Ενώ το αρμα της νυκτός ζοφώδες σκότος χύνει, ενώ συρίζει ο βορράς και η ανεμοζάλη, η πνευστιώσα λάμψις σου, παρθενική σελήνη, ωσεί ακτίς παρήγορος εκ των νεφών προβάλλει.
Ω! πόσον σε ηγάπησα εις ρέμβην αφειμένος
υπο το φώς σου το γλυκύ φαιδρόν παιδίον ετι, Το μέγα σου μυστήριον εζήτουν εσκεμμένος, Και ήσο σύ η μόνη μου διηνεκής μελέτη.
Ποσάκις αθυμών μακράν ψυχής πεφιλημένης,
Και φέρων αιματόρρυτον το έλκος της οδύνης, Σε ειδον εις τα στήθη μου δειλή να καταβαίνης, Και βάλσαμον λυσίπονον εκεί να μου εγχύνης.
Και οταν, βλέπων ολους μου τους πόθους εσβεσμένους,
Εις την σκιάδα της νυκτός εζήτησα γαλήνην, Υπο τους θόλους τ'ουρανού τους ερρυτιδωμένους, Συ μόνην ευρον σύντροφον εις της ζωής την δίνην.
Ωχρά καθώς η λάμψις σου, αλλ' ως αυτή αιμύλη,
η υπαρξίς μου φθισιά εν μέσω της σκοτίας, Θάρρει, σελήνη, συμπαθής ποιητική μου φίλη, Θα ευρεθή και δι' ημάς σταγών ευδαιμονίας.
1871
|
27 Ιανουαρίου 2009
Προς την σελήνην....Ι.Παπαδιαμαντόπουλος
Ιω. Παπαδιαμαντοπούλου, Τρυγόνες και έχιδναι. Ποιήσεις, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου των Συζητήσεων, 1878, σσ. 14-15
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου