ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

10 Οκτωβρίου 2008

Γιαννούλης Χαλεπάς


Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938) από τον Πύργο της Τήνου υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της νεότερης Ελλάδας. Είναι γεγονός ότι απασχόλησε πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον τη νεοελληνική έρευνα για την τραγική του μοίρα, και λιγότερο για το καλλιτεχνικό του έργο. Σπούδασε στην Αθήνα με το Λεωνίδα Δρόση και στο Μόναχο με καθηγητή τον Max Widmann, όπου και βραβεύτηκε δύο φορές, τη μία στο διαγωνισμό της Ακαδημίας και τη δεύτερη στην έκθεση του Μονάχου. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα εργάστηκε στην Αθήνα, όπου και δημιούργησε ορισμένα από τα ωραιότερα έργα γλυπτικής της νεότερης όχι μόνο ελληνικής, αλλά και ευρωπαϊκής τέχνης, όπως ήταν η περίφημη Κοιμωμένη στο μνημείο της οικογένειας Αφεντάκη, στο Α΄Νεκροταφείο της Αθήνας. Το 1878 (ήταν 27 χρονών) εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα της ψυχικής του ασθένειας και ύστερα από μάταιες προσπάθειες για θεραπεία οι δικοί του αναγκάσθηκαν το 1888 να τον κλείσουν στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου και παρέμεινε ως «πάσχων από άνοιαν» επί 14 χρόνια, μέχρι το 1902. Στη συνέχεια έζησε στην Τήνο μόνος μαζί με τη μητέρα του μία ζωή μοναχική, γεμάτη δυσκολίες και στερήσεις. Τα έργα που δημιουργούσε από πηλό κατά το διάστημα αυτό είτε τα κατέστρεφε ο ίδιος, είτε τα κατέστρεφαν άλλοι. Μόνο μετά το θάνατο της μητέρας του, το 1916 και ειδικότερα από το 1918, που ήταν πλέον 67 ετών, η παραγωγή των έργων του αυξήθηκε και αυτά άρχισαν να διατηρούνται. Εν τω μεταξύ ο ημερήσιος τύπος άρχισε να εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον γι αυτόν τον γλύπτη που φαινόταν σαν να αναστήθηκε καλλιτεχνικά Έτσι, το 1925 έγινε η πρώτη έκθεση γλυπτών του στην Αθήνα, το 1927 η Ακαδημία του απένειμε το Αριστείον των Τεχνών και το 1928 έγινε η δεύτερη έκθεση με έργα του. Το 1930 η ανηψιά του Ειρήνη τον έφερε στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, δημιουργώντας έργα με άνεση και έχοντας κερδίσει τη γενική αναγνώριση.

Η δημιουργία του Γιαννούλη Χαλεπά με βάση κυρίως τα γεγονότα της ζωής του χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την πρώτη της μαθητείας του και των νεανικών χρόνων, τη δεύτερη που καλύπτει τα χρόνια της παραμονής του στην Τήνο, μετά την επάνοδο από το ψυχιατρείο και την τρίτη, που περιλαμβάνει τα χρόνια της δημιουργίας του στην Αθήνα, μέχρι τον θάνατό του. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η απόλυτη κατάκτηση των τύπων της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής καθώς και του ευρωπαϊκού ακαδημαϊσμού του τέλους του 19ου αιώνα, η άψογη τεχνική και η εξαιρετική δεξιοτεχνία στην επεξεργασία του μαρμάρου. Στόχος πάντοτε ήταν η απόδοση του ουσιαστικού χαρακτήρα και της εσωτερικής αλήθειας, μέσα από τη γλυπτική φόρμα. Είναι πολύ ενδιαφέρον, τέλος, ότι στα έργα της δεύτερης και κυρίως τρίτης περιόδου ο καλλιτέχνης αλλάζει και εμφανίζεται εντελώς ανανεωμένος. Η απλοποίηση και κάποια σχηματοποίηση των μορφών του, φανερώνουν ότι, χωρίς να το γνωρίζει, πλησίασε τους εκφραστικούς τρόπους του Μοντερνισμού των αρχών του 20ού αιώνα.


Ο Χρήστος Σαμουηλίδης, ένας συγγραφέας που έχει βραβευτεί επανειλημμένα για το λογοτεχνικό του έργο, αλλά παράλληλα επιστήμονας που ασχολήθηκε συστηματικά και επί χρόνια με την έρευνα και τη συγκέντρωση λαογραφικού και ιστορικού υλικού, χειρίσθηκε με σοβαρότητα, με επιστημονική συνείδηση και με λογοτεχνική γλαφυρότητα τις πληροφορίες που αφορούσαν στη ζωή και στο έργο του τραγικού Έλληνα γλύπτη. Για τη συγγραφή του βιβλίου του (636 σελίδες και 9 πίνακες) συμβουλεύτηκε όλες τις επιστημονικές μελέτες που αναφέρονται στο έργο του Χαλεπά, ακόμη και τις πιο τελευταίες, ενώ ατέλειωτες ώρες αφιέρωσε στη συγκέντρωση υλικού από τις εφημερίδες της εποχής, τις οποίες έπρεπε να αναζητήσει στη Βιβλιοθήκη της Βουλής στην Αθήνα. Τέλος, όπως γράφει και ο ίδιος (σ. 629), με τη φαντασία του αποπειράθηκε να καλύψει τα μεγάλα κενά και να φωτίσει «ορισμένα σκοτάδια και θολά τοπία» ώστε να μπορέσει να συναρμολογήσει στο τέλος «τα μικρά και σκόρπια κομμάτια του χαλεπικού παζλ». Έτσι παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξη της προσωπικότητας του Τηνιακού γλύπτη, εισχωρώντας στην ψυχοσύνθεσή του, από τότε που ήταν μικρό παιδάκι στην Τήνο και περιγράφει τις ανησυχίες του, την αγάπη του για την τέχνη, την απογοήτευση που εισπράττει από τις αδικίες, από τις ατυχίες του στον έρωτα και από τη ζηλοφθονία των ομοτέχνων του και, στην συνέχεια την κατάθλιψη και την τρέλα.


Ιδιαίτερη έμφαση ο Χρήστος Σαμουηλίδης έδωσε στην εξιστόρηση της σχέσης του Γιαννούλη Χαλεπά με τη μητέρα του, την κυρά Ειρήνη, τη γυναίκα αυτή που με την ισχυρογνωμοσύνη της και την καταπιεστική αγάπη της ήταν από ό, τι φαίνεται και μία από τις κύριες αιτίες για τις πολλές δυστυχίες του γλύπτη. Η μητέρα του ήταν αυτή που αντέδρασε βίαια στην πρόθεση του μικρού Γιαννούλη να ασχοληθεί με την τέχνη, τραυματίζοντας βάναυσα τον παιδικό ψυχισμό του και η μητέρα του ήταν αυτή που κατέστρεφε τα έργα του από πηλό, την περίοδο μετά το ψυχιατρείο, που ζούσε δυστυχισμένος στην Τήνο. Το θέμα της «Μήδειας» της γυναίκας που για να εκδικηθεί τον άντρα που αγαπάει σκοτώνει τα παιδιά της, και που απασχόλησε επανειλημμένα τον γλύπτη τόσο στην πρώτη όσο και στις δύο τελευταίες περιόδους της δημιουργίας του, ο συγγραφέας διαισθητικά το αποδίδει σ’ αυτήν τη σχέση.


Με μεγάλο ενδιαφέρον διαβάζονται τα κεφάλαια που αναφέρονται στις σπουδές του καλλιτέχνη και ιδιαίτερα σε αυτές που πραγματοποίησε στο Μόναχο, στις μεγάλες επιτυχίες του με τις διακρίσεις και τα βραβεία, αλλά και στην απογοήτευση που πήρε όταν άδικα και πρόωρα το Ίδρυμα της Ευαγγελίστριας στην Τήνο του διέκοψε την υποτροφία. Συστηματικά όμως και με το ερευνητικό και κυρίως διαισθητικό πνεύμα ενός ψυχολόγου ο Χρήστος Σαμουηλίδης παρακολούθησε μέσα από τις λίγες γνωστές μαρτυρίες που είχε στη διάθεσή του την πορεία της ασθένειας του Χαλεπά, από την αρχή της μέχρι και την τελευταία περίοδο της δουλειάς του. Πραγματικά συγκινητικές είναι οι σελίδες που αφηγούνται την παραμονή του στο φρενοκομείο της Κέρκυρας. Ο συγγραφέας πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα, συνομίλησε με ανθρώπους που εργάζονται στο σημερινό ψυχιατρείο και παρουσίασε τις συνθήκες της διαβίωσης του Χαλεπά εκεί τα δέκα τέσσερα χρόνια με συγκλονιστική απλότητα. Ο καλλιτέχνης, όπως και όλοι οι άλλοι ασθενείς ήταν υποχρεωμένος να απασχολείται με σκληρές καταναγκαστικές εργασίες, όπως ήταν το κουβάλημα του νερού με κοφίνια και τρύπιους ντενεκέδες, ή η μεταφορά σκαμμένου χώματος με σάπια καλάθια ή διαλυμένα τσουβάλια. Ο ξυλοδαρμός και ο βασανισμός χρησιμοποιείτο συχνά ως μέθοδος θεραπείας. Τέλος, τα μικρά έργα που έκανε εκεί με αργιλόχωμα του τα κατέστρεφαν, γεγονός που αντί να τον θεραπεύει, τάραζε περισσότερο την πολύπαθη ψυχή του. Έτσι, μόνο ένα έργο έχει σωθεί από αυτήν την περίοδο, το Πορτραίτο ανδρός, ίσως κάποιου ασθενούς, ύψους 9-10 εκατοστά, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του ψυχιατρείου της Κέρκυρας.


Λεπτομερειακά έχει εξιστορηθεί η περίοδος μετά την έξοδο του Χαλεπά από το ψυχιατρείο, η δραματική του ζωή με την μητέρα του στην Τήνο, η σταδιακή ανάκαμψή του μετά το θάνατό της και η τελευταία του «ευτυχισμένη» φάση στην Αθήνα, τα χρόνια που έζησε με τα ανίψια του. Από αυτή την εποχή οι μαρτυρίες που συνέλεξε ο Σαμουηλίδης από τις εφημερίδες της εποχής ήταν πολύ περισσότερες και το κείμενό του αποκτά την ασφάλεια που αισθάνεται κανείς όταν κινείται σε γνώριμο έδαφος. Σ΄αυτήν την περίοδο τα πρόσωπα εναλλάσσονται, πολλοί είναι αυτοί- ανάμεσά τους ποιητές και λογοτέχνες, καλλιτέχνες και κριτικοί τέχνης, δημοσιογράφοι, επιστήμονες και πολιτικοί- που θα ενδιαφερθούν για την τύχη και το έργο του τραγικού δημιουργού. Ο συγγραφέας έχοντας πλέον ταυτισθεί με τον ήρωά του αντιμετωπίζει τα νέα δεδομένα αποστασιοποιημένα, όπως θα έπρεπε να αισθανόταν, άλλωστε, και ο ίδιος ο Χαλεπάς, τότε. Πολύ συχνά παραθέτει αυτούσιες τις δημοσιεύσεις του τύπου, χωρίς να κάνει κάποιο σχόλιο. Με ιδιαίτερη όμως τρυφερότητα χειρίζεται τους χαρακτήρες των ανιψιών του και ιδιαίτερα της Ειρήνης που με δική της πρωτοβουλία και ευθύνη ο Χαλεπάς ήρθε στην Αθήνα για να ζήσει τα τελευταία του χρόνια κοντά της.


Το βιβλίο του Χρήστου Σαμουηλίδη «Γιαννούλης Χαλεπάς. Η τραγική ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη» είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της ζωής και του έργου της τραγικής αυτής μορφής της νεοελληνικής τέχνης, τόσο από την άποψη της λογοτεχνικής βιογραφίας, όσο και από την άποψη της ιστορίας της τέχνης, με τις αναφορές, τις περιγραφές, τις αναλύσεις των έργων, αλλά και την πλούσια βιβλιογραφία. Το κείμενο διαβάζεται ευχάριστα και είναι εξαιρετικά χρήσιμο, τόσο στους ειδικούς, όσο και στο πλατύτερο κοινό, γιατί θα του γνωρίσει έναν μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη και, θα ήταν ευτύχημα, αν σε μία νέα έκδοσή του περιλαμβάνονταν ακόμη περισσότεροι πίνακες με έργα του Χαλεπά, όπως είναι, παραδείγματος χάρη ο περίφημος Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα της πρώτης περιόδου, ή η Μεγάλη αναπαυόμενη της τελευταίας.

(απο το ιστολόγιο
Melita Emmanuel)

Δεν υπάρχουν σχόλια: