ΞΗΜΕΡΩΝΕ μια μεγάλη γιορτή στο Χωριό.
«Η μέρα έδειχνε κλεισμένη, η γη είταν ασπρισμένη, ο ουρανός χιόνιζε και το μάτι δε μπορούσε να ιδή πλειότερο από μια σπορειά τόπο. Φοβερό αγριοκαίρι. Σαρανταήμερο. Καρδιά του Χειμώνα!
«Καβάλλα απάνω σ' ένα γερό, ώμορφο και ψηλό άλογο, και κουκουλωμένος με μια μεγάλη καππότα, έμπαινα με μεγάλη χαρά στα πολυπόθητα σύνορα του χωριού μου, ύστερα από νυχτοπερπάτημα δέκα πέντε ωρών, δρόμο δέκα πέντε μερών και ξενιτειά δέκα πέντε χρονών, μακρυά, πολύ μακρυά, σε ξένα σύνορα και σε ξένα βασίλεια….
«Στο ποτάμι, πούναι κάτω από το χωριό μου, πότισα, διαβαίνοντας, το κατακουρασμένο τ' άλογό μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο, που βγαίνει ίσια-μέσα στ' αγαπημένο μου το Χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι' από λίγ' αμπελοχώραφα.
«Είταν πολύ πρωί. Στιγμή, που πολεμάει το φως της ημέρας, πώρχονταν, με το σκοτάδι της νυχτός πώφευγε, και τ' άλογο ανέβαινε αργά-αργά, και βαρυά-βαρυά τον ανάποδο και κακοτρόχαλο ανήφορο από τη μεγάλη του την κούραση και από τη μεγάλη του την αποσταμάρα.
«Έκανε φοβερό κρύο. Άγριος βοριάς φυσούσε, σα λυσσιασμένος, από πίσω μου, κι' μ' ανασήκωνε από τη σέλλα τ' αλόγου μου. Το χιόνι προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημά του, σαν αλεύρι κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια-πέρα, πότε ίσια- δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. Κι' όμως δεν αιστaνόμουν καθόλου κρύο μέσα μου. Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα, με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου.
«Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, στον τόπο που γεννήθηκα!
«Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου! Μου φαίνονταν, σαν εκείνες τες πλούσιες χαρές, που βλέπει κανείς στον ύπνο του.
«Σε κάθε πατημασιά τ' αλόγου μου ξάνοιγα κι' ένα κομμάτι από τα παιδιακίσια μου. Κομμάτι ζωής χαρωπής, γλυκειάς και πολυαγαπημένης. Έβλεπα το μεγάλο ραϊδιό που ανέβαινα ψηλά, και, γλυστρώντας ίσια κάτω, έφτανα ως τον πάτο στο λάκκωμα, είτε με ξεγδάρματα, είτε χωρίς ξεγδάρματα, στο τρυφερό μου κορμί. Έβλεπα το μεγάλο πουρνάρι, που ανέβαινα το καλοκαίρι, κι' έπιανα τα πουλλιά μέσα στες φωλίτσες τους, πριν φτερουγίσουν ακόμα, χωρίς να με μέλλη και χωρίς να με κόβη και να με νοιάζη για τα τσιουρίσματα των μαννάδων τους, που φτερούγιζαν ψηλά από το κεφάλι μου, χωρίς νάχουν οι καημένες τη δύναμη να μου τ' αρπάξουν μες από τα σκληρά μου τα χέρια. Έβλεπα τα χωράφια μου, που πηδούσα, σαν ζαρκάδι, με τα ομόηλικά μου, κι' έπαιζα τ' αγαπημένα μου τα παιγνίδια, που δε μπορούσα να τα χορτάσω ποτέ. Έβλεπα τ' αμπέλι μου, με τη μεγάλη βαλανιδιά στην κορφή του, που περνούσα τες καλύτερες και τες πλειο ευτυχισμένες ώρες της παιδιακάτικης ζωής μου, τρώγοντας γλυκύτατα σταφύλια, ωριμώτατα σύκα και ζουμερώτατα ροδάκινα… Είταν όλα, όπως τα είχα αφήσει εδώ και δέκα πέντε χρόνια. Όλα στον τόπο τους και στη θέση τους.
«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουπππ…. »
«Είχα σκαπετήσει μια μικρή ραχούλα και δεν μου είχε μείνει, παρά να σκαπετήσω ακόμα μια, για να μπορέσω ν' αγναντέψω το χωριό μου, που κάθε σπίτι του καπνίζει αδιάκοπα, χειμώνα-καλοκαίρι, και να ιδώ το σπίτι μου με τον πλατύχωρο τον αυλόγυρό του και με το μεγάλο το δέντρο του στη μέση της αυλής του, που χρησιμεύει το καλοκαίρι, κι' ως κατοικειό, κι' ως τραπεζαρία, κι' ως αίθουσα υποδοχής, κι' ως τόπος ύπνου, κι' ως ξαποστασιό, κι' ως χωροστάσι, που μαζεύεται το χωριό, για να κρίνη τες διαφορές του και τα χωριάνικα ζητήματα, πάντα κατά πως το θέλει ο προεστός, που η γνώμη του πάντα είναι σύμφωνη με τη γνώμη των πολλών.
«Μώρχονταν στο νου πόσες φορές ξαπόστασα και ξεκουράστηκα, κάτω από τον ίσκιο αυτουνού τ' αγαπημένου δέντρου, και πόσες φορές μάλωσα με τον Κοράκη και με το φτερωτό κοπάδι της μάννας μου, — τες κόττες, — που ήθελαν να μ' αρπάξουν από τα χέρια το νόστιμο ψωμότυρό μου.
«Αμέτρητη χαρά πλημμυρούσε την καρδιά μου, επειδή ξανάβλεπα τη γη των παππούδων μου, τη γη που είδα για πρώτη φορά το γλυκό φως του ήλιου, και κατάλαβα για πρώτη φορά τον εαυτό μου άνθρωπο. Μώρχονταν να ξεκαβαλλικέψω, και καταιβαίνοντας ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ό τι έβλεπα κι' εύρισκα μπροστά μου: χώμα, πέτρες, χαμόκλαδα, δέντρα ….. αλλ' ο πόθος μου να φτάσω όσο το δυνατό γληγορώτερα στη ράχη, που είταν μπροστά μου, και μ' εμπόδιζε να ιδώ το Χωριό μου, το σπίτι μου, δε μ' άφινε, να καταιβώ και να εκτελέσω τούτον τον άγιο σκοπό.
— «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό μου!
«Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!
«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουππππ…
«Χίλια δυο πράμματα, γεμάτα γλυκές αναμνήσες του παιδιακίσιου μου καιρού, σαν αφροστεφανωμένες εικόνες, ζωγραφισμένες με ουράνια χρώματα, φανίζονταν μπροστά μου κι' άρχισαν να καταπραΰνουν την ανυπομονησία μου. Εδώ έβλεπα τον εαυτό μου μικρό παιδί, να τρέχω ξυπόλυτο και στο τρέξιμο να μου μπη στο ποδάρι ένα φοβερό παλιουρίσιο αγκάθι. Εκεί, έβλεπα για πρώτη φορά, να σκοτώνω μια πυκνόμαλλη και μαυρονούρα αλεπού, που κράταε ακόμα στο στόμα της την ωμορφότερη και βαρύτερη κόττα του χωριού, πώσκουζε η καημένη βραχνά- βραχνά, κι' αδύνατα-αδύνατα «κραααά-κραααά-κραααά…. ». Παρέκει, πίσω από μια μεγάλη πέτρα, έβλεπα να με πιάνη ο δάσκαλος μου από τ' αυτί σφιχτά-σφιχτά, γιατί μ' ηύρε να στήνω πλάκες για να τσακώσω κοσσύβια κι' άλλα τσεροπούλλια, πράμμα, που μας το είχε απαγορεμένο, και να με τραβάη για να με πάη μπροστά στ' άλλα μαθητούρια του χωριού, που κάναμαν σκολειό χειμων-καλόκαιρο στο νάρθηκα της εκκλησιάς, όπου το Ψαλτήρι είταν για μεγαλύτερο μάθημα, απ' όλα τα μαθήματα. Έβλεπα ν' αναιβοκαταιβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάννας μου, ή της αδερφής μου, πότε περβατώντας, και πότε καβάλλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα, την αδερφή μου να βόσκη ζυγούρια και κατσίκια, και να μου λέγη τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή. Παραπέρα έβλεπα τη μεριά, που για πρώτη φορά είπα «σ' αγαπώ» στην ώμορφη γειτονοπούλα μου. Μ' ένα λόγο, έβλεπα τόσα, που δε μπορούν να μπούνε σ' αυτό εδώ για το χαρτί. Νειάτα σπαρμένα καταγής, σα λουλούδια απριλιάτικα, σαν άνθια μαγιάτικα, σαν τριαντάφυλλα μοσκομυρωδάτα.
«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη αργά-αργά τον ανήφορο «γκρουπ-γκρουπ- γκρουπ-π π… ».
Λίγος δρόμος μου είχε απομείνει ακόμα, όσο ν' αναιβώ στη ράχη, αλλά δεν τελείωνε ποτέ! Την υπομονή μου διαδέχονταν ανυπομονησιά και την ανυπομονησιά μου υπομονή! Εκεί καταστενοχωριώμουν για τ' αργοβάδισμα τ' αλόγου μου, για την ορμή του ανέμου, για τες τουλούπες του χιονιού, πώδερναν το πρόσωπό μου, για το κρύο π' άρχισε να μ' αναιβαίνη, από τα ποδάρια ως την καρδιά, και να μου τρυπάη τα κόκκαλα, και για τον ατέλειωτο δρόμο, κι' εκεί βρισκόμουν ήσυχος- ήσυχος στη ζεστή και γλυκή αγκαλιά της υπομονής, και στοχαζόμουν τη στιγμή, που θάμπαινα στο σπίτι μου, τι χαρά θα έκανε η μαννούλα μου, που μώγραφε στο υστερνό της γράμμα, ότι τα συμφώνησε με τον Χάρο να την καρτερέση ως να με δεχτή πρώτα από τα Ξένα, κι' ύστερα να του παραδώση την ψυχή της. Στοχάζομουν το πανυγήρι, που θάκανε η ορφανή μονοθυγατέρα μου, που την είχα αφήσει μικρή, πολύ μικρή βυζανιάρικη, σαράντα μερών φώσινο, όταν κίνησα να πάω μακρυά στα Ξένα, να προκόψω και να πλουτίσω το σπίτι μου. Στοχαζόμουν τον αναγαλλιασμό της αδελφής μου, που την είχα αφήσει μικρούλα και θα την εύρισκα παντρεμένη, μ' ένα-δυο παιδάκια τριγύρω της, και την ευχαρίστηση, που θα αιστάνονταν οι χωριανοί μου, που, άμα θα μ' έβλεπαν να μπαίνω στο αντρορρημαγμένο πατρικό μου, θάτρεχαν να μ' αγκαλιάσουν και να με φιλήσουν όλοι, μικροί-μεγάλοι, άντρες και γυναίκες.
«Όλα αυτά ανακατεύονταν μέσα στο μυελό μου, το ένα κατόπι τ' αλλουνού, σαν κύμα που ακολουθάει το κύμα, και μάκραιναν ως χίλιες οργυιές την υπομονή μου. Αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου προς τη ράχη, που είταν πάντα μπροστά μου, μου φαίνονταν, ότι έφευγε κι' αυτή με την ίδια γληγοράδα, που κυνηγούσα να τη φτάσω, μ' έπιανε η στενοχώρια της ανυπομονησιάς, κι' άρχιζα να κεντάω με μανία τα πλευρά του κακομοιριασμένου του ζώου, που είχα κατωθιό μου, κι' αυτό το δύστυχο, γεμάτο υπακουή σκλάβου, κι' υπομονή Ιώβ, αφίνοντας μικρό βογγυτό, μες από τα στήθια του, τραβούσε μπροστά, μ' όση ορμή μπορούσε να βάλη, χωρίς να δείξη το παραμικρό κάκιωμα, για τες σκληρές και απάνθρωπες κεντησιές, που του τραβούσα στα πλευρά με τους φτερνιστήρες μου.
«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά-αργά « γκρουπ-γκρουπ- γκρουπππ… ».
Λίγες δρασκελιές μου είχαν μείνει ακόμα, ως που να φτάσω στην κορφή της ράχης, που έκρυβε το πολυπόθητο χωριό μου, και λίγες ακόμα στιγμές, ως που να ρίξω τη χαρμόσυνη ντουφεκιά του ξενιτεμένου, που θα έκανε όλες τες καρδιές του Χωριού, να λαχταρήσουν από χαρά και λίγες θα είταν οι καλότυχες, που θα δέχονταν ξενιτεμένο, αλλά η ανυπομονησιά μου σήκωνε κεφάλι, μέσα στα στήθεια μου πάλι, κακομούτσουνη και φοβερή, και μ' έκανε να νομίζω, ότι τα ποδάρια τ' αλόγου μου είταν καρφωμένα ψηλά στη γη, και βρίσκομουν από πολλή ώρα στην ίδια μεριά. Το χτύπησα τότε τ' άλογο, για ύστερη φορά, με όση δύναμη είχα απάνω μου, και σα να έκανε φτερά το καημένο το ζώο, βρεθήκαμε στην κορφή της χιλιοπόθητης ράχης! Δόξα σοι ο Θεός!
«Εκεί το κρύο και το φύσημα του βοριά, και το χιόνι θα είταν δυνατώτερα, αλλά το Χωριό μου, που μου έδειχνε το συμπαθητικό πρόσωπό του, από μια ντουφεκιά τόπο μακρυά, μ' έκανε να μη αιστάνωμαι την αγριάδα τους.
«Όλο το Χωριό είταν συμμαζεμένο στην πλαγιά του βουνού, σαν κοπάδι καλογραικιασμένο. Κάθε σπίτι ώμοιαζε με πρόβατο και κάθε παράσπιτο με αρνί. Το σπίτι το δικό μου, μεγαλύτερο απ' όλα τ' άλλα, φαίνονταν σα βαρυκούδουνο γκεσέμι, που μπορεί να σύρη πίσω του χίλια κεφάλια πρόβατα.
«Άμα το ξεκάμπισα το Χωριό μου, έρριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά, για να νοιώσουν οι χωριανοί, ότι «ξενιτεμένος έρχεται!» κι' από τον πολύν τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λαδώματα, οι ρεματιές και τα βουνόπλαγα.
«Καρφώνοντας τα μάτια μου στο ταπεινό και συμπαθητικό χωριό μου, νόμιζα ότι οι σκεπές του εκείνες, που κάπνιζαν ήσυχα-ήσυχα, οι καλύβες του, τ' αυλόδεντρά του, οι αυλόγυροί του, οι φράχτες του, οι ριζιμιόπετρές του, που στέκουν σκόρπια, εδώ κι' εκεί, σαν απολιθωμένοι γιγάντοι, οι δρόμοι του, οι κήποι του, τα όλα του, ότι ζωντάνεψαν, ότι έτρεχαν χαμογελώντας και χοροπηδώντας το ένα κατόπι τ' αλλουνού, και προχωρούσαν κατ' απάνω μου, για να μ' αποδεχτούν, και να μου πούνε το γλυκό χαιρετισμό:
— «Καλώς ώρισες από τα Ξένα! Δόξα σοι ο Θεός, πούρθες γερός και καλά!»
«Απέραντο πέλαγο χαράς, κι' αναγαλλιασμού είχε πλημμυρήσει τότε την καρδιά μου. Ότι έβλεπα μπροστά μου, είταν μαγευτικό, και μου φαίνονταν πως έπλεα μ' ολάνοιχτα πανιά σε πέλαγο δίχως άκρη, ευτυχίας ατέλειωτης.
«Το χιόνι έπαψε να πέφτη πλειο και μεταβάλθηκε σε γλυκή ζεστασιά, ο μανιωμένος βοριάς έπαψε να βουίζη πλειο και μεταβάλθηκε σε δροσόπνιχτο και μοσκοβολάτο καλοκαιρινό αγεράκι, και τ' άλογο μου έπαψε ν' αναιβαίνη πλειο τον ανήφορο αργά-αργά, και βρέθηκε «μπρουφ» μέσα στον αυλόγυρο του σπιτιού μου!
«Στο έμπα μου, έτρεξε πρώτος-πρώτος ο γέρικος σκύλλος του σπιτιού μου, ο Κοράκης, και ρίχτηκε, με τα μπροστινά του τα ποδάρια, απάνω στη σέλλα τ' αλόγου μου και με κάτι κουνήματα του κεφαλιού του, και με κάτι φωνές, που έβγαζε από το στόμα του, ήθελε ν' αποδείξη τη μεγάλη χαρά του, για τον ερχομό του ξενιτεμένου αφεντός του. Στα μάτια του μέσα, έλαμπε σαν ανοιξιάτικη δροσιά, ανάμεσα σε φύλλα τριανταφυλλιού, ένα αναγάλλιασμα, που δεν μπορεί να γραφτή. Εκείνη τη στιγμή, που ο Κοράκης είχε ριγμένα τα ποδάρια ψηλά στη σέλλα, και παραπονιώνταν μέσα του, γιατί να μη του έχη χαρίσει κι' αυτουνού ο Θεός λόγο, για να καλωσορίση τον αφέντη του ανθρωπινά, ο γάτος του σπιτιού, ο Λειάρος, πήδησε πίσω από τη στέγη κι' έγεινε καπνός!
«Ύστερα από το σκύλλο, κατάφτασε η μάννα μου κουτσά-κουτσά, από τα γερατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώμορφο, γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα-μεγάλα και μαύρα-μαύρα μάτια, που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης· τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της, που έβλεπα για πρώτη φορά, και σα να είμουν άψυχο πράμμα, μ' άρπαξαν στην αγκαλιά τους, και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον οντά.
«Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι' είδα πως δεν είχε αλλάξει τίποτε από μέσα. Νόμισα, πως έλειπα από τα χτες. Όλα είταν στην ίδια τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγειναν νύφες, άλλοι από νιοί γερόντοι, άλλοι από το Τ ί π ο τ ε φύτρωσαν ανθρώποι, κι' άλλοι αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα! Η μια αδελφή μου, ο ένας ο θειος μου, η γυναίκα μου, κι' ο πατέρας μου, δε βρίσκονται πλειο στο δεφτέρι των ζωντανών, αλλ' είχαν ταξειδέψει για τ' ανεγύριστο ταξείδι του Κάτω-Κόσμου, απ' όπου ούτε γυρίζει κανείς ποτέ, ούτε γράμματα ή χαιρετίσματα έρχονται!
«Η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή, είχε γείνει απέραντο πέλαγο και μέσα σ' αυτό το πέλαγο πότε η Λύπη αρμένιζε μ' ολάνοιχτα πανιά και σηκόνονταν τα κύματα γύρα της, ως τον ουρανό, πότε η Χαρά έβγαινε στη μέση κι' έκανε το νερόχτιστο κάμπο του ήσυχο και μαλακό, σαν πρόσωπο απέραντου και κρουσταλλένιου καθρέφτη.
«Αν κι' από πολλά χρόνια είχα μάθει τους σκληρούς θανάτους, πώχουν γείνει στο σπίτι μου, κι' ο Γιατρός-Καιρός έχυσε το σωτήριο βάλσαμό του στες ανοιγμένες πληγές της καρδιάς μου, πάλι δεν μπορούσα να μην αιστανθώ, άλλη μια φορά, όλη τη λύπη ακέρια, για τον παράκαιρο χαμό των πολυαγαπημένων μου. Τα δάκρυα μου πλημμύριζαν, σαν ποτάμια, και πάσκιζαν να με πνίξουν, αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου στη μάννα μου, που τα γεράματά της, κι' η μητρική της λαχτάρα μου φυσούσαν άγιο σέβας, στη θυγατέρα μου, που η αγάπη της, κι' η δροσερή της νιότη φύτευαν στη ματωμένη μου καρδιά την πλειο γλυκύτερη χαρά και την πλειο μεγαλύτερη ελπίδα, και στην αδερφή μου και στο γαμπρό μου, που η αγάπη τους, και η ειλικρινή τους έγνοια μ' έκαναν να γεμίζω παρηγοριά, σταματούσαν τα δάκρυα μου και σκορπούσε ο πόνος μου, σαν πως σκορπίζονται τα σύννεφα στον ουρανό, όταν φυσάη ο δυνατός βοριάς. Πάντα το Τώρα νικάει το Π ρ ι ν.
«Σ' αυτό απάνω κατάφτασαν κι' οι σιμώτεροι γειτόνοι να με καλωσορίσουν. Ύστερα απ' αυτουνούς κι' οι μακρυνώτεροι, και λίγο- λίγο το σπίτι μου δέχτηκε, μέσα στους κόρφους του, όλο το Χωριό, άντρες, γυναίκες και παιδιά, γιατί είναι χρέος άγιο το να τρέχη κανείς να χαιρετάη ξενιτεμένο, και να πανηγυρίζη τον ερχομό του.
«Φιλήματα απ' εδώ, αγκαλιάσματα απ' εκεί, αναγαλλιάσματα από τούτη τη μεριά, γέλοια από εκείνη, σταυρόνονταν κάθε στιγμή σ' εκείνο το χαρούμενο πανηγύρι, που εγώ είμουν αιτία και κέντρο.
«Στην τιμημένη και ποθητή μας Πατρίδα, η Ξενιτειά τα συμπαθάει όλα. Ζήλιες, διαφορές, μαλώματα κι' έχτρες, τα λυόνει όλα η Ξενιτειά, σαν πως λυόνει η νοτιά το χιόνι. Ο Ξενιτεμένος είναι άγιο πράμμα, που σέρνει το σεβασμό και την αγάπη των χωριανών κι' όλου του κόσμου πέρα και πέρα.
Τη στιγμή εκείνη το σπίτι μου ώμοιαζε κρινί μελισσιών, στον καιρό του καλοκαιριού, που μαζεύονται στη θύρα και μπαινοβγαίνουν τα μελίσσια.
«Τέλος η μάννα μου άνοιξε τη νυφική της κασσέλλα, που είχε μέσα φυλαγμένα απ' όλα τα πωρικά, που βγαίνουν στο χωριό μου, κι' όλα τα γλυκύσματα, που κάνουν εκεί, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, μήλα, καρύδια, ρόιδια, κυδώνια, μουστόπητες, σιρυμπίκια, και συκομαΐδες, κι' άρχισε να τα μοιράζη πολλά-πολλά απόλα στα λειανοπαίδια, που είχαν τρέξει όλα, άμα έμαθαν τον ερχομό μου, γνωρίζοντας, ότι θα καλοπλερόνονταν ο κόπος τους γι' αυτό. Η αδερφή μου άρχισε να πλάθη πήττα, η θυγατέρα μου κερνούσε τους μεγάλους ρακί, με το μισοκάρικο το παγούρι, ο γαμπρός μου κάθουνταν σιμά μου καταχαρούμενος, κι' εγώ μολογούσα σ' εκείνους, που με ρωτούσαν πώς πέρασα τον καιρό μου στην Ξενιτειά, τι είδα, τι ήκουσα, τι έμαθα, τι έκανα, ποιόν πατριώτη είδα κι' αντάμωσα, από ποιους και σε ποιους έφερα γράμματα, πώς είναι ο τάδες χωριανός μας, τι δουλειά κάνει ο τάδες ο πλησιοχωρίτης μας, μ' ένα λόγο έδινα ταχτική αναφορά και ταχτικό λογαριασμό του τι έκανα, τι άκουσα, τι είδα και τι έμαθα σ' όλον τον καιρό των δέκα πέντε χρονιών, που βρισκόμουν στην Ξενιτειά.
«Ύστερα άρχιζαν να φεύγουν λίγοι-λίγοι οι καλοί χωριανοί μου, κι' έμεινα μόνος με τους ανθρώπους του σπιτιού μου. Καθίσαμε όλοι σταυροπόδι γύρα στη στια, που έκαιγε σαν καρμοκάνι, περιμένοντας να ετοιμαστή το γιώμα, ενώ είταν ξαπλωμένος μπροστά μας ο γάτος ο Λειάρος, όλως διόλου αναίστητος και ξένος προς το πανηγύρι του σπιτιού, και πίσω μας κάθονταν στα πισινά του ποδάρια ο σκύλλος, ο Κοράκης, προσέχοντας στες ομιλίες μας, σαν πως προσέχουν στο Βαγγέλιο, βλέποντας μας, κατάματα, όσους δεν του είχαν γυρισμένες τες πλάτες, και πλειότερο εμένα, τον νοικοκύρη, και τόσο πολύ προσείχε τ' αυτί του, και τόσο πολύ κάρφονε τα μάτια του απάνω μου, που μ' έκανε να πιστέψω, ότι θ' ανακατώνονταν στες ομιλίες μας, μιλώντας με ανθρώπινη γλώσσα!
«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι' αποκοιμήθηκα… »
Και…. όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε μπροστά μου! Μάννα, θυγατέρα, αδελφή, σπίτι, χωριό, πατρίδα είταν όλα φευγάτα! Βρισκόμουν, και βρίσκομαι ακόμα στα έρημα τα ξένα, κι' όλα όσα είδα και σας διηγήθηκα δεν είταν άλλο παρά μια γλυκειά οπτασία, ένα ευτυχισμένο όνειρο, που μου δώρησε η αγάπη της Πατρίδας μου, που βρίσκεται τόσο μακρυά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου