Η κυρία ήταν απολιφάδι.
Τα σαπούνια εκείνου του κυρίου, τα ρεκλαμάριζαν παντού.
Στην τοιχοκόλληση, στον τύπο, στα ραδιόφωνα, στην τηλεόραση.
Στην τηλεόραση έβγαινε μια τόσο αντιπαθητική μελαχρινή, που δήλωνε με ύφος Οφηλίας, ότι δεν υπάρχει τίποτα τελειότερο από τα σαπούνια "Πλειάδες."
Όποιος έβλεπε τη ρεκλάμα δεν αγόραζε ποτέ Πλειάδες.
Όμως όλα πηγαίνανε καλά.
Η κυρία-απολιφάδι είχε ξεκινήσει από ένα ορεινό χωριό της Θεσσαλίας, με προίκα δική της και με θέα στη θάλασσα, γενική. Δεν είχε τελειώσει όλο το δημοτικό, γιατί στην τελευταία τάξη έβγαλε μαγουλάδες. Έμεινε όμως στο σπίτι και περίμενε να της αγοράσουν ένα πιάνο και να της πάρουν μια δασκάλα της γαλλικής. Δεν της αγοράσανε πιάνο, ήταν πολύ ακριβό. Της αγοράσανε μαντολίνο. Και καμιά δασκάλα της γαλλικής δεν δεχόταν να πάει να κλειστεί σ' ένα χωριό που έστω είχε και θέα προς τη θάλασσα, έτσι άρχισε να μελετάει μόνη της μια 'γαλλική άνευ διδασκάλου', "βου ζ' αβέ λε κανίφ;" "Νο μια ζαι λε κρεγιόν ντε μα τάντ."
Όταν η βιομηχανία σαπώνων "Πλειάδες" έμαθε ότι σ' ένα χωριό του Βόλου υπάρχει μια μεγάλη προίκα, έστω και γνωρίζουσα μαντολίνο, αναστατώθηκε. Προξενήτρες με ψεύτικα δόντια, θείοι απίθανοι, από κείνους που κάνουν μπάνιο κάθε παραμονή Χριστουγέννων και πλένουν τα πόδια τους κάθε Σάββατο δεκαπέντε, φίλοι ένα σωρό κόσμος, έπεσε στη μέση να ενώσει τις Πλειάδες με το μαντολίνο.
Το κακό είναι ότι τα καταφέρανε.
Στην Αθήνα το σκηνικό. Είκοσι χρόνια γάμου, ο χρόνος.
Ρυτίδες. Αρχές φαλάκρας.
Κοιλιές από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη.
Αλλά η βιομηχανία σάπωνες οι Πλειάδες, πήραν τον ανήφορο. Αποδώ και μπρος μιλούσαν για εκατομμύρια και λέγανε ότι το απολιφάδι κατάγεται από αριστοκρατικήν οικογένεια της Θεσσαλίας, εις την οποίαν κυλούσε από την εποχή της Φραγκοκρατίας, το ευγενικό Αννοβέρικο αίμα των Κατσενέλεβόγκεν.
Τα σαλόνια ανοίξανε. Γιατί τα σαλόνια ανοίγουνε πάντα όταν μεταχειρίζεσαι για κλειδί τα εκατομμύρια.
Η κυρία απολιφάδι δεν ήταν κουτή. Ήταν απλώς περιορισμένη πριν παντρευτεί. Το δεύτερο χρόνο του γάμου της έμαθε να καπνίζει, τον τρίτο να λέει "σιλ βου πλαι" και τον τέταρτο να μετράει αγγλιστί μέχρι το δώδεκα. Αποκεί και πέρα τά 'μπλεκε γιατί ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει το θερτήν από το θέρτυ.
Στα σαλόνια μιλούνε πάντα για ανώτερα πράγματα.
Το τελευταίο πρι γκονκούρ.
Τις μεγάλες επιτυχίες του φον Κάραγιαν στα επίσημα κοντσέρτα.
Μια βραχνάδα που τώρα τελευταία έχει αγκαλιάσει τις φωνητικές χορδές της Μαρίας Κάλας. Τις τελευταίες πουέντες του Νουρέγιεφ. Τις τιμές των πινάκων του Πικασσό, που επιμένει να ζει, και του Μπρακ, που είχε τη φιλοτιμία να πεθάνει. Την χωρητικότητα μιας θαλαμηγού που λέγεται "Χριστίνα", ένα σωρό τέτοια, τρομερά ενδιαφέροντα, που απασχολούνε την παγκόσμια κοινή γνώμη, δακρυσμένη ακόμη από το θάνατο της Τζούντι Γκάρλαντ και τις άτυχες περιπέτειες μιας πρώην αυτοκρατείρας.
Ε, λοιπόν, το απολιφάδι, που δεν το 'πιανε το μάτι σου εδώ και πέντε χρόνια, είχε γίνει άσος και ήταν ενημερωμένη σ' όλα τα θέματα. Για το ζωγράφο ο Μέγας Δουξ, διάβασε όλες τις κριτικές και ενημερώθηκε στην τεχνοτροπία του. Ο ζωγράφος Μέγας Δουξ ήτανε το θέμα της ημέρας στα μεγάλα τζάκια. Είχε αρχίσει να ζωγραφίζει πεταλούδες. Επειδή όμως οι πεταλούδες είναι ζωγραφισμένες από τη φύση, κανείς δεν του έδινε σημασία. Τότε, άρχισε να πίνει κονιάκ. Ένα βράδυ, τέλεια μεθυσμένος, ζωγράφισε ένα μπουκάλι κονιάκ και ένα σπασμένο ποτήρι.
Ανάμεσα στους κριτικους ήταν και κάποιος που του άρεσε το κονιάκ. Έγραψε λοιπόν ένα διθύραμβο.
Ύστερα έπιασε τον Μέγα Δούκα.
"Δεν μπορώ να σας λέω Κλεφτοκατσικάκη, όπως είναι τ' όνομά σας", του δήλωσε. "Πρέπει να βρείτε ένα όνομα μεγαλειώδες που να κάνει εντύπωση στον κόσμο που αγοράζει έργα τέχνης."
Ήπιανε από ένα κονιάκ διπλό, από κείνο της εντριβής. Το κονιάκ ήτανε δυνατό και τους γέμισε εμπνεύσεις.
"Τι θα λέγατε αν σας βάφτιζα Μέγα Δούκα;" είπε ο κριτικός.
Ο Κλεφτοκατσικάκης το βρήκε βυζαντινά θαυμάσιο.
"Μάλιστα."
Κι άρχισε να ζωγραφίζει άρχοντες πάνω στο Βόσπορο.
Δεν είχε πάει ποτέ, αλλά ο Βόσπορος είναι στενό, αφού αποκεί οι αρχαίοι, περνούσαν τα βόδια τους, άλλωστε έτσι πήρε και τ' όνομά του. "Βοός - πόρος".
Έτσι, εφήρμοσε μια τεχνοτροπία στενόμακρη.
Όλοι είπανε.
"Ένας νέος Ελ Γκρέκο."
Και αρχίσανε να του ζητάνε πίνακες.
Ο Μέγας Δουξ, το μόνο που βαριότανε ήταν να ζωγραφίζει.
'Aλλωστε, το δικαιολογούσε.
"Ποιος τραπεζικός πάει ευχάριστα στην Τράπεζα; ποιος σιδεράς στο σιδηρουργείο του; Όλοι πηγαίνουν υποχρεωτικά."
Και για να αποφύγει την μεγάλη φασαρία από την μια μεριά, και να μην χάσει τις παραγγελίες από την άλλη, έκανε δηλώσεις.
"Θα προχωρήσω στην μοντέρνα τέχνη."
Ο κριτικός, εκείνος που έπινε το κονιάκ, ενθουσιάστηκε.
"Τώρα μπορώ να σου γράφω ό,τι καλύτερο θέλω", είπε. "Γιατί κανένας δεν καταλαβαίνει από μοντέρνα τέχνη και ό,τι να πω θα το παραδεχθεί."
Και καμάρωσε.
"Έχουμε και μια υπογραφή."
Από τότε, ο Πικασσό και ο Μπρακ γίνανε μικρά κουρελάκια μέσα στην απέραντη κουρελού της τέχνης. Ο Μέγας Δουξ απόκτησε όνομα.
Το μόνο δύσκολο ήτανε να δίνουνε ονομασίες στους πίνακες που ζωγράφιζε.
"Θα μεταχειριστιώ λάδι μπλε και άσπρο", είπε ο Μέγας Δουξ "και θα δώσω στην σειρά το όνομα 'Θαλασσινά'."
Ο κριτικός είχε πιει ένα μπουκάλι των τριών αστέρων.
"Να τα πούμε 'ναϊάδες'", είπε πολύ σοβαρός. Πάντα άμα έπινε ολόκληρο το μπουκάλι σοβαρευόταν.
Όλη η φιλότεχνη Αθήνα μιλούσε σε λίγο για τη σειρά 'ναϊάδες'. Δεν προλαβαίνανε να πουληθούν.
Οι σύζυγοι μόνο γκρινιάζανε.
"Μα πάτε και δίνετε του κόσμου τα χιλιάρικα για πίνακες μπλε και άσπρους;"
"Ο Βαν Γκογκ ζωγράφιζε χρόνια ολόκληρα μόνο με κίτρινο και κόκκινο", απαντούσαν οι κυρίες. "Αλλά τι ξέρετε εσείς παραπάνω από τη δουλειά σας;"
Και οι περισσότερες προσέθεταν περιφρονητικά:
"Χωρικέ!"
Όταν το πράγμα παράγινε, ο Μέγας Δουξ άρχισε να αλλάζει χρώμα. Αν του 'πεφτε πολύ κόκκινο και πολύ κίτρινο, φώναζε το φίλο του τον κριτικό - κονιάκ.
"Θα το πούμε ηλιοβασίλεμα στα νησιά του Πάσχα", έκανε συνοφρυωμένος ο κριτικός.
Κατά βάθος προτιμούσε ένα καλοψημένο πασχαλινό αρνί.
Ο πίνακας όμως πουλιότανε.
Για να γίνεις διάσημος, δεν χρειάζεται παρά να σε πιστέψει η ανθρώπινη βλακεία. Αποκεί και πέρα, όλα είναι εύκολα, πετάς ψηλά και ο κόσμος είναι μαζί σου.
Λέμε.
"Τι καλλιτέχνης!"
Ο καλλιτέχνης βαριέται να πλύνει το σβέρκο του αλλά διατηρεί το ύφος του.
Ο Μέγας Δουξ παρήγγειλε μια κατάμαυρη μπέρτα με κόκκινη φόδρα. Κόκκινη της φωτιάς. Έμοιαζε έτσι με Μεφιστοφελή ή με αληθινό Μέγα Δούκα. Όλοι τον σεβόντουσαν εξαιτίας της μπέρτας.
"Θα ράψω κι εγώ μία", είπε ο κριτικός.
Ο Μέγας Δουξ θύμωσε.
"Δεν μπορούμε να μοιάζουμε σαν ακροβάτες του τσίρκου. Ράψε κάτι άλλο."
Κι άρχισε να ζωγραφίζει με πολλά χρώματα, γιατί κατάλαβε ότι βρίσκεται κάτω από την επιρροή του κριτικού και έχανε έτσι την προσωπικότητά του.
Το σαπούνι Πλειάδες παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εξέλιξη του χρωστήρος του Μεγάλου Δουκός. Η κυρία, πάντα, ήθελε ένα μεγάλο πίνακα για το δυτικό τοίχο του σαλονιού της, αλλά ο κύριος σκεφτόταν ότι είναι τρομερό να θυσιάσει πεντακόσιες κάσες αρωματικό σαπούνι, από κείνο που κάνει ωραίο δέρμα κατά την τηλεόραση, για να πάρουνε μια φουτουριστική μουτζούρα του Μεγάλου Δουκός.
Είναι παρατηρημένο ότι, όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ κυρίου βιομηχάνου και της κυρίας του, υπερισχύει τελικά πάντα, η γνώμη της κυρίας.
Έτσι, ύστερα από συζητήσεις τριών μηνών η κυρία είπε στον ζωγράφο.
"Μαιτρ, θα έρθω στο ατελιέ σας να διαλέξω ένα πίνακα."
Ο Μαιτρ καταχάρηκε. Ήξερε ότι το σαπούνι Πλειάδες πληρώνει πολύ καλά.
Υποκλίθηκε.
"θα σας περιμένω μαντάμ."
Και αράδιασε τα καλύτερα κομμάτια του, τα φώτισε κατάλληλα και περίμενε.
Είχε αγοράσει και πτι φουρ.
Το απολιφάδι έφθανε στην ώρα του. Κάθισε, θαύμασε όλα αυτά τα εξαιρετικά, ο Μέγας Δουξ και ο κριτικός της σερβίρανε τίτλους "Η Λήδα και ο Κύκνος", "Ο Κύκνος χωρίς τη Λήδα", "Η Λήδα χωρίς τον Κύκνο", τέτοια όσα περνούσαν.
Η κυρία Πλειάδες, τα καμάρωνε όλα και ξαφνικά το μάτι της έπεσε σ' ένα τετράγωνο πανί γεμάτο με όλους τους συνδυασμούς των χρωμάτων.
"Αυτό;" είπε.
Ο Μέγας Δουξ πήγε ν' ανοίξει το στόμα του, αλλά ο κριτικός πρόλαβε και του πάτησε το πόδι.
"Αυτό είναι το καλύτερό του κομμάτι. Πώς το είδατε;"
Η κυρία καμάρωσε.
"Ε, έχω μάτι εγώ. Και πώς λέγεται;"
"Πανσπερμία στη Βαβέλ", έκανε ο κριτικός πολύ σοβαρά.
"Μόνο που είναι ακριβούτσικος."
Την κυρία δεν την ενδιέφερε η τιμή. 'Aνοιξε την τσάντα της έβγαλε δυο πακέτα των πενήντα και τά 'δωσε χαμογελώντας.
"Κορνιζάρετέ τα και στείλτε τα σπίτι. Εσείς ξέρετε καλύτερα τι κορνίζα του πάει."
Κι έφυγε κατευχαριστημένη.
"Τώρα τι έκανες;" έφριξε ο Μέγας Δουξ στον κριτικό. "Αυτό είναι το πανί που σκουπίζω τα πινέλα μου."
"Και παρ' όλα αυτά είναι το καλύτερό σου έργο", είπε σοβαρά ο κριτικός.
Και το πίστευε.
Ύστερα και οι δυο μαζί, τραβήξανε μπροστά να πιούνε κονιάκ Μαρτέλ. Εκλεκτό.
Σημείωση δική μου:
Το κείμενο δακτυλογραφήθηκε από μένα , από ένα παλιό περιοδικό..
Ι.Β.Ν.
1 σχόλιο:
Γεννηθήτω το θέλημά μου;;;!!! Ε, καλά, είσαι απίστευτος! Τσιφόρος, Adamo, Enrico Macias...
Ως γαλλοτραφείσα και ως επικροτούσα το εξαιρετικό Τσιφορικό χιούμορ, δεν βρίσκω λόγια να σου πω ευχαριστώ!
(Περιμένω κι άλλα τέτοια έτσι; Και ειδικά Τσιφόρο) :-)
Δημοσίευση σχολίου