ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

7 Δεκεμβρίου 2019

Ο Παπαδιαμάντης τών Χριστουγέννων-Π. Δ. Πανταζής

Π. Δ. Πανταζής - Ο Παπαδιαμάντης των Χριστουγέννων

Άρθρο στο περιοδικό Φιλολογικά Περιθώρια. 

Τα Χριστούγεννα δεν εκφράζουν μόνο τη μεγάλη χαρά για τη Γέννηση του Χριστού. Είναι συγχρόνως και η ατμόσφαιρα μιάς ευτυχίας, που στην περίπτωση των διηγημάτων του κορυφαίου συγγραφέα των ελληνικών γραμμάτων Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αποκτά όλη τη συγκίνηση, που προκαλεί η σκηνογραφία της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Σκιάθου, σε συνάρτηση και με το μεγάλο γεγονός, της Γέννησης του Χριστού.
«Στο Χριστό, στο Κάστρο» η ατμόσφαιρα φορτίζεται απ᾿ την αρχή με τα λόγια του παπα-Φραγκούλη το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου:
- Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν᾿ στο Κάστρο.
Οπότε μπλέκεται ολόκληρη περιπέτεια για τη διάσωσή τους, που συνοδεύεται από επικίνδυνες προσπάθειες, αλλά και από αστεισμούς μεταξύ του παπά και του ψάλτη, που έλαβαν μέρος. Και που κατάφεραν τελικά να φέρουν σε καλό τέλος το μόχθο τους, που κατέληξε να λειτουργήσουν στο εκκλησάκι της Γέννησης του Χριστού μέσα σε μια ατμόσφαιρα αγωνίας, αλλά και πίστης με την υποβλητική λειτουργία των Χριστουγέννων.
Ανάλογη ατμόσφαιρα δημιουργείται στο «Αγνάντεμα», που αρχίζει με μια αξιόλογη περιγραφή:


«Επάνω στο βράχο της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το ξωκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Όλο το χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να λειτουργήσει. Ο βοριάς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Και ο βράχος υψώνει την πλάτη του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένον βαθιά στην γην, και το ερημοκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλεά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του».
Ένα από τα καλύτερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι ο «Αμερικάνος». Ξεκινά με την περιγραφή του μαγαζιού του Δημήτρη του Μπέρδε, όπου:
«ομοίαζε την εσπέραν εκείνην με βάρκαν κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένη, δευτερόπριμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδόν από τη κουπαστή και ραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας· όπου ο κυβερνήτης της και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοόντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν Χριστούγεννα και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του».
Στη συνέχεια «ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του». Και του θέτει η παρέα την ερώτηση:
- Επήρες κανέναν επιβάτη απ᾿ το Βόλο;
Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γιάννης (...) ανέκραξεν:


- Α! Νάτος!
Όλοι εστράφησαν προς την θύραν.
Είχεν εισέλθει άνθρωπος υψηλός, καλοφορεμένος, ως σαράντα πέντε ετών, ωραίος, ανοικτοπρόσωπος, εξυρισμένος μύστακα και γένειον, πλην ολίγον τριχών υπό τον πώγωνα και προς τον λαιμόν, με παχείαν χρυσήν καδένα επί του στήθους...»
«Εξελθών του καπηλειού ο ξένος διηυθύνθη προς την Κολώναν την ιστάμενην απέναντι των Τριών Ιεραρχών (...) Έστρεψε το βλέμμα δεξιά και αριστερά και τέλος το προσήλωσεν επιμόνως εις τινά μικράν οικίαν, την οποίαν εκοίταζε πριν, όπου μεταξύ δυό οικιών εσχηματίζετο κενόν τε, εν μέρει θαπτόμενον από λείψανα δύο τοίχων. Εφαίνετο ότι ήτο χάλασμα, ερείπιον οικίας τινός, ου προ πολλού κατεδαφισθείσης. Ο ξένος, αφού εκοίταξε τριγύρω να ίδη μήπως τον παρετήρει τις, εισήλθε δειλώς εις το χάλασμα εκείνο, όπου εις την γωνίαν των δυό τοίχων εφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ως να υπήρχεν εστία εκεί το πάλαι. Εισήλθεν ασκεπής κρατών τον πίλον εις τας χείρας, εγονάτισε κι εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης, και, αφού έμεινεν επί τρία λεπτά γονυκλινής, ηγέρθη, εσπόγγισε τους οφθαλμούς και απεμακρύνθη βραδέως.
Επανελθών πάλιν χαμηλότερον εστάθη το μέσον του δρομίσκου, ου μακρόν της οικίας, την οποίαν πριν εφαίνετο ότι εκοίταζε. Εστάθη, και, αφού έριξε βλέμμα ολόγυρα να ίδη μη τις τον παρηκολούθει, έτεινε το ούς. Τι ήκουεν άραγε; Ίσως ήκουε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας έψαλλον τα Χριστούγεννα. Εδώ μεν ηκούοντο οι στίχοι:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
Εβγάτ᾿, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
Εκεί δε αντήχει:
Κυρά μ᾿,τη θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, την ακριβή σου

                                                        * * * * * * *
Αίφνης ο ξένος ηναγκάσθη να παραμερίση, διότι ζεύγος παιδίων, ων το εν εκράτει φανάριον, αρτίως καταβάντα από μίαν κλίμακα, ήρχοντο προς τα εδώ. Έστρεψε βήματα τινά οπίσω, προς το μέρος οπόθεν είχεν έλθει. Τα παιδία ήλθον πλησίον και ουδέ τον παρετήρησαν καν. Ανέβησαν την κλίμακα εκείνης ακριβώς της οικίας, την οποίαν είχε κοιτάξει διά μακράν ο ξένος. Τούτο ιδών έκαμε κίνημα κι εστράφη οπίσω πάλιν μετά ζωηρού ενδιαφέροντος. Εστάθη και έτεινε το ούς.
Τα παιδιά έκρουσαν την θύραν.
- Να ῾ρθούμε να τραγουδήσουμε θειά;
Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη ένδοθεν βήμα, ηνοίχθη η θύρα και γραιά με μαύρην μανδήλαν προκύψασα, είπε με θλιβεράν φωνήν:
- Όχι, παιδάκια μ᾿, τι να τραγδήστε από εμάς; Έχουμε εμείς κανέναν; Καλή χρονίτσα να ῾χετε κι σύρτε αλλού να τραγ᾿δήστε.

Όταν οι γείτονες της θειά Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυκτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζαν θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα, αλλά τα απέπεμπον με τας φράσεις «δεν έχουμε κανένα» και «τι θα τραγουδήστε από εμάς;» κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά (...)
Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν ήργησαν να πληροφορηθούσιν (...) Ο ξενιτευμένος γαμβρός, από εικοσαετίας απών, από δεκαετίας μη αφήσας που ίχνη (...) είχε γυρίσει πολλά μέρη εις τον Νέον Κόσμον, είχεν εργασθή ως υπεργολάβος εις μεταλλεία και ως επιστάτης εις φυτείας κι᾿ επανήλθε με χιλιάδας τινας ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεώς του, όπου επανεύρεν ηλικιωθείσαν, αλλ᾿ ακμαίαν ακόμη την πιστήν του μνηστήν.
                                                                   * * * * * * *
Μετά τρεις ημέρας, την Κυριακή μετά την Χριστού γέννησιν, ετελούντο εν πάση χαρά και σεμνότητα οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Κουμπουρτζή.
Η θειά Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν επί ολίγας στιγμάς χρωματιστήν πολίτικην μανδήλαν, διά ν᾿ ασπασθή τα στέφανα. Και την παραμονήν του Αγίου Βασιλείου, το εσπέρας ισταμένη εις τον εξώστην ηκούσθη φωνούσα προς τους διερχομένους ομίλους των παίδων:
- Ελάτε, παιδιά, να τραγ᾿δήστε!

                                                                    * * * * * * *

Δεν υπάρχουν σχόλια: