ΕΙΝΑΙ πολλά χρόνια, αφόντας έγεινε η ιστορία, που θα σας διηγηθώ. Ο μικρός Κριτής σήμερα είναι γέρος με παιδιά και μ' αγγόνια, και με δίγγονα, αν κι' η Μοίρα δεν τον αξίωσε να χαϊδέψη δικό του παιδί. Αλλά το ίδιο πράγμα είναι. Τα παιδιά, τ' αγγόνια και τα δίγγονα είναι του αδερφού του, μικρότερου του κατά την ηλικία, σαν και δικά του είναι.
Ο μικρός Κριτής, Σπύρος λεγόμενος, είταν και δεν είταν δέκα χρονών, όταν για πρώτη φορά, ακολουθώντας το αναγκαίο έθιμο της πατρίδας του, ξεκίνησε για την Ξενιτειά, την Κίρκη αυτή του ηπειρώτικου κόσμου. Ο πατέρας του, ο κυρ-Χρήστος, Κριτής λεγόμενος απ' όλη την επαρχία, γιατί είταν πραγματικώς ο δικαστής της, τον συνώδεψε ως τα Γιάννινα. Την ώραν του ξεχωρισμού, που ο Ρόβας ο καρβανάρης είχε έτοιμα τα μουλάρια του και τ' άλογά του, και φώναζε σαν άλλος δήμιος. « Το καρβάνι είν' έτοιμο!!!», όλοι οι συγγενήδες, που παρακολοθούσαν τους ξενιτεμένους τους, τους ξεμονάχεψαν και τους έλεγαν τα ύστερα λόγια του ξεχωρισμού. Είταν καμμιά εικοσαριά οι ξενιτεμένοι. Άλλος είχε μάννα, άλλος πατέρα, άλλος θειο ή θεια, κι' άλλος μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφή. Τι πικρή ώρα, η ώρα του ξεχωρισμού! Όλο το αίμα μαζόνεται στην καρδιά, το πρόσωπο σκυθρωπάζει, και τα μάτια βουρκώνουν από τα δάκρυα.
«Κι' ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Λέγει το ηπειρωτικό τραγούδι. Αλήθεια δεν έχει παρηγοριά ο ζωντανός ο ξεχωρισμός! Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο.
Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: —
— «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα».
Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Οι καρδιές χτυπούσαν δυνατώτερα, τα μάτια δάκρυζαν και κάπου κάπου ακούονταν και ξεφωνητό μάννας ή αδερφής. Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Και φτερά αν είχαν, δεν θα περνούσαν, και δεν θάφευγαν γληγορώτερα!
Τέλος ο καρβανάρης ο Ρόβας καβαλλήκεψε ένα χρυσοκάπουλο μουλάρι και χτυπώντας το με τους φτερνιστήρες του, πετάχτηκε έξω από την ορθάνοιχτη θύρα του χανιού, σαν αστραπή. Όλοι οι ξενιτεμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με τους δικούς τους και καβαλλήκεψαν κι' αυτοί με μάτια θολωμένα από τα δάκρυα του πόνου της πατρίδας, του σπιτιού, και των δικών τους, κι' έκαναν το σταυρό τους. Τα «έ χ ε τ ε γ ε ι ά», τα «ώ ρ α κ α λ ή» και τα «κ α λ ή α ν τ ά μ ω σ η ν α δ ώ σ η ο Θ ε ό ς!», διασταυρόνονταν απ' εδώ και απ' εκεί. Μια μάννα, πικρόμαννα έστησε μυρολόγι:
«Ανάθεμα σε ξενιτειά και τρισανάθεμά σε, Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια. Κι' εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γυιό μου!.. »
Την ώρα, που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο πατέρας του, με παραπονετική φωνή:
— Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα… Ο Σπύρος σταμάτησε το μουλάρι, κι' ο κυρ Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα, του λέγει:
— Παιδί μου
1 Άμα σκαπετήσης το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου είναι το ίδιο. Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσης ποτέ ότι είσαι παιδί μου. Μακρά από ψέμμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι' αν βρεθής να μη χάσης την ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλειάς αν γένης να μη λησμονήσης την πατρίδα σου. Τάκουσες παιδί μου;
— Τάκουσα, πατέρα μου!
— Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι' η ευχή μου μαζύ σου!
Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάση το ξεμακρυσμένο καρβάνι, κι' ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι' άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του, σα βρύσες.
Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι' ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο κι' όσους απαντούσε στο δρόμο κανέναν δεν γνώριζε, κι' ούτε τον γνώριζαν!
Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στερεάς. Είκοσι μέρες χρειάζονταν τότε για να πάη κανείς από τα Γιάννινα στην Πόλη, αν δεν τύχαινε στο δρόμο κανένα εμπόδιο. Είχαν περάση δέκα μέρες δρόμο, πέρασαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς να τους τρέξη κανένα κακό. Είταν όλοι αγαπημένοι, όλοι μια χαρά και περνούσαν τον δρόμο τους τραγουδώντας και κουβεντιάζοντας σαν αδέρφια. Εκείνη την ημέρα μπήκε ο διάβολος στη μέση. Του ενός από το καρβάνι είχε πέσει η σακκούλα του με ότι χρήματα είχε, και την είχε βρη ένας άλλος, από τους είκοσι συνταξειδιώτες, και του την έδωκε, κρατώντας τα μισά για βρετικά. Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας, ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου», ο ένας και «δίκιο μου!» μου ο άλλος. Μπήκαν οι άλλοι να τους χωρίσουν, αλλά κι' αυτοί χωρίσθηκαν σε δυο: άλλοι με τον έναν κι άλλοι με τον άλλον. Εκείνος οπού είχε βρη την σακκούλα επέμενε να βαστάη τα μισά, λέγοντας: Δικαιούμαι να βαστάξω τα μισά, διότι αν δεν το φανέρονα, ότι ηύρα την σακκούλα, μπορούσα να τα φάω όλα τα χρήματα, που είχε μέσα.
Εκείνος πάλι, που την είχε χάσει, επέμενε να τα ζητάη όλα, λέγοντας:
— Δεν δικαιούσαι να μου βαστάξης τα μισά, διότι δεν είμεστε απ' άλλο καρβάνι συ κι' απ' άλλο εγώ, αλλ' είμεστε από το ίδιο καρβάνι· κι' είμεστε σύντροφοι, κι' ως σύντροφοι είμεστε αδέρφια και υποχρεούμεστε ο ένας να βοηθάη τον άλλο, κι' όχι να κερδίζουμε ο ένας από τον άλλο. Φιλονικώντας — φιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι, ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι' άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης να τους ειρηνέψη, αλλά δεν μπόρεσε· και τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του. Η φιλονικία κατάληξε στα χέρια, και μέσα στο μαλλοτράγμα, κάποιος είπε με πόνον καρδιακό:
— Ε! και να ξεφύτρωνες, θεέ μου, τον κριτή μας, τον κυρ-Χρήστο, εδώ πέρα, από καμμιά μεριά, πως θάφευγε ο τρισκατάρατος από τη μέση μας, και πως θα γένονταν όλα μέλι γάλα
— Αχ' πούθε να είταν καημένε, είπε ένας άλλος τους, σε μια στιγμή θα ειρήνευαν τα πάντα.
— Μούρθε μια ιδέα — είπε ένας άλλος….
— Τι; τον ρώτησε τέταρτος.
— Τι;…. Έχομε το παιδί του εδώ πέρα…
— Και σαν τώχομε;
— Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του……. κριτή.
—Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας.
— Σπύρο — φώναξε — Σπύρο ! Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;
Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι' άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι' αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάππα του.
Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γείνει δεχτή απ' όλη τη συνοδεία.
— Ναι, ναι — ακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους. — να ξυπνήσωμε το παιδί να τους κρίνη. Είναι παιδί του πατέρα του….
Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας, ότι ήθελαν να ξυπνήσουν το παιδί για να κάμη την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, τους είπε:
— Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθή. Τι ξέρει αυτό;
— Όχι! όχι! — εφώναξαν πολλοί — πρέπει να ξυπνήσωμε το παιδί.
Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κομώνταν βαρυά. Ύπνος παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το τραβούσαν απ' εδώ κι' απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι' έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε. Το παιδί, άνοιξε τα μάτια του, κύτταξε γύρω γύρω και το πήρε το παράπονο.
— Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; — του είπε ο Ρόβας.
— Έβλεπα στον ύπνο μου, ότι είμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου και με τα δέρφια μου… Μάννα δεν είχα.
Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίη.
— Μπρε κριτή που σου τον διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης.
—Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που τον ξύπνησαν.
— Πού να το ξέρω, — είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.
— Σε ξυπνήσαμε για να μας κάνης την κρίση της φιλονικίας.
Το παιδί τον κύτταξε με το στόμα ανοιχτό.
—Μπρε, τι σας έφταιγε το καημένο και του χαλάσατε τ' όνειρο, είπε ο καρβανάρης. Άιντε παιδί μου, κρίνε τους — είπε ο γεροντότερος ταξειδιώτης του καρβανιού. — Γνωρίζεις την αιτία. Απ' αυτού θα καταλάβουμε αν θα γένης σαν τον πατέρα σου.
Το παιδί καλοκάθησε σταυροπόδι, κι' είπε στους μαλλωμένους με ύφος αληθινού κριτή:
— Ελάτε εδώ!
Πήγαν κι' οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα.
— Ξέρετε που είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά. Ο καρβανάρης άνοιξε τα μάτια του, προσέχοντας ν' ακούση καλύτερα. Οι μαλλωμένοι δε μιλούσαν.
Να σας ειπώ που είμεστε. Είμεστε κακορρίζικοι, δέκα μέρες μακρυά από τον τόπο μας· είμεστε ξένοι παντάξενοι! Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ γύρα! Η Ξενιτειά μας αδερφόνει όλους…
Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράη με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και λέγει μέσα του!
— Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό!
— Θέλετε να σας κάνω την κρίση; — τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά.
— Θέλομε, — του απολογήθηκαν, — κι' ότι μας πης θ' ακολουθήσωμε.
Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.
— Για να σας κάνω την κρίση, πρέπει πρώτα ν' αγκαλιασθήτε και να φιληθήτε κι' ύστερα να σας κρίνω.
Οι δύο μαλλωμένοι κύτταξαν ο ένας τον άλλον περίλυποι, σα να ντρέπονταν να κάνουν εκείνο, που τους έλεγε.
Οι άλλοι, βλέποντας το δισταγμό τους, τους φώναζαν:
— Κάνετε ωρέ, όπως σας λέγει ο κριτής! Τι καμαρώνετε!
Οι μαλλωμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κλαίοντας.
— Πηγαίνετε τώρα! — είπε το παιδί — Τελείωσε η κρίση σας!
— Και πώς τελείωσε; — είπαν οι πολλοί — Ο ένας κρατάει κι' ο άλλος έχει να λάβη.
— Τελείωσε, είπε το παιδί. — Η διαφορά τους είταν το μίσος. Αφού μπήκε η αγάπη ανάμεσα τους, το μίσος έφυγε και το δίκιο έρχεται μόνο του.
Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τάβγαλε από τον κόρφο του και τάδωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας:
— Πάρ'τα, αδερφέ!
Κι' εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε:
— Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα τα κι' όλα…
— Όχι! όχι, είναι δικό σου βιο — είπε εκείνος, που τα είχε βρη. —
Μακρυά από εμένα το άδικο!
— Πάρ'τα ωρέ, — του φώναξαν οι άλλοι, — αφού σου τα δίνει ο άνθρωπος.
Τα πήρε τότε εκείνος και τα έβαλε στη σακκούλα, κι' αφού την έβαλε στον κόρφο του, ξαναγκαλιάστηκε και ξαναφιλήθηκε με τον αντίθετό του.
— Εύγε! εύγε Σπύρο — φώναξαν οι άλλοι — είσαι αληθινό παιδί του κυρ-Χρήστου! και πήγαν όλοι και το φίλησαν το παιδί, και το ευχήθηκαν να προκόψη.
Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και τον αγκάλιασε κι' αυτός και τον φίλησε, λέγοντας του:
— Παιδί μου, να με σχωρέ'ης, Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γείνης αφέντης.
Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι' όλοι οι συνταξειδιώτες του έγειναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.
Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ ΧΑΡΑΛ. ΑΝΤΡΕΑΔΗΣ
ΑΘΗΝΑ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Δ. Γ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ Πραξιτέλη — 8
1907
3 σχόλια:
(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫ Mετά απο πολύ καιρό λογω στρατου είπα να μπω στο σπιτικο μου για να σας ευχηθω!!Γιορτες ερχονται και περνω απο το σπιτικό σου να ευχηθω ΚΑΛΑ ΜΑΓΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ γεμάτα υγεία-αγάπη - ευτυχια.Οι Αγιες μέρες ας απαλύνουν τον πόνο σε οσους υποφέρουν και ας δώσουν σε όλους μας οτι πιο ανθρώπινο υπάρχει για να νιώσουμε όμορφα!!(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫(✿ ♥‿♥) ♫ H ιστορια τελεια δεν την ηξερα!!!!!!!!!!!!!!!!
Καλησπέρα φίλε "Σκρουτζάκο" !
Σε ευχαριστώ πολύ που πέρασες να με ιδείς, σε ευχαριστώ πολύ για τις ευχές σου.
Τις καλύτερες ευχές και από μένα για Υγεία, Αγάπη ,Ευτυχία και αν δεν απολύθηκες ακόμη από το στρατό με το καλό "καλός πολίτης".
Καλή σου νύχτα αγαπητέ μου ευγενικέ φίλε !
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ 8/1/2014 ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ γυμνασιου επαγγελματικου ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΣΤΟ ΑΙΓΑΛΕΩ
Α2
1 ΩΡΑ ΧΡΗΣΗ Η/Υ
2 ΩΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
3 ΩΡΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
4 ΩΡΑ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ
5 ΩΡΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ
6 ΩΡΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Δημοσίευση σχολίου