«Φίλος παληός, καλός, λίγο ξεπεσμένος για την απλήν εκείνην εποχήν, μας είχε καλέση να κόψωμε, μεταξύ ανδρών μπεκιάρης κι΄αυτός, την βασιλόπητα στο σπήτι του. Ένα σπήτι καλοβαλμένο, πλούσιο, ολίγο περισσότερο επιδεικτικό από ότι εχρειάζετο, με περιποίηση λίγο επίσημη αλλ΄από καλή καρδιά.
Καλεσμένος κόσμος λίγο «μελέ» όπως θα έλεγε σήμερα ο κοσμικογράφος. Φίλοι παλαιοί και νέοι, σε μισή ώρα μέσα η προοιμιακή ψυχρή ατμόσφαιρα, που επιβάλλει πάντα μία κοσμική συγκέντρωσι, είχε ζεσταθή.
Ο φίλος μας μεγιστάν και δημοκράτης συγχρόνως. Μέσα εις τα βαρύτιμα ασημικά και τον πλούσιο κυλικείο ήξευρε να κρατή τον κόσμο του σε όλη τη διάχυση και την οικειότητα μιάς φιλικής συντροφιάς. Εις τον μπακαρά μεγαλοπρεπής επέμεινε έως ότου έχασε μερικές χιλιάδες, ποσόν μυθώδες τότε. Εις την Βασιλόπηττα πεντόλιρο –τρίτον λίρας ας πούμε τωρινής. Κατά τα ξημερώματα, ώραν του χωρισμού, πρόσκλησις εις ημερησίαν εκδρομήν εφ΄αμαξών εις τα Κιούρκα διά την ημέραν των Θεοφανείων.
-Δέχεται σαν αληθινός δούξ ο Μίμης! Είπε συνοψίζων την γενικήν εντύπωσιν κάποιος.
Αυτή ήτο και η γνώμη μου και με εκολάκευε.
Δεν ξέρω πώς χάρις εις μίαν ψιλοκουβέντα της τελευταίας στιγμής έμεινα μόνος με τον νοικοκύρην. Όταν τέλος εσηκώθην να φύγω εκείνος επέμεινε να με συνοδεύση έως την εξώπορτα. Εις μάτην επέμεινα να τον απαλλάξω του κόπου. Και είχα λόγους σοβαρούς γι΄αυτό. Έξω έβρεχε και η ομβρέλλα μου, αν και είχε την αρχαιόηττα αναμφισβητήτως, εστερείτο όμως μιάς ακτίνος. Πως ν΄ανοίξη κανείς μίαν τέτοιαν ομβρέλλα εις την εξώπορτα μιάς δουκικής συγκεντρώσεως; Δεν ειμπορούσα όμως να επιμείνω περισσότερον χωρίς να παρεξηγηθώ.
Ευρέθημεν έτσι κουβεντιάζοντας εις το πόρτ-μαντώ, ένα πόρτ-μαντώ μεγαλοπρεπές, με μπρούντζους που άστραφταν. Ήτο η κρίσιμος στιγμή. Επήρα θάρρρος! Η ομπρέλλα δεν ήτο εκεί.
-Δεν βλέπω την ομβρέλλα μου!
Είπα δειλά, τρέμων μήπως ο σύντροφος οκτώ χειμώνων εμφανισθή αιφνιδίως.
-Μα αυτή θα είνε δική σου! Μου είπεν ο αμφιτρύων και η άλλη η δική μου. Και μου έδειξε την μίαν από της δυό ολοκαίνουριες ομπρέλλες που έμειναν εις το πόρτ-μαντώ.
-Αλλά δεν είνε δική μου! Είπα πάλιν.
-Μήπως θέλεις να πάρης την δική μου; Με ρώτησε πάλιν. Θα ζημιώσης.Η δική σου είνε πειό καινoύργια.
Ηναγκάσθην να υποκύψω εις το μοιραίον. Έφυγα από την δουκικήν δεξίωσιν με μίαν πριγκηπικήν ομπρέλλα. Η αλήθεια όμως είνε ότι μαζύ με τας τύψεις και μια μεγάλη ανησυχία με eβασάνιζε. Τι θα εγίνετο αύριο, μεθαύριο, όταν ο κατά λάθος αφαιρών την δική μου ομπρέλλα θα επανήρχετο εις το σπίτι του φίλου μας δια να πάρη την δικήν του; Ποία τρομερά αποκατάστασις της αληθείας και της ιδιοκτησίας θα εγίνετο εις βάρος μου; Τι θα εσκέπτοντο ο πλούσιος κτήτωρ της ομπρέλλας και ο μεγαλοπρεπής οικοδεσπότης μου δια τον συνδαιτημόνα των της παραμονής;
Εν τούτοις αι ημέραι περνούσαν. Είδα εν τω μεταξύ τον φίλον μου και κανείς λόγος για την ομπρέλλα δεν έγινε. Αυτό ήρχιζε κάπως να με πειράζη. Επί τέλους έπρεπε να καθορισθή η θέσις μου. Έτσι μίαν ημέραν δεν εκρατήθην και ηρώτησα τον φίλον μου…
-Ησύχασε φίλτατε, μου απήντησε. Έβαλα τα πράγματα εις την θέσιν των.
-Δηλαδή;
-Να! Ήλθε ο κύριος με την ομπρέλλα, κάποιος αφηρημένος από τον Πειραιά, και έκανε μάλιστα τον θυμωμένο για την παληά ομπρέλλα που πήρε. Αλλά έννοια σου! Βρήκε με ποιόν να μιλήση.
-Μα είχε δίκηο ο άνθρωπος.
-Δίκηο; Ας πρόσεχε. Το λάθος το έκανε αυτός. Και γι΄αυτό έχασε το δίκηο του.
-Αλλ΄η θέσις η δική μου;
-Μην ανησυχείς. Συ δεν έχεις τίποτε να κάμης σ΄αυτήν την ιστορία. Πήρες μποναμά από κάποιον που δεν επερίμενε μποναμά!
-Αλλά δεν εννοώ αυτό. Επί τέλους τι του είπες του ανθρώπου;
-Απλούστατα. Του είπα: Αγαπητέ μου κύριε, άνθρωποι που κρατούν τέτοια ομπρέλλα δεν συχνάζουν σπήτι μου. Κάπου αλλού θα έγινεν η αλλαγή!».
«Πολιτεία», 1929, Α.Χρυσάνθης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου