Το βασικό εισόδημα της θειας – Αχτίτσας “προήρχετο εκ του σταχομαζώματος”, να ο τίτλος του διηγήματος: “Σταχομαζώχτρα”. Κάθε Ιούνιο έπαιρνε το καράβι και “έπλεεν υπερπόντιος” μέχρι την …Εύβοια. Δεν την ένοιαζε που της είχαν κολλήσει το “ονειδιστικόν επίθετον της καραβωμένης”, γιατί “όνειδος ακόμη εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη”. Στην Εύβοια, μαζί με άλλες φτωχές γυναίκες, “ησχολείτο συλλέγουσα τους αστάχεις” που έπεφταν απ’ τα κάρα των θεριστών! Ναι, μαζεύοντας τα πεσμένα στάχυα απ’ το δρόμο, συγκέντρωνε τρία ή τέσσερα σακιά σιτάρι, δηλαδή “ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι’ εαυτήν και διά τα ορφανά”. Όμως εκείνο το έτος “αφορία είχε μαστίσει την Εύβοιαν”. Αφορία και στο μικρό νησί που κατοικούσε η Σταχομαζώχτρα, αφορία παντού, και επειδή “ουδέν κακόν έρχεται μόνον”, ενέσκυψε και βαρύς χειμώνας. Άρχισε να χιονίζει από Νοέμβριο μήνα και “μέχρι των Χριστουγέννων, ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου”. Στις 23 Δεκεμβρίου το απόγευμα, ο μικρός εγγονός επέστρεψε απ’ το σχολείο, πεινασμένος και άνοιξε το ντουλάπι “αλλ’ ουδέ ψωμόν άρτου εύρεν εκεί”. Η αδελφή του καθόταν ζαρωμένη κοντά στο σβηστό τζάκι και σκάλιζε τη στάχτη, “νομίζουσα εν τη παιδική αφελεία της ότι η εστία έχει πάντοτε την ιδιότητα να θερμαίνη, και ας μη καίη”. Και τα δύο παιδιά “επείνων τα κακόμοιρα”. Η γιαγιά τους, που είχε βγει έξω “προς ζήτησιν άρτου”, επέστρεψε μετά από λίγο έχοντας εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί “τις οίδε αντί ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων!”
Μετά το φαγητό, “η ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τα δύο ορφανά, ίνα κοιμηθώσιν, ανεκλίθη και αυτή πλησίον των, τοις είπε να φυσήσωσιν υποκάτω του σκεπάσματός των διά να ζεσταθούν, τοις υπεσχέθη, ψευδομένη, αλλ’ ελπίζουσα να επαληθεύση, ότι αύριον ο Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός και έμεινεν άϋπνος πέραν του μεσονυκτίου, αναλογιζομένη την πικράν τύχην της”.
Η ”πικρά τύχη” όμως χαμογέλασε την επόμενη μέρα (παραμονή Χριστουγέννων). Ο παπα – Δημήτρης έφερε στη θεια – Αχτίτσα ένα γράμμα από τον ξενιτεμένο της γιο που περιείχε μέσα κι ένα γραμμάτιο σε συνάλλαγμα. Τι να κάνει η γυναίκα, το πήγε στον κυρ – Μαργαρίτη, ο οποίος ήταν “προεξοφλητής, ή τοκιστής, ή έμπορος”, τοκογλύφος δηλαδή. Ο κυρ – Μαργαρίτης άρχισε να κοιτάζει με προσοχή το γραμμάτιο. “Έρχεται απ’ την Αμέρικα; είπε. Σ’ εθυμήθηκε, βλέπω, ο γιος σου. Μπράβο, χαίρομαι. Είτα επανέλαβεν: Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονάδα να είναι, δέκα σελίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολονάτα, δέκα…” δεν πρόλαβε να πει λίρες γιατί θυμήθηκε τα χρέη του συχωρεμένου του άντρα της, του Μιχαλιού κι ύστερα σκέφτηκε πως “κι εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δύο τάλλαρα θαρρώ…” και μ’ αυτά και μ’ εκείνα μόνο χρωστούμενη δεν την έβγαλε την κακομοίρα τη Σταχομαζώχτρα μέχρι που εμφανίστηκε κατά τύχη (δεύτερη θεία επέμβαση της “πικράς τύχης”) ένας Συριανός έμπορος, που βλέποντας το γραμμάτιο είπε με θαυμασμό: ‘Συναλλαγματική διά δέκα αγγλικάς λίρας από την Αμερική”! Εκεί τέλειωσαν τα βάσανα της Σταχομαζώχτρας. Ο κυρ – Μαργαρίτης δεν μπορούσε άλλο να την κοροϊδεύει και με βαριά καρδιά “εμέτρησεν εις την χείρα της θεια – Αχτίτσας και προ των εκθάμβων οφθαλμών αυτής, εννέα στιλπνοτάτας αγγλικάς λίρας”. Κράτησε φυσικά μία για την προμήθειά του.
“Και ιδού διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή άδολην μανδήλαν, τα δε ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια διά τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδησιν διά τους παγωμένους πόδας των”.
Πηγή:http://logomnimon.wordpress.com/2011/12/22
Η Σταχομαζώχτρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στη χριστουγεννιάτικη “Εφημερίδα” το 1889.
2 σχόλια:
Υπέροχο το Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Παπαδιαμάντη.
Συνεννοημένος
με τη φίλη μας ήσουν?
Καλή Πρωτοχρονιά υγεία και αισιοδοξία για τη Νέα Χρονιά που έρχεται εύχομαι από καρδιάς.
Με φιλιά θαλασσινά!
Καλημέρα Ελένη
Σου ευχομαι απο καρδιάς
Καλή Χρονιά !
Να εισαι καλά με την οικογένειά σου !
Χρόνια Πολλά!
Δημοσίευση σχολίου