Ένα από τα πρώτα πράγματα πού ρώτησε, ήταν:
Τι κάνει ο παπα-Γιώργης;
Α, του είπαν, στην Εκκλησία θα είναι, στους Αγίους Θεοδώρους.
Ε, πάω να πάρω την ευχή του και ξαναγυρίζω.
Πηγαίνει στην Εκκλησία, ο δρόμος ομως τον οδήγησε από το πίσω μέρος. Τα παράθυρα ήσαν ανοιχτά. Άκουε τις ζωηρές ομιλίες. Σκύβει λοιπόν από ένα παράθυρο ,λόγω περιέργειας, και βλέπει μέσα στον Ναό.
Ό παπα-Γιώργης συζητούσε ζωηρά μ' έναν ωραιότατο νέο, υψηλό, παράξενα ντυμένο, και του έλεγε:
Α, όλα κι όλα! Θα μου κάνης αυτό πού σου ζητώ! Δεν ξέρω τι λογαριασμό έχεις εκεί πέρα, αλλά εμένα θα μου κάνης αυτό πού σου ζητώ !
Άφησε το παράθυρο γεμάτος απορία και πάει από μπροστά, αλλά βρίσκει την πόρτα κλειστή. Χτυπά δυνατά...Τίποτα. Ξαναχτυπά και λέγει:
-Παπα-Γιώργη, ξέρω ότι είσαι μέσα. Άνοιξε μου!
Ησυχία...Ξαναχτυπάει πάλι και του λέει:
Την ευχή σου θέλω μόνο παπα-Γιώργη, είμαι ο Σιδέρης. Μόλις τώρα, ήρθα από το ταξείδι.
Τίποτα. Τελεία ησυχία... Σπρώχνει την πόρτα, ξανασπρώχνει... δεν άνοιγε. Απογοητευμένος κίνησε να φύγη. Ανεβαίνοντας το ανηφοράκι βλέπει να κατεβαίνη με την μαγγούρα του ο παπα-Γιώργης!
-Βρε, βρε, καλώς τον !!! λέει ο παπα-Γιώργης
Άφωνος ο Σιδέρης.
-Ε, Σιδέρη, του λέει. Μη δίνης σημασία σ' αυτά πού είδες στους Αγίους Θεοδώρους. Δεν πειράζει, παιδάκι μου, φαντασίες σου είναι, φαντασίες σου. Καλώς ώρισες!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου