα, χωρίς να χτυπήσεις δυνατά πόρτες και να κάνεις φασαρίες. Φεύγεις με ίσιο ανάστημα και με τη χαρά ότι εσύ έδωσες την αλήθεια της καρδιάς σου, δεν υποκρίθηκες και ήσουν τίμιος. Ακόμα και αν δεν πήρες τίποτα. Έτσι και αλλιώς, η αξία μας δεν κρίνεται από την αναγνώριση των άλλων, φαίνεται σε αυτά που δίνουμε στους άλλους.

Χάρισε την απουσία σου όταν η παρουσία σου δεν εκτιμάται. Ακόμα και αν αγαπάς απελπισμένα, αφόρητα, ανέλπιδα, δυνατά, αφάνταστα. Η εκκωφαντική δύναμη της απουσίας, ηχεί περισσότερο από δέκα παρουσίες μαζί.

1 Οκτωβρίου 2025

Οκτώβριος...

 Οκτώβριος

images

Έχει 31 ημέρες κι είναι ο πιο κατάλληλος για την καλλιέργεια και τη σπορά των χωραφιών. Ο ελληνικός λαός δίνει και τα ονόματα:  
Αϊ-Δημήτρης ή Αϊ-Δημητριάτης, Βροχάρης, Σποριάτης ή Σποριάς ή Σπαρτός, Μπρουμάρης (=ομιχλώδης, σκοτεινός) και Παχνιστής (από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς).  
Τον θεωρεί έναν από τους μήνες κατά τους οποίους πρέπει κανείς να πίνει το κρασί ανέρωτο, γιατί τον συμπεριλαμβάνει στην παροιμία:  
«Όποιος μήνας έχει ΡΟ, δε θέλει στο κρασί νερό». 
Κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο 8ος μήνας, γι` αυτό κι ονομάστηκε Οκτόμπερ. Ήταν αφιερωμένος στον Άρη και τον παρίσταναν με μορφή κυνηγού, που έχει λαγό στα πόδια του, πουλιά πάνω απ` το κεφάλι του και ένα είδος κάδου κοντά του. Ο μήνας «των χειμαδιών» και ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
Όργωμα & σπορά σιτηρών, κριθαριού & βρώμης.
Σπορά τριφυλλιού.
Ολοκλήρωση τρύγου και παραγωγή κρασιού.
Μάζεμα φθινοπωρινών φρούτων & πατάτας.
Κάψιμο φυτών, που έδωσαν καρπούς, για να καταστρέψουν τα αυγά των εντόμων.
Κατεβαίνουν οι βοσκοί από τα βουνά στους χαμηλούς κάμπους (τα χειμαδιά).

ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
«Η ΤΖΑΜΑΛΑ» ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Λέξη αραβική που σημαίνει καμήλα, μια προσωποποίηση θηλυκής οντότητας με αόριστη γονιμοποιητική σημασία. Το έθιμο αυτό, γονιμοποιητικό δρώμενο της άροσης και σποράς των αγρών, συνηθιζόταν παλαιότερα στην Θράκη, να γίνεται του Αγ. Δημητρίου στις 26/10 ή σε μια άλλη μέρα, ανάλογα με τον χρόνο σποράς, που εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες.
Για την καλή χρονιά σποράς, την παραμονή του Αϊ-Δημητρίου έκαναν την Τζαμάλα. Με ξύλα έκαμναν ένα μεγάλο σκελετό καμήλας, τον τύλιγαν με πανιά και προβιές, έβαζαν ουρά, ένα μακρύ κοντάρι για λαιμό, με κεφάλια αλόγου ή βοδιού με δόντια, το σκέπαζαν με προβιά και το στόλιζαν με χάντρες. Πάνω στην καμήλα έριχναν μακρύ χαλί, κάτω απ’ αυτό έμπαιναν 4 άντρες, περπατούσαν και φαινόταν σα να περπατούσε η τζαμάλα. Πάνω της κάθιζαν ένα ψεύτικο παιδί, που το βαστούσε ο τζαμάλης, με καμπούρα και κουδούνια στη μέση του. Ύστερα από το ηλιοβασίλεμα το γύριζαν στα σπίτια με τραγούδια και γέλια… Όσοι πήγαιναν με τη τζαμάλα φορούσαν παράξενα ρούχα, με στεφάνια κληματαριών στο κεφάλι και με λαγήνια ή με κουβάδες στα χέρια για κρασί ή ούζο. Έξω από κάθε σπίτι φώναζαν: «Ε! κερά! Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι (=σοδειά) και πολύχρονη…». Για το έθιμο αυτό, πότε γεννήθηκε, είναι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ήταν κάτι παραπάνω από πολιτιστική εκδήλωση. Τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια.
Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπες τους πρωταγωνιστές και στο κενό να σαχλαμαρίζουν. Παιζόταν όπως η αρχαία τραγωδία, θέση και κίνηση παρόμοια με τους πρωταγωνιστές κρατούσε όλο το χωριό, που συνοδεύει την Τζαμάλα. Παιζόταν με τέτοιο τρόπο, που όλη η φιλοσοφία της Τζαμάλας αντικαθρεφτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το σενάριο δεν είχε στοιχεία φαντασίας. Ας εξετάσουμε το σενάριο και το ξεκίνημα της Τζαμάλας. Αρχές Οκτωβρίου, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου όλο και ψιθυριζόταν: «Πότι θα βρέξει;» Με την πρώτη βροχή να σπείρουν. Και οι σπόροι για την εποχή ήταν, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη. Όλοι οι σπόροι αυτοί προσφέρονταν να κρατηθούν αποκλειστικά άνθρωποι και ζώα στη ζωή. Και τα ζώα δίνανε στον άνθρωπο για την εποχή όλα τα αγαθά, όπως γάλα, τυρί, το μαλλί τους για ρουχισμό, το δέρμα τους για τσαρούχια, αφού για παπούτσια λόγος δεν γίνεται, και τη δύναμη τους, φυσικά, να οργώνουν τη γης, αφού η μηχανή ήταν ανύπαρκτη.
Να, λοιπόν, πόσο ανάγκη είχαν τη βροχή! Την ημέρα κοίταζαν στον ουρανό. Αυτό το διάστημα, το βράδυ βλέπανε όνειρα για βροχή. Ο σχολιασμός συνεχής: «Πότι θα βρέξει;» Όταν άρχιζε να βρέχει, η χαρά ήταν απερίγραπτη. Μικροί και μεγάλοι χόρευαν μες τη βροχή. Σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνανε στις στέγες, φοβούμενοι μήπως παρεξηγηθεί ο θεός και σταματήσει η βροχή. Με το μπάσιμο στις στέγες, ερμηνευόταν και αλλιώς: «Φτάνει τόση βροχή: ΣΤΟΠ».
Την επόμενη ημέρα από τη βροχή δε γινόταν σπορά, αφού το χώμα είναι βαρύ. Φτιάχνανε μικρά αλέτρια στα παιδιά τους, παιχνίδια, όπως τα μεγάλα, με ζυγό και βουκένια. Στη θέση για βόδια ζευόταν δύο παιδιά και το τρίτο παιδί κρατούσε το αλέτρι. Χάραζε πρώτα τετράγωνα το χωράφι, έριχνε σπόρο, κάνοντας το σταυρό του, λέγοντας: «Έλα, χριστέ και Παναγιά». Και άρχιζε να οργώνει, σκεπάζοντας το σπόρο. Ονοματίζει και τα βόδια του, δίνοντας τα ονόματα των βοδιών τους. Όλα αυτά γινόταν στην αυλή του σπιτιού με τα χαμόγελα των γονιών τους.
Όταν τα χωράφια φέρνανε τάβι και άρχιζε ο κόσμος να σπέρνει, η οικογένεια, κάθε πρωί που ξημέρωνε, βλέπανε πρώτα τα χωράφια των παιδιών τους. Πράγματι, μέσα στις οκτώ ημέρες φύτρωνε το ευλογημένο. Εδώ η χαρά δεν περιγράφεται. Το άροτρο έως το 1920 παραμένει το πρωτόγονο σίδηρο. Έχει μόνο στη μύτη το υνί, το λεγόμενο, να σκίζει τη γης.
Οι πάντες σπέρνουν. Υπάρχουν φτωχοί και το περισσότερο χωριό δεν έχουν ζευγάρια. Η αιτία, ο πόλεμος, τα σεφέρ (μπεηλίκι). Οι πάντες, αυτοί που γλίτωσαν από τον πόλεμο, αισθάνονται την υποχρέωση να διακόψουν τη δική τους σπορά, να βοηθήσουν και τα θύματα. Το φιλότιμο και η ανθρωπιά είναι αναλλοίωτα. Ο μοναδικός τους στόχος είναι το πως θα κρατηθεί η κοινωνία τους στη ζωή. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, μαζί με τη σπορά, παρακολουθώντας να βγάζουν όλοι σπόρο στο χωράφι.
Έτσι ερμήνευαν τη σπορά.
Αμέσως στο ίδιο καθήκον επαγόταν η ΤΖΑΜΑΛΑ.
Τη θεωρούσαν προσευχή. Αμέσως σχηματιζόταν επιτροπή. Με σοβαρότητα συνεδρίαζε, εξέταζε ένα-ένα τα σπίτια του χωριού. Εάν έβγαζε σπόρο, αυτό ερμηνευόταν. Έστω και ένα στρέμμα να έσπερνε το κάθε σπίτι, η Τζαμάλα έπρεπε να παίξει. Τότε η επιτροπή, το δεύτερο μέτρο, προσδιορίζει την ημέρα που θα παίξει. Τρίτο, ποιοι θα αποτελούν το θίασο. Εδώ πρόσεχαν πολύ, κάνοντας συζήτηση με όλους. Αυτοί που θα προταθούν, να έχουν την έγκριση από όλο το χωριό. Τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν το θίασο, οι πρωταγωνιστές, να είναι δοκιμασμένα άτομα. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για την επιτυχία της Τζαμάλας. Παιζόταν ένα σοβαρό δράμα..
Αφού γινόταν η επιλογή των ατόμων και η ημερομηνία, ο τόπος της συγκέντρωσης οριζόταν πάντα στην άκρη του χωριού και έξω από το χωριό. Διαφορετικά δε γινόταν, αφού εσώκλειστος χώρος δεν υπήρχε για την εποχή. Και εάν τον είχε, ήταν δύσκολο να χωρέσει ένα χωριό μικρούς και μεγάλους, συν αυτά στη μέση. Χρειαζόταν μεγάλη αλάνα για να γίνει η πρόβα. Και γι’ αυτό, επέλεγαν υπαίθριος χώρος.
Η συγκέντρωση του κόσμου γινόταν την ώρα που σκοτείνιαζε. Οι απαιτούμενες ενδυμασίες, κουδούνια μεγάλα, όπλο κλπ, όπως ανέφερα παραπάνω, χρειαζόταν την έγκριση 100% των κατοίκων. Τυχόν παρεξήγηση δεν επιτρεπόταν σε καμιά περίπτωση. Εάν γίνει και παιχτεί δεύτερος θίασος Τζαμάλα, αυτό είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν, πολύ παλιά και είχε γίνει φόνος, μεγάλο κακό. Θεωρούνταν γελοιοποίηση της λειτουργίας.
Το έθιμο της Τζαμάλας πρέπει να έρχεται σίγουρα από τα βάθη των αιώνων. Αυτό φαίνεται από όλες τις θέσεις και αντιδράσεις, όταν ανακάλυψαν το σίδηρο και βάλανε το δόρυ στο τόξο, όπως και το υνί, τη μύτη στο άροτρο, δίνοντας τη δυνατότητα να σκίζει το χώμα, σκεπάζοντας πολύ σπόρο. Και βλέποντας οι άνθρωποι την παραγωγή, με τη χαρά τους άρχιζαν να πανηγυρίζουν.
Ακόμα και τα ενδύματα που φοράνε, δέρματα, προβιές και γούνες από ζώα.
Ο θίασος αποτελούνταν και παιζόταν από τρία άτομα, ήταν οι πρωταγωνιστές.
Πρώτος, ένα νέος υψηλός, λεβέντης. Αυτός φορούσε τη γούνα στο κεφάλι, καπέλο με δέρμα, στα πόδια τσαρούχια, στη μέση κουδούνια κρεμασμένα, ο λεγόμενος Τζαμαλάρης.
Δεύτερο πρόσωπο, πάλι νέος, κοντότερος άνδρας. Ντύνεται, προσποιείται τη γυναίκα.
Ο εγωισμός του και η ζήλια δεν τον αφήνουν. Το επαναλαμβάνει με πιο άγριες διαθέσεις. Στις δύο – τρεις το ίδιο επαναλήψεις, αφού η Γκαντίνα του γυρίζει την πλάτη, τότε επεμβαίνει ο Τζαμαλάρης. Τον απωθεί, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Παρά λίγο να πέσει. Ο κόσμος φωνάζει «ο. ο ..Γκια Τζαμάλα, Γκια».
Τώρα ο γέρος γίνεται κάτι άλλο, ρεζίλι. Χάνει τον έλεγχό του, κατεβάζει το όπλο του από την πλάτη. Το ανοίγει, όμως δεν έχει σφαίρες να σκοτώσει τον Τζαμαλάρη. Οι νέοι χορεύουν αδιάκοπα. Ο γέρος καμπουριαστά πλησιάζει προς τους νοικοκυραίους, λέγοντάς τους με άγρια και δυνατή φωνή, προτάσσοντας τους το όπλο: «Βάλτε μέσα στο όπλο μου σφαίρα, βάλτε». Αυτοί απαντούν: «Δεν έχομι». Αυτός φωνάζει: «Βάλτε σφαίρα».
Στην επιμονή του γέρου βγάζει ο νοικοκύρης από την τσέπη του επιδειχτικά μια σφαίρα, τη βάζει μέσα στο όπλο. Όπως το κρατά ο γέρος και με αργά βήματα, κορδωμένος, σαν να έλεγε: «Τώρα εγώ θα σας δείξω», παίρνει θέση γονατιστός και σκοπεύει.
Η Γκαντίνα μπαίνει μπροστά στον Τζαμαλάρη, κάνει προστατευτικό τείχος να τον προφυλάξει από τη σφαίρα. Ο γέρος με διάφορες κινήσεις και ελιγμούς προσπαθεί να ξεγελάσει την Γκαντίνα. Και το πετυχαίνει, κερδίζοντας παιδιού βολές. Πατά τη σκανδάλη. Το όπλο δεν παίρνει φωτιά.
Ο γέρος εξοργίζεται. Κατάλαβε ότι ο νοικοκύρης του έβαλε άδεια σφαίρα μέσα στο όπλο του. Και στην επιμονή του, για δεύτερη φορά εντονότερα, του βάζει πάλι σφαίρα. Επαναλαμβάνονται ίδιες οι κινήσεις, όπως και στην πρώτη φορά.
Τώρα, με αυτόν τον πυροβολισμό ο νέος πέφτει κάτω νεκρός.
Η γκάιντα σταματά να παίζει. Φωνή δεν ακούγεται. Νεκρική σιγή. Η Γκαντίνα σπαράζει από κλάματα επάνω στο πτώμα του συντρόφου της. Ο Γέρος παίρνει βαθιά ανάσα και με αργά βήματα, κορδωμένος, προχωρεί. Αρπάζει την Γκαντίνα με ορμή, με δύναμη από το μπράτσο. Την έσυρε έως έξω από την αλάνα, σπρώχνοντας την με δύναμη στο περιθώριο.
Γυρίζει πίσω, φέρνει βόλτα, τριγυρίζει γύρω από το πτώμα του Τζαμαλάρη, βλέποντάς τον με επιφύλαξη εάν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Τον σκουντά με το πόδι, μήπως κουνηθεί. Και αφού πείθεται ότι είναι νεκρός, τότες τον αρπάζει από το πόδι και με το ένα χέρι τραβά το μαχαίρι το από το ζωνάρι.
Γυρίζει το κεφάλι του προς τους νοικοκυραίους και με ζωηρή φωνή ρωτά: «Θα του γδάρω το τομάρι του. Πώς το θέλετε, προβιά να γίνει ή τουλούμι να βάλετε τυρί;» Ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του ανταλλάσσανε γνώμη πώς το θέλουν. Επικράτησε η γνώμη της γυναίκας και αποκρίνονται φωναχτά: «Προβιά το θέλουμε, να καθόμαστε». Και τον γδέρνει. Πάλι ο γέρος τους ξαναρωτά εάν έχουν σκυλιά ή όχι. Απάντηση ήταν: «Έχουμε». Και οπότε ο γέρος φωνάζει τα σκυλιά, λέγοντας: «ω. ω. ω καραμάν».
Δεν πρόλαβε, όμως, να τον σβαρνίσει από το πόδι. Πετιέται ο νέος, ανασταίνεται, αρπάζει το γέρο σαν σκουπίδι, τον απωθεί, κλωτσώντας τον έξω από την αλάνα. Άρχισαν ζητωκραυγές, η γκάϊντα να παίζει.
Παρουσιάζεται η Γκαντίνα, δίπλα στον Τζαμαλάρη και χορεύοντας, ξεκινούν για το επόμενο σπίτι. Τότε και ο νοικοκύρης, όπως σταματά χαρούμενος με τη γυναίκα του, περνούν από μπροστά οι παραλήπτες, που παίρvουv το δικαίωμα σέρνοντας το γαϊδούρι που κουβαλά το σιτάρι, λέγοντας: «Και το χρόνο με υγεία».
Είναι αλήθεια πόσο σωστή είναι η φιλοσοφία της Τζαμάλας. Εξετάζοντας τα πλάνα του θιάσου, πως είναι δυνατόν ο γέρος να σκοτώνει το νέο και αυτός να ανασταίνεται; Δείχνει καθαρά ότι το νέο, η πρόοδος, η εξέλιξη δεν πεθαίνει. Συνεχίζοντας η Τζαμάλα το γύρο στο χωριό, τύχαινε σε σπίτι που ο νοικοκύρης δεν έβγαζε σπόρο για διάφορους λόγους, η Τζαμάλα σε καμιά περίπτωση δεν έπαιζε. Υπήρχε σεβασμός, με την έννοια ότι δε θα ‘ταν καλό στην παραγωγή. Παρόλα αυτά, η Τζαμάλα έφερνε ένα γύρο μες την αυλή. Με την είδηση: «δεν έσπειρε», οι πάντες αποχωρούσαν με σεβασμό.
Στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο νοικοκύρης έβγαζε σπόρο και δε δεχόταν να παίξει η Τζαμάλα προσωπικά, σε καμία περίπτωση δεν τολμούσε να πει ότι: «Εγώ, φερειπείν, δε θέλω να παίξει η Τζαμάλα στο σπίτι μου».
Αντιδρούσε διαφορετικά. Δήθεν ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι. Σώνει και καλά ότι απουσίαζαν. Ήταν δύσκολα να αρνηθεί κανείς, γιατί είχε να αντιμετωπίσει την οργή όλου του κόσμου.
Και δεύτερο, είχε να εισπράξει ταπεινωτικές ενέργειες, όπως πρώτον: ανατροπή του κάρου του επάνω στη σορό, στην κοπριά ή στη σορό τα πουρνάρια, που χρησίμευαν για καψόξυλα στο φούρνο. Και αυτό ήταν δύσκολο να το κατεβάσει, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο οι τέσσερις ρόδες προς τα πάνω, σατιρίζοντας δήθεν, έχουν κάνει αερόμυλο.
Αυτή η πράξη της ανατροπής του κάρου γινόταν μεγάλη πλάκα, γέλια. Όπως το κάρο είναι αναποδογυρισμένο στη σορό επάνω, άλλοι γύριζαν τις ρόδες φωνάζοντας: «Άντε χωριανοί, ο μύλος βγάζει ψιλό αλεύρι, ελάτι να αλέσιτι». Γέλια πολλά και την επόμενη ημέρα ακόμα γελούν σχολιάζοντας.
Με το τέλος της Τζαμάλας το σιτάρι το πουλάν. Τα λεφτά που παίρνουν την πρώτη Κυριακή ορίζουν γλέντι στην πλατεία του χωριού. Χορός, τραγούδια, ευχές, καλή χρονιά, καλή σοδιά και το χρόνο με υγεία.
Την Τζαμάλα οι παλιοί την πήγαιναν και την έπαιζαν στην πατρίδα και σε διπλανά χωριά, ακόμα και στα τούρκικα. Ντύνονταν Τζαμάλα μέχρι και ηλικιωμένοι πενηντάρηδες. Άλλοι μάζευαν «το δίκιο», στάρι που τους έδιναν οι νοικοκυραίοι για το παίξιμο παν στο γαϊδούρι.
Κατά την τελετουργική περιφορά της, μάλιστα, τραγουδούσαν το ακόλουθο ελληνοτουρκικό τραγούδι, που διεκτραγωδεί την ασθένειά της και την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται:
Βερίριμ σαμανί, γεμές (της δίνω άχυρο, δεν τρώγει)
Μπεν τσεκέριμ, ο γκελμές (την τραβώ, δεν έρχεται)
Τζαμάλα, τζαμάλα, χούντισι (εμπρός)
Ντι -ντίλι, μάντιλι, ντι -ντίλι,
τση τζαμάλας το παιδί
έβγαλε κακό στο φτι (ή έκαμε κακό στο φτι)
και γυρεύ’ να παντρευτεί!
Μπεν τσεκέριμ γετελέ (εγώ τραβάω στο κρεβάτι)
μπου γκιντίορ χεντεγιά (αυτή πηγαίνει στο χαντάκι)
Τζμάλα, τζαμάλα, χούντσισί (εμπρός)
Αφού έκαμναν το γύρο του χωριού έπαιρναν τα όργανα και διασκέδαζαν στο καφενείο ως το πρωί.
Σήμερα το έθιμο συνηθίζεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, κυρίως τις Απόκριες.
ΓΙΟΡΤΕΣ:
12 ΟΚΤΩΒΡΗ (1944). Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς.
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (26/10). Η γιορτή αυτή θεωρείται ορόσημο του χειμώνα και συνδυάζεται με του Αγ.Γεωργίου στις 23 Απριλίου. Στο γεωργικό καλαντάρι οι 2 αυτές γιορτές αποτελούν τις χρονικές τομές που χωρίζουν το έτος σε 2 ίσα μέρη, στο χειμερινό και το θερινό εξάμηνο αντίστοιχα.
28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (1940). Η επέτειος του «ΟΧΙ» στο φασισμό.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες».
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες».
«Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ’ αλώνι».
«Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια».
«Αϊ Δημητράκη μου, Μικρό καλοκαιράκι μου».
«Αν βρέξει ο Οκτώβρης και χορτάσει η γη, πούλησ’ το σιτάρι σου και αγόρασε βόδια».
«Αν δε βρέξει, ας ψιχαλίσει, πάντα κάτι θα δροσίσει».
«Αν δε βρέξει, πως θα ξαστερώσει;»
«Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι».
«Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις».
«Βαθιά τ’ αυλάκια να φουντώσουνε τα στάχυα».
«Δεύτερο αλέτρι, δεύτερο δεμάτι».
«Μακριά βροντή, κοντά βροχή».
«Ο καλός ο νοικοκύρης, ο λαγός και το περδίκι, όταν βρέχει χαίρονται».
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες καρπό πολύ δεν παίρνεις».
«Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα ‘χεις».
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες λίγο ψωμί θα πάρεις».
«Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός».
«Οκτώβρης-Οκτωβροχάκης το μικρό καλοκαιράκι».
«Τ’ άη – Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ΄μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό».
«Τ’ Αϊ Λουκά σπείρε τα κουκιά».
«Τα σταφύλια τρυγημένα και τα σκόρδα φυτεμένα».


users.sch.gr