Γράφει ο Ιωάννης Ντινόπουλος
Τον Ασημάκη τον γνώρισα πρίν από πολλά χρόνια. Ήμουν νεαρός, μαθητής στο Γυμνάσιο της Αμαλιάδος τότε και ο Ασημάκης θα ειχε περάσει τα 70. Παρ' όλα τα βάσανα και τα χρόνια που βάραιναν την πλάτη του διατηρούσε και το παράστημά του και το χιούμορ του και κυρίως για μένα- που είχα ακούσει τόσα πολλά γι αυτόν - διατηρούσε και ένα "αρωμα" απο τους παππούδες μου, που δεν είχα γνωρίσει..
Είχε φιλία με τους παππούδες μου που εχρονολογείτο από τη δεκατία του ΄40, τότε που ο τόπος μας εζησε εναν πόλεμο, μιά κατοχή και έναν εμφύλιο σπαραγμό ! Σε εκείνη τη δύσκολη δεκαετία ο Ασημάκης βάφτισε και κάποιο μέλος της οικογένειας και έτσι η φιλία των ανδρών ενισχύθηκε και με τη συγγένεια της κουμπαριάς. Ο Ασημάκης επισκεπτόταν τακτικά το συνοικισμό των Ντιναίων και έβλεπε τους φίλους και κουμπάρους του !
Θα ήταν Ιούνιος -δεν ξέρω ποιάς χρονολογίας ακριβώς - όταν ο Ασημάκης βρέθηκε και πάλι κοντά στους παππούδες μου (τον παππού μου και τον αδερφό του)
Εκείνη την ημέρα, που συνέβη και το περιστατικό που σας διηγούμαι, θα έτρωγε στο δικό μας το σπίτι. Η γιαγιά μου είχε μαγειρέψει αρνί κοκκινιστό κατσαρόλας (μάλλον τέντζερη και οχι κατσαρόλας) με χυλοπίτες, τσιγαρισμένο με φρέσκο βούτυρο. Στο τραπέζι υπήρχε τυρί, αυτό που λένε σήμερα φέτα, πεντανόστιμο ψωμί, αυτό που λένε οι πρωτευουσιάνοι ζυμωτό, και κρασί από το βαγένι, από το αμπέλι του παππού μου στην Μπουκούτα. Δηλαδή ένα τραπέζι πλούσιο ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Και όλα δικής τους παραγωγής. Τα μόνα αγορασμένα σε εκείνο το τραπέζι ηταν το αλάτι και το πιπέρι !
Στόν Ασημάκη είχαν βάλει δυό μεζέδες κρέας και χυλοπίτες που ξεχείλιζαν από το πιάτο. Υπήρχε μια αντίληψη, που ισχύει ακόμη και σήμερα στον τόπο μου την ορεινή Ηλεία, ότι όσο πιο πολύ φάει ο φιλοξενούμενος τόσο πιο πολύ αποδέχεται τη φιλοξενία και άρα τόσο πιό πολύ ανεβάζει τις "μετοχές" του φιλοξενούντος, για αυτό και πιέζουν τον φιλοξενούμενο να φάει περισσότερο !
Μου θυμίζει ένα "κομμάτι" από τον Επιτάφιο του Περικλέους..."κτώμεθα γαρ τους φίλους ουκ ευ πάσχοντες αλλά δρώντες. Ασφαλέστερος γαρ ο δράσας την χάριν, ώστε οφειλουμένην δι ευνοίας ω δέδωκε σώζειν, κλπ..."
Ό ένας από τους δυό μεζέδες στο πιάτο του Ασημάκη ήταν η σπάλα, γιατί εθεωρείτο καλός μεζές αφ' ενός και γιατί ο Ασημάκης εθεωρείτο άριστος οιωνοσκόπος αφ' ετέρου, γνώριζε δηλαδή να "διαβάζει" τη σπάλα !
Αφού κάμανε το Σταυρό τους μαζί με τις συνηθισμένες ευχές, "καλώς όρισες κουμπάρε", "καλώς σας βρήκα, ο Θεός το καλό " κλπ, αρχίσανε να τρώνε, εκτός από τον Ασημάκη...που είχε πιάσει τη σπάλα με το αριστερό του χέρι απο "την ωμογλήνη που συντάσσεται με την κεφαλή του βραχιόνιου οστού" και με το πιρούνι που κρατούσε στο δεξί προσπαθούσε να καθαρίσει από πάνω της το κρέας...
-Τι τα τηράς τα κόκκαλα Ασημάκη μου, φάει, θα κρυώσει το φαϊ, του ειπε ο παππούς μου..
Ο Ασημάκης δε μίλησε καθόλου, αφού καθάρισε καλά τη σπάλα, τη γύρισε ανάποδα και την έφερε από την πλευρά της ανοιχτής πόρτας, κοιτάζοντάς την στο φώς σαν σύγχρονος ακτινοδιαγνώστης..
-Θα φάω, κουμπάρε, απάντησε στον παππού μου, αλλά θα μου πείς πρώτα ποιός είναι ο καλύτερός σου φίλος !
-Χμ, έκαμε ο παππούς μου ! Όταν ήμουν νεώτερος Ασημάκη μου και πιό δυνατός είχα αρκετούς φίλους, τώρα όμως που αρχίζω να γερνάω δεν μου απόμεινε άλλος εκτός απο σένα !
Πάτ, πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα του ο Ασημάκης και όπως ήτανε και ψηλός, παρα-λίγο να βαρέσει το κεφάλι του στο πατερό* !
-Το λές αλήθεια κουμπάρε; τον ξαναρώτησε...
-Στο Σταυρό που κάμαμε, απάντησε ο παππούς μου...
-Φεύγωω.... είπε ο Ασημάκης, το σπίτι μου καταστράφηκε !!!! και βγήκε γρήγορα από την ανοιχτή πόρτα...
Μείνανε όλοι άφωνοι, βγήκανε εξω, αλλά ο Ασημάκης είχε καβαλήσει το μαύρο αλογό του με την δερμάτινη σέλα και την όμορφη πλουμιστή χανάκα* και έτρεχε προς τον κάμπο...
Ξαναμπήκανε μέσα στενoχωρημένοι, όταν τον είδανε να σκαπετάει* καλπάζοντας στου Αρνιακού* ...
......................................
Εκείνη την ημέρα, λίγο πρίν φέξει, μπήκαν οι Αλλοι στο χωριό του Ασημάκη. Ειχαν "στριμωχθεί" πολύ και ήσαν αποφασισμένοι για ολα...Έπρεπε να κάνουν επίδειξη ισχύος...
Αυτοί, απο δώ, πιαστήκανε στον ύπνο...
.......................................
Ήταν ακόμα μέρα όταν ο Ασημάκης έφτασε στο χωριό του, κάπου τριάντα πέντε χιλιόμετρα μακρυά απο τα Ντιναίικα...
Παντού μύριζε καμμένο...
Σε κάνα-δυό σπίτια του χωριού είχε καταρρεύσει η σκεπή από τη φωτιά και σε κάποια άλλα έβγαινε καπνός από τα μουτζουρωμένα παραθύρια που χάσκανε ορθάνοιχτα...
Όσοι είχανε γλυτώσει από τη θηριωδία της ιδεολογίας των Άλλων και είχαν ξεπεράσει το πρώτο σόκ, προσπαθούσαν να βγάλουν από τη γράνα* τους σκοτωμένους συγγενείς και συγχωριανούς τους...
Κάποιες γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά και με το τσεμπέρι* τυλιγμένο στο λαιμό χτυπούσανε το στήθος τους και κυττάγανε τον ουρανό...
Σκηνές αλλοφροσύνης...
...σαν σε Αρχαία τραγωδία...
Ένα από τα καμμένα σπίτια ήτανε και του Ασημάκη και ανάμεσα σ΄αυτούς, που βγάλανε απο τη γράνα με τα βάτα, ήτανε η γυναίκα του Ασημάκη και ο αδερφός του ! Μόνο που η γυναίκα του δεν είχε "φάει " τη χαριστική βολή, εκεί στην άκρη του όχτου* που τους είχανε μαζέψει και τους πυροβολήσανε και έτσι "ανέζησε " με πολύ κόπο και στάθηκε στα πόδια της μετά από πολύ καιρό..
.....................................
Δε ρώτησα ποτέ αν ο Ασημάκης ανήκε ιδεολογικά σε Αυτούς ή τους Αλλους και δεν θα καταθέσω τη γνώμη μου για το ποιός έφταιγε. Δεν είναι αυτό το ζητούμενό μου και δεν είμαι ούτε ιστορικός, ούτε δικαστής...
Εκείνο που ξέρω μετά βεβαιότητος είναι οτι την ώρα που οι Άλλοι πυροβολούσανε Αυτούς, ενα μπουλούκι πουλιά φτερακίξανε* τρομαγμένα, όπως ακριβώς και στο "ποτάμι" του Σαμαράκη !
Το ίδιο τρομαγμένη φτεράκιξε και η καρδιά του Ασημάκη όταν "διάβασε " με τόσες λεπτομέρειες τη σπάλα στο πιάτο του, απο το αρνί του παππού μου, για την τραγωδία που συντελέστηκε στο χωριό του και στο σπίτι του ...
Ιωάννης Ντινόπουλος
Πηγή μου: Απο τις διηγήσεις του πατέρα μου, που νεαρός τότε ήταν μπροστά στο "διάβασμα" της σπάλας απο τον Ασημάκη.
*πατερό=ένα από τα μεγάλα δοκάρια που πατούσανε δεξιά αριστερά στον τοίχο και πάνω τους στηριζότανε η αρματωσιά της σκεπής. Γνωστό και από την έκφραση "κολοκύθια στό πάτερο"
*χανάκα=δερμάτινο περιλαίμιο που από μέσα είχε βελούδο κόκκινο ή μπλέ και ήταν στολισμένο με χάντρες. Κοσμούσε το λαιμό στα νέα και όμορφα αλογα, ειδικά όταν "φορούσαν" εφίππιον (σέλλα )
*Σκαπετάω=χάνομαι στο βάθος του δρόμου ή του ορίζοντα, εξαφανίζομαι...
*Αρνιακού=Τοποθεσία μετά τα Ντιναίικα στο δρόμο για το Πανόπουλο, ίσως από το όνομα παλιού ιδιοκτήτη της περιοχής
*γράνα= χαντάκι δίπλα στο το δρόμο, ή στην άκρη στο χωράφι
*τσεμπέρι=μαντήλι, συνήθως καφέ, που το φορούσανε οι γυναίκες στο κεφάλι και το δένανε κάτω απο το λαιμό.
*όχτος=αντίστοιχο της όχθης, το μεταίχμιο του ισιώματος και του κεκλιμένου του εδάδους, συνήθως κοντά σε ρεμματιά
*φτεράκιξε=φτερούγισε ξαφνιαμένο, τρομαγμένο