Καλεί
τους αδελφούς και με λυγμούς τους ανακοινώνει την πρόσκληση του Πασά
και τους φόβους του. Ζητάει συγνώμη από όλους και τους ασπάζεται. Ύστερα
μπαίνει στο ναό των Ασωμάτων γονατίζει και προσεύχεται. Και… χωρίς να
προλάβει ούτε καφέ να πιει, ανεβαίνει στο μουλάρι, που του ετοίμασαν,
και σαν κατάδικος, ανάμεσα στους άγριους ζαπτιέδες πορεύεται στο
Ρέθυμνο, στην έδρα του Οσμάν.
Έφτασαν
το μεσημέρι. Τον έβαλαν στο μουσαφίρ οντά. Η αγωνία του μεγάλωνε. «Τάχα
τι πονηρές ερωτήσεις θα μου κάνει ο Πασάς για να με παγιδέψει και τι
απαντήσεις να του δώσω;». Σκέπτεται «Όπως και να ‘ναι το πράγμα, η
αγχόνη με περιμένει. Κύριε ελέησον».
Σε λίγο μπαίνει ο πασάς, τον κοιτάζει με βλέμμα περιφρονητικό και αγριωπό και του λέει:
–«Πεινάς παπά; Έλα κοντά μου». Ο Ιωσήφ αναθάρρησε.
–Εμείς,
Πασά μου, σήμερα έχουμε παραμονή των Χριστουγέννων και νηστεύουμε και
το λάδι…. Δεν πεινάω. Δωσ’ μου την άδεια να πάω σε κανένα χάνι να
φροντίσω το ζώο μου».
Κι ο Πασάς σαρκαστικά:
–«Εκείνοι που θα έχουν από τώρα το ζώο, ας το φροντίσουν. Εσένα δε σου χρειάζεται πια».
Τα τελευταία λόγια του Πασά έβαλαν τη σφραγίδα στις προβλέψεις του Ιωσήφ.
Ο
Πασάς τον έσπρωξε στο διπλανό μικρό δωμάτιο. Εκεί βρήκε άλλο τραπέζι
στρωμένο, «με χαβιάρι, αστακό, εκλεκτές ελιές και γλυκό κρασί». «Τι
είναι τούτα;» σκέφτεται. «Τουλάχιστον ας πάω χορτάτος στον Άδη». Κι
άρχισε να τρώει. Ύστερα ο Πασάς τον κάλεσε πάλι στην αίθουσα και του
είπε:
-«Σε κάλεσα εδώ παπά μου γιατί έχω στο χαρέμι μου μία
χριστιανή και θέλει τώρα τα Χριστούγεννα σας να φάει ένα χριστιανικό
φαγητό, που το τρώτε εσείς και πρέπει να το ετοιμάσει αυτό παπάς με
λειτουργία».
Ο ηγούμενος ανατρίχιασε. Κατάλαβε ότι εννοούσε την Αγία Μετάληψη.
-«Πώς είναι δυνατό, Πασά μου, να γίνει εδώ Θεία Λειτουργία;» τόλμησε να πει.
-«Πώς είναι δυνατό;». Είπε περιφρονητικά ο Πασάς. «Ψωμί έχω, κρασί έχω, θα σου δώσω ένα ποτήρι και ένα κουμάρι και φιάξε το».
-«Αλλά χρειάζεται ιδιαίτερος τόπος, Ιερά άμφια, βιβλία, σκεύη… Και δεν υπάρχουν εδώ».
Ο Πασάς αγρίεψε.
–«Κατέβα στο υπόγειο, εκεί θα βρεις ότι σου χρειάζεται. Εκεί λειτούργησε τον Αύγουστο και άλλος ένας παπάς».
–«… Ώστε θέλει να με θανατώσει στα κρυφά χωρίς να γίνει θόρυβος. Δοξασμένο τ’ όνομά σου, Κύριε».
Το
σεράι ήταν Ενετικό και είχε πολλά θολωτά υπόγεια. Ένα από αυτά ήταν
διαμορφωμένο σε ναό. Ένα σεντόνι χώριζε το δωμάτιο στα δύο. Το άδυτο από
τον κυρίως ναό. Σήκωσε το σεντόνι ο Ιωσήφ. Μπροστά του πρόβαλε ένα
τέλειο θυσιαστήριο, με Αγία Τράπεζα, με αντιμήνσιο, με όλα τα ιερά
σκεύη, με άμφια… ακόμη και με νωπό πρόσφορο και με νάμα!…
Όταν ανέβηκε επάνω τον ρωτά ο Πασάς:
-«Αρκούν αυτά;»
-«Μόνο βοηθό ψάλτη έχω ανάγκη».
-«Μόνος θα τα πεις όλα. Το ίδιο έκανε και ο άλλος παπάς τον Αύγουστο»,
του απάντησε γελώντας. Πριν τον οδηγήσουν σε κάποιο δωμάτιο για ν’
αναπαυθεί, τον πλησίασε ο Πασάς και του πε Ελληνικά αυτή τη φορά:
-«Να σηκωθείς δύο ώρες πριν να φέξει, να ετοιμάσεις το φαγητό της δούλης μου, να μην πάρουν είδηση οι Τούρκοι.»
Κατέβηκε
την ορισμένη ώρα στο υπόγειο. Έψαλλε τη λιτή, τον εξάψαλμο, τα
καθίσματα, το εωθινό Ευαγγέλιο, τον πεντηκοστό ψαλμό, τον κανόνα…. Και
την ώρα της προσκομιδής των Αγίων Δώρων μια φωνή άρχισε να ψάλλει
μελωδικά:
«Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε…».
Ο Ιωσήφ έμεινε καθηλωμένος στη θέση του. Κάποιος άγγελος, σταλμένος από το Θεό, συνόδευε τη φτωχική του λειτουργία;
…Μα
όταν γύρισε το κεφάλι του είδε με έκπληξη και αγανάκτηση τον Οσμάν Πασά
να ψέλνει. «Ε! Όχι κι έτσι!…» σκέφτηκε. «Κύριε… Κύριε…». Μια σκέψη όμως
τον ησύχασε. «Ίσως να ναι γιος εξομότη και έμαθε από μικρός να ψέλνει
τη λειτουργία. Ίσως θα μπορούσε και πάλι να εκχριστιανισθεί». Και
συνέχισε την ιεροτελεστία. Έφτασε και η ώρα της Θείας Μεταλήψεως. Ο
Ιωσήφ με βαθιά ευλάβεια και συγκίνηση προσευχόταν.
«Ἰδού, βαδίζω πρὸς θείαν Κοινωνίαν…».
«Τοῦ
Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ…». «Ευλογείτε άγιοι άγελλοι,
αρχάγγελοι, θρόνοι, κυριότητες, εξουσίαι…» Και τότε ω! τότε ο… Πασάς
πλησίασε τον ηγούμενο και ζητούσε να… κοινωνήσει.
Το αίμα του Ιωσήφ ανέβηκε στο κεφάλι. Πώς να ανεχθεί τη βεβήλωση;
-«Αυτό που ζητάς, Πασά, δε θα γίνει ποτέ» του είπε σταθερά. Ο πασάς επέμενε. Μία δυνατή πάλη άρχισε μεταξύ τους.
Ο ιερεύς του Θεού όμως είχε πάρει την απόφαση.
«Καλύτερος ο θάνατος από τη βεβήλωση. Ας βάψει το αίμα του το Άγιο Θυσιαστήριο…».
Τότε…
αφαιρεί ο Πασάς το σαρίκι του, πλούσια μαλλιά χύθηκαν στους ώμους του.
Από τον κόλπο του βγάζει ένα διπλωμένο χαρτί. Ήταν πιστοποιητικό με την
υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο αείμνηστος Γρηγόριος ο Ε’
πιστοποιούσε ότι ο Χατζή Οσμάν πασάς ήταν ο γραμματεύς των πατριαρχείων.
Ο Πρωτοσύγγελλος Βασίλειος.
Έγινε μικρή σιωπή. Γεμάτος κατάπληξη ο ηγούμενος, γύρισε και κοίταξε τον Οσμάν. Το πρόσωπό του, είχε πάρει τώρα μορφή αγίου.
-«Αδελφέ και συλλειτουργέ, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» ψιθύρισε ο Βασίλειος.
Μετάλαβαν τα Άχραντα Μυστήρια και ανέβηκαν στον μουσαφίρ οντά να πάρουν καφέ.
Σημείωση:
Ο Σουλτάνος Μαχμούτ μισούσε τους Γενίτσαρους. Όταν ο Πατριάρχης του
παραπονέθηκε για τους Γενίτσαρους της Κρήτης ότι καταπιέζουν τους
χριστιανούς, ο Μαχμούτ του ζήτησε να του υποδείξει άνθρωπο, πού να τα
καταφέρει. Γιατί όποιον έστελνε, γινόταν ένα με τους Γενίτσαρους. Τότε
στη Σύνοδο, που κάλεσε ο Γρηγόριος, ο Πρωτοσύγγελλος Βασίλειος πρότεινε:
«Εγώ θα πάω Παναγιώτατε, στην Κρήτη». Και πήγε σαν Χατζή Οσμάν πασάς
«για να λυτρώσει τους Χριστιανούς από την κόλαση των Γενιτσάρων».
Το
1815 ο ευμετάβολος Μαχμούτ τον ανακάλεσε. Και τότε ο Βασίλειος ναύλωσε
ένα καράβι και έκανε πανιά για τον Άθω. Εκεί έζησε μέχρι τα βαθιά του
γεράματα, μία ζωή αυταπάρνησης και θυσίας για το Θεό. Το συναρπαστικό
αυτό περιστατικό μας αποκαλύπτει μία ακόμη πτυχή της προσφοράς της
Εκκλησίας στο υπόδουλο γένος