ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

5 Σεπτεμβρίου 2008

Το πρώτο ειδύλλιον - Καμπούρογλου


Χθές συνάντησα ενα παιδικό μου φίλον.Ειναι γέρος κοτσονάτος, αλλά πάντοτε γέρος.
-Καλά ειναι τα ωραία γεράματα ! μου λέει αυταρέσκως.
-Προτιμώ τα άσχημα νειάτα του απαντώ.
Δεν ευχαριστήθηκε, φαίνεται, απο την απάντησή μου κι αποχαιρετισθήκαμε, χωρίς να ανακαλέσωμε στη μνήμη μας, οπως συμβαίνει συνήθως, σκηνές του παρελθόντος.
Δεν λησμονώ, ομως, το πρώτο του ειδύλλιον,το οποίον εγνώριζα σ΄ολη την ψυχολογική του λεπτομέρεια και το οποίο σας εμπιστεύομαι:

Απο το σπίτι του, για να πάη στο Γυμνάσιο της Πλάκας, ένα μόνο δρόμον είχε ν΄αλλάξη. Αυτός, όμως προτιμούσε ενα στενό σοκάκι, που δεν τον επήγαινε βέβαια συντομώτερα, είχεν όμως ένα άλλο προτέρημα: Είχεν ένα σπιτάκι και το σπιτάκι αυτό ένα παραθυράκι και το παραθυράκι αυτό , κάθε πρωί , στις οκτώ παρά τέταρτο που επερνούσε, δύο μικρές συμμαθήτριες και πολύ φιλενάδες, που εδιάβαζαν. Είχαν επαναλήψεις !...
Πότε η μία, πότε η άλλη, κρατούσε το τετράδιο και άκουγε την άλλη που έλεγε.
Μόλις εκείνος επλησίαζε στο παραθυράκι αυτό,έσκυβε το κεφάλι του κάτω-ολα τ΄αγόρια είναι μπούφοι-και εκύτταζε τα βήματά του, που κάθε τόσο ετρίκλιζαν. Την ώρα, όμως, που θα έστριβε το στενό, εγύριζε το κεφάλι του και έρριχνε μια μονάχα βιαστική ματιά στο παράθυρο.
Μιά φορά , είδε πως είχαν γυρίσει τα κεφαλάκια τους και τον εκύτταζαν, που θάστρεφε στον δρόμο.Την άλλη μέρα χαμογέλασαν, την τρίτη του εκούνησαν το τετράδιο..έβγαλε κι αυτός το καπέλλο του και τις εχαιρέτησε απο μακρυά. Την άλλη μέρα, ύστερα απο τα πραξηκοπήματα αυτά, άμα τον είδαν απο μακρυά, που φάνηκε στο στενό, τσακίσθηκαν να μπούν μέσα.
Το πρωί της επομένης, επέρασε δειλά-δειλά, ξύνοντας σχεδόν τον τοίχο. Αυτές όμως ήσαν δύο, Εσκυψαν και σαν κάτι νάθελαν να πουν, μα, τραβούσε η μιά την άλλη και , ξεκαρδισμένες στα γέλια εμπήκαν μέσα...Θύμωσε κι εκείνος κι έκανε τρείς μέρες να περάση. Οταν ξεθύμωσε και επέρασε, με αδιαφορία τάχα και απάθειαν, ακούει μια φωνίτσα-τι γλυκειά φωνίτσα που ηταν !-να του λέει : -Γιατί τόσο σοβαρός ;.....Νέο κρύψιμο και κατρακύλισμα καρέκλας πάλι....Ηταν Παρασκευή, το Σάββατο δεν επέρασε.
Την Δευτέρα πρωί, μόλις αντίκρυσε το στενό, είδε πως τα κορίτσια, αντι να ειναι στο παράθυρο, ησαν στην πόρτα. -Θάρρος ! είπε μέσα του. Θα περάσω και θα τις χαιρετήσω, και αν μου πούν κανένα δειλό-δειλό "καλημέρα σας", θα σταθώ και θα τους μιλήσω. Δεν ειναι σωστό να φοβάμαι έτσι, θα με πάρουνε για κουτό...
Μόλις επλησίασε, η μιά απ΄αυτές, η ζωηρότερη-ειναι ανάγκη να προσθέσω, πως ήταν η μελαχροινή;-κυττάζοντας και διορθώνοντας τάχα την ποδιά της φιλενάδας της και σαν να μιλούσε δήθεν σ΄αυτήν, του λέει: -Τι γενήκατε, πάλι, τρείς ημέρες;.. και εξηκολούθησε να διορθώνη την ποδίτσα , που δεν είχε τίποτε για διόρθωμα.
Τότε λέει κι αυτός, χωρίς να σταματήση, μές τα δόντια του: -Τρείς ημέρες, δεν θυμούμαι τι έγινα, τρείς νύχτες όμως, εγώ το ξέρω!......και εξηκολούθησε τον δρόμον του χωρίς να ιδή το αποτέλεσμα.

Ηταν η πρώτη εκ του συστάδην μάχη , προς το ωραίο φύλον. Για μια στιγμή, το αίμα τού είχεν ανέβει στο κεφάλι και κτυπούσαν τα μηλίγγια του.Τάχασε τόσο που δεν υπελόγισε καλά την στροφή που θάκανε βιαστικά, στο τέλος του του δρομίσκου και χτύπησε στον τοίχο. Την άλλη μέρα-πως αργούν να ξημερώσουν μερικές μέρες!-καθώς αντίκρυσε το ωραίο σπιτάκι, τις είδε πάλι στο παράθυρο. Μόλις επλησίασε, η μελαχροινή εμπήκε μέσα-ηταν η σειρά της άλλης φαίνεται- η άλλη δε, η ξανθή, έρριξε ενα διπλωμένο χαρτάκι και τραβήχτηκε κι αυτή μέσα, γλυστερή σαν πετρόψαρο.
Αυτός έκανε πως εσκόνταψε, εσκόρπισε χάμω τα τετράδια του και, μαζεύοντάς τα, επήρε και το μυρωδάτο χαρτάκι.....Γυρίζοντας στο στενό, κυττάζει δεξιά,ζερβά, μπρος, πίσω,χαμηλά-ως και χάμω εκύτταξε-και, άμα βεβαιώθηκε πως δεν τον βλέπει κανείς, άνοιξε το χαρτάκι : "ποίαν των δύο αγαπάς;" Να τι έλεγε το χαρτάκι !......Το τι έπαθε η ψυχή του, εκείνη την ημέρα, δεν λέγεται. Ο καθηγητής της Γεωγραφίας τον ερώτησε, που είναι ο Σαρωνικός κόλπος και αυτός του είπε: Στήν Ερυθρά Θάλασσα !..... Τα γέλια των συμμαθητών του νομίζει κανείς, πως ακόμη ακούγονται. -Κρίμα στον πατέρα σου !...περιορίστηκε να του πή ο καθηγητής κι ερώτησε εναν άλλον, αλλά , με μια φωνή, αποκρίθηκε όλη σχεδόν η τάξις !...

"Ποίαν των δύο" λοιπόν ; Τον έβενον η το χρυσάφι; Το μυστήριον η την αποκάλυψιν;...Τις γραμμές η το χρώμα; !....Τα μεσάνυχτα-που απο το σκοτάδι δεν βλέπεις τι δρόμο να πάρης- η το θαμπωτικό μεσημέρι, που, απο το πολύ το φώς , πάλι χάνεις το δρόμο σου;...
Ερώτησε τα βιβλία του σχολείου, που είχε διαβάσει φανερά στην λάμψι της ημέρας και στο φως της λάμπας και δεν του είπαν τίποτε. Ερώτησε τα βιβλία, που είχε διαβάσει κρυφά την νύχτα και με την γλυκειά βοήθεια του μικρού καντηλιού του, οταν όλοι εκοιμούντο, και του είπαν πολλά ανώφελα....Σαν ερώτησε και την ψυχήν του, του είπεν με πολλήν ειλικρίνεια: "-Και τις δύο! "..... Το πρωί , λοιπόν, που επέρασε και ησαν στο παράθυρο σκυμμένες επάνω στο βιβλίο τους-να που ΄ντράπηκαν κι αυτές!...- έρριξε κι αυτός μέσα στην πορτίτσα τους το διπλωμένο χαρτάκι, με τις λέξεις: "Και τις δύο"
Την άλλη μέρα ξαναπέρασε.....Το παράθυρο ήταν κατάκλειστο.....κι ούτε ξανάνοιξε πιά στίς οχτώ παρα τέταρτο! ! ! ! ........................................

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κάποτε υπήρχε αιδώς...και ήταν τόσο όμορφη.Ήταν εκείνη η γλυκιά ζεστασιά που ένιωθες στο πρόσωπο και που σε "μαρτυρούσε" με το κόκκινο χρώμα,που έβαφε τα μάγουλα.Ήταν όλη η ιεροτελεστία της προσέγγισης,που έδινε νόημα και αξία στα αισθήματα.Αυτά μέσα από τις δυσκολίες έβρισκαν το χρόνο να αναπτυχθούν και να στεριώσουν...Το νεαρό αγόρι ήταν τόσο αγνό και ειλικρινές!Πολύ φοβάμαι ότι αυτές οι εποχές έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί..

skylark62 είπε...

ξέρεις πότε ακριβώς δημοσιεύτηκε?