ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

3 Νοεμβρίου 2008

Προεπαναστατικός ηρωας του Ωλονού



ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ «Ο ΓΙΑΝΝΙΑΣ»
Ο Γιαννιάς (μεγεθυντικό του Γιάννος) είναι ο Γιάννης Παπασταύρου (1760-1805), γεννημένος στην Προστοβίτσα Τριταίας. Στην παιδική του ηλικία ήταν γνωστός σαν παπαδοπαίδι μιας και ο πατέρας του ήταν ιερέας της περιοχής. Ο παπα-Αντρέας, γνωστός παλικαράς σε όλη την επαρχία, με καταγωγή από την Ηλεία, έφυγε κυνηγημένος από τον κάμπο για να βρεί καταφύγιο στο Ξυβούνι. Ο Γιάννος από πολύ νέος ακολούθησε την κλεφτουριά του Ωλονού αναπτύσσοντας μεγάλη δράση σαν κλέφτης κυρίως στην ορεινή Πελοπόννησο. Σε ηλικία 22 ετών αρραβωνιάστηκε αλλά δεν παντρεύτηκε γιατί τα έβαλε με τον άγριο εισπράκτορα των Τούρκων Καψομάλη. Αυτός για να τον εκδικηθεί πάντρεψε την αρραβωνιαστικιά του με τον αδελφό του. Την επόμενη μέρα του γάμου αναχώρησε στη Μάνη για να βρεί τον Ζαχαριά που αμέσως τον έκανε ομαδάρχη. Έπειτα από τρία χρόνια επέστρεψε στον Ωλονό. Από τότε κανένας Τούρκος δεν τόλμησε να ξαναπεράσει από τα λημέρια του.



Ο Κολοκοτρώνης αφηγείται «… ὅστις ἦτο κλέφτης πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, καὶ πολλοὺς Τούρκους ἔστειλεν εἰς τόν κάτω κόσμον, ἀλλ᾿ αὐτοὶ δὲν ἐσώνοντο ». Ο Γιαννιάς είχε και αρματολίκι κοντά στο Νοταρά στα Τρίκαλα Κορινθίας «…με ξέρουν και τα Τρίκαλα που τάχω αρματωλίκι…» Τον πρώτο του μεγάλο άθλο ο Γιαννιάς τον έκανε μαζί με το φίλο και πρωτοπαλίκαρό του Γιατρό Τσιμίκο όταν συνέλαβαν τον έφιππο Μαχμούτ Μπέη του Μυστρά. Στη συνέχεια τον ξεγύμνωσαν και έφυγαν με το άλογό του.
Κατά τα έτη 1787-1805 με δύναμη 60 ανδρών βρέθηκε υπό την αρχηγία του φίλου και συναγωνιστή του (μέχρι τέλους) ονομαστού Ζαχαριά που αυτοονομάστηκε αρχιστράτηγος Πελοποννήσου ύστερα από τον γενναίο θάνατο του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη. Ο Γιαννιάς ήταν κατά τι πρεσβύτερος του Ζαχαριά και ονομαστός αθλητής όπως μας λέει και το τραγούδι:
«Μες το βάλτο στο πηγάδι
ρίχνουν κλέφτες το λιθάρι…»
Έλαβε μέρος στην μάχη του Ταινάρου το 1792. Σε αυτή την μάχη με την βοήθεια του Κατσώνη αντιμετώπισαν τον ενωμένο Γαλλοτουρκικό στρατό που αποβιβάστηκε να καταπνίξει την επανάσταση και να εξοντώσει τους αρματολούς της Πελοποννήσου. Την επόμενη μέρα στις 9 Ιουλίου τους επιτέθηκε με θυμό ο Πασάς με 5000 Τούρκους. Με το σπαθί στα χέρια ο Ζαχαριάς με τον Ανδρούτσο (πατέρας του Οδυσέα) και 1500 παλικάρια σφάξανε 4000 και κυρίεψαν 12 πολεμικά πλοία.
Ύστερα από αυτό οι Τούρκοι απειλούν την Μάνη με ανοιχτό Γαλλοτουρκικό πόλεμο και τους αναγκάζουν να απομακρυνθούν για το καλό του τόπου. Ο Κατσώνης διαφεύγει διά μέσου του Τούρκικου στόλου και ο Ζαχαριάς με τον Γιαννιά επιχειρούν την φυγάδευση του Ανδρούτσου διά μέσου χιλιάδων εχθρών. Την περίοδο αυτή κρύφτηκαν στην περίφημη σπηλιά του Κλαπανάρη στο Αντρώνι που χωρούσε 1000 άτομα. Διά μέσου του Ωλονού έφτασαν στο Αίγιο για να περάσει ο Ανδρούτσος και τα εναπομείναντα παλικάρια του ασφαλή στην Ρούμελη.
Κατόπιν μετέβη στο Βάλτο Αιτωλείας και από εκεί βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια «…πουλάκι μου Αλεξανδρινό…» όπως αναφέρει και το δημοτικό τραγούδι του.
Όταν επέστρεψε στο Μπρακουμάδι, οι Τούρκοι των Πατρών ήλθαν σε συμβιβασμό μαζί του και του έδωσαν το καπετανιλίκι (κατηλίκι) της επαρχίας για εννέα χρόνια. Παντρεύτηκε στο Αλποχώρι Τριταίας ενώ ήρθε σε σύγκρουση με τους γνωστούς ισχυρούς της περιοχής (Κουμανιώτη, Καυκά και Τσαλαμιδά).
Το 1802 επικηρύχθηκε και το 1804 αιχμαλώτισε τον Σεκήρ Αχμέτ στο κτήμα του στο Μονοδένδρι.
Το 1804 καταδιωκόμενος από τον παλιό του φίλο Κονταχμέτη το Λαλιώτη πιάστηκε στην Κερτίζα (κοντά στην Πολίτσα ή στη θέση Πετρωτή) όπου έπεσε σε παγίδα που του είχαν στήσει. Τραυματίστηκε στην συμπλοκή και τον συνέλλαβαν. Τον μετέφεραν στην Πάτρα όπου τον κρέμασαν σε μια μελικοκιά προ του ναού του Αγίου Αθανασίου στην Πλατεία Μαρούδα, μαζί με το γιατρό και πρωτοπαλίκαρο του Τζιμίκο. Τιμής ένεκεν σήμερα η πλατεία φέρει το όνομά του. Μια εσφαλμένη εκδοχή, επηρεασμένη από το θάνατο του Ζαχαριά, θέλει το Γιάννο να δηλητηριάζεται με δωροδοκία από έναν απ’ τους πολλούς κουμπάρους του «…κουμπάροι φάγαν τον Γιαννιά κουμπάροι και το Ζαχαριά…»
Πολλά δημοτικά τραγούδια εξυμνούν το Γιαννιά.Το παρακάτω λέει ότι όταν παρακολουθούσε τους κλέφτες να ρίχνουν το λιθάρι και να τους ξεπερνούν οι Αρβανίτες θύμωσε και προέτρεψε το παλικάρι του Καραχάλιο να το ρίξει μακρύτερα.
Μες το Βάλτο, στο πηγάδι,
ρίχνουν οι κλέφτες το λιθάρι.
Το πετάν οι Αρβανίτες
και περνούν τους Μωραΐτες.
Του Γιαννιά του κακοφάνη
Και ψιλή φωνίτσα βάνει
και τον Καραχάλιο κράζει:
-Καραχάλιο παλικάρι
έλα, πέτα το λιθάρι,
κι αν περάσεις ένα αχνάρι,
μια ασημένια στο ζουνάρι,
και αν περάσεις στην πιλάλα,
χάρισμά σου και μιά πάλα.

Ένα άλλο μιλάει για το Γιαννιά που δε φοβόταν τους αγάδες των Πατρών, αφού έπιασε «και τον Αχμέτ αγά, της Πάτρας βοϊβόντα». Χάρη σε αυτή τη μάχη, η γέφυρα του Πείρου ποταμού στον Πρέβεδο Πατρών λέγεται «του Γιαννιά». Το όνομά του έχει και το τοπωνύμιο στη «Σάπια Βρύση» στο Παναχαϊκό, το δέντρο στον Ωλονό και ο πλάτανος στην Προστοβίτσα.
Όταν τον μετέφεραν στην Πάτρα σταμάτησε στον Αστερόκαμπο, όπως λέει ο στίχος, και αποχαιρέτησε τα λημέρια του και τα βουνά, της «Ισαριάς τη ράχη, Βοδιά και Σανταμέρι».
Άλλος στίχος λέει:
« ούτε στη Μάνη φάνηκεν,
ούτε στόρημο Θιάκι
κι ουδέ στης Πάτρας τα χωριά
που τώχει αρματωλίκι»
Ο λαός της περιοχής έκλαψε το μαρτυρικό θάνατο του Γιάννου Γιαννιά πατέρα του Γιώργη με το σχετικό δημοτικό τραγούδι:
Τρία πουλάκια κάθονται στον Ωλονό στη ράχη
Τόνα τηράει τα Νεζερά, τ'άλλο τη Μέσα Μάνη
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Ο Γιάννος τί να γίνεται, ο γυιός του Παπανδρέα;
- Ούτε στη Μάνη φάνηκεν, - ούτε στόρημο Θιάκι
κι ουδέ στης Πάτρας τα χωριά που τάχει αρματωλίκι.
-Τάχα να μην περπάτησα κι εγώ σ’ αυτόν τον τόπο;
Tα παλληκάρια μου μπροστά μ’ εξήντα, με τριάντα
Και τώρα πάω μοναχός και πάω να με κρεμάσουν,
Αφήνω γειά, ψηλά βουνά και χαμηλοί μου κάμποι.
Και το μοιρολόι του Ωλωνού λέει:
«Διψάν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια,
τη δίψα πώχει κι Ωλονός για τους παλιούς τους κλέφταις»!
Άλλο τραγούδι που διέσωσε ο Β. Παπαγεωργίου από τα Βραχναίικα Αχαΐας.
Εμείς καλά καθόμαστε εδώ στον ξένο τόπο
Κι αν μας πειράξουν τίποτα της Πάτρας οι αγάδες,
Τότε να μας γνωρίσουνε, τότε να μας ιδούνε,
να δούν το Γιάννη του παπά, το γυιό του Παπανδρέα
πως πιάνει σκλάβους ζωντανούς, σκλάβους κοτσαμπασήδες
πιάνει και τον Αχμέτ αγά, της Πάτρας βοϊβόντα.
Δεν άργησε όμως να αλλάξουν τα πράγματα και οι Τούρκοι οδήγησαν το Γιαννιά στην κρεμάλα. Το γνωστό δημοτικό τραγούδι που ακούγεται ακόμη στα χωριά μας σε διάφορες παραλλαγές διασώθηκε από τον Χ. Κυρύλλο λαογράφο γιατρό των Πατρών.
Σήκω, πουλί μου την αυγή και και κάτσε στο κλαράκι
Και τίναξ’ τη φτερούγα σου να πέσουν οι δροσιές σου
Και μη λαλείς παράωρα, ώρα του μεσονύχτου
τ’ είναι σημάδι των κλεφτών και των καπεταναίων.
Πολλά ντουφέκια πέφτουνε και σιγαλά βροντάνε.
Κάνε σε γάμο πέφτουνε, κάνε σε πανηγύρι;
Mάειδε σε γάμο πέφτουνε, μάειδε σε πανηγύρι.
Ο Γιάννης εκαβάληκε στην Πάτρα για να πάει.
Βγαίνει στον Αστερόκαμπο, μες στο χωριό τ’ Αστέρι.
Κοντοκρατάει τ’ άλογο και τα βουνά αγναντεύει.
-Έχετε γειά ψηλά βουνά και σεις κοντοραχούλες
Και σεις κουμπαροπούλες μου στα μαύρα να ντυθήτε.
Και συνεχίζει με την παρακάτω προφητική παραλλαγή που αναφέρεται στην γυναίκα του και στην πορεία που θα ακολουθήσει ο γιος του Δεληγιώργης .
Και συ γυναίκα μου καλή, άξια και πενεμένη
Να μου φυλάξεις το παιδί κι όταν θα μεγαλώσει
Να του φορέσεις τ’ άρματα που τάχω κρεμασμένα
Εκεί ψηλά στην εκκλησιά, πίσ’ από τ’ άγιο βήμα
Και να του πεις να εκδικηθεί, το αίμα μου να πάρει
Από τον άτιμο κατή, τον Τούρκο Ταταράκη.
Άλλο τραγούδι σε διαφορετικό ύφος που ακούγεται στα χωριά μας:
Τρία πουλάκια πάν’ ψηλά και το ’να χαμπηλώνει
και κείνο που χαμπήλωνε του Γιάννου πάει και λέει
εφτού που πας βρε και φιλείς, φιλείς τα μαύρα μάτια
φυλάξου μη σε πιάσουνε του Μπέη τα παλικάρια.
Εμένα δε με πιάνουνε του Μπέη τα παλικάρια
γιατί έχω φίλους με φυλάν’ κι αηδόνια μου το λένε.
Σαββάτο του το έλεγε την Κυριακή τον πιάσαν.
Χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
τον παν’ να τον κρεμάσουνε.
Μετά την σύμπραξη των αρχιερέων και των προκρίτων όταν η πύλη το 1804 εξασφάλισε το Συνοδικό Επιτίμιο του οικουμενικού Πατριάρχη Καλλίνικου Δ΄ (1801-1806) που εστρέφετο εναντίον των κλεφτών του Μοριά και όλων όσων τους υποθάλπουν άνοιξε ο δρόμος για την εξόντωση της Μοραΐτικης κλεφτουριάς.
Από το Γενάρη του 1805 επί Οσμάν πασά του Μοριά άρχισε η μεγάλη συστηματική καταδίωξη των κλεφτών, όπως αναφέρει ο Κολοκοτρώνης «…ήλθε το διάταγμα και μας εκυνήγησαν. Ο Πετμεζάς, ο Γιαννιάς και ο Ζαχαριάς ήσαν χαϊμένοι προτήτερα και βρέθηκα με μόνον 150…»
Το δρόμο που χάραξε ο Γιαννιάς ακολούθησε ο γιος του Γιώργης που έπεσε στο Κατσαρού, γράφοντας λαμπρές σελίδες στο πάνθεον της ελληνικής επανάστασης.
Κώστας Παπαντωνόπουλος

Μάρτιος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: