Οι τρεις Μάγοι, Ψηφιδωτό από τον Άγιο Απολλινάριο (Αναφέρονται τα ονομάτα των Μάγων)
Πως τους επροφήτευσε ο μάντης Βαλαάμ 1300 χρόνια πριν από τη Γέννηση
Κατά την αγία Γέννηση του Χριστού ενωθήκανε τα ουράνια με τα επίγεια. Ο ουρανός έδωσε τον Αστέρα και τους Αγγέλους που δοξολογούσανε ψέλνοντας, και η γη έδωσε την Παναγία, τον Ιωσήφ, τους τσομπάνηδες και τους μάγους.
Αυτοί οι μάγοι είναι μυστήριο πως βρεθήκανε σε κείνο το έρημο μέρος, ξεκινημένοι από τη μακρινή Χαλδαία. «Τού δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα λέγοντες· που εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ.»
Αυτά λέγει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Καί πως σαν άκουσε ο Ηρώδης πως γεννήθηκε ο Χριστός, ο βασιλέας των Ιουδαίων, νόμισε πως είναι επίγειος βασιλιάς κι επειδή φοβήθηκε μήπως του πάρει την βασιλεία, σύναξε όλους τους αρχιερείς και γραμματείς, και τους ρωτούσε που γεννήθηκε ο Χριστός. Καί εκείνοι του είπανε: Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί έτσι είναι γραμμένο από τον προφήτη Ησαία, που είπε: «Καί εσύ, Βηθλεέμ, γη Ιούδα, δεν είσαι καθόλου μικρή ανάμεσα στους ηγεμόνες του Ιούδα. Γιατί από σένα θα βγεί ένας άρχοντας, που θα κυβερνήσει τον λαό μου τον Ισραήλ».
Καί παρακάτω γράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος: «Τότε ο Ηρώδης φώναξε κρυφά τους μάγους και πληροφορήθηκε από πότε φανερώθηκε το άστρο, και τους έστειλε στη Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: ῾Πηγαίνετε και εξετάσετε καλά για το παιδί, και σαν το βρείτε, ειδοποιήστε με για να έρθω κι εγώ να το προσκυνήσω᾿. Καί εκείνοι τον ακούσανε και τραβήξανε. Καί να, το άστρο που είδανε στην Ανατολή τους οδηγούσε, πηγαίνοντας μπροστά τους, ως που πήγε και στάθηκε απάνω από το μέρος που ήτανε το παιδί. Καί σαν είδανε το άστρο, πήρανε πολύ μεγάλη χαρά, και πηγαίνοντας στο μέρος που γεννήθηκε, είδανε το παιδί μαζί με τη μητέρα του τη Μαρία, και πέσανε και το προσκυνήσανε, κι ανοίξανε τα θησαυροφυλάκια τους και του προσφέρανε για δώρα, χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα. Κι επειδή είδανε κάποιο σημείο στο όνειρό τους να μην ξαναγυρίσουνε στον Ηρώδη, από άλλον δρόμο μισέψανε στη χώρα τους».
Ποιοί, λοιπόν, ήτανε τούτοι οι Μάγοι κι από που κινήσανε, και γιατί καταλάβανε τι λογής άστρο ήτανε εκείνο, και πως γνωρίζανε πως γεννήθηκε ο Χριστός, αφού δεν το ήξερε μήτε ο βασιλιάς της Ιουδαίας; Αυτή η παράξενη ιστορία αρχίζει από χρόνια πολύ παλιά, χίλια τρακόσια χρόνια, απάνω-κάτω, πριν από τη Γέννηση του Χριστού. Τέτοιες ιστορίες που βαστάνε χίλια χρόνια ως να φανεί το τέλος τους, μονάχα στην Ανατολή γίνουνται.
Σε εκείνον τον παμπάλαιο καιρό, ζούσε στη Φαθουρά της Μεσοποταμίας ένας Βαλαάμ, γιός κάποιου Βεώρ, μάγος φημισμένος. Οι Εβραίοι, φεύγοντας από την Αίγυπτο, με τον Μωυσή αρχηγό τους, είχανε φτάξει, ύστερα από πολλά βάσανα, στη Γη της Επαγγελίας, και πολεμούσανε με τις διάφορες φυλές που τους φράζανε το δρόμο. Μία από αυτές τις φυλές ήτανε και οι Μωαβίτες, που κατοικούσανε στα ανατολικά της Νεκρής Θάλασσας, άνθρωποι πολεμικοί αφού λέγανε πως βαστούσανε από τους γείτονες Ομμίν.
Αυτοί, λοιπόν, είχανε τότες βασιλέα τον Βαλάκ. Βλέποντας ο Βαλάκ πως οι Ισραηλίτες νικήσανε τους Αμορραίους και τον Ωρ, τον βασιλέα του Βασάν, φοβήθηκε πως δεν θα τα βγάλει πέρα με τους Εβραίους, κι έστειλε κάποιους άρχοντες στον Βαλαάμ, να του πούνε πως οι Ισραηλίτες φτάξανε στα σύνορά του και πως είναι πολύς στρατός, και να τον παρακαλέσουνε να πάγει να τους καταραστεί, ώστε να νικηθούνε. Επειδή πίστευε ο Βαλάκ πως όποιον θα βλογούσε ο Βαλαάμ, θα νικούσε, κι όποιον καταριότανε θα νικιότανε.
Οι αποστελλάμενοι φτάξανε το βράδυ στο χωριό του Βαλαάμ και του είπανε γιατί τους έστειλε ο Βασιλιάς τους. Κι εκείνος τους είπε να καταλύσουνε τη νύχτα στο χωριό, και πως την άλλη μέρα θα τους πεί ότι του λαλήσει ο Θεός. Καί το πρωί, σαν σηκωθήκανε, τους είπε ο Βαλαάμ πως ο Θεός τον πρόσταξε να μην πάγει να καταραστεί τους Ισραηλίτες, γιατί είναι βλογημένοι. Κι οι Μωαβίτες φύγανε, και γυρίσανε στον τόπο τους και είπανε στον βασιλιά ότι τους είχε πεί ο Βαλαάμ. Τότες ο Βαλάκ τους ξανάστειλε στον μάγο, παρακαλώντας τον να πάγει, και τάζοντάς του μεγάλες τιμές και πολλά πλούτη. Μα ο Βαλαάμ αποκρίθηκε πως δεν θα πάγει, κι αν του δώσει ο βασιλιάς ακόμα και το παλάτι του γεμάτο χρυσάφι, γιατί δεν μπορεί να παρακούσει στον λόγο του Θεού.
Πλην φανερώθηκε ο Θεός τη νύχτα στον Βαλαάμ, και του είπε να πάγει στον Βαλάκ, μα να κάνει ότι θα του πεί αυτός. Το πρωί, λοιπόν, καβαλίκεψε τη γαιδάρα του, και τράβηξε, μαζί με τους Μωαβίτες και με τους δυό γιούς του. Αλλά, εκεί που περπατούσανε, η γαιδάρα ξεστράτισε από τον δρόμο, κι ο Βαλαάμ την έδερνε με το ραβδί που βαστούσε, ως που φτάξανε σε ένα μέρος που περνούσε ο δρόμος ανάμεσα στ᾿ αμπέλια, μεταξύ σε δύο ξεροτρόχαλους (ξερολιθιές), κι εκεί η γαιδάρα κόλλησε απάνω στον τοίχο και ζούληξε το ποδάρι του Βαλαάμ, κι εκείνος έπιασε και τη χτυπούσε με το ραβδί. Μα η γαιδάρα δεν σάλευε από τον τόπο της, αλλά κώλωνε και πίσω, κι ο γέρος την έδερνε θυμωμένος.
Τότες, άνοιξε η γαιδάρα το στόμα της και μίλησε με ανθρώπινη φωνή και είπε στον Βαλαάμ: «Τι έκανα και με δέρνεις;» Κι είπε ο Βαλαάμ: «Με περιπαίζεις άτιμο ζωντόβολο! Αν είχα μαχαίρι, θα σε έσφαζα». Κι είπε η γαιδάρα: «Με καβαλικεύεις από τα νιάτα σου, και δεν σε στεναχώρησα ως τα σήμερα. Λοιπόν δεν φταίγω εγώ, που δεν πηγαίνω μπροστά». Καί τότες ξεσκέπασε ο Θεός τα μάτια του Βαλαάμ, κι είδε έναν Άγγελο με το σπαθί στο χέρι, που μπόδιζε τη γαιδάρα να περπατήξει. Κι ο Βαλαάμ έσκυψε και τον προσκύνησε. Καί του είπε ο Άγγελος: «Με έστειλε ο Θεός να σε μποδίσω. Τώρα πήγαινε μαζί με τους άλλους. Μα εγώ θα σού πω τι λόγο θα λαλήσεις».
Φτάνοντας λοιπόν στη χώρα του Μωάβ, τον υποδέχτηκε με τιμή ο Βαλάκ, κι ανεβήκανε μαζί σε ένα βουνό Φαγιώρ. Κι είπε ο Βαλαάμ: «Ότι μου πεί ο Κύριος, αυτό θα κάνω». Καί σαν είδε από μακριά το στράτευμα των Εβραίων, άκουσε φωνή Κυρίου που του έλεγε: «Ευλογημένος είναι ο λαός μου ο Ισραήλ. Από το σπέρμα του θα βγεί ένας άνθρωπος που θα βασιλέψει απάνω σε πολλά έθνη. Όποιος τον βλογήσει, θα είναι βλογημένος κι όποιος τον καταραστεί, θα είναι καταραμένος».
Καί βλόγησε, λοιπόν, ο Βαλαάμ τους Ισραηλίτες. Κι ο Βαλάκ θύμωσε, μα ο Βαλαάμ του είπε πως δεν μπορεί να μην κάνει το θέλημα του Θεού». Όπως βλέπει κανένας, ο Βαλαάμ είναι ο δεύτερος, ύστερα από τον Ιακώβ, που προφήτεψε πως ο Χριστός θα γεννηθεί από το γένος των Εβραίων, κατά τα λόγια του Θεού που του είπε πως από αυτό το γένος θα γεννηθεί ένας άρχοντας που θα βασιλέψει πάνω στα έθνη. Η προφητεία του μοιάζει με την προφητεία που είπε για τον Χριστό ο πατριάρχης Ιακώβ, γιατί παρομοίασε, και κείνος, τον Χριστό με λιοντάρι, λέγοντας: «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος. Τις εγείρει αυτόν;» Κ᾿ η προφητεία του Βαλαάμ λέγει:«Κατακλιθείς ανεπαύσατο ως λέων και ως σκύμνος. Τις αναστήσει αυτόν;» (Αριθ. κγ´ 9).
Αυτός, λοιπόν, είναι ο μάντις Βαλαάμ, ο προπάτορας των μάγων που πήγανε από τη Χαλδαία να προσκυνήσουνε τον Χριστό στο σπήλαιο που γεννήθηκε. Ο Βαλαάμ είπε στους μαθητάδες του πως θα γεννηθεί από τη φυλή του Ιούδα ο μέγας Βασιλιάς, και τους προανάγγειλε να κοιτάξουνε τον ουρανό ως να δούνε ένα καινούργιο άστρο, κι άμα το δούνε, να τρέξουνε να το ακολουθήσουνε, και κείνο θα τους οδηγήσει στον τόπο που θα γεννηθεί ο Χριστός.
Αυτόν τον λόγο τον φυλάξανε οι μαθητάδες του Βαλαάμ και τον μεταδώσανε στους μαθητάδες τους, και περιμένανε χίλια τρακόσια χρόνια, ως που να δούνε εκείνον τον εξαίσιον Αστέρα. Καί δεν εβγήκε ψεύτικη η προφητεία του γέρο Βαλαάμ, αλλά αληθινή, και σαν είδανε το παράξενο άστρο, σκιρτήσανε από χαρά, και τρέξανε να προσκυνήσουνε τον Κύριο, που δεν βαρεθήκανε να τον περιμένουν χίλια τρακόσια χρόνια, νύχτα με νύχτα. Ω! Πόση υπομονή έχει η πίστη! Ανάμεσα στα ευωδιασμένα άνθη της υμνωδίας, με τα οποία στολίζει η Εκκλησία μας τη Γέννηση του Χριστού, είναι και τούτο το ωραίο τροπάρι που είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του Βαλαάμ:
«Τού Μάντεως πάλαι Βαλαάμ, των λόγων μυητάς σοφούς, αστεροσκόπους χαράς έπλησας, αστήρ εκ του Ιακώβ, ανατείλας Δέσποτα, Εθνών απαρχήν εισαγομένους· εδέξω δε προφανώς, δώρά σοι δεκτά προσκομίζοντας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου