ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

1 Δεκεμβρίου 2023

Τα Χριστούγεννα του Αμερικάνου-ΑΝΤΩΝΙΟΣ Κ. ΤΡΑΥΛΑΝΤΩΝΗΣ

 Εκεί που με κόπο πολύν ανεβαίναμε στο λόφο του Αγίου Ισαύρου, ερώτησα τον οδηγό μου τον Παξινό.
―Γιατί αυτόν τον αδύνατο, που μας χαιρέτησε στη Φουντάνα, τον είπες Αμερικάνο;

Και ο Παξινός οδηγός μου έτυχε φλύαρος και μου διηγήθηκε ολόκληρη ιστορία.
―Να, έτσι τον λεν, Αμερικάνο, επειδήτις και πήγε στην Αμερική· έμεινε δέκα-δεκαπέντε χρόνια σ’ ένα μέρος, Παστόν, Μπαστόν, κάπως έτσι το λένε.
―Πηγαίνουν λοιπόν και οι Παξινοί στην Αμερική;
―Κάπου-κάπου κανένας. Αυτός να σ’ ορίσω έφυγε εξ’ αιτίας από μια κοπέλα π’ αγαπούσε, τζα την ξέρεις και του λόγου σου, εκείνη τη Ζαχαρένια που φωνάξαμε στην Υπαπαντή. Είδες που ‘πες του λόγου σου για την καθαριότητα του σπιτιού, ήγουν που σ’ άρεσε πολύ, και βγήκε εκείνη και μας φίλεψε κοπελίτσια, που λέμε ’μεις εδώ, αυτά τα λουλούδια· του λόγου σου τάπες κυλάμια, κυκλάμια, κάπως έτσι.
―Όμορφη κοπέλα, αλήθεια.

―Τώρα όμορφη μ’ έξι παιδιά και με φτώχεια χειρότερη απ’ τη δική μου! να την έβλεπες αυτή τότε, εδώ και δεκάξι χρόνια και να ‘λεγες· Ζαχαρένια αλήθεια ήτανε· κόρη του παπα-Σίμου, είδες εκείνου του παπά που μας πήγε στην Υπαπαντή, που ‘πες του λόγου σου «Αυτός είναι σωστός παπα-Φλέσσας».
―Και τώρα, ποιον έχει άνδρα η Ζαχαρένια;
―Έχει ένα καλό παιδί, το Παρεδρίτσι, που λέμε ημείς· έτσι το παρονομάζουμε γιατί ο πατέρας του ήτανε μια φορά πάρεδρος· τ’ όνομά του είναι Τζώρτζης Μιτσάλης, συγγενής του Δημάρχου.
―Και γιατί δεν πήρε τον Αμερικάνο;
―Έτσι· δεν τον ήθελε ο παπάς· του φαίνονταν ακαμάτης και φαντασμένος· θέλησε καλύτερα το Παρεδρίτσι· ήτανε φρόνιμο παιδί, είχε και κάμποσα δέντρα· τότε είχαμε και σοδειές ταχτικές· σου λέει, το καθημερινό του δε θα του λείψει· η κοπέλα όμως και η μάνα της η παπαδιά ήθελαν τούτον τον Αμερικάνο, να πούμε· και τούτος πάλε ζουρλαίνονταν για τη Ζαχαρένια· από μικρό παιδί την αγαπούσε· το ‘ξερε όλος ο Λογγός κι είχε να κάμει με τη ζούρλια του. Τη ζήτησε δυο τρεις φορές, δεν του την έδωκαν· ύστερα τη ζήτησε το Παρεδρίτσι, του την έδωκαν. Η παπαδιά κάτι θέλησε να πει, μα ο παπα-Σίμος δε χωρατεύει, είναι Παργινός· έπιασε την πρεσβυτέρα, της έδωκε ένα χέρι ξύλο, κι ένα γερό φοβέρισμα της Ζαχαρένιας· γίνηκαν οι αρραβώνες· ανήμερα των Χριστουγέννων ήτανε.

Και τότε ο άλλος, τούτος να πούμε ο Αμερικάνος ―Αργυρός είναι η γενιά του― γίνηκε άφαντος· μπήκε σ’ ένα καΐκι που πήγαινε στ’ Αλεύκι και τον εχάσαμε. Δυο χρόνια έκαμαν οι γονέοι του να μάθουν αν ζει. Απάνω στα δυο χρόνια ήρθε ένα γράμμα από την Αμερική στο γιατρό τον Ανεμογιάννη και ήρθε και ένα χαρτί να λάβει ο Βασίλης ο Αργυρός δέκα λίρες που τις έστελνε ο γιος του από την Αμερική, τούτος να πούμε ο Αμερικάνος. Και έλεγε το γράμμα στον πατέρα του, να τόνε συγχωρεί που έφυγε χωρίς να τον αποχαιρετήσει, και τώρα είναι καλά και έχει καλή δουλειά και με το θέλημα του Θεού θα τους συνδράμει. Και εις το τέλος ήλεγε· «ας όψεται ο παπα-Σίμος, μα θα ‘ρθει μέρα να βαρέσει το κεφάλι του», σαν να πούμε για το πλούτος.
     

Το πήρε το γράμμα ο Αργυρός και γύρισε Γάι και Λογγό, που λέει ο λόγος, και το ‘δειχνε· πήγε στη Λάκκα, στα Μαγαζιά, στη Φουντάνα και το ‘δειχνε κι έδειχνε και τις λίρες· και ο καθένας έλεγε τα δικά του. Πήγε και στην Υπαπαντή και το ‘δειξε της παπαδιάς· φύλαξε την ώρα πο ‘λειπε ο παπάς και το Παρεδρίτσι. Η παπαδιά το ‘βαλε κατάκαρδα πως χάσανε τέτοιο γαμπρό και τα ‘βαλε με τον παπά. Από τότε έπεσε η γκρίνια στο σπίτι του παπα-Σίμου· ήρθανε και κακιές χρονιές, οι ελιές δεν έδιναν τίποτε, τσ’ επλάκωσαν και τα παιδιά, κάθε χρόνο και γέννα ―η φτώχεια, αφέντη μου, φέρνει πολλά κακά. Και μ’ όλον τούτο ο Αμερικάνος κάθε μήνα, κάθε δυο μήνες κι ένα γράμμα, κι ένα πακέτο λίρες. Ο Βασίλης ο Αργυρός κατάντησε άρχοντας μεγάλος· έριχνε δεκάρα στο δίσκο, και κάθε χρόνο και καινούργιο πλατοβράκι· όλοι το ‘βγαναν το καπέλο· «καλή μέρα, κυρ-Βασίλη».
     

Το Παρεδρίτσι το καημένο δούλευε όσο μπορούσε, μα τι να σου κάμει! άμα δε θέλει ο Θεός! Κατάνταγε με τη δίκοπη να ψιλώνει ξένες ελιές. Καταλάβαινε και τη γκρίνια που ήταν στο σπίτι εξ αίτιας του, και της Ζαχαρένιας τα μούτρα, και της παπαδιάς τα λόγια τα φαρμακερά, όταν έβλεπε τη γυναίκα του Αργυρού με καινούργιο φουστάνι κάθε λίγο και πολύ. Κι όλο στο χειρότερο πήγαιναν ετούτοι, κι όλο περίσσευε η γκρίνια. Του το ‘δειχναν φανερά του γαμπρού πως ήτανε μετανοιωμένοι που δεν επήραν τον Αμερικάνο. Ως κι ο παπα-Σίμος τα ‘ριξε και δεν είχε εκείνα τα όφρυδα που ‘χε πριν. Περνούσανε μήνες χωρίς να δείρει την παπαδιά.
  Κοντά το Πάσχα, το Παρεδρίτσι στενοχωρήθηκε πολύ που δεν είχε να πάρει ούτ’ ένα μανδήλι της γυναικός του, και αποφάσισε να δανεισθεί· μα από ποιον; οι αρχόντοι μας παίρνουν χίλια τα εκατό, και τ’ αρνί και το τομάρι· ξέπεσε στον Αργυρό, τον πατέρα του Αμερικάνου· πήγε τρέμοντας ο θλιμμένος ―δανείστηκες ποτέ σου, αφέντη; αν δανείστηκες, ξέρεις τι πάει να πει χρέος· κάλλιο ο άνθρωπος να μένει νηστικός παρά να πέφτει σε χρέος· μα ανάθεμα τις περιστάσεις, πες.
  Μολοντούτο, ο Βασίλης ο Αργυρός δεν του φέρθηκε κακά· του τα ‘δωκε με δυο τα εκατό (το μήνα πα να πει) και δυο ξέστες λάδι. Χαμογέλασε μοναχά μ’ έναν τρόπο που το ‘σφαξε το Παρεδρίτσι· και φεύγοντας έλαβε την απόφαση να περιμένει ως τον Αύγουστο, κι αν η σοδειά πάει κακά, να το σκάσει κι αυτός για την Αμερική· ή να χαθεί ή να ζήσει μια σαν άνθρωπος κι αυτός.
  Αλλά τι τα θέλεις, αφέντη μου! οι άνθρωποι απελπίζουν, ο Θεός δεν απελπίζει. Ας έρθει εκείνον το χρόνο μια σοδειά, ευλογία Θεού· οι γερόντοι δεν τη θυμούντανε ποτέ· άλλο να σου λέω κι άλλο να το ‘βλεπες· φύλλα δεν έβλεπες· όλο καρπός· και τι καρπός! λες και τον είχανε στο γυαλί, τεφαρίκι· χαίρονταν η ψυχή σου.
  Οι φτωχοί δεν επίστευαν τα μάτια τους· το Παρεδρίτσι έκανε το σταυρό του και ―όπως ήτανε το θλιμμένο μαθημένο στη δυστυχία― από μέρα σε μέρα πάντεχε πως θα πέσουν. Μα να σου κάμει ο Θεός έναν Αύγουστο βροχερό κι ένα Θερτή χιονάτο, αλήθεια, κι ας έρθει να δώσει κάθε δένδρο κι αλεσιά· να, μα τον άγιο που μας βλέπει· κάθε δένδρο κι αλεσιά· και τι αλεσιές! μιάμιση ξέστια, δυο ξέστες, δυο και γαλόνι! Ακούς εκεί δυο και γαλόνι!

   Πιάσ’ τους πίλιο τους Παξινούς και το Παρεδρίτσι το θλιμμένο. Αλέθοντας και πουλώντας, οικονομούντανε απ’ όλα· πήραν γέννημα, ντύθηκαν, έφκιασε ράσο ο πάπας, βελέσι1 η παπαδιά, άλλο βελέσι η Ζαχαρένια, ένδυσαν τα παιδιά τους ―χαρά Θεού αλήθεια. Έβλεπες τη Ζαχαρένια και γύριζε με το καλαθάκι γελαστή· γελούσε κι η παπαδιά, κι ο παπα-Σίμος πήρε όφρυδα πάλε. Και το Παρεδρίτσι καλοκάρδισε το μαύρο· είπε κι αυτό να κάμει μια φορεσιά ρούχα καλά, κι έβαλε στην πάντα εκατό δραχμές· μα άλλο είχε στο νου του· ήθελε να πληρώσει το χρέος του Αργυρού, όπου το ‘χε κρυφά από τη γυναίκα του και την πεθερά του· ο παπάς μοναχά το ‘ξερε.
  Επήρε λοιπόν μια φθηνή φορεσιά, έβαλε τα άλλα στην τσέπη και πήγε στο Γάι, όπου κατοικούσε τώρα ο Βασίλης ο Αργυρός· είχε ψηλώσει βλέπεις κι αυτός και κατοικούσε στο Γάι… είχε σαν να πούμε γραφείο· ποιος; ο Βασίλης, που δεν ήξερε δυο άλφες· μα τι κάνει η λίρα, αφέντη!      

Πάει το λοιπόν το Παρεδρίτσι και βρίσκει τον κυρ-Βασίλη, να κάθεται σαν τραπεζίτης στο τραπέζι και να φουμάρει· μα και το Παρεδρίτσι δεν το ‘ριχνε κάτω· ξέρεις τι πα να πει να πληρώνεις χρέος και πριν λήξει μάλιστα η προθεσμία; είναι μεγάλη χαρά, αφέντη, μεγαλύτερη παρά αν δεν είχες διόλου χρεωθεί.
  Να πούμε την αλήθεια ο Βασίλης δεν ήτανε κακός άνθρωπος· το δέχθηκε καλά το Παρεδρίτσι.
―Ήρθα, λέει, κυρ-Βασίλη, να σου γυρίσω εκείνα τα όβολα· έκαμε ο θεός κι ευκολύθηκα.
―Μα γιατί να βιασθείς, αδερφέ, του λέει ο Βασίλης· τι ανάγκη ήτανε;
  Ε, είπα, λέει το Παρεδρίτσι, καλύτερα να τα φέρω, μην έχεις κι η αφεντιά σου καμμιά ανάγκη.
  Σ’ αυτό έσφαλε το Παρεδρίτσι.
―Ανάγκη, λέει ο κυρ-Βασίλης, κύριε, ελέησον· ακούς ανάγκη! Ας είναι καλά ο Αμερικάνος· (έτσι τον έλεγε κι αυτός το γιο του, από καμάρι). Και τώρα δα που θα ‘ρθει κιόλα, με το ελεύθερο να ζητάτε ό,τι θέλετε.
―Θα ‘ρθει; είπε το Παρεδρίτσι και το τσάκισε κρύος ιδρώτας.
―Θα ‘ρθει δα· δεν το ξέρεις· είναι τώρα μια βδομάδα που μου το ‘γραψε θετικά· πριν τα Χριστούγεννα θα τον έχομε στους Παξούς· μια φορά ήσαστε φίλοι· να ιδούμε τώρα θα σε γνωρίσει; Αυτός τώρα, γιε μου, άλλαξε· μας έστειλε τη φωτογραφία του εδώ και δυο χρόνια, μα δεν του ‘μοιαζε, γιατί ήταν κάπως ανήμπορος όταν την έβγαλε. Άφησε δα από γλώσσες και από κόσμο! Αυτός τρώει όλο με υπουργούς εκεί στην Αμέρικα που είναι. Του ‘χανε και μια προξενιά ―μα να μένουν εδεπά που τα λέμε― από ένα καλό πρόσωπο ―ο πατέρας της είναι, σαν να πούμε, κολονέλος2― μα ξέρεις αυτός… ας είναι δα, ας έρθει με το καλό…»

Ο κυρ-Βασίλης είχε όρεξη να πει ακόμα, όπως κάνουνε οι γονείς, όταν καμαρώνουνε τα παιδιά τους· μα το Παρεδρίτσι δεν είχε δύναμη ν’ ακούσει άλλα· πλήρωσε γλήγορα το χρέος· Ο κυρ-Βασίλης άνοιξε μια κασσαφόρτε3 γεμάτη λίρες και χαρτιά και του ‘δωκε πίσω το χαρτί· το Παρεδρίτσι το πήρε κι έφυγε σαν χαμένο, χωρίς να χαιρετήσει μήτε. «Θα ‘ρθει, σου λέει, ο Αμερικάνος στους Παξούς! και πότε; τώρα που είδαν στο σπίτι κάποια ησυχία, τώρα που και η παπαδιά και η Ζαχαρένια κόντευαν να τον λησμονήσουν ! Ε, τελείωσε· δεν το ‘θελε ο Θεός να πάρει αυτός τη Ζαχαρένια· αμαρτία έκαμε, που την αφαίρεσε από τον Αμερικάνο, και να τον έχει και φίλο! και να ξέρει την αγάπη που είχανε! κι αυτός να μπει στη μέση σαν πειρασμός να τους χωρίσει! κρίμα μεγάλο του φαίνονταν πως είχε κάμει και πεπρωμένο δεν ήταν να τη χαρεί ήσυχος· γυναίκα του την έκαμε, παιδιά έκαμε με δαύτη, μα ―το ‘νιωθε καλά το Παρεδρίτσι― το νου της και την καρδιά της δεν την είχε κάμει δική του. Αυτός ήτανε σαν τύραννος εκεί μέσα, και ο Θεός ήθελε να τον παιδέψει γι’ αυτό· και να σου! τη στιγμή που του φάνηκε πως θα ζήσει τέλος ευτυχής, αυτή τη στιγμή διάλεξε ο Θεός για να τον βασανίσει· ακριβά θα πληρώσει τη λίγη χαρά της τελευταίας χρονιάς· ο Αμερικάνος θα ‘ρθει στους Παξούς· όμορφος, καλοντυμένος, σπουδασμένος, κοσμογυρισμένος, και το μεγαλύτερο, πλούσιος, γεμάτος λίρες· θα πάει στην Υπαπαντή να λειτουργηθεί· θα ρίξει στο δίσκο λίρα· όλος ο κόσμος θα παραμερίζει και θα τον χαιρετάει· ποιος ξέρει αν δεν τον βγάλουν και βουλευτή! Και η Ζαχαρένια θα τα ιδεί όλα αυτά. Και ποιος θα κρατάει τότε την παπαδιά! Και τι θα ‘ναι αυτός, το Παρεδρίτσι, μπροστά του, με λίγες ψωροελιές, που του φάνηκε πως κάτι είναι!
  Και τα μισόλογα ήτανε εκείνα του Αργυρού; πως τάχα ο γιος του δεν παντρεύεται, γιατί έχει στο νου του τη Ζαχαρένια; Αχ! ας έρθει και ήρθε λοιπόν! θα ιδείς τι σκυλί είναι κι αυτός· χρόνια τώρα τα βαστάει σαν γάιδαρος όλα· μα ας έρθει και ήρθε· ας ρίξει μια ματιά στη Ζαχαρένια, ας πει ένα λόγο η στρίγλα η παπαδιά, και τότε βλέπουνε τι θα πει Παρεδρίτσι απελπισμένο!»
  Έτσι του φαίνονταν του κακομοίρη, πως μπορούσε να κάμει κακούργημα. Μα εγώ, αφέντη, σ’ αυτόν τον κόσμο ένα πράμμα έχω καταλάβει· πως άλλοι γεννιόνται ψοφίμια, και άλλοι γεννιόνται όρνια και τρώνε τα ψοφίμια· και το Παρεδρίτσι, καθώς φαίνεται, δεν μπορούσε να γίνει από πρόβατο λύκος· μα κι ο Θεός ως το τέλος στένει τα λυκοσίδερά4 του. Όσο να φθάσει στην Υπαπαντή το Παρεδρίτσι είχανε κάπως αλλάξει τα μυαλά του, σαν να τον ησύχασεν ο δρόμος, κι έλαβε μιαν απόφασή πλιο λογική. «Τώρα, σκέφθηκε, δεν θα πω τίποτα για τον Αμερικάνο, είτε έρχεται είτε δεν έρχεται· κι άμα έρθει και ιδώ πως δεν μπορούμε να ζήσομε και οι δυο στον ίδιον τόπο, το σκάζω και πάω στην Αμερική· αν έκαμε λίρες αυτός ο ακαμάτης και ξεμυαλισμένος, δεν θα κάμω εγώ!»

  Και ήθελε στην απόφαση αυτή να ησυχάσει· μα είχε ακόμα να τραβήξει πολλά.
  Σε δυο τρεις μέρες ο ερχομός του Αμερικάνου διαδόθηκε σ’ όλο το νησί· ο κυρ-Βασίλης έβαλε τρουμπέτα, που λένε· κι από Γάι ως Λάκκα άλλη κουβέντα δεν εγινότανε, μπορώ να σου πω· «πως θα ‘ρθει ο Αμερικάνος, πως θα φέρει μιλιούνια, πως τρώει με υπουργούς, πως δε θέλησε να παντρευτεί στην Αμερική γιατί είχε το νου του στους Παξούς»· και όλα όσα έλεγε ο πατέρας του παίρνανε δρόμο και μεγαλώνανε από στόμα σε στόμα· γιατί ο λόγος, αφέντη, είναι σαν αυτό το ρέμα· βλέπεις; στην πηγή του είναι μικρό και ήσυχο· όσο πάει μεγαλώνει, πλαταίνει, βροντάει, ακούεται μακριά και δεν παύει ν’ ακούεται, παρά όταν ξεθυμάνει στη θάλασσα, σαν να πούμε με τον καιρό. Έτσι και τότε ο κόσμος δεν είχε κρατημό. Άλλοι λέγαν να τον κάμουν δήμαρχο, άλλοι βουλευτή, και οι γονείς που είχανε κοπέλες κι είχανε κάποια χάρη, είτε προίκα, λέει ο λόγος, είτε ομορφιά, είτε τίποτε εξυπνάδα, αμέσως έβαλαν στο νου τους να τον κάμουνε γαμπρό· και δος του λιβάνια, και δος του παρακάλια του Βασίλη και της Βασίλαινας, κι αυτοί καμάρωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια.
  Η παπαδιά κι η Ζαχαρένια έπεσαν να πεθάνουν· ο παπα-Σίμος δεν ήξερε τι να κάμει· καμιά φορά έλεγε στην πρεσβυτέρα του:
―«Μωρή ζουρλή, τι είσαι ζουρλή, κακομοίρα; αν τον έπαιρνε τότε η Ζαχαρένια, δεν θα πήγαινε στην Αμερική και δεν θα γινότανε αυτό που γίνηκε τώρα, που να μην είχε γίνει κι αυτός και συ κι η κόρη σου αντάμα!»

―Να μην είχες γίνει εσύ κι ο γαμπρός σου! το ‘λεγε η παπαδιά, και να μην είχατε βρεθεί, να πάνδρευα την κοπέλα μου όπως της άξιζε, κι όχι να μαραίνει η φτώχεια τέτοια κάλλη.
  Κόπιασε τώρα να ‘βρεις άκρη με τις γυναίκες.
  Το Παρεδρίτσι γίνηκε από τότε βουβό και κουφό· λες και περπατούσε χωρίς να ‘χει ζωή, όλο σκέπτονταν, σκέπτονταν και τίποτε άλλο.
  Τέλος πάντων ένα απόγιομα από Κυριακή ο τηλεγραφητής έδωκε στον κυρ-Βασίλη έναν τηλέγραφο και του ‘πε «καλώς να τον δεχθείς, ο γιος σου είναι στην Κέρκυρα κι έρχεται με το βαπόρι· αύριο στις δυόμιση τρεις από τα μεσάνυχτα θα ‘ναι εδώ».
  Καταλαβαίνεις τι γίνηκε τότε· όλος ο Γάις στο ποδάρι· κατεβήκανε κι απ’ το Λογγό, ήρθανε κι από τη Λάκκα πολλοί· ο καφενές του Σγόμπου μήλο δε χωρούσε· κι έκανε κι ένα κρύο! παραμονές των Χριστουγέννων βλέπεις, καρδιά του χειμώνος· και όλοι αυτή την ομιλία· άλλοι βγήκανε συγγενείς του, ξαδέρφια, συμπεθέροι· άλλοι βρίσκονταν παλαιοί του φίλοι· και ο καθένας θυμούντανε ένα λόγο του ή ένα παιγνίδι ή μια διασκέδαση που κάμανε μαζί· άλλοι έδειχναν κάτι που τους είχε χαρίσει… τι κάνει ο έρμος ο παράς, αφέντη! Οι περισσότεροι λέγανε πως το ‘δειχνε από μικρός που θα γίνει μεγάλος άνθρωπος, άλλοι πάλι έλεγαν· «ποιος το ‘λπιζε απ’ αυτό το παιδί! δεν εφαίνονταν, αδερφέ!»
  Οι γυναικούλες πάλε, που ‘χανε μαζωχθεί στα γειτονικά σπίτια, λογαριάζανε την παντρειά του.
―Έρχεται, λέει, για να παντρευτεί στους Παξούς· τάχα ποια έχει στο μάτι; ποιας καλότυχης να δουλεύει η μοίρα της!
  Και σιγά-σιγά λέγανε τ’ όνομα της Ζαχαρένιας.
―Μα τώρα, αυτή είναι παντρεμένη και με παιδιά.
―Ε! καλά είσαι· έλεγε η άλλη· φτάνει ένα λόγο να πει, και δεν τη χωρίζουνε τάχα! η παπαδιά, γιε μου, στέκεται απίκου5.
  Άλλη πάλι, μεγαλύτερη, τους έλεγε να σωπάσουν και να μη λένε πράμματα που δεν γίνονται, γιατί είναι και αμαρτία να τα λένε.
  Και πού μπορώ να σου ειπώ του κόσμου τις κουταμάρες όλες! Να μην τα πολυλογούμε, η ώρα πλησίαζε· πολλοί εκοίταζαν τα ρολόγια τους και λογάριαζαν: «Τώρα είναι στ’ Αλεύκι, τώρα περάει τον καβο-μπιάνκο, τώρα ξαγνάτισαν τη Λάκκα».
  Ο Βασίλης και η Βασίλαινα δεν εφαίνονταν ακόμα· περίμεναν στο σπίτι τους απάνω.
  Κάποια ώρα οι βαρκάρηδες ξαγνάντισαν6 το φως του βαποριού και τρέξανε να ειδοποιήσουν τους γονείς του: «Έφτασε, έφτασε».
     Καρδιοχτύπι είχαν όλοι, και δικοί του και ξένοι.

  Ο Βασίλης και η Βασίλαινα κατέβηκαν στο μώλο. Ήτανε τυλιγμένοι με γούνες Αμερικάνικες, κι ένα σωρό στολίδια· δυο τρεις πήγαιναν μπροστά με τα φανάρια· η βάρκα του Τελωνείου, για μεγαλύτερη, ήταν στρωμένη και στολισμένη με φαναράκια, μπήκανε μέσα οι Βασιλαίοι, μπήκανε και οι πλουσιότεροι από τους συγγενείς του, και πριν το βαπόρι φθάσει στην Παναγία, εξεκίνησαν· ξεκίνησαν και καμπόσες άλλες βάρκες μαζί· τώρα μιλούσανε όλοι σιγά· πού το κακό που γίνεται τις άλλες μέρες;
  Το βαπόρι φουντάρησε την άγκυρα, που σπάνια φουντάρει· όλοι είπαν πως το ‘καμε για τιμή του Αμερικάνου. Με ησυχία πλησίασαν οι βάρκες· κι άμα κανείς έκανε κάπως θόρυβο, ο κυρ-Βασίλης εφώναζε:
―«Ήσυχα, ήσυχα, μωρέ παιδιά, μην του φανούμε βάρβαροι, γιατί αυτός είναι μαθημένος από άλλον κόσμο.»
  Και άλλοι λέγανε ο ένας στον άλλον: «Ήσυχα, ήσυχα, μωρέ παιδιά».
  Έτσι με ησυχία σαν εκείνη που δεν κάνουνε ούτε στην εκκλησία, ανεβήκανε στο βαπόρι· ανέβηκε πρώτα ο πατέρας του, έπειτα η μάνα του, ύστερα ανέβηκε ο τελώνης και κάτι άλλοι υπάλληλοι, που φοβούντανε μη γίνει βουλευτής. Ανέβηκα κι εγώ από περιέργεια με τους πρώτους, για να τον ιδώ· εγώ ήμουνα τιποτένιος άνθρωπος, θα πεις· μα είχα κι εγώ περιέργεια, βλέπεις. Εις το βαπόρι οι ναύτες δεν έκαναν τόση ησυχία κι αυτό μας φάνηκε σαν παράξενο· ως τόσο ο πατέρας του ρώτησε ένα ναυτόπουλο:

―Να σου πω, πατριώτη, πού είναι αυτός ο πλούσιος που έρχεται απ’ την Αμερική;
―Ο πλούσιος απ’ την Αμερική; δεν ξέρω, κύριε, να ρωτήσετε τον καμαρότο· είπε ο ναύτης.
   Ο κυρ-Βασίλης μπροστά, η κυρα-Βασίλαινα μπράτσο και οι άλλοι ακολουθώντας, προχωρήσαμε λίγο, σκοντάβοντας σε κάθε λογής μπαγάζια του βαποριού· λίγο παρέκει, ο κυρ-Βασίλης σταμάτησε πάλι και ρώτησε δυο καλοντυμένους, που φαίνονταν επιβάτες της πρώτης θέσεως.

―Να σας πω, κύριοι· πού είναι αυτός ο πλούσιος ο Παξινός, που έρχεται από την Αμερική; ξέρετε;
―Πλούσιος Παξινός! είπε ο ένας στον άλλον· α! ναι· θα λέτε αυτόν τον άρρωστο που μπήκε στην Κέρκυρα· κάτω είναι· ρωτάτε τον καμαρότο.
―Άρρωστος! είπαμε όλοι σαν να ‘πεσε κεραυνός· άρρωστος είναι;
  Κι ο κυρ-Βασίλης με τη φωνή παραλλαγμένη εψιθύρισε· «όχι άρρωστος» και με τρεμουλιαστό βήμα προχώρησε στην πρώτη θέση.
  Η κυρα-Βασίλαινα έμεινε απάνω και μεις όλοι μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας προς τη σκάλα, σα να είχανε παγώσει όλα μας τα μέλη.
  Κάποια ώρα φάνηκε ο κυρ-Βασίλης σέρνοντας στο μπράτσο του σαν ένα βαρύ επανωφόρι, όπως μας φάνηκε στην αρχή στο μισοσκόταδο. Και μ’ όλον τούτο αυτός ήτανε ο Αμερικάνος, ο περίφημος Αμερικάνος, πο’ ‘παιζε με τις λίρες. Άλλο που σου τον παριστάνω, αφέντη, κι άλλο να τον είχες ιδεί τότε· τώρα κάτι σέρνεται λίγο, που τον βλέπεις· ο αέρας των Παξών τον ωφέλησε και του ‘δωκε κανένα χρόνο ζωή ακόμα· μα να τον έβλεπες τότε! μέσα από το επανωφόρι επρόβαλε ένα προσωπάκι τόσο δα, και κίτρινο σαν τες λίρες του, που να το ‘λειπαν. Και τίποτε άλλο δεν έβλεπες από άνθρωπο· ρούχα, γούνες, κακούμια7, χειρόκτια8, όσα θέλεις. Αγάλια αγάλια σύρθηκε κοντά μας και με φωνή βραχνή είπε στη μάνα του «καλώς την ηύρε»· εκείνη ήτανε σαν απολιθωμένη, και μόλις, όταν έπεσε στην αγκαλιά της, ξύπνησε κι άρχισε να τον αγκαλιάζει, να τον φιλεί και να κλαίει, κλάιματα δυνατά, με φωνές σα να δεχόντανε λείψανο, κι όχι γαμβρό, όπως τον επεριμέναμε.
  Εμείς οι άλλοι μείναμε μακριά κάπως σαστισμένοι. Πρώτος ο πατέρας του έλαβε κάποιο θάρρος και μας είπε πως «το ταξίδι τον εζάλισε λίγο» τάχα πως ήτανε έτσι από τη θάλασσα· και ύστερα είπε στο γιο του:
―Να, παιδί μου· δε γνωρίζεις τους φίλους σου! τόσα χρόνια τώρα τζα, πού να τους θυμάσαι!
  Κι άρχισε να λέει του καθενός τ’ όνομα. Επλησιάσαμε και μεις τότε και του πιάσαμε το χέρι· μα δύναμη δεν είχε ούτε να μας σφίξει το χέρι, ούτε να μας μιλήσει· λείψανο σωστό· μόνον έλεγε κανένα ευχαριστώ, και ύστερα είπε:
―Πάμε, γιατί κάνει κρύο.
―«Πάμε, πάμε· είπε κι ο κυρ-Βασίλης, και αύριο να καλοξημερώσομε τον χαιρετάτε, παιδιά. Είναι κομμάτι ζαλισμένος από τη θάλασσα, κοντζάμ ταξίδι βλέπεις, από τον άλλον κόσμο.»
  Και μεις είπαμε μέσα μας:
―«Και για τον άλλο κόσμο».

  Καβάλα, πες, τον κατεβάσανε στη βάρκα, κι εκεί ακούμπησε απάνω στη μάνα του, και η βάρκα κίνησε σιγά σιγά για να μην τον ταράξει. Εννοείται, πριν φθάσει η βάρκα του Τελωνείου, είχαν φθάσει στη σκάλα άλλες βάρκες και είχαν δώσει την είδηση.
―«Ο Αμερικάνος είναι άρρωστος.» ― «Ο Αμερικάνος πεθαίνει.»
  Πολλοί μάλιστα λέγανε και πως είναι πεθαμένος· ώστε που, όταν εφθάσαμε στη σκάλα, τους βρήκαμε όλους βουβούς και ήσυχους· μόλις άκουγες κανέναν ψιθυρισμό. Ο κυρ-Βασίλης είπε πάλι δυνατά πως «είναι κομμάτι ζαλισμένος από το ταξίδι και θα πάμε σπίτι, κι αύριο με το καλό τον χαιρετάτε».
  Και κίνησαν, μπροστά το λείψανο ―σαν να πούμε― και πίσω η συνοδεία βωβή, όσο που έφθασαν στη θύρα του κυρ-Βασίλη και τον ανέβασαν απάνω οι γονείς του. Τότε διαλυθήκαμε, και τότε λύθηκε και η γλώσσα μας· ε! και να ‘σουνα τότε να ‘κουγες και να καταλάβαινες τι είναι ο άνθρωπος! μηδέ κοιμήθηκε κανείς εκείνο το βράδυ! Ως το πρωί ο καφενές του Σγόμπου γεμάτος· και τι να σου πω, αφέντη! ο άνθρωπος είναι κακός· όση χαρά εφαίνονταν, όταν τον καρτερούσαν, διπλή ζωγραφίζονταν τώρα σε όλους· και θαρρώ πως τούτη η δεύτερη χαρά ήτανε η αληθινή.
  Και ποιος να πρωτοπεί τώρα και ποιος να πρωτογελάσει με τες λίρες και με την προκοπή της Αμερικής! Θαρρούσες πως ο καθένας απαλλάχθηκε από φοβερό βάρος που είχε στην καρδιά του και πως τώρα όλοι ένιωθαν τον εαυτό τους ευτυχή.
  Και ο καθένας ρώταγε τι αρρώστια να ‘χει· και ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε εις βάρος του δυστυχισμένου.
  Δεν είδαμε την ώρα να ξημερώσει και να ρωτήσομε τους γιατρούς:
―Τι έχει, γιατρέ, θα πεθάνει;
  Και οι γιατροί απαντούσαν με αδιαφορία:
―Φθίσι φαίνεται πως είναι· από καταχρήσεις ίσως, από μεγάλους κόπους, από κακή ζωή· ίσως αν είχε έρθει πρωτύτερα θα ωφελείτο από το κλίμα· και πάλι ημπορεί να αναλάβει κάπως και να ζήσει λίγον καιρό ακόμα.
  Το πρωί βγήκε και ο πατέρας του ν’ αγοράσει κότες και αυγά.
―Τι κάνει, κυρ-Βασίλη; τον ερωτούσαν.
―Καλά είναι, έλεγε ο κυρ-Βασίλης· έτσι ήτανε λίγο ζαλισμένος από τη θάλασσα· τώρα είναι καλά, πολύ καλά· αύριο, να ‘χομε υγεία, θα ‘ρθει στην εκκλησία.
  Μα πού εκκλησία, πού Χριστούγεννα! Στην εκκλησία πήγε που πήγε το Παρεδρίτσι το καημένο, γερό γερό και ζωηρό. Πήγε και η Ζαχαρένια και η παπαδιά· και ―παράξενο πράμμα!― ήταν χαρούμενες κι αυτές.
  Το μεσημέρι γίνηκε στου παπα-Σίμου του Κουτρούλη ο γάμος. Ο παπα-Σίμος ως τότε δεν είχε πει τίποτε, γιατί έμελλε να λειτουργήσει· όταν όμως έκατσαν στο τραπέζι κι έφαγαν και έπιε και δυο τρία κατρούτσα9 Αντιπαξώτικο, τότε του ξανακάηκε για τη γκρίνια της παπαδιάς· και μπροστά στο γαμπρό λέει:
―Σ’ άρεσε, μωρή, λέει, ο Αμερικάνος τώρα; ήθελες να τον έχεις γαμπρό; ε;
  Η παπαδιά δεν έλεγε λέξη, μα ο παπάς εθύμωνε από τα ίδια του τα λόγια, κι όσο έβριζε, τόσο άναφτε, όσο που σηκώθηκε από το τραπέζι κι άρπαξε έναν πλάστη, από κείνους που πλάθουν τα φύλλα για τις πίτες, και πού την πονεί και πού τήνε σφάζει την καλή σου την πρεσβυτέρα· όσο φαρμάκι είχε ποτισθεί τόσον καιρό, το ‘βγαλε εκείνην την ώρα.
  Η παπαδιά άλλο δεν έλεγε παρά ―«κάτσε, ευλογημένε, του ‘λεγε· ποιος τον ήθελε άρρωστο, και ποιος είπε για γαμπρό! ας είναι καλά το παλικάρι π’ ‘χουμε να μας ζήσει· ’σύχασε, παπά μου, κι είναι χρονιάρα μέρα· μπα! ξορκισμένος να ‘ναι κι αυτός και οι λίρες του, μας ήφερε σε σύγχυση τέτοια μέρα».
  Κι όλο με το καλό τον έπαιρνε τον παπα-Σίμο, γιατί καταλάβαινε το άδικό της.

  Έκαμε και η Ζαχαρένια να μπει στη μέση, έφαγε και κείνη το μερδικό της· και τότε μονάχα ησύχασε ο παπάς. Κάτσανε πάλε στο τραπέζι, τους εμέθυσε όλους ο παπα-Σίμος, μέθυσε και το Παρεδρίτσι, και το βάλανε στο τραγούδι· ε! λέγανε:

     Παξοί κι Αντιπάξοι
     Λόντρες δεκάξη·
     Γάϊ και Λογγό
     Παρίσια δεκοχτώ.

  Μπορώ να σου πω πως ο αληθινός γάμος της Ζαχαρένιας έγινε εκείνο το βράδυ. Και το πρωί τόσο ήτανε ευχαριστημένοι, όπου λυπήθηκαν στ’ αληθινά και τον κακομοίρη τον Αμερικάνο.
     (1901)

     Λεξιλόγιο
     [1] βελέσι = μάλλινος επενδύτης των γυναικών
     [2] κολονέλος = συνταγματάρχης
     [3] κασσαφόρτε = χρηματοκιβώτιο
     [4] στένει τα λυκοσίδερα = στήνει παγίδες
     [5] απίκου (απίκο) = σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή
     [6] ξαγνάντισαν = διέκριναν
     [7] κακούμια = γούνα από λευκό σκίουρο
     [8] χειρόκτια = γάντια
    [9] κατρούτσο = μεταλλικό κανάτι κρασιού περιεκτικότητας ενός τετάρτου του λίτρου


Οι εικόνες από την έκδοση του διηγήματος στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ του Σκόκου.

Πηγή

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: