ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

17 Νοεμβρίου 2008

Περί ερωτος ! Απο το Φώτη το Μότση !



Ο έρως μεριμνεί ως μανιακός των αμπελώνων της ψυχής ν’ αποτελειώσει ό,τι έχει αρχίσει με μια απλή συμπαθητική έλξη. Στο φως δεν βγαίνει. δουλεύει μέσα στα σκοτεινά τα βάθη του ενστίκτου και βγάζει μεροκάματο καθαρίζοντας ισοπεδωτικά ένα τοπίο που μόλις έχει αρχίσει να μπουμπουκιάζει. Δίχως αναστολές, ψυχρά, αμείλικτα, γίνεται θολός ανεμοστρόβιλος που απογειώνει, στριφογυρίζει ανηλεώς τα θύματά του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τ’ ουρανού, τα βολοδέρνει σε κάθε του γωνιά μέχρι συναπαρμού, τ’ απερημώνει από αίμα, από σπλάχνα, από σφυγμό κι ύστερα τ’ αφήνει από πολύ ψηλά να πασπατεύουν το σφιχτό σκοτάδι του μυαλού τους σε μιαν ύστατη προσπάθεια απόγνωσης να ΄βρουν τον δρόμο προς το σακατεμένο τους είναι –συχνά πυκνά άκαρπη.Ο έρως είναι ο σιαμαίος αδερφός του πόνου, μόνο που τους ενώνουν χαλαρά γεφύρια: ο μεν αναζητεί προσχήματα για να επιβάλει τον δικό του θρίαμβο, ο δε αποζητάει έδαφος για να βολέψει το δικό του σώμα. Όταν ο πρώτος δοξάζει τη ζωή μέχρι να την αφομοιώσει πλήρως, ο δεύτερος τη σέβεται –δίχως αυτή είναι ανύπαρκτος.
Ωστόσο συναντώνται όταν πρόκειται να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι την προκληθείσα δυστυχία στο κορμί που σαρακόφαγαν.
Ο έρως είναι, πάλι, η φυσική προεξοχή στην επιφάνεια της ζωής, πάνω στην οποία σκοντάφτει η αράχνη που πλέκει τη μιζέρια, το ισοπεδωτικό της καθεμέρας, την αποχαλίνωση της ανίας, την άνοια, την παράνοια, τον παράταιρο χαμό Είναι το ψηλότερο σκαλοπάτι του βίου, προς το οποίο κατευθύνονται γονυπετείς ευτυχείς τε κατά τοις άλλοις και δυστυχείς θνητοί, προκειμένου να μεταλάβουν κάτι από θείο και από αθανασία. Επειδή δε το σώμα αυτής της μεταλαβιάς είναι στο ελάχιστο περιορισμένο, η οικονομία της φύσης έχει προνοήσει, ώστε να είναι μετρημένοι αυτοί που φτάνουν μπροστά στην όστια με ανοιχτή καρδιά και έτοιμη ψυχή.

Και είναι τούτη η ανάγκη τέτοια, ώστε να μην ακούνε μήτε από πολύ κοντά τον θρήνο και τον κοπετό όσων κιόλας συνθλίβονται σε τούτες τις μυλόπετρες του πάθους. Σάμπως να μην τους έχει αφήκει αυτιά για ήχους άλλους, σαν να μη δύνανται να δουν τίποτα παρεκτός από το αντικείμενο του έρωτός τους,- τίποτα πέραν αυτού που υπαγορεύει η θεϊκή σειρήνα.
Ο έρως ενσαρκώνει το ανομολόγητο, την ελπίδα στη ζωή, την ελπίδα για ζωή.

Τα νεύματα του θεού σε κάθε προσευχή απελπισμένου που γυρεύει την άκρη του χαμού για να σωθεί, είναι τα φαρμακωμένα βέλη του φτερωτού του τέκνου.
Το μεγαλείο της αφοσίωσης, η κατά κράτος ήττα της μοναξιάς, η μια ομορφιά θρονιασμένη στον τρανότερο Αηλιά του συναισθήματος, είναι ο έρωτας.
Αλλά και το χαμένο μας μάτι στην απαλάμη τ’ αλλουνού, το φαράγγι που μας έχει καταπιεί, ο χαλασμός που αρραβωνιαστήκαμε, μια φορεσιά χωρίς κορμί, η συντριβή.
Ο έρως φύεται στα γκρεμνά. Δίχως τα ύψη, χάνει. Όταν δεν πέφτει από πολύ ψηλά, αν δεν ορμεί ως αετός, χάνει απ’ τη μαγεία του, καταντεί.

Ή θα ΄ρθει ως αστροπελέκι, ή δεν θα ΄ναι.
Έρως που σέρνεται, που απαντάται και στον κάμπο, είναι πόθος, δεν είναι πάθος. Αν ο έρωτας δεν είναι αρρώστια, τότε δεν είναι τέτοιος. Αν ο έρωτας βιώνεται ως συναίρεση, είναι παράτονος. Αν ο έρως είναι πλήρωμα και όχι έλλειψη κι ανέφικτο, τότε πρέπει να μεταφραστεί αλλιώς. Δεν είναι μέρος μιας φωτιάς που καίει κάπου στ’ αλώνια του είναι. είναι η ίδια η φωτιά, ακέρια, που πυρπολεί την ύπαρξη απ’ άκρου εις άκρον.
O ερωτοχτυπημένος έχει μόνο του προσφάϊ την (αυτό)καταστροφή που δρέπει στους αγρούς της απόγνωσης, Μέσα στη φρενιτική πορεία του νου του προς το αποσβολωτικό όραμα που δεσπόζει των αισθήσεών του, αψηφά κάθε φανερό ή ελλοχεύοντα κίνδυνο, κυνηγά τα χνάρια της φωτιάς, τη θέλει ολάκερη δική του για να ‘ναι πλήρως προσωπικό το μαρτύριό του, όλες οι γλώσσες της δικές του. Δίχως αυτή τη λειτουργία του απόλυτου εγώ, χωρίς την αίσθηση της μοναδικότητας, δεν είναι παρά άλλος ένας υποψήφιος που σύντομα θα κριθεί ματεξεταστέος και θα συμπληρώνει τη στοίβα των αποτυχημένων.
Ο ερωτευμένος ‘κατεβάζει’ όλα τα ποτήρια στη σειρά, διεκδικώντας και το τελευταίο, αυτό που θα τον ‘ρίξει’ χάμω ξερό, θα τον κεραυνοβολήσει, θα του ανοίξει την πόρτα του χάους.
Είναι ο έρωτας η οργή στο απόλυτό της –και η νηνεμία του νου και της ψυχής αντάμα. Σκόρπια φωνήεντα που μαζεύουν τα σπουργίτια, λέξεις που αντλήσαμε ως καθαρό αδάμαντα απ’ το πηγάδι της ψυχής. ΚΕΡΩΝ, ΣΟΥΣΩΝ, ΑΤΙΑ, ΜΑΤΙΝ.

Είναι η δειλία στο αποκορύφωμά της, η εντροπή του ‘δεν πάει άλλο’, μα και η αυτοπεποίθηση στα όρια της τρέλας.
Ο λυγμός χαράς και ο λυγμός στην οιμωγή.
Ο πόνος.
Και η ικανότητα του ανθρώπου ν’ αντιπαλεύει τη ζωή με την ίδια την θανάσιμη ομορφιά της: τη ζωή.
Όταν οι ίμεροι άλλο δεν μπορούν να χαλιναγωγηθούν –και δεν ντρεπόμαστε για τούτο-, όταν, σε κατάσταση λατρείας, βάζουμε στο εικονοστάσι της ψυχής μας τη μορφή του ανθρώπου που πλανά τη σκέψη μας,

Όταν ο θάνατος πολλών, δικών και μη, χωνεύεται δίχως ερωτηματικά μέσα στην ανθοφορία της ψυχής μας, Όταν στην ‘καλημέρα’ του φίλου ή του γείτονα απαντούμε ενδομύχως ‘σ’ αγαπώ’,
Όταν δεν λογαριάσουμε συνέπειες, αψηφήσουμε τη ζωή καθεαυτή, αδιαφορήσουμε για το δίδυμο αδέρφι του έρωτα-Όταν σπαταλήσουμε και την τελευταία αξιοπρέπειά μας, Όταν εξαντλήσουμε και τα υστερνά του ύπνου μας,
Όταν: θα είμαστε ο δρόμος που θα μας πατεί διασχίσουμε ξυπόλητοι την έρημο του πόνου και της μοναξιάς βάλουμε φυτίλι στους φόβους και στις ηρεμίες μας
φαρμακώσουμε τη μπουκιά που πρόκειται να καταπιούμε με όλη τη δόση της θύελλας όταν αγαπήσουμε τον άνθρωπο και σεβαστούμε ειλικρινά και τον εαυτό μας, θα είμαστε ώριμοι να ερωτευτούμε αυτόν τον ηδύ πόνο.

Δημοσιεύτηκε 31/07/2003

Φώτης Μότσης

Σημείωση δική μου:

Ο Φώτης ο Μότσης ειναι φίλος και συστρατιώτης μου
απο μονάδα τεθωρακισμένων, με εδρα πόλη της Θράκης πολλά χρόνια πρίν...
Ι.Β.Ν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: