ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

4 Δεκεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικο Φίλημα !

  ΕΣΥ είσαι η ωραία Ελένη που εφίλησε ο Άγγλος αξιωματικός;
― Πού σε ηύρε;
― Σε χωριό μέσα ή σε καμιά δροσερή πηγή;
― Της ξηράς αξιωματικός ήτον ή της θαλάσσης;

Ρωτούσαν η μία κατόπιν της άλλης αι δεσποινίδες της συντροφιάς μας, ζωηραί όλαι και ομιλητικαί κόραι των Αθηνών. Η χωριατοπούλα εχαμήλωνε τα μάτια και δεν απαντούσε.
―Δεν την εφίλησε για να την φιλήσει, αλλά γιατί είναι συνήθεια αυτή του τόπου του, είπεν επί τέλους ο αδερφός της, νεαρός λεβέντης του Μαρουσίου.
―Συνήθεια σε ποια περίσταση; πες μας, Ελένη, επέμεναν εκείναι.
―Αμ’ δεν έχει πολλά λόγια έξω από το σπίτι η Ελένη, πού να πει τόση ιστορία.
―Για να μη σας χαλάσομε το χατίρι, σας τη λέγω εγώ.
―Μπράβο, Γεώργο!
Ήτο γνωστός εις πολλάς κυρίας της συντροφιάς ο Γεώργος, διότι έφερνε εις Αθήνας με το κάρο του το φημισμένο νερό του Μαρουσιού. Και σήμερον οδηγός της εκδρομής ήτον αυτός και είχε φέρει έως εις τον πεύκον του Χωματιανού, όπου εγευματίσαμε, τας προμηθείας μας.Ήτο καυστικότατον απόγευμα του Αυγούστου· ενώ εις την ησυχίαν της εξοχής ετερέτιζαν τα τζιτζίκια, ημείς συναθροισθή­καμε κάτω από το πανάρχαιον πελώριον δένδρον με τους κρεμα­σμένους κλώνους και όλοι εις προσοχήν ηκούαμε την διήγησίν του.
     
                                                                    * * *
 Τον περασμένο χειμώνα πολλά παλικάρια του χωριού συμφωνήσαμε να κατεβούμε στον Πειραιά να ιδούμε το καμαρωμένο μας θωρακωτό τον «Αβέρωφ». Εδιαλέξαμε την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, γιατί τότε γιορτάζουν τα πλοία και έχουν το ελεύ­θερο να δέχονται οι ναύτες όποιον και αν πάγει. Αρχίσαμε λοιπόν από το φθινόπωρο να κάνομε οικονομίες· σε καφενείο δεν εμβήκαμε, για να πάρει μαζί του άλλος την αδελφήν του, την γυ­ναίκα του ή την μητέρα του.
  Του αγίου Σπυρίδωνα με τον πρώτο λοιπόν σιδερόδρομο εφύγαμε από το Μαρούσι. Εγώ είχα πάρει μαζί μου την Ελένη, το μικρότερό μας κορίτσι, που δεν είχε βγει ποτέ από το χωριό.
  Επροφθάσαμε τη λειτουργία στον Άγιο Σπυρίδωνα· εκεί απαντηθήκαμε και με άλλους Κηφισιώτες, Χαλανδριώτες, Μενιδιάτες και με ένα δυο παιδιά που είχαν έλθει από την Αμερική, και μαζί όλοι εναυλώσαμε μια βάρκα και πήγαμε ίσια εις τον «Αβέρωφ» .
―«Καλώς τ’ αδέλφια!» μας είπαν από το πλοίο οι ναύτες άμα μας είδαν. Μόλις είχε τελειώσει κι εκεί η λειτουργία στο ωραίο εκκλησάκι του πλοίου. Μας επήγαν πρώτα και προσκυνήσαμεν τον Άγιο Σπυρίδωνα και τον Άγιο Νικόλαον, έπειτα μας έφεραν εις την σάλα, όπου κρέμεται η ζωγραφιά του ευεργέτη Αβέρωφ, αυτού που εσυλλογίσθηκε ν’ αφήσει εις το έθνος τέτοιο φρούριο, τέτοιο γοργοκίνητο καράβι.
  Καίει σ’ αυτόν εμπρός καντήλα ασημένια με γλόμπο για μνημόσυνό του. Έπειτα μας επήραν και μας έδειξαν όλα στο καράβι. Επερνούσαμε εμπρός από μια σάλα στολισμένη απ’ έξω με σημαίες Αγγλικές και Ελληνικές. Τι είναι εκεί; ρωτήσαμε.
  Κοιτάξτε, μας είπαν, ελεύθερα. Γιορτάζουν τα Χριστούγεννά τους οι Άγγλοι αξιωματικοί της ναυτικής αποστολής και έχουν στο δένδρο των προσκαλεσμένους και όλους τους δικούς μας. Έσκυψαν περίεργες οι γυναίκες, είδαν να λάμπει ολοστόλιστο το δένδρο, το μεγάλο τραπέζι φορτωμένο με κάθε είδους γλυκίσματα και γύρω γεμάτη η σάλα από χρυσοφορεμένους αξιωματικούς με ποτήρια στο χέρι· έπιναν ο ένας εις υγείαν του άλλου.
―Κοπιάστε μέσα, μας είπε πρόσχαρος ένας απ’ τους Έλληνας αξιωματικούς καθώς ήλθε στην θύραν.
  Δειλά εμβήκαν οι γυναίες, κατόπιν εμείς όλοι. Η Ελένη, πιο μικρή, πιο ντροπαλή, έβλεπε απ’ έξω.
  Τότε ένας ωραίος, υψηλός Άγγλος αξιωματικός με πολλά χρυσά γαλόνια, ήλθε και την επήρε από το χέρι. Να της μιλήσει την γλώσσα της δεν ήξερε· την έφερε εις το δένδρο και κάτι της έδειξεν υψηλά.
  Εκείνη ενόμισε ότι της δείχνει τις δύο αδελφωμένες μικρές σημαίες στην κορυφή του δέντρου, την Ελληνική και την Αγ­γλική, και εσήκωσε το κεφάλι· δεν είδε ένα ανθάκι κρεμα­σμένο στο κλαδί.
  Δεν χάνει καιρό ο αξιωματικός,· την φιλεί στο μάγουλο.
  «Πω! πω! μανούλα μου» ξεφώνισε εκείνη και έκρυψε με τα δυο της χέρια το πρόσωπο. Καθώς ερχόμουν εγώ οπίσω και κρα­τούσα την ομβρέλαν της, του δίδω μ’ αυτήν μια στο πρόσωπο τόσο δυνατά, ώστε έπεσε και στον ώμο του. Όρμησαν οι Έλληνες αξιωματικοί.
―Παλικάρι μου, μου είπαν, τι κάνεις! Είναι έθιμον αυτό του τόπου των.
―Σαν είναι έθιμον του τόπου των, στις Αγγλίδες να το κάνει. Με τι πρόσωπο τώρα θα περπατώ εγώ με τη φιλημένη μου αδελφή!… Την πήρα από το χέρι και εβγήκαμεν έξω· ακολούθησαν και οι άλλοι της συντροφιάς μας.
―Παιδί μου, μου λέγει με καλοσύνη ένας ηλικιωμένος ιδικός μας αξιωματικός που ήλθε έξω μαζί μας· αυτός είναι ο μεγαλύτερος της Αγγλικής αποστολής.
―Λυπάμαι, που το έκαμα. Αλλά δεν ημπορούσα να μη το κάμω.
  Εμβήκε ο ηλικιωμένος αξιωματικός μέσα· σε λίγο έρχεται και με παίρνει από το χέρι.
―Σε γυρεύουν οι Άγγλοι· πάμε.
  Εις την μέσην της σάλας μ’ επερίμενε ο υψηλός Άγγλος με δύο ποτηράκια στο χέρι· ήταν σοβαρός, αλλά διόλου θυμωμένος.
―Έλα, μου λέγει στην γλώσσα του, —ενώ ο ηλικιωμένος αξιωματικός εξηγούσε― την ημέρα αυτή που γεννήθηκε ο Χριστός για ν’ αδελφώσει τον κόσμον, θέλω να σε φιλήσω. Τις ιδικές σας συνήθειες δεν εγνώριζα… Μ’ εφίλησε, μου έδωσε στο χέρι το ποτήρι και με οδήγησε να σταυρώσομε τα χέρια πριν πιούμε.
     
                                                                              * * *
  ―Εμβάτε να κεράσομε και σας! λέγουν χαρούμενοι οι Έλληνες αξιωματικοί· και αρχίζουν να προσφέρουν εις όλους γλυκό κρασί και γλυκίσματα.
  Τότε ένας από τους αξιωματικούς μας εσήκωσε το ποτήρι και μας είπε:
―Παιδιά, βλέπετε αυτό το ανθουλάκι το κρεμασμένο στο κλαδί του δένδρου; Είναι συνήθεια στην Αγγλία τα Χριστού­γεννα, όποιο κορίτσι βρεθεί κάτω από αυτό, να το φιλούν.
  Ο κύριος απ’ εδώ, μας είπε και μας έδειξε τον Άγγλον αξιωματικόν, όταν έμαθε ότι εξεκινήσατε από τα χωριά σας να έλθετε να ιδείτε το πολεμικό της πατρίδος σας, ενθουσιάσθηκε και, δια να δείξει την συμπάθειάν του εις τον Ελληνικόν λαόν, εφί­λησε την μικρότερη κόρη της συντροφιάς σας, αυτήν που τα χαρα­κτηριστικά της ενθυμίζουν την ευμορφιά των αρχαίων Ελληνίδων.
―Ζήτω του Άγγλου αξιωματικού! εφωνάξαμε όλοι με τα ποτήρια στο χέρι.
  Αλλά φαντασθείτε πόσον εξαφνίσθηκα, όταν ένας απ’ τη συντροφιά μας νέος με ευγενική φυσιογνωμία, εσήκωσε το ποτήρι του και μίλησε σε ελεύθερη αγγλική γλώσσα:
―Ευχαριστούμε τους ευγενείς Άγγλους δια την συμπάθειά των προς τον ελληνικόν λαόν και ευχόμεθα το έργον διά το οποίον ήλθαν εις την πατρίδα μας, να το στέψει η δόξα.
  Επλησίασαν οι Άγγλοι όλοι και του έσφιξαν το χέρι.
  Δεν επερίμεναν να ξεύρει ένας από ημάς τη γλώσσα τους.
  Ο υψηλός αξιωματικός ξεκρέμασε το ανθουλάκι και το κάρ­φωσε στο στήθος της Ελένης, για να της φέρει τύχη, καθώς μας εξήγησαν οι Έλληνες. Έπειτα ένας σημαιοφόρος του «Αβέρωφ», μας επήρε και μας έδειξε όλο το πλοίον. Είδαμε τα κανό­νια, τους πύργους, τα πυροβολεία του επάνω στα κατάρτια.
  Στις μηχανές του, ο νέος που εμίλησε αγγλικά, στάθηκε πολλή ώρα και ρωτούσε και ξέταζε, σαν άνθρωπος που ξεύρει το κάθε τι απ’ αυτές.
  Εφύγαμε βιαστικοί για να φθάσομε τη λιτανεία. Ακολου­θούσαμε και ‘μείς μαζί με όλους την εικόνα του αγίου στην προ­κυμαία, όταν η Ελένη μου λέγει:
―Κοίταξε, πίσω μας έρχονται και οι Άγγλοι αξιωματικοί. Ακολουθούσαν με τους δικούς μας αξιωματικούς και με όλο το ναυτικό.
―Ξεύρεις τι λένε στη γλώσσα τους; την ερωτά γελαστός ο νέος από την Αμερική, που βρέθηκε κοντά μας. Αυτή είναι η φιλημένη!
―Καλά δεν ήθελα εγώ να έλθω μαζί σου… μου παραπονέθηκε η Ελένη. Πουθενά πια δεν θέλω να με πας.
―Να ιδείς που θα πας μακριά όσο δεν φαντάζεσαι, είπεν εκείνος.
     
                                                                           * * *
  Την άλλη μέρα γλυκοχάραζε, με ξυπνά ο πατέρας· τα βουνά γύρω ήσαν χιονισμένα και το κρύο δυνατό.
―Σήκω να πάμε, μου λέει, στην Καλογρέζα να κλαδέψουμε τ’ αμπέλια, να τινάξουμε τις ελιές, μήπως και σκεπάσει κανένα ξαφνικό χιόνι τον κάμπο.
―Πάρετε και την Ελένη, να τις μαζεύει. Ετοίμασε τα καλάθια, της λέγει η μητέρα μου. Φόρτωσε στο ζώο και το πανί που βγάλαμε χτες από τον αργαλειό να το λευκάνεις στο ρέμα· δύσκολα θα στεγνώσει εδώ, αν αρχίσουν χιόνια· θα κόψουμε μεθαύριο τα προικιά της αδερφής σου.
     
                                                                          * * *
    Η Ελένη είχε πλύνει το πανί, αλλά το ποτάμι κατέβαζε πολύ νερό.
   Ως τα γόνατα χωμένη μέσα, προσπαθούσε να το μαζεύσει, αλλά το ρέμα της το έπαιρνε με ορμήν, όταν ένας νέος καλοενδυμένος ήλθε άκρη άκρη στο ποτάμι αντικρύ της και έβγαλε έως κάτω το καπέλο του και την εχαιρέτησε.
―Ποιος είναι αυτός, ρωτά άγριος ο πατέρας.
―Μπα! έκαμα εγώ, είναι ο νέος από την Αμερικήν!
―Τι θέλεις; τον ερωτά εκείνος.
  Εστριφογύρισε, στενοχωρημένος, το καπέλο στα χέρια του και με κοίταξε, σαν να μου γύρευε βοήθεια και είπε:
―Ήλθα να σου ζητήσω την κόρη σου την Ελένη.
―Κοίταξε, του λέγει εκείνος, τ’ αμπέλια, τα ελαιόδενδρα κι εκεί πέρα το χωράφι που πρασινίζει η πατάτα· τα ετοιμάζω προικιά της μεγαλύτερης κόρης μου της Ανθής· καιρό δεν έχω για την μικρή.
―Δεν σου γυρεύω προίκα, πατέρα· την Ελένη, όπως είναι, σου ζητώ.
―Ελένη! εφώναξε δυνατά ο πατέρας την αδελφήν μου που άπλωνε τώρα επάνω στα ξερά κλήματα το πανί σαν μακρύ μακρύ λευκό δρόμο. Άφησε το πανί, πάρε ένα καλάθι με ελιές και κάμποσα κλήματα, ανέβα στο ζώο και πήγαινε γρήγορα στη μάνα σου. Βιάζομαι, πες της, να μας στείλει την σούστα με τον ψυχογιό!
  Υποτακτικά εκείνη τυλίχτηκε με το μαντήλι αργά αργά, επήρε το καλάθι και τα κλήματα, και έσυρε στο δρόμο.
―Πατέρα, του λέγει με παράπονο, ό,τι προικιά κι αν είχες σκοπό να δώσεις στη μικρή σου κόρη πρόσθεσέ τα στα προικιά της μεγαλύτερης και τα φορέματα της Ελένης εγώ θα της τα κάμω.
―Και ποιος είσαι; ρωτά ο πατέρας.
―Είναι ο νέος από την Αμερική, πάλιν λέγω εγώ.
―Φεύγετε και αφήνετε τον τόπο έρημο από χέρια να τον καλλιεργήσουν, γλυτώνετε και το στρατιωτικό…
―Πατέρα, διέκοψε με ευγένειαν ο νέος, το στρατιωτικό δεν θέλουμε να το γλυτώσομε· θα έλθωμεν αμέσως τέλειοι στρατιώτες αν μας χρειασθεί το έθνος· έχομε εκεί απόστρατο λοχία δικό μας και μας γυμνάζει τακτικά. Αλλ’ άκουσε την ιστορίαν μου. Το Γύθειον, η πατρίς μου, είναι ξερότοπος· από μακριά φέρνομε χώμα, δια να φυτέψομε τις ελιές, η πτώχεια μας βασανίζει. Ορφάνεψα από πατέρα δέκα χρόνων, είχα αδελφές μεγαλύτερες· η μάνα μου, αρχόντισσα στους γονείς της, μεγάλη κυρά και στον πάτερα μου, εμποροπλοίαρχον που πνίγηκε νέος, κατοικούσε σε γκρεμισμένο σπίτι. Ποιος θα παντρέψει τις αδελφές μου, εσυλλογίσθηκα· ποιος θ’ αναστήσει την οικογένειάν μου; Και έφυγα στην Αμερική μ’ έναν πατριώτη μας, που με πρόσεξε σαν παιδί του. Και τα ελληνικά γράμματα, όσα ήξευρε, μου τα εξακολού­θησε. Στην Νέα Υόρκη εδούλευα βαριά, άρχισα από λούστρος· έπειτα μ’ επήρε ένας πατριώτης ξενοδόχος στο ξενοδοχείο του, γιατί γρήγορα είχα μάθει καλά τα αγγλικά.
  Τον υπηρέτησα πιστά και με τον καιρό μ’ αγάπησε· από μικρός είχα κλίση στη μηχανική. Κουδούνια ηλεκτρικά, σίφωνες του λουτρού, ποδήλατα των ταξιδιωτών χαρά μου ήταν να διορθώνω, γιατί επρόσεχα πολύ όταν ήρχετο ο μηχανικός.
  Άμα μου έδιναν φιλοδωρήματα αγόραζα εργαλεία, μεταχειρι­σμένα σιδερικά, βιβλία μηχανικής. Και όταν μου έμενεν ώρα ελεύθερη, μ’ αυτά καταγινόμουν. Μια μέρα διόρθωσα τόσο καλά κάποια άχρηστη γραφομηχανή του διευθυντού, ώστε εκείνος μου λέγει: «Κρίμα να μη σπουδάσεις εσύ μηχανικός». Εδάκρυσα και του είπα: «Αυτό είναι τ’ όνειρό μου. Από τότε μου ελάφρωσε τη δουλειά και με έστειλε στο σχολείο· εις το μάθημα και εις τα μηχανουργεία όλη μέρα ήμουν όλος προσοχή· Το βράδυ εις το ξενοδοχείον ακούραστος στη δουλειά· η ευγνωμοσύνη μου εις τον ευεργέτην μου ήταν μεγάλη. Με την βοήθειαν του Θεού επήρα το δίπλωμά μου με βραβείο μαζί. Εκεί τα βραβεία είναι χρηματικά και οι θέσεις έρχονται μόνες τους.
  Η τύχη μου άλλαξε αμέσως.
 Έστειλα και πάνδρευσα την αδελφή μου· της έδωσα δικαστήν. Ξανάκτισα το πατρικό μου σπίτι για να κατοικεί η μανούλα μου. Τώρα πηγαίνω να παντρέψω και την μικρή μου αδελφή.
―«Δεν θα σ’ αφήσω να γυρίσεις στην ξενιτιά χωρίς ταίρι», μου γράφει στο τελευταίο της γράμμα η μητέρα μου· εδώ το έχω —και έδειξε προς το μέρος της καρδιάς του― για να με βοηθήσει και αυτό να σε πείσω.
  Όταν είδα την κόρην σου στον «Αβέρωφ», να κρύψει με τα δυο της χέρια το πρόσωπο και να φωνάζει «πω! πω! μανούλα μου» και τον γιο σου μέσα σ’ όλους τους χρυσοφορεμένους με ψηλά το κεφάλι να κτυπήσει εκείνον που την φίλησε, είπα από μέσα μου αυτήν την κόρην θα κάμω γυναίκα μου.
―Παιδί μου, είπεν ο πατέρας, ήλθες τόσο δρόμο να μ’ εύρεις και δεν σου είπα να καθίσεις!
  Και τον έφερε στην ρίζα μιας γέρικης κομμένης ελιάς.
―Άκουσε τώρα και μένα, του λέγει. Έχω γιους παντρεμένους και κόρες· μια κόρη μου είναι παντρεμένη στην Κηφισιά, άλλη στο Ηράκλειο και τώρα την Ανθή εδώ την αρραβώνιασα.
  Κάθε χρόνο στην πανηγύρι του χωριού μας νύφες, γαμβροί, εγγόνια, όλα στο σπίτι μου μαζεύονται. Υπάρχει άλλη ευτυχία στον άνθρωπο παρά να ζει περιτριγυρισμένος ως την τελευταία του ώρα απ’ τα παιδιά του; Πώς να σου δώσω την μικρότερη, την χαϊδεμένη, να την πάρεις στην Αμερική, στον άλλον κόσμον;
  Και ο πατέρας που ποτέ δεν μας γλυκομιλούσε είχε δάκρυ στο μάτι.
―Κανένας τρόπος δεν ημπορεί να γίνει; είπα εγώ.
―Είναι ωραίον το μέλλον μου εκεί, μας είπε, θα με φέρει σε μεγάλα κέρδη, αλλά σε κάθε άνδρα μία γυναίκα πέφτει και η Ελένη μου εμβήκε για πάντα στην καρδιά· για να μην την χάσω, θα τακτοποιήσω εκεί τις δουλειές μου και θα έλθω εδώ. Με τα διπλώματα και τους επαίνους της υπηρεσίας μου, εργασία δε θα μου λείψει. Δώσε μου το λόγο σου ότι θα με περιμένεις.
―Χωρίς την γριά μου τέτοια απόφαση δεν ημπορώ να κάμω, λέει ο πατέρας· πάμε να την ρωτήσομε.
     
                                                                           * * *

―Μαλάμω! εφώναξεν ο πατέρας, καθώς εμβαίναμε στην αυλόθυρα, σου φέρνω ένα μουσαφίρη.
―Καλώς να ορίσει, εφώναξεν εκείνη πρόσχαρη. Άφησε στο φούρνο τ’ αχνιστά ψωμιά και ήλθε ανασκουμπωμένη να μας δεχθεί.
  Χόρτα του βουνού, θρούμπες, ελιές και κεχριμπαρένιο ρετσι­νάτο ήτο το γεύμα μας, γιατί ενηστεύαμε· αλλά έτρωγα με όρεξη καθώς έβλεπα αντικρύ μου το ευγενικό παλικάρι που ήλθε να γίνει συγγενής μας! Όταν αποφάγαμε και η Ανθή και η Ελένη σήκωσαν το τραπέζι και πήγαν στη δουλειά τους, μιλήσαμε οι τέσσερες μαζί, αποφασίσαμε. Επήγε η μητέρα να φέρει την Ελένη· μισοκατάλαβε εκείνη και ήρχετο χαρούμενη, αλλά στην θύρα κοντοστάθηκε, έκαμε να φύγει, την έσυρε η μητέρα.
―Ελένη, της λέγει ο πατέρας, το παλικάρι απ’ εδώ θα περιμένει όσα χρόνια θελήσω εγώ να γυρίσει από την Αμερική να σε πάρει γυναίκα του.
―θα με περιμένεις, αν αργήσω; την ερωτά εκείνος.
―θα σε περιμένω και αν αργήσεις ως που ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου.
―Για ενθύμησή μου σου αφήνω αυτό το δακτυλίδι· το έχω από τη μητέρα μου και η μητέρα μου από την γιαγιά της, είναι αρχαία η πέτρα του.
  Από σένα ζητώ να μου δώσεις να πάρω στην ξενιτιά το ανθουλάκι που έλαβες χθες στον «Αβέρωφ».
―Πού το έχεις το ανθουλάκι, που μου έδειξες χθες; ρωτά η μητέρα.
  Κοντοστάθηκε η Ελένη και έδειξε υψηλά την γυαλένια θήκη με τα στέφανα μέσα του πατέρα και της μητέρας.
―Το έκρυψα εκεί για να μη παραπέσει, είπε σιγά που μόλις ακούσθηκε.
  Ανέβηκεν η μητέρα, άνοιξε τη θήκη δίπλα στο εικόνισμα και το έδωσε στον νέο.
―Με την ευχή μου παιδί μου και καλά στέφανα.
  Τον συνοδεύσαμε ο πατέρας κι εγώ έως τον σταθμόν, με πόνο τον χωρισθήκαμε, σαν να ήταν χρόνια συγγενής μας.
     
                                                                         * * *

―Και λοιπόν σας γράφει; διέκοψαν όλοι μαζί της συντρο­φιάς μας.
―Μας γράφει λέει! Δελτάρια και γράμματα δικά του και της μητέρας του τακτικά μας έρχονται. Πού και πού κανένας υπάλληλος απ’ τα υπερωκεάνεια ατμόπλοια μας φέρνει και δώρα για την Ελένη. Λίγο λίγο στέλνει και τα προικιά της· τίποτα δεν εννοεί να της κάμομε εμείς. Ως τη άλλη Λαμπρή ελπίζομε να κάμομε τους γάμους των.
―Ζήτω των αρραβωνιασμένων! εφωνάξαμεν. Έπειτα, επειδή πολλοί της συντροφιάς ήσαν της Φιλαρμονικής Εταιρείας, αρ­χίσαμε προς τιμήν της Ελένης το τραγούδι· έως να φθάσομε στον σταθμό του Μαρουσιού ακόμη τραγουδούσαμε.
―Γιώργο, είπαμε καθώς ανεβαίναμε στον σιδηρόδρομο, να ­μας ειδοποιήσεις όταν θα γίνουν οι γάμοι, θα έλθομε μ’ όλη τη φιλαρμονική και με τη μαντολινάτα να τιμήσομε το ταιριασμένο ζευγάρι.

Πηγή:

Δεν υπάρχουν σχόλια: